Ημέρες των κυβερνήσεων Γιώργου Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά θυμίζει η
διαπραγμάτευση της κυβέρνησης Τσίπρα με τους δανειστές για την
ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης.
Πρώτο Θέμα – του Σταύρου Λυγερού
Η συνεδρίαση την περασμένη Πέμπτη του Euroworking Group δεν κατέληξε σε θετική έκθεση, με αποτέλεσμα τα δύο επίμαχα ζητήματα (οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας και η εξεύρεση ισοδυνάμων για να μην μπει ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση) να παραπεμφθούν στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 9 Νοεμβρίου.
Παρά τις διαφωνίες, το κλίμα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές παραμένει καλό. Οι δηλώσεις αξιωματούχων του ευρωιερατείου παραμένουν θετικές για τη «μετάλλαξη» του Τσίπρα, όπως την αποκάλεσε ο επίτροπος Μοσχοβισί. Τελευταίος κρίκος στη σχετική αλυσίδα η δήλωση του Βίζερ (πρόεδρος του Euroworking Group), ο οποίος μίλησε για Τσίπρα 1 και Τσίπρα 2!
Ο χρόνος, όμως, τρέχει και εάν δεν βρεθούν λύσεις σύντομα θα προκύψει πρόβλημα, το οποίο εκ των πραγμάτων θα επιβαρύνει και το κλίμα. Η υποδόση των δύο δισ είναι πιθανόν να καταβληθεί την επόμενη εβδομάδα, αλλά το κρισιμότερο δεν είναι η εκταμίευση αυτού του ποσού, αλλά η έγκαιρη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης. Όπως είναι γνωστό, η ολοκλήρωση είναι ο όρος και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και για την έναρξη της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) όσο και ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντράγκι έχουν ζητήσει την αποσύνδεση της ανακεφαλαιοποίησης από την αξιολόγηση της εφαρμογής του Μνημονίου. Κι αυτό επειδή η ανακεφαλαιοποίηση πρέπει θεωρητικά να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους, αλλά πρακτικά πρέπει να έχει συμφωνηθεί μέχρι το τέλος Νοεμβρίου.
Διαφορετικά θα εφαρμοσθούν οι διαδικασίες του bail in που οδηγούν και σε κούρεμα καταθέσεων. Μία τέτοια εξέλιξη δεν την επιθυμεί για προφανείς λόγους η κυβέρνηση, αλλά ούτε και ο Ντράγκι. Δεν έχει κανένα λόγο να προκαλέσει ένα τόσο ισχυρό κλυδωνισμό στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ο οποίος εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει αρνητικά συνολικά το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Το Μαξίμου έχει λάβει το μήνυμα και παρά τις δυσκολίες έχει δώσει εντολή να γίνουν όσα χρειάζονται για να μην προκύψει αδιέξοδο. Θέλει μέχρι τις 15 Νοεμβρίου να έχουν τελειώσει όλα, μη εξαιρουμένου και του ασφαλιστικού, για το οποίο ο αρμόδιος υπουργός Κατρούγκαλος ολοκληρώνει τις σχετικές προετοιμασίες. Την αποφασιστικότητά τους αυτή θα εκφράσουν οι κυβερνώντες και στον Μοσχοβισί, ο οποίος θα πραγματοποιήσει επίσκεψη στην Αθήνα την Τρίτη. Ο επίτροπος θα ζητήσει αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος, αλλά αναμένεται να προβεί σε θετική δήλωση όσον αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο πλαίσιο της υλοποίησης των ανειλημμένων δεσμεύσεων, τις προηγούμενες ημέρες κατατέθηκε στη Βουλή για ψήφιση με έκτακτες διαδικασίες και το νομοσχέδιο για μία ακόμα δέσμη προαπαιτουμένων και το νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Για ορισμένα θέματα, μάλιστα, επαναλαμβάνεται το θλιβερό φαινόμενο η ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπό το κράτος της πίεσης των δανειστών, να καταργεί νομοθετικές ρυθμίσεις που είχε ψηφίσει λίγο καιρό πριν.
Παρά τη σπουδή της, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της το εκρηκτικό από κοινωνικής απόψεως (και με τεράστιο πολιτικό κόστος) ζήτημα των πλειστηριασμών. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας επιχειρεί να πολιτικοποιήσει τη σχετική διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του ο πρόεδρος Ολάντ έδειξε να ανταποκρίνεται, ενώ και ο σκληροπυρηνικός νεοφιλελεύθερος αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ντομπρόβσκις, όταν προσφάτως βρέθηκε στην Αθήνα, μίλησε για την ανάγκη μίας συμβιβαστικής λύσης. Μένει να φανεί εάν αυτή η διάθεση συνδιαλλαγής θα εκδηλωθεί και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Όσον αφορά το δεύτερο επίμαχο ζήτημα (τον ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση), υπουργοί ομολογούν ότι αντί η κυβέρνηση να το λύσει γρήγορα και αποφασιστικά εγκλωβίσθηκε στη δική της ρητορική για ισοδύναμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη χρονική καθυστέρηση, αλλά και την πρόκληση τριβών με τις εμπλεκόμενες επαγγελματικές ομάδες και βεβαίως τη δημιουργία της εντύπωσης ότι οι κυβερνώντες είναι ανίκανοι να βρουν λύσεις. Μετά το ναυάγιο των προηγούμενων εναλλακτικών ιδεών, τώρα προσανατολίζονται αφενός να επιβάλλουν ΦΠΑ μόνο στα ιδιωτικά σχολεία και να εξαιρέσουν τα κάθε είδους φροντιστήρια, αφετέρου να φορολογήσουν περαιτέρω προϊόντα για να συμπληρώσουν το εισπρακτικό κενό.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε προεκλογικά τα ισοδύναμα ως παρηγορητικό λόγο. Καλλιέργησε την εντύπωση ότι οι κοινωνικά επώδυνες πτυχές του 3ου Μνημονίου θα αντικατασταθούν από ισοδύναμα και κατ’ αυτό τον τρόπο θα εφαρμοσθεί ένα πολύ πιο ήπιο πρόγραμμα. Αυτό, όμως, ήταν εξαρχής μία πολιτική επαγγελία χωρίς αντίκρισμα, ή επί το λαϊκότερον «χρύσωμα του πικρού χαπιού».
Ισοδύναμα μπορούν να βρεθούν για ένα ή δύο μέτρα και όπως αποδεικνύεται κι αυτό ακόμα είναι πολύ δύσκολο. Όπως ο ίδιος ο Τσίπρας έλεγε, ασκώντας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κριτική στην κυβέρνηση Σαμαρά, η εξεύρεση ισοδύναμου είναι αντί να κόψεις το ένα δάκτυλο επιλέγεις να κόψεις κάποιο άλλο.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι λόγω και του προσφυγικού/μεταναστευτικού προβλήματος το ευρωιερατείο θα αποδεχθεί μία πιο χαλαρή εφαρμογή του 3ου Μνημονίου. Είναι αληθές ότι ο Ολάντ μίλησε για ευελιξία, ο Γιούνκερ, αναφερόμενος γενικότερα, χρησιμοποίησε τον όρο χαλάρωση και ο Ντομπρόβσκις δήλωσε ότι «δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί». Το ευρωιερατείο, όμως, δεν θέλει να συνδέσει επισήμως τα δύο αυτά ζητήματα, αν και ο πρωθυπουργός τονίζει σε κάθε Ευρωπαίο συνομιλητή του ότι «τα συνδέει η ίδια η ζωή».
Προφανώς έχει δίκιο, αλλά αυτό δεν αρκεί. Σύμφωνα με κοινοτική πηγή, ούτε η Κομισιόν ούτε πολύ περισσότερο το Βερολίνο είναι διατεθειμένοι σ’ αυτή να φάση να χαλαρώσουν το ελληνικό πρόγραμμα. Θέλουν να ολοκληρωθεί η 1η αξιολόγηση και η όποια χαλάρωση αποφασισθεί να ισχύσει για όλες τις εμπλεκόμενες χώρες-μέλη και για το 2016.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Σταϊνμάγερ υποσχέθηκε ανταλλάγματα στην Αθήνα για τη στάση της στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, αλλά ζήτησε να μην συνδεθούν επισήμως με τη χαλάρωση των δεσμεύσεων του Μνημονίου. Το Βερολίνο, μάλιστα, είχε προβεί και σε επίσημη δήλωση για τη μη σύνδεση, η οποία –κατά τις ίδιες πληροφορίες– την εκδήλωση δυσαρέσκειας εκ μέρους του Κοτζιά.
Τα ανταλλάγματα που συζητούνται αφορούν κυρίως τα κόκκινα δάνεια και ειδικότερα τους πλειστηριασμούς και την έναρξη της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους αμέσως μετά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης, ώστε οι οριστικές αποφάσεις να έχουν ληφθεί μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο.
Ας σημειωθεί ότι η Ιταλία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Φινλανδία έχουν ζητήσει από την Κομισιόν να εξαιρεθεί το κόστος διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης από τον υπολογισμό της δημοσιονομικής προσαρμογής του 2016. Ο Γιούνκερ εμφανίσθηκε θετικός, διευκρινίζοντας ότι κάθε χώρα-μέλος θα κριθεί από τη στάση που θα τηρήσει.
Η κρίση που έχει προκαλέσει το προσφυγικό/μεταναστευτικό κύμα ρηγματώνει εκ των πραγμάτων το δόγμα της λιτότητας. Ακόμα και ο Σόιμπλε δήλωσε ότι σ’ αυτή τη φάση προτεραιότητα για τη χώρα του έχει η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού προβλήματος, γεγονός που της επιβάλει να παρακάμψει τον κανόνα του μηδενικού ελλείμματος.
Εάν, όμως, αυτό ισχύει για την οικονομικά ισχυρή Γερμανία πρέπει να ισχύσει πολλαπλάσια για την γονατισμένη από την πολυετή και πρωτοφανή ύφεση Ελλάδα. Η πείρα, όμως, μας διδάσκει πως στην ΕΕ το ηθικοπολιτικά προφανές δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Εν αναμονή της χαλάρωσης, εάν και όποτε έλθει, ο Δραγασάκης εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτή η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα έχει την κακή τύχη των προηγουμένων. Και σωστά απέδωσε την αποτυχία των προηγούμενων στο γεγονός ότι δεν έγινε ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Όπως προαναφέραμε, η κυβέρνηση θέλει να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών λόγω κόκκινων δανείων, αν και όλα δείχνουν ότι τελικώς θα βρεθεί ένας συμβιβασμός πιο κοντά στη θέση των δανειστών. Είναι, ωστόσο, αποφασισμένη να ρυθμίσει τα επιχειρηματικά κόκκινα δάνεια κατά τρόπο που –όπως δήλωσε ο αντιπρόεδρος– θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Είναι θεμελιώδης αρχή ότι δεν μπορεί να έχεις ούτε υγιή δημόσια οικονομικά, ούτε υγιές ασφαλιστικό σύστημα, ούτε υγιές τραπεζικό σύστημα όταν η πραγματική οικονομία συρρικνώνεται ή παραμένει στάσιμη σ’ ένα τόσο χαμηλό επίπεδο. Όσο, λοιπόν, δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις και η οικονομία δεν εισέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης, ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται και στα τρία προαναφερθέντα υποσυστήματα.
Οι κυβερνώντες ελπίζουν ότι ο πολιτικός αέρας από την πρόσφατη μεγάλη εκλογική νίκη τους θα εμποδίσει την εκδήλωση έντονων κοινωνικών αντιδράσεων. Εκτιμούν πως εάν φθάσουν ομαλά μέχρι την άνοιξη το κλίμα θα αλλάξει. Σύμφωνα με αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα, ο σχεδιασμός του οικονομικού επιτελείου στηρίζεται σε πέντε θετικές προβλέψεις:
Ταυτοχρόνως, η υπερφορολόγηση έχει διπλά αρνητική συνέπεια. Πρώτον, αποτρέπει τις επενδύσεις. Δεύτερον, συσσωρεύει οικονομικά ερείπια. Η εντυπωσιακή αύξηση από τον Αύγουστο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο (αθροιστικά σύντομα θα φθάσουν τα 90 δισ) καταδεικνύει ότι οι κάθε είδους φορολογικές απαιτήσεις έχουν υπερβεί κατά πολύ τη φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το πιθανότερο είναι και το 2015 να προκύψει ένα σημαντικό δημοσιονομικό κενό, το οποίο θα πρέπει η κυβέρνηση να καλύψει με πρόσθετα μέτρα. Η επιβολή νέων φόρων, όμως, θα ρίξει στον γκρεμό και επιχειρήσεις και νοικοκυριά που μέχρι τώρα με πολύ δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Με άλλα λόγια, για να εξισορροπηθεί η αδυναμία ενός ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού των φορολογουμένων να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους θα επιβαρυνθούν περαιτέρω όσοι ακόμα μπορούν, γεγονός που θα ανατροφοδοτήσει τον φαύλο κύκλο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει τον κίνδυνο περαιτέρω ύφεσης ή μακροχρόνιας στασιμότητας και θέτει ως όρο για την ανάκαμψη την εξάλειψη της αβεβαιότητας. Η κοινωνική δυναμική, όμως, δεν μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια, δεδομένου ότι πολλαπλασιάζονται τα σημάδια ότι η οργή και η απόγνωση επεκτείνονται και οξύνονται.
Στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί το κακό σενάριο και η κυβέρνηση απειληθεί με αποσταθεροποίηση, θα υποχρεωθεί να κάνει κινήσεις και στο αμιγώς πολιτικό και στο οικονομικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο, θα προσπαθήσει να διευρυνθεί απευθυνόμενη στο ΠΑΣΟΚ, στο Ποτάμι και ενδεχομένως στην Ένωση Κεντρώων, αλλά θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί μαζί τους από μειονεκτική θέση. Στο οικονομικό επίπεδο θα επιχειρήσει να εκτονώσει την κοινωνική οργή, αλλά αυτό θα την φέρει μοιραία αντιμέτωπη με τους δανειστές, αναζωπυρώνοντας τις κατηγορίες για ελληνικές υπαναχωρήσεις και κατ’ επέκτασιν περιπλέκοντας την ήδη δυσχερή και έκρυθμη κατάσταση.
Πρώτο Θέμα – του Σταύρου Λυγερού
Η συνεδρίαση την περασμένη Πέμπτη του Euroworking Group δεν κατέληξε σε θετική έκθεση, με αποτέλεσμα τα δύο επίμαχα ζητήματα (οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας και η εξεύρεση ισοδυνάμων για να μην μπει ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση) να παραπεμφθούν στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 9 Νοεμβρίου.
Παρά τις διαφωνίες, το κλίμα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές παραμένει καλό. Οι δηλώσεις αξιωματούχων του ευρωιερατείου παραμένουν θετικές για τη «μετάλλαξη» του Τσίπρα, όπως την αποκάλεσε ο επίτροπος Μοσχοβισί. Τελευταίος κρίκος στη σχετική αλυσίδα η δήλωση του Βίζερ (πρόεδρος του Euroworking Group), ο οποίος μίλησε για Τσίπρα 1 και Τσίπρα 2!
Ο χρόνος, όμως, τρέχει και εάν δεν βρεθούν λύσεις σύντομα θα προκύψει πρόβλημα, το οποίο εκ των πραγμάτων θα επιβαρύνει και το κλίμα. Η υποδόση των δύο δισ είναι πιθανόν να καταβληθεί την επόμενη εβδομάδα, αλλά το κρισιμότερο δεν είναι η εκταμίευση αυτού του ποσού, αλλά η έγκαιρη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης. Όπως είναι γνωστό, η ολοκλήρωση είναι ο όρος και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και για την έναρξη της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) όσο και ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντράγκι έχουν ζητήσει την αποσύνδεση της ανακεφαλαιοποίησης από την αξιολόγηση της εφαρμογής του Μνημονίου. Κι αυτό επειδή η ανακεφαλαιοποίηση πρέπει θεωρητικά να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους, αλλά πρακτικά πρέπει να έχει συμφωνηθεί μέχρι το τέλος Νοεμβρίου.
Διαφορετικά θα εφαρμοσθούν οι διαδικασίες του bail in που οδηγούν και σε κούρεμα καταθέσεων. Μία τέτοια εξέλιξη δεν την επιθυμεί για προφανείς λόγους η κυβέρνηση, αλλά ούτε και ο Ντράγκι. Δεν έχει κανένα λόγο να προκαλέσει ένα τόσο ισχυρό κλυδωνισμό στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ο οποίος εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει αρνητικά συνολικά το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Το Μαξίμου έχει λάβει το μήνυμα και παρά τις δυσκολίες έχει δώσει εντολή να γίνουν όσα χρειάζονται για να μην προκύψει αδιέξοδο. Θέλει μέχρι τις 15 Νοεμβρίου να έχουν τελειώσει όλα, μη εξαιρουμένου και του ασφαλιστικού, για το οποίο ο αρμόδιος υπουργός Κατρούγκαλος ολοκληρώνει τις σχετικές προετοιμασίες. Την αποφασιστικότητά τους αυτή θα εκφράσουν οι κυβερνώντες και στον Μοσχοβισί, ο οποίος θα πραγματοποιήσει επίσκεψη στην Αθήνα την Τρίτη. Ο επίτροπος θα ζητήσει αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος, αλλά αναμένεται να προβεί σε θετική δήλωση όσον αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο πλαίσιο της υλοποίησης των ανειλημμένων δεσμεύσεων, τις προηγούμενες ημέρες κατατέθηκε στη Βουλή για ψήφιση με έκτακτες διαδικασίες και το νομοσχέδιο για μία ακόμα δέσμη προαπαιτουμένων και το νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Για ορισμένα θέματα, μάλιστα, επαναλαμβάνεται το θλιβερό φαινόμενο η ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπό το κράτος της πίεσης των δανειστών, να καταργεί νομοθετικές ρυθμίσεις που είχε ψηφίσει λίγο καιρό πριν.
Παρά τη σπουδή της, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της το εκρηκτικό από κοινωνικής απόψεως (και με τεράστιο πολιτικό κόστος) ζήτημα των πλειστηριασμών. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας επιχειρεί να πολιτικοποιήσει τη σχετική διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του ο πρόεδρος Ολάντ έδειξε να ανταποκρίνεται, ενώ και ο σκληροπυρηνικός νεοφιλελεύθερος αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ντομπρόβσκις, όταν προσφάτως βρέθηκε στην Αθήνα, μίλησε για την ανάγκη μίας συμβιβαστικής λύσης. Μένει να φανεί εάν αυτή η διάθεση συνδιαλλαγής θα εκδηλωθεί και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Όσον αφορά το δεύτερο επίμαχο ζήτημα (τον ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση), υπουργοί ομολογούν ότι αντί η κυβέρνηση να το λύσει γρήγορα και αποφασιστικά εγκλωβίσθηκε στη δική της ρητορική για ισοδύναμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη χρονική καθυστέρηση, αλλά και την πρόκληση τριβών με τις εμπλεκόμενες επαγγελματικές ομάδες και βεβαίως τη δημιουργία της εντύπωσης ότι οι κυβερνώντες είναι ανίκανοι να βρουν λύσεις. Μετά το ναυάγιο των προηγούμενων εναλλακτικών ιδεών, τώρα προσανατολίζονται αφενός να επιβάλλουν ΦΠΑ μόνο στα ιδιωτικά σχολεία και να εξαιρέσουν τα κάθε είδους φροντιστήρια, αφετέρου να φορολογήσουν περαιτέρω προϊόντα για να συμπληρώσουν το εισπρακτικό κενό.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε προεκλογικά τα ισοδύναμα ως παρηγορητικό λόγο. Καλλιέργησε την εντύπωση ότι οι κοινωνικά επώδυνες πτυχές του 3ου Μνημονίου θα αντικατασταθούν από ισοδύναμα και κατ’ αυτό τον τρόπο θα εφαρμοσθεί ένα πολύ πιο ήπιο πρόγραμμα. Αυτό, όμως, ήταν εξαρχής μία πολιτική επαγγελία χωρίς αντίκρισμα, ή επί το λαϊκότερον «χρύσωμα του πικρού χαπιού».
Ισοδύναμα μπορούν να βρεθούν για ένα ή δύο μέτρα και όπως αποδεικνύεται κι αυτό ακόμα είναι πολύ δύσκολο. Όπως ο ίδιος ο Τσίπρας έλεγε, ασκώντας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κριτική στην κυβέρνηση Σαμαρά, η εξεύρεση ισοδύναμου είναι αντί να κόψεις το ένα δάκτυλο επιλέγεις να κόψεις κάποιο άλλο.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι λόγω και του προσφυγικού/μεταναστευτικού προβλήματος το ευρωιερατείο θα αποδεχθεί μία πιο χαλαρή εφαρμογή του 3ου Μνημονίου. Είναι αληθές ότι ο Ολάντ μίλησε για ευελιξία, ο Γιούνκερ, αναφερόμενος γενικότερα, χρησιμοποίησε τον όρο χαλάρωση και ο Ντομπρόβσκις δήλωσε ότι «δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί». Το ευρωιερατείο, όμως, δεν θέλει να συνδέσει επισήμως τα δύο αυτά ζητήματα, αν και ο πρωθυπουργός τονίζει σε κάθε Ευρωπαίο συνομιλητή του ότι «τα συνδέει η ίδια η ζωή».
Προφανώς έχει δίκιο, αλλά αυτό δεν αρκεί. Σύμφωνα με κοινοτική πηγή, ούτε η Κομισιόν ούτε πολύ περισσότερο το Βερολίνο είναι διατεθειμένοι σ’ αυτή να φάση να χαλαρώσουν το ελληνικό πρόγραμμα. Θέλουν να ολοκληρωθεί η 1η αξιολόγηση και η όποια χαλάρωση αποφασισθεί να ισχύσει για όλες τις εμπλεκόμενες χώρες-μέλη και για το 2016.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Σταϊνμάγερ υποσχέθηκε ανταλλάγματα στην Αθήνα για τη στάση της στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, αλλά ζήτησε να μην συνδεθούν επισήμως με τη χαλάρωση των δεσμεύσεων του Μνημονίου. Το Βερολίνο, μάλιστα, είχε προβεί και σε επίσημη δήλωση για τη μη σύνδεση, η οποία –κατά τις ίδιες πληροφορίες– την εκδήλωση δυσαρέσκειας εκ μέρους του Κοτζιά.
Τα ανταλλάγματα που συζητούνται αφορούν κυρίως τα κόκκινα δάνεια και ειδικότερα τους πλειστηριασμούς και την έναρξη της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους αμέσως μετά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης, ώστε οι οριστικές αποφάσεις να έχουν ληφθεί μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο.
Ας σημειωθεί ότι η Ιταλία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Φινλανδία έχουν ζητήσει από την Κομισιόν να εξαιρεθεί το κόστος διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης από τον υπολογισμό της δημοσιονομικής προσαρμογής του 2016. Ο Γιούνκερ εμφανίσθηκε θετικός, διευκρινίζοντας ότι κάθε χώρα-μέλος θα κριθεί από τη στάση που θα τηρήσει.
Η κρίση που έχει προκαλέσει το προσφυγικό/μεταναστευτικό κύμα ρηγματώνει εκ των πραγμάτων το δόγμα της λιτότητας. Ακόμα και ο Σόιμπλε δήλωσε ότι σ’ αυτή τη φάση προτεραιότητα για τη χώρα του έχει η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού προβλήματος, γεγονός που της επιβάλει να παρακάμψει τον κανόνα του μηδενικού ελλείμματος.
Εάν, όμως, αυτό ισχύει για την οικονομικά ισχυρή Γερμανία πρέπει να ισχύσει πολλαπλάσια για την γονατισμένη από την πολυετή και πρωτοφανή ύφεση Ελλάδα. Η πείρα, όμως, μας διδάσκει πως στην ΕΕ το ηθικοπολιτικά προφανές δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Εν αναμονή της χαλάρωσης, εάν και όποτε έλθει, ο Δραγασάκης εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτή η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα έχει την κακή τύχη των προηγουμένων. Και σωστά απέδωσε την αποτυχία των προηγούμενων στο γεγονός ότι δεν έγινε ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Όπως προαναφέραμε, η κυβέρνηση θέλει να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών λόγω κόκκινων δανείων, αν και όλα δείχνουν ότι τελικώς θα βρεθεί ένας συμβιβασμός πιο κοντά στη θέση των δανειστών. Είναι, ωστόσο, αποφασισμένη να ρυθμίσει τα επιχειρηματικά κόκκινα δάνεια κατά τρόπο που –όπως δήλωσε ο αντιπρόεδρος– θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Είναι θεμελιώδης αρχή ότι δεν μπορεί να έχεις ούτε υγιή δημόσια οικονομικά, ούτε υγιές ασφαλιστικό σύστημα, ούτε υγιές τραπεζικό σύστημα όταν η πραγματική οικονομία συρρικνώνεται ή παραμένει στάσιμη σ’ ένα τόσο χαμηλό επίπεδο. Όσο, λοιπόν, δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις και η οικονομία δεν εισέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης, ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται και στα τρία προαναφερθέντα υποσυστήματα.
Οι κυβερνώντες ελπίζουν ότι ο πολιτικός αέρας από την πρόσφατη μεγάλη εκλογική νίκη τους θα εμποδίσει την εκδήλωση έντονων κοινωνικών αντιδράσεων. Εκτιμούν πως εάν φθάσουν ομαλά μέχρι την άνοιξη το κλίμα θα αλλάξει. Σύμφωνα με αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα, ο σχεδιασμός του οικονομικού επιτελείου στηρίζεται σε πέντε θετικές προβλέψεις:
- Πρώτον, στο γεγονός ότι ακόμα και οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις για το τουριστικό ρεύμα μιλούν για κατακόρυφη άνοδο. Αυτό σημαίνει μία μεγάλη ένεση για την ελληνική οικονομία.
- Δεύτερον, στο γεγονός ότι θα εισρεύσει χρήμα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ΕΚΤ για ποσοτική χαλάρωση.
- Τρίτον, θα έχει δρομολογηθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, γεγονός που θα αλλάξει διεθνώς την εικόνα της ελληνικής οικονομίας και θα διευκολύνει την επάνοδό της στις αγορές.
- Τέταρτον, στην εκτίμηση ότι με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την αναδιάρθρωση του χρέους η αβεβαιότητα θα εξαλειφθεί. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Είναι αληθές ότι διεθνείς παίκτες θεωρούν πλέον την Ελλάδα χώρα επενδυτικών ευκαιριών και αναμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μπουν στο παιχνίδι. Αυτό που προς το παρόν τους κάνει επιφυλακτικούς είναι το ερώτημα εάν έχει εξαλειφθεί ή όχι το ενδεχόμενο ενός ναυαγίου, το οποίο και θα προκαλέσει την έξοδο από την Ευρωζώνη. Όπως μας διδάσκει η διεθνής πείρα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν γίνει η αρχή όλοι σπεύδουν για να μη χάσουν την ευκαιρία.
- Πέμπτον, με τη σταδιακή εξάλειψη της αβεβαιότητας αναμένεται όχι μόνο να ενισχυθεί η επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και να εκδηλωθεί η συμπιεσμένη τόσα χρόνια εσωτερική ζήτηση, η οποία θα αιμοδοτήσει την αγορά και θα ενισχύσει τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος.
Ταυτοχρόνως, η υπερφορολόγηση έχει διπλά αρνητική συνέπεια. Πρώτον, αποτρέπει τις επενδύσεις. Δεύτερον, συσσωρεύει οικονομικά ερείπια. Η εντυπωσιακή αύξηση από τον Αύγουστο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο (αθροιστικά σύντομα θα φθάσουν τα 90 δισ) καταδεικνύει ότι οι κάθε είδους φορολογικές απαιτήσεις έχουν υπερβεί κατά πολύ τη φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το πιθανότερο είναι και το 2015 να προκύψει ένα σημαντικό δημοσιονομικό κενό, το οποίο θα πρέπει η κυβέρνηση να καλύψει με πρόσθετα μέτρα. Η επιβολή νέων φόρων, όμως, θα ρίξει στον γκρεμό και επιχειρήσεις και νοικοκυριά που μέχρι τώρα με πολύ δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Με άλλα λόγια, για να εξισορροπηθεί η αδυναμία ενός ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού των φορολογουμένων να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους θα επιβαρυνθούν περαιτέρω όσοι ακόμα μπορούν, γεγονός που θα ανατροφοδοτήσει τον φαύλο κύκλο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει τον κίνδυνο περαιτέρω ύφεσης ή μακροχρόνιας στασιμότητας και θέτει ως όρο για την ανάκαμψη την εξάλειψη της αβεβαιότητας. Η κοινωνική δυναμική, όμως, δεν μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια, δεδομένου ότι πολλαπλασιάζονται τα σημάδια ότι η οργή και η απόγνωση επεκτείνονται και οξύνονται.
Στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί το κακό σενάριο και η κυβέρνηση απειληθεί με αποσταθεροποίηση, θα υποχρεωθεί να κάνει κινήσεις και στο αμιγώς πολιτικό και στο οικονομικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο, θα προσπαθήσει να διευρυνθεί απευθυνόμενη στο ΠΑΣΟΚ, στο Ποτάμι και ενδεχομένως στην Ένωση Κεντρώων, αλλά θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί μαζί τους από μειονεκτική θέση. Στο οικονομικό επίπεδο θα επιχειρήσει να εκτονώσει την κοινωνική οργή, αλλά αυτό θα την φέρει μοιραία αντιμέτωπη με τους δανειστές, αναζωπυρώνοντας τις κατηγορίες για ελληνικές υπαναχωρήσεις και κατ’ επέκτασιν περιπλέκοντας την ήδη δυσχερή και έκρυθμη κατάσταση.