Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη- Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, η οποία θα βρίσκεται ακριβώς λόγω της δομής του συστήματός της υπό την έμμεση ή και άμεση τουρκική επικυριαρχία, θα είναι ένα εξαιρετικά εύθραυστο και συνεπώς επισφαλές πολιτικό σύστημα, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί, διασκορπίζοντας τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου ανά τις ηπείρους Το ελληνικό πολιτικό σύστημα διέρχεται τα τελευταία πέντε χρόνια αναμφίβολα τη σοβαρότερη κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας του, η οποία μπορεί να οριοθετηθεί μετά το τέλος του Εμφυλίου και την προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, οικοδόμησης ενός νέου πολιτικού συστήματος, το οποίο αφού προσέκρουσε στη δικτατορία των Συνταγματαρχών, οδηγήθηκε στην αναγέννηση της Ελληνικής Δημοκρατίας το 1974.
Η μεταδικτατορική Ελλάδα οικοδομήθηκε μέσα σε ένα πλαίσιο ευφορίας,
αισιοδοξίας, μιας αίσθησης προοπτικής και πορείας με αυτοπεποίθηση, η
οποία όμως διατήρησε δυστυχώς στοιχεία της κομματοκρατίας και της
πελατειακής δομής του παρελθόντος, παθογένειες δομικές που έβλαψαν κατά
τρόπον, όπως σήμερα καταδεικνύεται, καταλυτικό την πορεία της χώρας στον
21ο αιώνα. Η δημοκρατία λειτούργησε μεν και λειτουργεί σαφώς, αλλά η
δημοκρατική αρχή δεν εξικνείται ούτε στην κυριαρχία των κομμάτων στο
πολιτικό σύστημα, ούτε στη διαδικασία της εκλογής ανά τετραετία, που στο
ελληνικό πολιτικό σύστημα σχεδόν ποτέ δεν τηρείται, αλλά, όπως
υπογραμμίζουν κλασικοί και νεότεροι φιλόσοφοι από τον Αριστοτέλη ώς τον
Jurgen Habermas, η δημοκρατία συνιστά μια πολιτική πράξη συμμετοχής του
πολίτη στα κοινά ως καθημερινό βίωμα στάσης ζωής.
Αυτό σημαίνει πως ο πολίτης και οι θεσμοί που τον εκπροσωπούν και εν προκειμένω οι πολιτικοί θεσμοί, κόμματα και άλλες κοινωνικές δυνάμεις που συμμετέχουν στις διαδικασίες του συλλογικού υποκειμένου, υπερασπίζονται αυτό που λέγεται κοινό καλό και εθνικό συμφέρον σε όλες του τις διαστάσεις και εκφάνσεις, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής και των πολιτικών διεργασιών, που αναπτύσσονται στο πολιτικό σύστημα. Αυτή η υπεράσπιση βεβαίως εξικνείται στη διαδικασία της εκλογής της πολιτικής εκπροσώπησης της χώρας, δηλαδή της κυβέρνησης και της πολιτικής εξουσίας, αλλά η υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας είναι υπόθεση όλων των πολιτών και όλων των πολιτικών δυνάμεων. Υπάρχουν εν προκειμένω συμφέροντα ως εθνικά ζητήματα που αφορούν στο μέλλον του συνόλου, των οποίων η υπεράσπιση σχεδιάζεται και τυγχάνει της στήριξης και της προώθησης, της προβολής και της διεκδίκησης από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, έστω και αν αυτές δεν συμμετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα, ως στενά νοούμενη πολιτική εξουσία.
Προβλήματα που αφορούν στην υπέρβαση μιας κρίσης που απειλεί τη χώρα με κατάρρευση, που άπτονται του μέλλοντος του λαού και του Έθνους ως γενεών που έπονται, που αφορούν στην ασφάλεια, την άμυνα, την επιβίωση, το κύρος και την αξιοπρέπεια αυτής της χώρας, επιβαρύνουν ως ευθύνη και υποχρέωση συναινετικής σύμπραξης και συμμετοχής στις διεργασίες και στη μεθόδευση της υλοποίησης ενός προγράμματος εθνικής στρατηγικής όλες τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Η συναίνεση εν προκειμένω δεν είναι η εξεύρεση του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή για τη σύμπραξη σε μια εθνική στρατηγική σε διάφορους τομείς που άπτονται καίριων προβλημάτων της χώρας, αλλά η σύλληψη εκείνου του προγράμματος, που κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, ως βέλτιστη επιλογή θα προέβαλλε ως εθνικός στόχος, ο οποίος θα υποχρέωνε την εκάστοτε πολιτική εξουσία να τον υλοποιήσει. Οι δραματικές συνθήκες, στις οποίες εισήλθε η Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια και που κορυφώνονται τούτη την περίοδο, καθιστούν την εθνική συναίνεση όρο επιβίωσης της χώρας ως παρόντος και ως μέλλοντος, δηλαδή που αφορά στις σημερινές και τις επόμενες γενεές.
Η εθνική συναίνεση δεν μπορεί να εξικνείται, ούτε και να διαμορφώνεται σε περιοδικές και έκτακτες συναντήσεις υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά πρέπει να θεσμοθετηθούν και να αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή το όργανο της χάραξης εθνικής στρατηγικής για το ελληνικό κράτος, στο οποίο να συμμετέχουν οι αρχηγοί και εκπρόσωποι των κομμάτων, και να υποστηρίζεται από ομάδα ειδικών επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων από τους διάφορους κλάδους της κοινωνικής επιστήμης.
Επομένως, θα πρέπει να βρουν τις δυνάμεις τα κόμματα της χώρας να υπερβούν τον μικρόψυχο και στενόκαρδο κομματικό τους εαυτό, να κοιτάξουν την πολιτική όχι ως κομματική υπόθεση, αλλά ως παρόν και μέλλον της χώρας, που αναφέρεται απλά και καθαρά στην υποχρέωση των πολιτικών να βρίσκουν λύσεις για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας, την υποχρέωσή τους να αναδεικνύουν τη δύναμη και το κύρος της χώρας διεθνώς, όχι μόνο ως ιστορική δύναμη, αλλά και ως πολιτισμός, ως οικονομία και ως διαρκής παρουσία τούτης της σημαντικής για την ανθρωπότητα γωνιάς του κόσμου στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, ιδιαιτέρως όμως στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί μόνο ο σχεδιασμός και οι σημαντικές προσπάθειες θεσμών εξωτερικής εκπροσώπησης, αλλά χρειάζεται και η εικόνα της εσωτερικής σταθερότητας και συναίνεσης, που οφείλει να εκπέμπει η χώρα ως πολιτικό σύστημα και ως κρατική οντότητα προς τα έξω.
Η Κύπρος εν προκειμένω, που αποτελεί μια συνέχεια του ελληνικού χώρου και αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού, έχει δύο πλεονεκτήματα σε σχέση με το ελλαδικό κράτος. Το πρώτο πλεονέκτημα είναι πως παρά τις παραμορφωτικές παρεμβάσεις που δέχθηκε τα τελευταία σαράντα και πλέον χρόνια έχει ακόμη καλό κράτος, με την έννοια της θεσμικής οργάνωσης που είναι αποτελεσματική και εν πολλοίς αξιόπιστη, και επηρεάζει τόσο την οικονομία όσο και τους άλλους δείκτες της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης του κράτους.
Η θεσμική οργάνωση του κράτους διατηρεί μια σχετική ανεξαρτησία, με την έννοια της αυτονομίας από τις κυβερνητικές αλλαγές που επέρχονται στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή το κράτος συνεχίζει να υπάρχει, ανεξαρτήτως του εάν έχει κυβέρνηση η χώρα. Αυτό είναι το δέον της λειτουργίας ενός πολιτικού συστήματος, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης κρατικής δομής. Το δεύτερο πλεονέκτημα συνίσταται στην ικανότητα των πολιτικών δυνάμεων να συναινούν και να συνεργάζονται στην αναζήτηση λύσεων στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Προς την κατεύθυνση αυτή διαδραματίζει ένα σχετικά θετικό ρόλο και η λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου.
Το πρόβλημα που υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις της συνεργατικής συναίνεσης είναι ότι πολλές φορές δεν αναζητείται το βέλτιστον, αλλά ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής μιας συναινετικής επιλογής, η οποία δεν αποτελεί πάντα την καλύτερη λύση για τα προβλήματα της χώρας. Η σκέψη στην οποία οδηγούμεθα, συζητώντας αυτήν τη διάσταση της στρατηγικής της Κύπρου, είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια η στρατηγική για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος συμπτύχτηκε στη φόρμουλα που οδηγεί αφεύκτως σε προτεκτοροποίηση του χώρου από τον τουρκικό ηγεμονικό παράγοντα, που συνοψίζεται στην περιβόητη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Αυτή η επιλογή μπορεί να αποβεί μοιραία για την επιβίωση της Κύπρου, διότι οι σημερινές συνθήκες θυελλωδών ανατροπών στην περιοχή μας προοιωνίζουν εξελίξεις, τις οποίες θα αντέξουν μόνο ισχυρές και ασφαλείς κρατικές οντότητες.
Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, η οποία θα βρίσκεται ακριβώς λόγω της δομής του συστήματός της υπό την έμμεση ή και άμεση τουρκική επικυριαρχία, θα είναι ένα εξαιρετικά εύθραυστο και συνεπώς επισφαλές πολιτικό σύστημα, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί, διασκορπίζοντας τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου ανά τις ηπείρους. Σήμερα χρειαζόμαστε μια πραγματικά εθνική στρατηγική συνεργασίας με Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτο και άλλες δυνάμεις, που μπορούν να συμπράξουν στο πλαίσιο κοινών συμφερόντων και στοχεύσεων με τη Λευκωσία, έτσι ώστε να ενισχυθεί η υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο μέγιστο των επιπέδων άμυνας, ασφάλειας και υπεράσπισης της κυριαρχίας της.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Αυτό σημαίνει πως ο πολίτης και οι θεσμοί που τον εκπροσωπούν και εν προκειμένω οι πολιτικοί θεσμοί, κόμματα και άλλες κοινωνικές δυνάμεις που συμμετέχουν στις διαδικασίες του συλλογικού υποκειμένου, υπερασπίζονται αυτό που λέγεται κοινό καλό και εθνικό συμφέρον σε όλες του τις διαστάσεις και εκφάνσεις, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής και των πολιτικών διεργασιών, που αναπτύσσονται στο πολιτικό σύστημα. Αυτή η υπεράσπιση βεβαίως εξικνείται στη διαδικασία της εκλογής της πολιτικής εκπροσώπησης της χώρας, δηλαδή της κυβέρνησης και της πολιτικής εξουσίας, αλλά η υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας είναι υπόθεση όλων των πολιτών και όλων των πολιτικών δυνάμεων. Υπάρχουν εν προκειμένω συμφέροντα ως εθνικά ζητήματα που αφορούν στο μέλλον του συνόλου, των οποίων η υπεράσπιση σχεδιάζεται και τυγχάνει της στήριξης και της προώθησης, της προβολής και της διεκδίκησης από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, έστω και αν αυτές δεν συμμετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα, ως στενά νοούμενη πολιτική εξουσία.
Προβλήματα που αφορούν στην υπέρβαση μιας κρίσης που απειλεί τη χώρα με κατάρρευση, που άπτονται του μέλλοντος του λαού και του Έθνους ως γενεών που έπονται, που αφορούν στην ασφάλεια, την άμυνα, την επιβίωση, το κύρος και την αξιοπρέπεια αυτής της χώρας, επιβαρύνουν ως ευθύνη και υποχρέωση συναινετικής σύμπραξης και συμμετοχής στις διεργασίες και στη μεθόδευση της υλοποίησης ενός προγράμματος εθνικής στρατηγικής όλες τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Η συναίνεση εν προκειμένω δεν είναι η εξεύρεση του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή για τη σύμπραξη σε μια εθνική στρατηγική σε διάφορους τομείς που άπτονται καίριων προβλημάτων της χώρας, αλλά η σύλληψη εκείνου του προγράμματος, που κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, ως βέλτιστη επιλογή θα προέβαλλε ως εθνικός στόχος, ο οποίος θα υποχρέωνε την εκάστοτε πολιτική εξουσία να τον υλοποιήσει. Οι δραματικές συνθήκες, στις οποίες εισήλθε η Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια και που κορυφώνονται τούτη την περίοδο, καθιστούν την εθνική συναίνεση όρο επιβίωσης της χώρας ως παρόντος και ως μέλλοντος, δηλαδή που αφορά στις σημερινές και τις επόμενες γενεές.
Η εθνική συναίνεση δεν μπορεί να εξικνείται, ούτε και να διαμορφώνεται σε περιοδικές και έκτακτες συναντήσεις υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά πρέπει να θεσμοθετηθούν και να αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή το όργανο της χάραξης εθνικής στρατηγικής για το ελληνικό κράτος, στο οποίο να συμμετέχουν οι αρχηγοί και εκπρόσωποι των κομμάτων, και να υποστηρίζεται από ομάδα ειδικών επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων από τους διάφορους κλάδους της κοινωνικής επιστήμης.
Επομένως, θα πρέπει να βρουν τις δυνάμεις τα κόμματα της χώρας να υπερβούν τον μικρόψυχο και στενόκαρδο κομματικό τους εαυτό, να κοιτάξουν την πολιτική όχι ως κομματική υπόθεση, αλλά ως παρόν και μέλλον της χώρας, που αναφέρεται απλά και καθαρά στην υποχρέωση των πολιτικών να βρίσκουν λύσεις για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας, την υποχρέωσή τους να αναδεικνύουν τη δύναμη και το κύρος της χώρας διεθνώς, όχι μόνο ως ιστορική δύναμη, αλλά και ως πολιτισμός, ως οικονομία και ως διαρκής παρουσία τούτης της σημαντικής για την ανθρωπότητα γωνιάς του κόσμου στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, ιδιαιτέρως όμως στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί μόνο ο σχεδιασμός και οι σημαντικές προσπάθειες θεσμών εξωτερικής εκπροσώπησης, αλλά χρειάζεται και η εικόνα της εσωτερικής σταθερότητας και συναίνεσης, που οφείλει να εκπέμπει η χώρα ως πολιτικό σύστημα και ως κρατική οντότητα προς τα έξω.
Η Κύπρος εν προκειμένω, που αποτελεί μια συνέχεια του ελληνικού χώρου και αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού, έχει δύο πλεονεκτήματα σε σχέση με το ελλαδικό κράτος. Το πρώτο πλεονέκτημα είναι πως παρά τις παραμορφωτικές παρεμβάσεις που δέχθηκε τα τελευταία σαράντα και πλέον χρόνια έχει ακόμη καλό κράτος, με την έννοια της θεσμικής οργάνωσης που είναι αποτελεσματική και εν πολλοίς αξιόπιστη, και επηρεάζει τόσο την οικονομία όσο και τους άλλους δείκτες της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης του κράτους.
Η θεσμική οργάνωση του κράτους διατηρεί μια σχετική ανεξαρτησία, με την έννοια της αυτονομίας από τις κυβερνητικές αλλαγές που επέρχονται στο πολιτικό σύστημα, δηλαδή το κράτος συνεχίζει να υπάρχει, ανεξαρτήτως του εάν έχει κυβέρνηση η χώρα. Αυτό είναι το δέον της λειτουργίας ενός πολιτικού συστήματος, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης κρατικής δομής. Το δεύτερο πλεονέκτημα συνίσταται στην ικανότητα των πολιτικών δυνάμεων να συναινούν και να συνεργάζονται στην αναζήτηση λύσεων στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Προς την κατεύθυνση αυτή διαδραματίζει ένα σχετικά θετικό ρόλο και η λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου.
Το πρόβλημα που υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις της συνεργατικής συναίνεσης είναι ότι πολλές φορές δεν αναζητείται το βέλτιστον, αλλά ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής μιας συναινετικής επιλογής, η οποία δεν αποτελεί πάντα την καλύτερη λύση για τα προβλήματα της χώρας. Η σκέψη στην οποία οδηγούμεθα, συζητώντας αυτήν τη διάσταση της στρατηγικής της Κύπρου, είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια η στρατηγική για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος συμπτύχτηκε στη φόρμουλα που οδηγεί αφεύκτως σε προτεκτοροποίηση του χώρου από τον τουρκικό ηγεμονικό παράγοντα, που συνοψίζεται στην περιβόητη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Αυτή η επιλογή μπορεί να αποβεί μοιραία για την επιβίωση της Κύπρου, διότι οι σημερινές συνθήκες θυελλωδών ανατροπών στην περιοχή μας προοιωνίζουν εξελίξεις, τις οποίες θα αντέξουν μόνο ισχυρές και ασφαλείς κρατικές οντότητες.
Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, η οποία θα βρίσκεται ακριβώς λόγω της δομής του συστήματός της υπό την έμμεση ή και άμεση τουρκική επικυριαρχία, θα είναι ένα εξαιρετικά εύθραυστο και συνεπώς επισφαλές πολιτικό σύστημα, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί, διασκορπίζοντας τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου ανά τις ηπείρους. Σήμερα χρειαζόμαστε μια πραγματικά εθνική στρατηγική συνεργασίας με Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτο και άλλες δυνάμεις, που μπορούν να συμπράξουν στο πλαίσιο κοινών συμφερόντων και στοχεύσεων με τη Λευκωσία, έτσι ώστε να ενισχυθεί η υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο μέγιστο των επιπέδων άμυνας, ασφάλειας και υπεράσπισης της κυριαρχίας της.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου