συγγραφέα, συντονιστή της σχολής: «Ανοιχτή Τέχνη»
Α) Εϊναι παράδοξο ή αναμενόμενο που είμαστε η μόνη χώρα, απ’ τους
νικητές του Β΄ Π. Π, που δεν έχει κεντρικό μουσείο Εθνικής Αντίστασης;
Εϊναι τυχαίο που δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο για τους 300.000 άμαχους
δολοφονημένους Αθηναίους από τον λιμό τον μαύρο χειμώνα του ’41-’42,
λιμό που προκλήθηκε επειδή οι Γερμανοί, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο
πολέμου, δεν αρκούνταν στο να σιτίζουν τα στρατεύματα κατοχής εδώ, αλλά
έστελναν τρόφιμα και στα στρατεύματα του Ρόμμελ; Μίλησε ποτέ κάποιος
επίσημος γι’ αυτό; Θα βλέπαμε τότε αν ξεστόμιζε ο Σ¨οιμπλε την λέξη
«Ανοησίες» αναφερόμενος εμμέσως στις γερμανικές αποζημιώσεις και
ευθέως στον πρωθυπουργό μας που δεν αντέδρασε στην ύβρι.Παρακολουθήσατε μήπως, στην Ταινιοθήκη, το δωρεάν αφιέρωμα με ταινίες-ντοκυμαντέρ που αναφέρονται στον Β΄ Π.Π; Προσέξατε ότι όλες οι ταινίες, όχι τα ντοκιμαντέρ, έχουν γυρισθεί μέχρι την μεταπολίτευση; Από τότε έχουν γυρισθεί μόνο ταινίες για τον εμφύλιο (εσχάτως γυρίζονται συνεχώς ταινίες για γκάγκστερς σαν να ‘μαστε στο Σικάγο του ’30 και για παράδοξους αυτιστικούς τύπους, εκτός κόσμου, στην κυριολεξία). Να θυμηθούμε πόσες ξένες ταινίες έχουν γυρίσει οι νικητές για τον πόλεμο, μέχρι κι οι Δανοί, αλλά και οι ηττημένοι;
Το ότι βέβαια εγχώριοι ιοί, χολέρες και πανούκλες μας επιτρέπουν να χρησιμοποιούμε ακόμα την λέξη «νικητές», δεν πρέπει να οδηγεί σε επανάπαυση: προ ετών η κα ΄Αννα Φραγκουδάκη, συνεργάτιδα του ΔΟΛ και πανεπιστημιακός ασχολούμενη με την εκπαίδευση, είχε ζητήσει να μην μεταδίδεται το «Κορόϊδο Μουσολίνι» γιατί αναπτύσσουμε ρατσισμό προς τους Ιταλούς! Ακούς, σύντροφε Μουσσολίνι που σοσιαλιστής ξεκίνησες κι εσύ; Αλλά κι ο υπουργός παιδείας είπε οτι το ’40 ήταν μάχη κατά του ναζισμού (Οι φασίστες Ιταλοί επιτέθηκαν το ’40, όχι οι Γερμανοί), του ρατσισμού (!!!!) και του πολέμου (!!!). Άνευ σχολίων.
Αφιερώνουμε ατην πανεπιστημιακό που συστήνει λογοκρισία όλα τα λαϊκά τραγούδια για τους σαλταδόρους και την κατοχή, και δη το τραγούδι: «Του Κυριάκου το γαϊδούρι» του Μπαγιαντέρα. Αλλά πρωτίστως το αφιερώνω στους τότε Αθηναίους και στην μάνα μου, που κάτοικος του Βοτανικού, έτρωγε συκώτια γαιδουριών και 80 γραμμάρια ψωμί την ημέρα. Τόση ήταν η μερίδα ψωμιού επί κατοχής. «Είσαι ευτυχισμένη, Άγκελα;».
Γιατί, λοιπόν, δεν γυρίζουμε ταινίες για το ’40; Το καταπληκτικό αφήγημα «Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, π.χ. ή την επιχείρηση στον Γοργοπόταμο ή το ξεκρέμασμα της χιτλερικής σημαίας απ’ τον Σάντα και τον Γλέζο στην Ακρόπολη ή την ανατίναξη των γραφείων της ΕΣΠΟ από την ΠΕΑΝ, με 43 νεκρούς Γερμανούς και 39 Έλληνες προδότες; Γιατί δίνουμε έμφαση στον εμφύλιο, σαν να είναι το σπουδαιότερο επίτευγμά μας, και όχι στην νικηφόρα αντίσταση του τακτικού στρατού και των ανταρτών μας, σε οποιαδήποτε οργάνωση κι αν πολέμησαν τον κατακτητή;
Γιατί δεν επικαλεσθήκαμε/αξιοποιήσαμε την αντίστασή μας στους ναζί, όπως οι Εβραίοι, π.,χ; Γιατί αποκλείσαμε τον εαυτό μας απ’ την παγκόσμια ιστορία κι ασχολούμαστε σαρανταένα χρόνια με τον εμφύλιο, το απαύγασμα αυτό της ελληνικής φυλής και ιστορίας; Γαιτί δεν έχουμε κεντρικό μουσείο Εθνικής Αντίστασης κι επαφιόμαστε στις φιλότιμες προσπάθεις των δήμων, όπως το μουσείο που εγκαινιάσθηκε στην Νίκαια στις 25-11;
Γιατί ποτέ κανείς επίσημος δεν επισκέφθηκε τις ναζιστικές φυλακές της Κομμαντατούρ στην οδό Κοραή 4, στα υπόγεια, δίπλα από τον κινηματογράφο «Άστυ»; Είχα γράψει τουλάχιστον πέντε σχετικά άρθρα στην «Ελευθεροτυπία» και με βάση το πρώτο απ’ αυτά, στο περιοδικό «Έ», ξαναεπιτράπηκε η επίσκεψη στο κοινό, αλλά με το σταγονόμετρο.
Β) Πιο συγκεκριμένα: Οι φυλακές βρίσκονται σε κτήριο της Εθνικής Ασφαλιστικής που θεωρεί τις φυλακες ιδιοκτησία της (τυπικά είναι, ουσιαστικά όχι). Το κράτος, το υπουργείο πολιτισμού, έχει μια ουδέτερη επιστασία (φροντίζει τα αντικείμενα κλπ). Ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν ή επισκέπτονται τις φυλακές αυτές, ξένος κανείς, πού να το μάθει, όταν το αποκρύβουμε; Αρκεί όμως να δεί κάποιος την τεράστια χιτλερική σημαία, που κυμάτιζε στην Κομμαντατούρ και εκτίθεται στα υπόγεια και το υπουργείο αποκαθήλωσε επί χρόνια για συντήρηση και την ξανατοποθέτησε στις φυλακές με πολύ χειρότερο τρόπο από πριν, για να νοιώσει τι ήταν και τι είναι οι Ναζί.
Που ο Ελληνικός λαός ταπείνωσε, και ως τακτικός στρατός και ως αντάρτικος, και δεν τους υποδέχθηκε με ροδοπέταλα, όπως οι Παριζιάνοι. Εμείς κλείσαμε τα σπίτια μας και μπήκαν σε μια έρημη πόλη, κι η Πηνελόπη Δέλτα άρχισε απεργία πείνας και πέθανε για να μην δει κατακτημένη απ’ τους ναζί την Αθήνα.
Γιατί, λοιπόν, δεν αναδεικνύουμε σε κεντρικό Μουσείο Εθνικής Αντίστασης τις φυλακές της Κομμαντατούρ στην οδο Κοραή 4, στην καρδιά της Αθήνας; Είχα προτείνει, πάλι μέσω της Ελευθεροτυπίας, και σχέδιο μετατροπής τους σε Μουσείο. Δεν έτυχε καμμίας προσοχής, παρ’ ότι προσπάθησα, επικοινωνώντας και με τον κο Γλέζο και, αργότερα, ζητώντας από την κα Δούρου να προτείνει στον κο Τσίπρα, αρχηγό της αντιπολίτευσης τότε, να επισκεφθεί τις φυλακές. Προσπάθησα και πάλι μέσω διαδικτυκής εκστρατείας (Avaaz) που οργάνωσε η «Ανοιχτή Τέχνη», η σχολή που συντονίζω. Καμμία ανταπόκριση. Θα συνεχίζω να γράφω γι’ αυτό. Διεκδικούμε νομίμως, ίποως αποεφάνβθη το Νομικό Συμβούλιο του κράτους, τις αποζημιώσεις, επανορθώσεις, δάνειο, επιστροφή κλεμμένων αρχαιοτήτων, πότε λοιπόν θα φτιάξουμε το Μουσείο;
Γ) Είχα πρωτοαναφερθεί στις αποζημιώσεις στο μυθιστόρημά μου «Λάλον Ύδωρ» (2002, εκδ. Πατάκης). Κι είμαι πεπεισμένος πια ότι το 1944 ασυνείδητα οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, και ο λαός, επέλεξαν να συγκρουστούν μεταξύ τους (όταν δηλαδή οι ναζιστικές χώρες, η πλειοψηφία της σημερινής ΕΕ, ανασυγκροτούνταν κι οι σύμμαχοι πανηγύριζαν, εμείς επιδιδόμασταν στον μοναδικό μεταπολεμικό εμφύλιο στην Ευρώπη), για να μην έλθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα στην οποία είχε οδηγήσει την Ελλάδα η Μικρασιατική Καταστροφή. Και που αναδείκνυε ως κύριο πρόβλημα της χώρας την αντιμετώπιση της Τουρκίας και του ιμπεριαλισμού της, που εκδηλώθηκε με το τέλος του εμφυλίου: έγερση Κυπριακού ζητήματος εκ του μηδενός, εκδίωξη Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, η συνέχεια είναι γνωστή.
Αντί, λοιπόν, να ανασυγκροτηθούμε, ο ασυνείδητος φόβος αντιμετώπισης της πραγματικότητας μας ώθησε να εμπλακούμε στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού. Η Ελλάδα, μια χώρα της σημερινής περιφέρειας, μη βιομηχανική, μη καπιταλιστική, μη φεουδαρχική, με το συνηθισμένο για την Δύση κοινοβουλευτικό σύστημα, αποφάσισε να πρωτοστατήσει στην μάχη «Καλού-Κακού», κατά την μελοδραματική διατύπωση αμφοτέρων των πλευρών, απ’ την οποία είχε μόνο να χάσει, όπως κι έχασε, και την έβγαζε εκτός της πορείας που ακολουθούσε απ’ το 1821, όπως και την έβγαλε. Αφιυγκρασθήκαμε ως έθνος τον ρόγχο των νεκρών μας, την απελπισία των μνημάτων, επιλέγοντας τον εμφύλιο; Ή δράσαμε παρορμητικά και ιδιοτελώς ; Τα συσίτια, τα χιλιάδες σκελετωμένα παιδιά που αποθανάτισε η Βούλα Παπαϊωννου, τα θυμηθήκαμε; Αλλά τι αξία έχουν αυτά μπροστά στην υποταγή στον Πατερούλη και στον Τρούμαν.
Κι ύστερα, μετά το τέλος του φασιστικού υπαρκτού σοσιαλισμού, όνειδους για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό, η διαμάχη συντηρήθηκε στην, εκτός ιστορίας, Ελλάδα και κατάντησε, ο μαρξισμός, καταφύγιο κι ανέξοδος ψευτοηρωισμός που μας απομακρύνει απ’ όλα όσα στρέφονται εναντίον μας: γκρεμίζουμε τον παγκόσμιο καπιταλισμό, και καλά κάνουμε, απ’ τα Εξάρχεια και τις προαστιακές συλλογικότητες, σε μεταφυσικό επίπεδο.
Σε φυσικό, δεν τολμάμε να επεκτείνουμε τα μίλια μας σε 12, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο της θαλάσσης, γιατί μας το απαγορεύει η Τουρκία που, πόσα θύματα είχε κατά του ναζισμού, μας θυμίζει κάποιος μπαρουτοκαπνισμένος ψευτοδιεθνιστής; Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που περιφρονεί για την Κύπρο;
Βέβαια, όταν γκρεμίσουμε τον παγκόσμιο καπιταλισμό, όλα αυτά θα λυθούνε. Σωστά. Αλλά από τότε που ο μακαρίτης Νίκος Μπαλής έβγαζε το περιοδικό ΄Οταν: «Η ανθρωπότητα θα ευτυχήσει Όταν ο τελευταίος καπιταλιστής στραγγαλισθεί με τα έντερα του τελευταίου γραφειοκράτη», έχει γκρεμισθεί η αφέλεια.
Αποκρύψαμε, λοιπόν, την κυριολεκτικώς ένδοξη Ελληνική, τακτική και αντάρτικη, αντίσταση στον φασισμό και τον ναζισμό της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Βουλγαρίας και όλων των άλλων μελών της σημερινής ΕΕ. Την αποκρύψαμε από την παγκόσμια κοινότητα και την παγκόσμια ιστορία, σαν να ήταν κάτι επιλήψιμο, και στην θέση της, πολιτική, πνευματική ηγεσία και λαός τοποθετήσαμε τον εμφύλιο. Που είναι εσωτερικού ενδιαφέροντος και όχι παγκόσμιου, και είναι περιφερειακή, επί μέρους συνέπεια του κεντρικού γεγονότος που διαμόρφωσε τον σύγχρονο κόσμο. Κι εμείς επιλέξαμε να απουσιάζουμε απ’ την διαμόρφωση αυτή, αν και νικητές; Γιατί;
Για να υποδουλωθούμε στους Γερμανούς εβδομήντα χρόνια μετά, για να έχουμε πάλι, όπως το ’44, πολιτικούς ανεπαρκείς που μας οδήγησαν εν ψυχρώ στην υποτέλεια. Για να μας ελέγχουν και να μας απειλούν ένας Λεττονός λακές και μια Ρουμάνα υπάλληλος λογιστηρίου. ΄Ενα έθνος με τόσους αγώνες για την ελευθερία, με τέτοια συνεισφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό, να καταντά παίγνιο και τρόπαιο λακέδων και ναζιστών, είναι για να θρηνεί όποιος έχει ελεύθερη συνείδηση κι είναι πολίτης του κόσμου. Λεττονία και Ρουμανία ήταν σύμμαχοι, τσιράκια του Χίτλερ, βέβαια. Οι Γερμανοί ξανάρθαν, δυστυχώς, κι αυτή την φορά η νίκη τους ήταν πλήρης και αναίμακτος, γι’ αυτούς, όχι για μας. Αυτήν την φορά οι ταγματασφαλίτες κι οι γερμανοτσολιάδες δεν λερώνουν τα χέρια τους, φοράνε γραβάτες ή παριστάνουν ότι δεν φοράνε.
Κι αφού οδήγησαν την Ελλάδα στην μνημονιακή ταπείνωση, οικονομική πολιτική και ψυχική («Η Ευρώπη θα κατέρρεε αν έφευγε η Ελλάδα από το ευρώ» δήλωσε ο Ολάντ στην Αθήνα, είναι αλήθεια;), τώρα την προορίζουν επίσημα για χώρο υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, όπως διατάζει η Γερμανία και η χυδαιότητά της, η υπαρξιακή χυδαιότητά της, παρά τους φιλοσόφους, τους συγγραφείς, τους μουσουργούς της: «Είσαι ευτυχισμένος, Αλέξη», φέρεται να είπε στον κο Τσίπρα η Μέρκελ στην σύσκεψη κορυφής για το μεταναστευτικό.
Πώς να μην είναι; 228.000 έλληνες επιστήμονες έφυγαν μετανάστες το διάστημα 2010-2013. Εκτός από χώρος υποδοχής προσφύγων, η Ελλάδα θα εξαγορασθεί: «“Η Ελλάδα βρίσκεται προς πώληση”», αποφαίνεται αποφθεγματικά ο Λουντοβίκ Σιμπράν, οικονομολόγος της Euler Hermes. “Τι μπορούν να εξαγοράσουν οι γαλλικές επιχειρήσεις;”» (presspublica, 23-10) και θα μετατραπεί σε χώρα που θα εξυπηρετεί τουρίστες, νέους και γέρους. Μπορεί να γίνουμε και ΚΑΠΗ τηςEυρώπης. Γιατί, λοιπόν, καμμία πολιτική δύναμη δεν έθεσε το μεταναστευτικό ως θέμα πρώτης προτεραιότητας, όπως έγραψα και στο προηγούμενο; Γιατί δεν πρόλαβε τις εξελίξεις, όπως όφειλε και μπορούσε; Είναι ικανοποιημένοι τώρα; Δεν βλέπανε ούτε καν τον κίνδυνο της χρυσής αυγής ούτε την αναβάθμιση της Τουρκίας απ’ την ΕΕ που τόσα ψηφίσματα έχει για την Κύπρο και τα κατεχόμενα; Εύχομαι τουλάχιστον να κατάλαβαν, συμπαθείς ομάδες και πρόσωπα, ότι το μεταναστευτικό είναι κάτι πιο περίπλοκο από τα αφελή στεγανά τους. Κι όταν μιλάνε για ελληνικό «ρατσισμό» κλπ, να αναλογίζονται τις πυρπολήσεις καταυλισμών, τους φράχτες, τον στρατό, τα δακρυγόντα, την αστυνομία που διατρέχουν όλη την ΕΕ.
Δ) Παλιά υποστηρίζαμε ότι πρέπει να καταργηθούν οι παρελάσεις. Τώρα ξέρουμε πως είναι ο τελευταίος κρίκος που μας ενώνει με την Ιστορία μας, που μας διδάσκει ότι «η λευτεριά κερδίζεται με αίμα», που λένε και τα λαϊκά τραγούδια. Μπανάλ πράγματα που πετάξαμε στα σκουπίδια. Θα τα βρίσκουμε όλο και συχνότερα μπροστά μας. Αλλά οι παρελάσεις, τι μεγαλείο! Οι περιφερειακές, οι συνοικιακές. Ατημέλητα και ανόμοια ντυμένοι όλες κι όλοι, παρελαύνουν ασύντακτοι κι απείθαρχα χαρούμενοι, διαλαλώντας ένα σπουδαίο αιώνιο μήνυμα: Δεν πρόκειται να στοιχιθούμε ποτέ, όσες χούντες, Θεοδόσιοι, οθωμανοί, ρωμαίοι, ναζί και μνημόνια μας κατακτήσουν. ΄Οπως δεν θα έχουμε ποτέ κεντρικό μουσείο αντίστασης, έτσι και δεν θα στοιχιθούμε ποτέ.
Αυτοί είμαστε: Απείθαρχοι, ανυπάκουοι, άτακτοι και άναρχοι, που στην ακμή μας δεν είχαμε κεντρική διοίκηση. Έτσι πορευόμαστε δια μέσου των αιώνων, κι έτσι θα πορευθούμε, δυστυχώς ή ευτυχώς.