ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Eνα μήνα μετά τη χρεoκοπία της Lehman
Brothers, το φθινόπωρο του 2008, ο Economist έκρουε τον κώδωνα του
κινδύνου: «Ο καπιταλισμός είναι στριμωγμένος στη γωνία», προειδοποιούσε
στο κύριο θέμα του το βρετανικό περιοδικό. Ουάσιγκτον και Λονδίνο, η
Μέκκα και η Μεδίνα του οικονομικού φιλελευθερισμού, εθνικοποιούσαν
τράπεζες, ενώ ο Νικολά Σαρκοζί διαλαλούσε το «τέλος του laissez- faire»,
της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Ο Μαρξ, ο Κέινς και ο Μίνσκι ξανάρθαν στη
μόδα. Οι κοινωνικές εκρήξεις που ακολούθησαν την οικονομική κρίση, με
φαινόμενα τύπου «Αγανακτισμένων» και «Occupy Wall Street», αναστάτωσαν
την ευρωατλαντική κοινότητα. Το φάντασμα ενός αριστερού λαϊκισμού,
ανάλογου με εκείνον που ήδη κυριαρχούσε στη Λατινική Αμερική, πλανιόταν
πάνω από τη Δύση.
Επτά χρόνια αργότερα, η διεθνής ατμόσφαιρα είναι πολύ διαφορετική. Ο καπιταλισμός αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός για να απειληθεί από τους εχθρούς του, αλλά και πολύ ασταθής ώστε να κινδυνεύει από τον ίδιο του τον εαυτό. Την περασμένη εβδομάδα, ο Economist έκρουε τον κώδωνα για τον καινούργιο κίνδυνο, του δεξιού, εθνικιστικού λαϊκισμού που απλώνεται ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. «Παίζοντας με τον φόβο» (λογοπαίγνιο, στα αγγλικά, με το «παίζοντας με τη φωτιά») ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλό του, ο οποίος συνοδευόταν από τις φιγούρες τριών τυπικών εκπροσώπων αυτού του ρεύματος: της Μαρίν Λεπέν, του Ντόναλντ Τραμπ και του Βίκτορ Ορμπαν.
Το φαινόμενο δεν είναι, βέβαια, προϊόν των τελευταίων εβδομάδων. Ακροδεξιά ή ξενοφοβικά, υπερσυντηρητικά κόμματα βρίσκονται εδώ και χρόνια σε άνοδο, από τα Βαλκάνια μέχρι τον σκανδιναβικό Βορρά κι από τη Βρετανία μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Η κυριαρχία του Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία και η πρόσφατη άνοδος του Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης στην Πολωνία δημιούργησαν έναν άξονα εθνικιστικού λαϊκισμού στην καρδιά της Ευρώπης.
Ωστόσο το πράγμα πήρε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις με την ανάδειξη του Εθνικού Μετώπου σε πρώτη πολιτική δύναμη της Γαλλίας στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές και με τη δημοσκοπική απογείωση του υποψήφιου για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ –ενός πολιτικού που υπόσχεται ότι θα κλείσει τα σύνορα στους μουσουλμάνους– στις ΗΠΑ. Οταν φτάνουν να διεκδικούν στα σοβαρά την εξουσία τέτοιου είδους πολιτικοί στη Γαλλία και την Αμερική, λίκνα των δύο μεγάλων δημοκρατικών επαναστάσεων, τις χώρες που έχουν στον γενετικό τους κώδικα το κοσμικό κράτος, τα ανοιχτά σύνορα και την οικουμενικότητα, τότε είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με συμπτώματα μιας πολύ βαθύτερης παθολογίας.
Μήπως η διάχυτη ανησυχία είναι υπερβολική; Μήπως πρόκειται για ένα συγκυριακό φαινόμενο, μια παροδική, αντανακλαστική αντίδραση στις τρομοκρατικές επιθέσεις που μάτωσαν το Παρίσι και το Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνιας; Επιτέλους, το Εθνικό Μέτωπο απέτυχε να κερδίσει έστω και μία περιφέρεια στον αποφασιστικό, δεύτερο γύρο των εκλογών και οι προεδρικές φιλοδοξίες της Μαρίν Λεπέν ψαλιδίστηκαν. Οσο για τον Τραμπ, θα μπορούσε να αποδειχθεί άλλος ένας διάττων αστέρας που λάμπει για λίγο για να «καεί» πολύ γρήγορα, όπως τόσοι άλλοι απίθανοι διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος στο παρελθόν. Μακάρι να μπορούσε να συμμεριστεί κανείς αυτή την αισιοδοξία. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να στέκει καλά στα πόδια της.
Με ανοδική τάση
Στην περίπτωση της Λεπέν, όσοι μιλούν για «ήττα» στον δεύτερο γύρο μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς συνέβη. Παρότι η προσέλευση στις κάλπες αυξήθηκε κατά 8,5%, το Εθνικό Μέτωπο συγκέντρωσε 6,8 εκατ. ψήφους, περισσότερες από κάθε άλλη φορά στην ιστορία του, και ρίζωσε σε ολόκληρη τη Γαλλία, τριπλασιάζοντας τους εκλεγμένους περιφερειακούς συμβούλους του. Οσο για τον Τραμπ, παρά τη δικαιολογημένη βροχή επιθέσεων που δέχθηκε για τις ανήκουστες, ρατσιστικές δηλώσεις του, απογειώθηκε δημοσκοπικά στο 38% έως και 41%, με τον δεύτερο υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Τεντ Κρουζ, να αγκομαχάει μεταξύ 15% και 18%.
Είναι πολύ πιθανό τόσο η Λεπέν όσο και ο Τραμπ να αποτύχουν στα προεδρικά τους σχέδια ― το αντίθετο ενδεχόμενο θα ήταν καταστροφικό για τις ίδιες τις μεγάλες χώρες τους. Παραμένει όμως ένας άλλος, ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος: το γεγονός ότι ο ξενοφοβικός λαϊκισμός τους διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, ωθώντας τα παραδοσιακά «κεντρώα» κόμματα εξουσίας να υιοθετούν πολλές από τις δικές τους ακραίες θέσεις. Η τάση ευρύτερης «λεπενοποίησης της πολιτικής» δεν αποτελεί αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο. Τρομάζει κανείς όταν διαβάζει τι συμβαίνει στον παραδοσιακά φιλόξενο και ανεκτικό σκανδιναβικό Βορρά. Αίφνης, η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Φινλανδίας αναγγέλλει ότι στο εξής θα υποχρεώνει τους πρόσφυγες να προσφέρουν δωρεάν εργασία στο κράτος, ενώ οι Δανοί ομοϊδεάτες της συζητούν νομοσχέδιο που θα επιτρέπει στο κράτος να προχωρεί σε κατασχέσεις των τιμαλφών που φέρνουν μαζί τους οι πρόσφυγες για να καλύψει τις δαπάνες φιλοξενίας τους. Αν ζούσε ο Πρίμο Λέβι, θα μπορούσε να γράψει ένα συγκλονιστικό «Αν αυτή είναι η Ευρώπη»...
Η απειλητική άνοδος του εθνικιστικού λαϊκισμού δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως στην προσφυγική κρίση. Αυτή, το πολύ πολύ, να έπαιξε τον ρόλο του καταλύτη. Αν αναπτύσσονται οργιαστικά τα «άνθη του Κακού», είναι γιατί βρίσκουν εύφορο έδαφος στην οικονομική ανασφάλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων του δυτικού κόσμου. Ούτε η συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου όλων των δυνάμεων του «δημοκρατικού τόξου» –κάτι που πρότεινε στη Γαλλία ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν και πολλοί άλλο– θα αποτελούσε λύση. Ισα ίσα, θα εδραίωνε την πεποίθηση πάρα πολλών πολιτών ότι Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά αποτελούν τους δύο πυλώνες της ίδιας πολιτικής, που τους αποξενώνει, αν δεν τους εξοργίζει κιόλας. Κάτι τέτοιο θα εμφάνιζε αυτομάτως στα μάτια των πολιτών την Ακρα Δεξιά ως τη μόνη «αντισυστημική δύναμη», τουλάχιστον στις χώρες –και είναι οι περισσότερες– όπου η Αριστερά πνέει τα λοίσθια.
Ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων αυτή την εβδομάδα, όταν δήλωσε ότι το κοινωνικό ζήτημα «είναι η πραγματική πυριτιδαποθήκη που τινάζει στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα». Δεν δίστασε, μάλιστα, να κατηγορήσει ευθέως την Αγκελα Μέρκελ ότι είναι συνυπεύθυνη για την άνοδο της Λεπέν, με τις οδυνηρές περικοπές που πασχίζει να επιβάλει στη Γαλλία.
«Στη μάχη κατά των εθνικιστών οφείλουμε να αλλάξουμε την πορεία που ακολουθεί η Ευρώπη. Να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο όπου οι υπερχρεωμένες χώρες αισθάνονται υπό κηδεμονία και την ίδια ώρα οι πλεονασματικές χώρες εξοργίζονται γιατί πρέπει να παρέχουν συνεχώς νέα δάνεια», είπε ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Οπως γνωρίζει, όμως, ο συνεταίρος της κ. Μέρκελ στον κυβερνητικό συνασπισμό, είναι εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις.
Επτά χρόνια αργότερα, η διεθνής ατμόσφαιρα είναι πολύ διαφορετική. Ο καπιταλισμός αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός για να απειληθεί από τους εχθρούς του, αλλά και πολύ ασταθής ώστε να κινδυνεύει από τον ίδιο του τον εαυτό. Την περασμένη εβδομάδα, ο Economist έκρουε τον κώδωνα για τον καινούργιο κίνδυνο, του δεξιού, εθνικιστικού λαϊκισμού που απλώνεται ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. «Παίζοντας με τον φόβο» (λογοπαίγνιο, στα αγγλικά, με το «παίζοντας με τη φωτιά») ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλό του, ο οποίος συνοδευόταν από τις φιγούρες τριών τυπικών εκπροσώπων αυτού του ρεύματος: της Μαρίν Λεπέν, του Ντόναλντ Τραμπ και του Βίκτορ Ορμπαν.
Το φαινόμενο δεν είναι, βέβαια, προϊόν των τελευταίων εβδομάδων. Ακροδεξιά ή ξενοφοβικά, υπερσυντηρητικά κόμματα βρίσκονται εδώ και χρόνια σε άνοδο, από τα Βαλκάνια μέχρι τον σκανδιναβικό Βορρά κι από τη Βρετανία μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Η κυριαρχία του Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία και η πρόσφατη άνοδος του Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης στην Πολωνία δημιούργησαν έναν άξονα εθνικιστικού λαϊκισμού στην καρδιά της Ευρώπης.
Ωστόσο το πράγμα πήρε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις με την ανάδειξη του Εθνικού Μετώπου σε πρώτη πολιτική δύναμη της Γαλλίας στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές και με τη δημοσκοπική απογείωση του υποψήφιου για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ –ενός πολιτικού που υπόσχεται ότι θα κλείσει τα σύνορα στους μουσουλμάνους– στις ΗΠΑ. Οταν φτάνουν να διεκδικούν στα σοβαρά την εξουσία τέτοιου είδους πολιτικοί στη Γαλλία και την Αμερική, λίκνα των δύο μεγάλων δημοκρατικών επαναστάσεων, τις χώρες που έχουν στον γενετικό τους κώδικα το κοσμικό κράτος, τα ανοιχτά σύνορα και την οικουμενικότητα, τότε είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με συμπτώματα μιας πολύ βαθύτερης παθολογίας.
Μήπως η διάχυτη ανησυχία είναι υπερβολική; Μήπως πρόκειται για ένα συγκυριακό φαινόμενο, μια παροδική, αντανακλαστική αντίδραση στις τρομοκρατικές επιθέσεις που μάτωσαν το Παρίσι και το Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνιας; Επιτέλους, το Εθνικό Μέτωπο απέτυχε να κερδίσει έστω και μία περιφέρεια στον αποφασιστικό, δεύτερο γύρο των εκλογών και οι προεδρικές φιλοδοξίες της Μαρίν Λεπέν ψαλιδίστηκαν. Οσο για τον Τραμπ, θα μπορούσε να αποδειχθεί άλλος ένας διάττων αστέρας που λάμπει για λίγο για να «καεί» πολύ γρήγορα, όπως τόσοι άλλοι απίθανοι διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος στο παρελθόν. Μακάρι να μπορούσε να συμμεριστεί κανείς αυτή την αισιοδοξία. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να στέκει καλά στα πόδια της.
Με ανοδική τάση
Στην περίπτωση της Λεπέν, όσοι μιλούν για «ήττα» στον δεύτερο γύρο μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς συνέβη. Παρότι η προσέλευση στις κάλπες αυξήθηκε κατά 8,5%, το Εθνικό Μέτωπο συγκέντρωσε 6,8 εκατ. ψήφους, περισσότερες από κάθε άλλη φορά στην ιστορία του, και ρίζωσε σε ολόκληρη τη Γαλλία, τριπλασιάζοντας τους εκλεγμένους περιφερειακούς συμβούλους του. Οσο για τον Τραμπ, παρά τη δικαιολογημένη βροχή επιθέσεων που δέχθηκε για τις ανήκουστες, ρατσιστικές δηλώσεις του, απογειώθηκε δημοσκοπικά στο 38% έως και 41%, με τον δεύτερο υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Τεντ Κρουζ, να αγκομαχάει μεταξύ 15% και 18%.
Είναι πολύ πιθανό τόσο η Λεπέν όσο και ο Τραμπ να αποτύχουν στα προεδρικά τους σχέδια ― το αντίθετο ενδεχόμενο θα ήταν καταστροφικό για τις ίδιες τις μεγάλες χώρες τους. Παραμένει όμως ένας άλλος, ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος: το γεγονός ότι ο ξενοφοβικός λαϊκισμός τους διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, ωθώντας τα παραδοσιακά «κεντρώα» κόμματα εξουσίας να υιοθετούν πολλές από τις δικές τους ακραίες θέσεις. Η τάση ευρύτερης «λεπενοποίησης της πολιτικής» δεν αποτελεί αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο. Τρομάζει κανείς όταν διαβάζει τι συμβαίνει στον παραδοσιακά φιλόξενο και ανεκτικό σκανδιναβικό Βορρά. Αίφνης, η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Φινλανδίας αναγγέλλει ότι στο εξής θα υποχρεώνει τους πρόσφυγες να προσφέρουν δωρεάν εργασία στο κράτος, ενώ οι Δανοί ομοϊδεάτες της συζητούν νομοσχέδιο που θα επιτρέπει στο κράτος να προχωρεί σε κατασχέσεις των τιμαλφών που φέρνουν μαζί τους οι πρόσφυγες για να καλύψει τις δαπάνες φιλοξενίας τους. Αν ζούσε ο Πρίμο Λέβι, θα μπορούσε να γράψει ένα συγκλονιστικό «Αν αυτή είναι η Ευρώπη»...
Η απειλητική άνοδος του εθνικιστικού λαϊκισμού δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως στην προσφυγική κρίση. Αυτή, το πολύ πολύ, να έπαιξε τον ρόλο του καταλύτη. Αν αναπτύσσονται οργιαστικά τα «άνθη του Κακού», είναι γιατί βρίσκουν εύφορο έδαφος στην οικονομική ανασφάλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων του δυτικού κόσμου. Ούτε η συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου όλων των δυνάμεων του «δημοκρατικού τόξου» –κάτι που πρότεινε στη Γαλλία ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν και πολλοί άλλο– θα αποτελούσε λύση. Ισα ίσα, θα εδραίωνε την πεποίθηση πάρα πολλών πολιτών ότι Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά αποτελούν τους δύο πυλώνες της ίδιας πολιτικής, που τους αποξενώνει, αν δεν τους εξοργίζει κιόλας. Κάτι τέτοιο θα εμφάνιζε αυτομάτως στα μάτια των πολιτών την Ακρα Δεξιά ως τη μόνη «αντισυστημική δύναμη», τουλάχιστον στις χώρες –και είναι οι περισσότερες– όπου η Αριστερά πνέει τα λοίσθια.
Ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων αυτή την εβδομάδα, όταν δήλωσε ότι το κοινωνικό ζήτημα «είναι η πραγματική πυριτιδαποθήκη που τινάζει στον αέρα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα». Δεν δίστασε, μάλιστα, να κατηγορήσει ευθέως την Αγκελα Μέρκελ ότι είναι συνυπεύθυνη για την άνοδο της Λεπέν, με τις οδυνηρές περικοπές που πασχίζει να επιβάλει στη Γαλλία.
«Στη μάχη κατά των εθνικιστών οφείλουμε να αλλάξουμε την πορεία που ακολουθεί η Ευρώπη. Να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο όπου οι υπερχρεωμένες χώρες αισθάνονται υπό κηδεμονία και την ίδια ώρα οι πλεονασματικές χώρες εξοργίζονται γιατί πρέπει να παρέχουν συνεχώς νέα δάνεια», είπε ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Οπως γνωρίζει, όμως, ο συνεταίρος της κ. Μέρκελ στον κυβερνητικό συνασπισμό, είναι εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις.