Μια μικρή ιστορία
σήμερα (άσχετη ή σχετική με όσα μας συμβαίνουν, εσείς θα το κρίνετε),
έτσι για να αλλάξουμε και λίγο κλίμα. Η πλατεία Σουλτάν Αχμέτ στην Πόλη,
εκεί που έγινε η πρόσφατη πολύνεκρη βομβιστική επίθεση, εκτείνεται στη
θέση που στα βυζαντινά χρόνια απλωνόταν ο Ιππόδρομος. Στα πέριξ του
ιερού πτολίεθρου της Νέας Ρώμης, με τα μαγικά που θα εξασφάλιζαν την
καλή της τύχη βυθισμένα απ’ τον Φλάβιο Κωνσταντίνο στην Κιστέρνα, ο
Ιππόδρομος με τον Ιερόν Παλάτιον και την Αγία Σοφία σχημάτιζαν κάτω απ’
την αρχαία ακρόπολη του Βυζαντίου την καρδιά μιας πόλης που επηρέαζε
Δύση, Ανατολή, Βορρά και Νότο για πολλούς αιώνες.
Απ’ τονΙππόδρομο σήμερα έχει απομείνει ένας αιγυπτιακός οβελίσκος που είχαν φέρει για τη διακόσμησή του οι Βυζαντινοί, συνεχιστές της συνήθειας των Ρωμαίων να στολίζουν με αρπαγμένα έργα τέχνης τις πόλεις και τις βίλες τους. (Ενα απ αυτά τα έργα, το καταπληκτικό σύμπλεγμα των αλόγων που επίσης κοσμούσε τον Ιππόδρομο της Πόλης, στολίζει σήμερα την πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία.) Οπως έβλεπα, λοιπόν, στην τηλεόραση, η περίμετρος της θανατηφόρου έκρηξης έφθασε σε ελάχιστη απόσταση από τον αιγυπτιακό οβελίσκο.
Απ’ τονΙππόδρομο σήμερα έχει απομείνει ένας αιγυπτιακός οβελίσκος που είχαν φέρει για τη διακόσμησή του οι Βυζαντινοί, συνεχιστές της συνήθειας των Ρωμαίων να στολίζουν με αρπαγμένα έργα τέχνης τις πόλεις και τις βίλες τους. (Ενα απ αυτά τα έργα, το καταπληκτικό σύμπλεγμα των αλόγων που επίσης κοσμούσε τον Ιππόδρομο της Πόλης, στολίζει σήμερα την πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία.) Οπως έβλεπα, λοιπόν, στην τηλεόραση, η περίμετρος της θανατηφόρου έκρηξης έφθασε σε ελάχιστη απόσταση από τον αιγυπτιακό οβελίσκο.
Στη βάση αυτού
του οβελίσκου βρίσκεται στημένο σήμερα ένα βυζαντινό γλυπτό απ’ τα
ελάχιστα που έχουν σωθεί απ’ την καλλιμάρμαρο Πόλη. Είναι ένα ανάγλυφο
των πρώιμων χρόνων της βυζαντινής περιόδου, που απεικονίζει έναν
αυτοκράτορα -δυστυχώς δεν ενθυμούμαι ποιον- στον Ιππόδρομο, με τη
Σύγκλητο, τον στρατό και τον λαό να τον περιβάλλουν. Σε ένα από τα πρώτα
μου ταξίδια, εκ των πολλών, στη γλυκιά Πόλη, χάζευα το εν λόγω ανάγλυφο
και προσπαθούσα να διαβάσω την επιγραφή του - μεγαλογράμματη και με τις
λέξεις σχεδόν ενωμένες κατά το αρχαίο πρότυπο. (Εδώ να σημειώσουμε ότι,
επίσης κατά το αρχαίο ελληνικό πρότυπο, η βυζαντινή ζωγραφική και
γλυπτική ακολουθούν κανόνες, με στόχο να αφηγούνται και να διδάσκουν.)
Απορροφημένος λοιπόν καθώς ήμουν
με το γλυπτό και την επιγραφή του, με πλησίασε και δίπλα μου στάθηκε
ένας ευσταλής ομορφόγερος, ψηλός, καλοντυμένος και ευωδιαστός. «Ελληνας
είσθε;», με ρώτησε, και πριν προλάβω να απαντήσω, «το κατάλαβα»,
συνέχισε, «διότι προσπαθείτε να διαβάσετε την επιγραφή». Μιλούσε τα
ελληνικά με μια αξιοζήλευτη ορθοφωνία και ταυτοχρόνως μιαν αδιόρατη
προφορά, που έδειχνε ότι δεν ήταν Ελληνας. Συστηθήκαμε. Επρόκειτο για
Γερμανό καθηγητή - πανεπιστημιακόν, ελληνιστή και βυζαντινολόγο.
Μου διάβασε αμέσως την επιγραφή (ήταν, είναι, ένα τυπικό δοξαστικό επίγραμμα στον αυτοκράτορα) - «προσέξτε όμως τη σύνθεση», μου επεσήμανε ο Γερμανός καθηγητής. «Περιγράφει το πολίτευμα. Τους πυλώνες του πολιτεύματος, την αριστοκρατία, το στράτευμα και τον λαό, που όλοι συγκλίνουν σε ένα consensus που εκφράζει ο αυτοκράτορας. Αυτός -ξαναδιαβάστε την επιγραφή- πρέπει να πράττει όπως ορίζει ο Θεός χάριν του λαού. Αν συμβεί το αντίθετο , η ‘‘Βασιλείου Τάξις’’, το Σύνταγμα θα λέγαμε σήμερα, κλονίζεται και εισάγεται, για να μην πω επιτρέπεται, η εξέγερση, η επανάσταση, προς αποκατάσταση του πολιτεύματος, της θεϊκής τάξης δηλαδή. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι πρόγονοί σας το είχαν παρακάνει και ραδιουργούσαν επαναστατώντας για λόγους πολύ ευτελέστερους απ’ τις θεϊκές οδηγίες». Χαμογελούσε. Εγώ, τότε πολύ νεότερος, διάβασα για όσα μου έλεγε ο Γερμανός καθηγητής αρκετά αργότερα, αν και κάποια απ’ όσα ήδη γνώριζα φωτίζονταν πλέον από μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα οπτική γωνία. Μιλήσαμε επί μακρόν, ο καθηγητής με προσαγόρευε «αγαπητέ μου Ελληνα» με ένα κάπως πειρακτικά ευγενικό ύφος, άλλωστε όλη του η αφήγηση ήταν φιλοπαίγμων και γλαφυρή - μακάριζα τους φοιτητές του στο αμφιθέατρο.
Δυστυχώς δεν απομνημόνευσα (νέος τότε και απρόσεκτος) το όνομά του, αλλά κάτι μου λέει μέσα μου ότι κάποια απ’ όσα στη συνέχεια διάβασα απ’ τη γερμανική βιβλιογραφία στα ελληνικά ήταν δικά του. «Το θέμα του νόμιμου της αντίστασης, ακόμα και της επανάστασης εναντίον μιας εξουσίας που παρεκτρέπεται, καθόρισε το αντιστασιακόν του χαρακτήρα των Ελλήνων και όταν αργότερα βρέθηκαν κάτω από αλλότριες εξουσίες. Ξέρετε, αγαπητέ μου, το θέμα της δυνατότητας να βρίσκεται υπό κρίσην ο μονάρχης στη Δύση ήταν για αιώνες αδιανόητο. Τα δικαιώματά του τού τα εξασφάλιζε η καταγωγή του και όχι η χρηστή διοίκηση». Είπαμε κι άλλα πολλά, αυτά όμως που σας αφηγούμαι με επηρέασαν πάρα πολύ. Σήμερα ο Γερμανός καθηγητής δεν θα ζει και η αφεντιά μου σε λίγα χρόνια θα έχει πλησιάσει την ηλικία που είχε αυτός ο αρχοντόγερος, όταν γνωριστήκαμε.
Η τελευταία του φράση, όταν με αποχαιρέτησε υψώνοντας κομψά το καπέλο του, έναν παναμά για τον ήλιο, ήταν εύθυμη και καθόλου σιβυλλική: «Και τώρα, αγαπητέ μου Ελληνα , σας αφήνω στη μελαγχολία σας».Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, κοντά στο ίδιο εκείνο σημείο κάτω απ’ τον αιγυπτιακό οβελίσκο και το βυζαντινό ανάγλυφο, εννέα Γερμανοί επισκέπτες της Πόλης έχασαν τη ζωή τους. Ισως να έρχονταν απ’ την Κιστέρνα και τα μαγικά της, ίσως να πήγαιναν για το Μπλε Τζαμί ή την Αγία Σοφία, ίσως να έρχονταν απ’ το Τοπ Καπί ή τη Σκεπαστή Αγορά, όμως χάθηκαν.
Πολύ το κρίμα του πολέμου, πολύ το κρίμα εκείνων που δυναστεύουν τους ανθρώπους για τα φράγκα, μεγάλη «η αηδία της ζωής», όσον «για τους ανθρώπους ο άνθρωπος θα είναι λύκος». Από την Ακρα ως την Παλμύρα και από την Αγια-Σοφιά ως το Παρίσι, ο ζόφος σκιάζει τη ζωή και δεν χορταίνει ο Αδης από ψυχές, θύματα της ταξικής μωρίας των Δυνατών…
Μου διάβασε αμέσως την επιγραφή (ήταν, είναι, ένα τυπικό δοξαστικό επίγραμμα στον αυτοκράτορα) - «προσέξτε όμως τη σύνθεση», μου επεσήμανε ο Γερμανός καθηγητής. «Περιγράφει το πολίτευμα. Τους πυλώνες του πολιτεύματος, την αριστοκρατία, το στράτευμα και τον λαό, που όλοι συγκλίνουν σε ένα consensus που εκφράζει ο αυτοκράτορας. Αυτός -ξαναδιαβάστε την επιγραφή- πρέπει να πράττει όπως ορίζει ο Θεός χάριν του λαού. Αν συμβεί το αντίθετο , η ‘‘Βασιλείου Τάξις’’, το Σύνταγμα θα λέγαμε σήμερα, κλονίζεται και εισάγεται, για να μην πω επιτρέπεται, η εξέγερση, η επανάσταση, προς αποκατάσταση του πολιτεύματος, της θεϊκής τάξης δηλαδή. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι πρόγονοί σας το είχαν παρακάνει και ραδιουργούσαν επαναστατώντας για λόγους πολύ ευτελέστερους απ’ τις θεϊκές οδηγίες». Χαμογελούσε. Εγώ, τότε πολύ νεότερος, διάβασα για όσα μου έλεγε ο Γερμανός καθηγητής αρκετά αργότερα, αν και κάποια απ’ όσα ήδη γνώριζα φωτίζονταν πλέον από μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα οπτική γωνία. Μιλήσαμε επί μακρόν, ο καθηγητής με προσαγόρευε «αγαπητέ μου Ελληνα» με ένα κάπως πειρακτικά ευγενικό ύφος, άλλωστε όλη του η αφήγηση ήταν φιλοπαίγμων και γλαφυρή - μακάριζα τους φοιτητές του στο αμφιθέατρο.
Δυστυχώς δεν απομνημόνευσα (νέος τότε και απρόσεκτος) το όνομά του, αλλά κάτι μου λέει μέσα μου ότι κάποια απ’ όσα στη συνέχεια διάβασα απ’ τη γερμανική βιβλιογραφία στα ελληνικά ήταν δικά του. «Το θέμα του νόμιμου της αντίστασης, ακόμα και της επανάστασης εναντίον μιας εξουσίας που παρεκτρέπεται, καθόρισε το αντιστασιακόν του χαρακτήρα των Ελλήνων και όταν αργότερα βρέθηκαν κάτω από αλλότριες εξουσίες. Ξέρετε, αγαπητέ μου, το θέμα της δυνατότητας να βρίσκεται υπό κρίσην ο μονάρχης στη Δύση ήταν για αιώνες αδιανόητο. Τα δικαιώματά του τού τα εξασφάλιζε η καταγωγή του και όχι η χρηστή διοίκηση». Είπαμε κι άλλα πολλά, αυτά όμως που σας αφηγούμαι με επηρέασαν πάρα πολύ. Σήμερα ο Γερμανός καθηγητής δεν θα ζει και η αφεντιά μου σε λίγα χρόνια θα έχει πλησιάσει την ηλικία που είχε αυτός ο αρχοντόγερος, όταν γνωριστήκαμε.
Η τελευταία του φράση, όταν με αποχαιρέτησε υψώνοντας κομψά το καπέλο του, έναν παναμά για τον ήλιο, ήταν εύθυμη και καθόλου σιβυλλική: «Και τώρα, αγαπητέ μου Ελληνα , σας αφήνω στη μελαγχολία σας».Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, κοντά στο ίδιο εκείνο σημείο κάτω απ’ τον αιγυπτιακό οβελίσκο και το βυζαντινό ανάγλυφο, εννέα Γερμανοί επισκέπτες της Πόλης έχασαν τη ζωή τους. Ισως να έρχονταν απ’ την Κιστέρνα και τα μαγικά της, ίσως να πήγαιναν για το Μπλε Τζαμί ή την Αγία Σοφία, ίσως να έρχονταν απ’ το Τοπ Καπί ή τη Σκεπαστή Αγορά, όμως χάθηκαν.
Πολύ το κρίμα του πολέμου, πολύ το κρίμα εκείνων που δυναστεύουν τους ανθρώπους για τα φράγκα, μεγάλη «η αηδία της ζωής», όσον «για τους ανθρώπους ο άνθρωπος θα είναι λύκος». Από την Ακρα ως την Παλμύρα και από την Αγια-Σοφιά ως το Παρίσι, ο ζόφος σκιάζει τη ζωή και δεν χορταίνει ο Αδης από ψυχές, θύματα της ταξικής μωρίας των Δυνατών…