«Συνομιλώ, άρα υπάρχω»
Άρης Αλεξάνδρου
Αφήνοντας κατά μέρος, τούτη τη φορά, τους «πολιτικούς» να διαγωνίζονται, πλην εξαιρέσεων, ποιος απ’ αυτούς είναι ο καλύτερος εφαρμοστής του χειρότερου μνημονίου που επιβλήθηκε στη χώρα μας, είπαμε να ασχοληθούμε με κάτι διαφορετικό. Κανένας, άλλωστε, λαός δε χάθηκε ένεκα της ποιότητας των εκπροσώπων του ούτε για λόγους οικονομικής ασφυξίας. Οι λαοί χάνονται, όταν χάνουν την ιστορική τους αυτοσυνείδηση, όταν αδιαφορούν για την παιδεία τους, όταν αφήνουν αφρόντιστη την ηθική τους, τον σεβασμό, δηλαδή, στη ζωή. Εξαφανίζονται, όταν παραδίδουν την πνευματική τους κυριαρχία σε τρίτους, όταν εκχωρούν το ήθος τους, την ουσία, δηλαδή, της ανθρώπινης πράξης, όταν, με λίγα λόγια, υποτάσσονται.Χάνονται οι λαοί όταν πάψουν να μιλούν, να συνομιλούν, να σιωπούν, κοντολογίς όταν χάσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους.Παλιά ιστορία η γλώσσα, όπως το αίμα και το φως, όπως το έδαφος. Στρώματα πολλά, υλικά πανάρχαια έχουν δημιουργήσει ένα προσχωσιγενές έδαφος μέσα στο οποίο ρίζωσε η μοίρα του λαού μας, πάνω στο οποίο κύλησε το αίμα και το φως.
Ας θυμηθούμε τους υπέροχους στίχους του ποιητή Δ.Π. Παπαδίτσα:
«Ένα στρώμα μου είμαι Σλαύος άλλο Λατίνος
άλλο Τσιγγάνος.
Μα το ρυάκι που τα διαπερνά και φυτεύει γύρω του πρασινάδες
είναι απ’ τη γενιά των Αχαιών
που έπαιξε στη ματιά τους ο ίσκιος της οξυάς».
Αυτό το πανάρχαιο νερό που όλα τα διαπερνά μέχρι τις μέρες μας, ανεπαίσθητα ίσως, είναι ακριβώς αυτό το ένστικτο, η ικανότητα να μιλάμε, όπως περίπου οι αρχαίοι μας πρόγονοι ή, αν θέλετε, οι αρχαίοι μας συγκάτοικοι.
Αν το νερό αυτό στερέψει, τότε η γλώσσα θα μαραθεί, η ποίηση θα πεθάνει κι ο λαός θα χαθεί.
Να το επαναλάβουμε : Ο λαός χάνεται, όταν χάνει την ποίησή του. Γιατί χάνει την ικανότητα να υπερασπίζεται τη ζωή και την ειρήνη. «Προορισμός της ποίησης, έλεγε ο ποιητής Άρης Αλεξάνδρου, είναι να συντελέσει στην τελειοποίηση της γλώσσας, τόσο που η λέξη άνθρωπος και ειρήνη να αποτελούν συνώνυμα».
Αν τούτο το νάμα στερέψει, τότε πεθαίνουμε από πνευματική αφυδάτωση. Γιατί τούτο το νερό δεν είναι μόνο το νερό της γνώσης, αλλά και ελιξίριο αλληλεγγύης.
Σήμερα επιχειρείται η διάλυση της χώρας. Όμως, οι καινούργιοι δυνάστες δε στοχεύουν τόσο στο πορτοφόλι μας, αλλά στο μυαλό, στην ίδια την ύπαρξή μας. Αν αντισταθούμε, αν πολεμήσουμε για την ψυχή μας, τότε θα πολεμήσουμε και για τα υλικά αγαθά μας. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση, δεχόμαστε επίθεση, όχι τόσο στις οικονομικές μας δομές, αλλά κυρίως στον πυρήνα της ύπαρξής μας.
Εκείνοι με τον δόλο και με τον φόβο, που προσπαθούν να μας εμποιήσουν. Εμείς, με την παιδεία μας. Εκείνοι με το χρήμα και με τους «πρόθυμους» που τους ακολουθούν. Εμείς με τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Η οργανωμένη αντίσταση απαιτεί οργανωμένη σκέψη και βαθιά ψυχή. Χρειάζεται, επομένως, πλούσια και ζωντανή γλώσσα. Αυτή είναι το έσχατο όριο άμυνας. Η κόκκινη γραμμή πίσω από την οποία δεν υπάρχει σπίτι ούτε παιδί ούτε γονιός ούτε πατρίδα. Η γλώσσα είναι το τελεσίδικο οχυρό, το τελευταίο όπλο στο σελάχι.
Για να κυβερνήσεις μια χώρα κατ’ εντολήν του δυνάστη της, για να γίνεις πρωθυπουργός προτεκτοράτου αρκεί να είσαι δόλιος, απαίδευτος ή βλαξ. Για να αντισταθείς πρέπει να έχεις ανεπτυγμένο, πέραν των άλλων, το γλωσσικό σου ένστικτο.
Τούτες τις μέρες «ο άνεμος μας κυνηγάει», μας θυμίζει ο Γ. Ρίτσος, και η απογοήτευση, αγκαθωτή σα διπλό συρματόπλεγμα μας κυκλώνει.
Κι όμως, τούτες τις μέρες ακριβώς, οφείλουμε να σταθούμε όρθιοι, Έστω και με τους κύκλους στα μάτια. Κι ανάμεσα στην ασχήμια που προσπαθούν να μας επιβάλλουν πρέπει να βρούμε ο,τιδήποτε το ωραίο και το χρήσιμο για τον αγώνα μας.
Τον ουρανό, την ομορφιά, τη θάλασσά μας, τον φίλο που αγαπήσαμε, τον ήλιο της επομένης, τη φλυαρία των αποδημητικών, το καράβι που ξαναμπαίνει στα οικεία νερά.
Ένα ξεστράτισμα, να θυμηθούμε, μέσα στο δάσος, ένα νανούρισμα σαν προσευχή, το αστραπόβροντο στο καταράχι. Ένα χαμόγελο μας χρειάζεται μέσα στο πένθος. Κι αυτόν να ακούσουμε, τον βαθύ αναστεναγμό της γης, καθώς εκείνη ξαπλώνει κατά το σούρουπο κι αποκοιμιέται.
Αυτή είναι η γλώσσα μας, η καινούργια, η πανάρχαια. Το φανάρι που φωτίζουμε το ψωμί. Το όπλο στο χέρι, το κτέρισμα στο μνήμα μας.
Με τούτα κι αυτή τη φορά θα πολεμήσουμε. Με την ψυχή και με τα γράμματά μας.
Κανείς δεν εγγυάται το αποτέλεσμα, θα ήταν, άλλωστε, τόσο προβλέψιμο και βαρετό.
Έχουμε πάλι τους ίδιους εχθρούς, χειρότερους κι από την τρόικα, τα καινούργια κουαρτέτα εντέρων και τους εντολοδότες τοκογλύφους. Ακόμα χειρότερους κι από τον ψυχικά ανάπηρο Σόιμπλε, τον φασίστα Γιούνκερ ή τον θηλυπρεπή Ολλανδό.
Κι αυτοί, δεν είναι άλλοι από το ψέμα, την υποκρισία, τη δειλία και τον συμβιβασμό. Αυτούς πρέπει και πάλι να τους αντιμετωπίσουμε, με το σπαθί και με την πένα, με το σώμα και το μυαλό μας.
Όπως αρμόζει στους γενναίους που κάποτε φοβήθηκαν. Στους κατοίκους αυτού του ιερού ξερότοπου, του τόσο πλούσιου σε αρχοντιά και περιπέτειες.
Όπως αρμόζει σε μας τους Σλαύβους, τους Λατίνους και τους Τσιγγάνους, που γεννηθήκαμε και χαθήκαμε στις πρασινάδες των καιρών.
Σε μας τους χαλκάσπιδες Αχαιούς, που κάποτε έπαιξε στα μάτια μας, κι ακόμα παίζει, ο ίσκιος της οξυάς.