ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ* «Η ελληνική
Κυβέρνησις θεωρεί χρέος της όπως διά της παρούσης διακοινώσεως επιστήση
την προσοχήν των μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας επί των κινδύνων, τους
οποίους δημιουργεί η εφαρμογή του ειρημένου σχεδίου [του σχεδίου
Μακμίλαν] τόσον διά την συνοχήν της Συμμαχίας, όσον και διά την ειρήνην
της Ανατολικής Μεσογείου» γράφει στην επιστολή του ο Κων. Καραμανλής.
Το 1958 υπήρξε μια καθοριστική εποχή
για την ελληνική πολιτική. Λόγω εξελίξεων στο Κυπριακό, η Ελλάδα
αντιμετώπισε σοβαρότατη απομόνωση στους κόλπους της Δύσης, ενώ ανέκυψε
και κίνδυνος διολίσθησής της εκτός του ΝΑΤΟ.Η άνοδος της ουδετεροφιλίας και του αντιδυτικού πνεύματος είχε
σημειωθεί στη χώρα από το 1955. Την άνοιξη του 1956, στις μεγάλες
διαδηλώσεις για την εκτόπιση του Μακαρίου και τις πρώτες εκτελέσεις
αγωνιστών της ΕΟΚΑ, είχαν εμφανιστεί συνθήματα υπέρ της αποχώρησης από
το ΝΑΤΟ και της ένταξης της Ελλάδας σε έναν «άξονα
Αθηνών-Βελιγραδίου-Καΐρου». Το καλοκαίρι του 1956, αμερικανική
δημοσκόπηση έδειχνε ότι το 74% (!) των Αθηναίων ευνοούσε την αποχώρηση
από το ΝΑΤΟ εάν οι Δυτικοί εξακολουθούσαν την ίδια πολιτική στο
Κυπριακό. Στα τέλη του Αυγούστου 1956, ο υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος
Αβέρωφ, προειδοποίησε τους Αμερικανούς ότι, λόγω της πολιτικής της Δύσης
στο Κυπριακό, όλος ο ελληνικός λαός, «εκτός 2.000 Αθηναίων», θα
επιδοκίμαζε μία απόφαση για έξοδο από το ΝΑΤΟ.
Το φθινόπωρο του 1956, ο Γεώργιος Γρίβας, αρχηγός της ΕΟΚΑ, και η εφημερίδα «Εστία» τάχθηκαν υπέρ της αποχώρησης από το ΝΑΤΟ· οι εκκλήσεις τους υποστηρίχθηκαν και από την ΕΔΑ, αλλά απορρίφθηκαν απερίφραστα από την κυβέρνηση, η οποία τόνισε ότι ήταν η μόνη αρμόδια να χαράσσει την εξωτερική πολιτική. Το επόμενο έτος, και παρά την απελευθέρωση του Μακαρίου με αμερικανική μεσολάβηση, νέες δημοσκοπήσεις έδειχναν μια πλειοψηφία υπέρ μιας ουδετερόφιλης πολιτικής. Με άλλα λόγια, τα χρόνια αυτά η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσπαθούσε να διασώσει τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της χώρας, γνωρίζοντας ότι ακολουθούσε μία αντιδημοφιλή πολιτική.
Οι τάσεις αυτές κορυφώθηκαν στις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ έλαβε το 24,4% των ψήφων και αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Οι εκλογές του 1958 δεν αμφισβήτησαν την εξουσία της κυβέρνησης Καραμανλή, αλλά δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη κατάσταση: εάν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα και η κυβέρνηση κατέρρεε, ο αστικός χώρος δεν θα διέθετε εναλλακτικές κυβερνητικές επιλογές.
Υπαρκτός ο κίνδυνος διολίσθησης της χώρας εκτός της Δύσης
Τα πράγματα, όμως, πήγαν πολύ άσχημα. Στις αρχές του 1958, πριν από την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή και την προκήρυξη των εκλογών, είχαν διενεργηθεί αγγλοελληνικές συνομιλίες που διερευνούσαν μια συγκεκριμένη λύση του Κυπριακού: Ενωση της νήσου με την Ελλάδα, με την ταυτόχρονη παραχώρηση μιας βάσης στην Τουρκία. Ο Ελληνας γενικός πρόξενος στην Κύπρο, Αγγελος Βλάχος, έλαβε οδηγίες να μελετήσει το ζήτημα της εγκατάστασης μιας τέτοιας βάσης σε ένα σημείο της νήσου, με τρόπο που να μη χρειαζόταν μετακίνηση ελληνικού πληθυσμού. Αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή έπεσε στα τέλη Φεβρουαρίου.
Οταν τελικά διενεργήθηκαν οι εκλογές, τον Μάιο, και επανήλθε η ΕΡΕ στην εξουσία, οι ηγέτες της νόμιζαν ότι θα συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις σε εκείνη την κατεύθυνση. Αλλά βρέθηκαν μπροστά σε έναν εφιάλτη: η Τουρκία είχε απορρίψει την ιδέα, και οι Βρετανοί πρότειναν τώρα το περιβόητο σχέδιο Μακμίλαν, το οποίο προδίκαζε τις εξελίξεις στην κατεύθυνση μιας πλήρους και εξαιρετικά επώδυνης διχοτόμησης. Κατά την Αθήνα και τον Μακάριο, το σχέδιο Μακμίλαν ήταν η χειρότερη βρετανική πρόταση έως τότε: δεν επέβαλλε άμεσα τη διχοτόμηση, αλλά την καθιστούσε αναπόφευκτη. Παράλληλα, οι Τουρκοκύπριοι ξεκίνησαν μεγάλης κλίμακας επιθέσεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων, προσπαθώντας να καταστήσουν σαφές ότι η διχοτόμηση ήταν η μοναδική λύση. Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1958, οι διπλωματικές συζητήσεις για το σχέδιο Μακμίλαν εξελίσσονταν ταυτόχρονα με μια σκληρότατη εσωτερική σύγκρουση στην Κύπρο που έφερνε τον ελληνικό πληθυσμό της σε απόγνωση.
Η Ελλάδα προσπάθησε αγωνιωδώς να αδρανοποιήσει το βρετανικό σχέδιο. Στράφηκε μάλιστα για υποστήριξη στους Αμερικανούς: έως τότε, η δυνατότητα της κυβέρνησης Καραμανλή να διατηρεί ένα μέτρο αμερικανικής υποστήριξης στο Κυπριακό είχε αποδειχθεί κρίσιμη ώστε να μπορεί να αντιστέκεται στις (συχνά συνδυασμένες) αγγλοτουρκικές πιέσεις. Ωστόσο οι Βρετανοί δεν υποχώρησαν. Τον Αύγουστο, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν επισκέφθηκε την Αθήνα και την Αγκυρα, και κατόπιν ανακοίνωσε το νέο «αναθεωρημένο» σχέδιό του, το οποίο σε αρκετά σημεία θεωρείτο από την ελληνική πλευρά χειρότερο και από το πρώτο. Οι Αμερικανοί ζήτησαν από την Αθήνα να το μελετήσει, ουσιαστικά αρνούμενοι να ταχθούν εναντίον του. Ο Μακμίλαν είχε επιτέλους καταφέρει να απομονώσει την Ελλάδα και από την Ουάσιγκτον. Η απόρριψη του σχεδίου Μακμίλαν από την Αθήνα δεν επαρκούσε, καθώς ήταν έτσι δομημένο ώστε βασικές διχοτομικές του προβλέψεις να μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή (και να προδικάσουν τις εξελίξεις) με τη συνεργασία μόνης της τουρκικής πλευράς. Το αδιέξοδο φαινόταν πλήρες.
Κίνδυνος δικτατορίας
Η κατάσταση αυτή έφερνε την κυβέρνηση Καραμανλή ενώπιον του κινδύνου συνολικής κατάρρευσης της πολιτικής της στο μείζον εθνικό θέμα. Και, ήδη από το καλοκαίρι, διαμήνυσε στους δυτικούς συμμάχους ότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα είχε άλλη επιλογή από την παραίτηση. Στην περίπτωση αυτή, λόγω του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, δεν θα υπήρχε εναλλακτική κυβερνητική λύση από το Κέντρο. Ηταν λοιπόν πιθανόν, μια παραίτηση της κυβέρνησης να οδηγούσε σε στρατιωτικό πραξικόπημα και σε ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο, προσπαθώντας ακριβώς να αντλήσει νομιμοποίηση και να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη, θα μπορούσε να διολισθήσει εκτός της συμμαχίας. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση υπογράμμιζε ότι η ίδια δεν ήθελε την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η οποία ωστόσο ίσως γινόταν αναπόφευκτη σε περίπτωση μιας εθνικής ήττας στην Κύπρο.
Ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, σερ Ρότζερ Αλεν, τόνιζε στο Λονδίνο ότι οι φόβοι της κυβέρνησης ήταν ειλικρινείς, και ότι ένα στρατιωτικό καθεστώς θα οδηγούσε σε διολίσθηση εκτός του ΝΑΤΟ. Αλλά οι εκκλήσεις του αγνοήθηκαν: το καλοκαίρι του 1958, το Φόρεϊν Οφις σημείωνε ευθέως ότι εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα στο Κυπριακό, ήταν αδύνατον για τη Βρετανία να φανταστεί μια ουδετερόφιλη Τουρκία, ενώ μια ουδετερόφιλη Ελλάδα ήταν πιο αποδεκτή ιδέα... Με την εκτίμηση αυτή εν μέρει διαφωνούσε η αμερικανική πρεσβεία, η οποία αποδεχόταν ότι η παραίτηση του Καραμανλή ίσως οδηγούσε σε δικτατορία, αλλά θεωρούσε ότι η τελευταία δεν θα έβγαζε απαραίτητα τη χώρα από τη δυτική συμμαχία. Την ίδια ώρα, ο Τίτο, ο οποίος είχε μόλις εμπλακεί σε μια νέα διένεξη με τη Σοβιετική Ενωση, και επομένως χρειαζόταν μια ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα για να στηρίξει τα νώτα του, έστειλε ένα δραματικό μήνυμα στον Καραμανλή να μη διακυβεύσει τη θέση της Ελλάδας στη δυτική συμμαχία.
Η επιστολή του πρωθυπουργού προς τον Σπάακ
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να προκαλέσει το δυτικό ενδιαφέρον, η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε σε μια δραματική κίνηση. Στις 9 Σεπτεμβρίου, σε επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Πολ-Ανρί Σπάακ, ο πρωθυπουργός ουσιαστικά προειδοποιούσε για μια πιθανή έξοδο της χώρας από τη συμμαχία:«Η ελληνική Κυβέρνησις θεωρεί επίσης χρέος της όπως διά της παρούσης διακοινώσεως επιστήση την προσοχήν των μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας επί των κινδύνων, τους οποίους δημιουργεί η εφαρμογή του ειρημένου σχεδίου [του σχεδίου Μακμίλαν] τόσον διά την συνοχήν της Συμμαχίας, όσον και διά την ειρήνην της Ανατολικής Μεσογείου».
Η πρωτοβουλία Καραμανλή πρέπει να αποτιμηθεί επακριβώς: ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν «απείλησε» ότι η χώρα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ με δική του απόφαση. Αντίθετα, όπως έκανε όλο το καλοκαίρι, προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος θα ανέκυπτε εάν η κυπριακή πολιτική της κυβέρνησής του κατέρρεε λόγω της εφαρμογής του σχεδίου Μακμίλαν. Παράλληλα, όμως, είχε να αντιμετωπίσει και μια άλλους είδους εντυπωσιακή πίεση. Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος παρότρυνε τον Καραμανλή να απειλήσει το ΝΑΤΟ. «Εν ανάγκη», είχε πει ο Μακάριος, «θα φύγωμεν από το ΝΑΤΟ προσωρινώς». Η απάντηση του Καραμανλή ήταν ξεκάθαρη:«Εάν αυταί είναι αι απόψεις σας, τότε, πράγματι προκύπτει διαφωνία μεταξύ ημών, διότι η Κυβέρνησις, προστατεύουσα τα γενικώτερα συμφέροντα του έθνους, δεν είναι διατεθειμένη ν’ ακολουθήση πολιτικήν εξόδου από το ΝΑΤΟ. Θα πρέπει να έχητε υπ’ όψιν σας την γεωγραφικήν θέσιν της Ελλάδος, πιεζομένης από τον σλαβικόν και κομμουνιστικόν όγκον· θα πρέπει να έχητε υπ’ όψιν σας την μόνιμον απειλήν των Σλάβων διά την δημιουργίαν Μακεδονίας του Αιγαίου, διά ν’ αντιληφθήτε τους κινδύνους, τους οποίους θα διατρέξη η Ελλάς, εάν αποκοπή από την Δύσιν. Αρκεί να σας είπω ότι και η Γιουγκοσλαβία μας προσφέρει την φιλίαν της, εφ’ όσον διατηρούμεν το Βαλκανικόν Σύμφωνον και παραμένομεν εις το ΝΑΤΟ».
Με άλλα λόγια, ο Καραμανλής αναγκαζόταν να ελιχθεί ανάμεσα στους κουφούς. Ο ίδιος δεν επρόκειτο να διακυβεύσει αυτό που αναγνώριζε ως μείζονα συμφέροντα και της Ελλάδας και της Κύπρου. Αλλωστε, αν η χώρα αποχωρούσε από τη Δύση, όλοι οι στόχοι της –συμπεριλαμβανομένου του Κυπριακού– θα κατέρρεαν. Υποχρεώθηκε όμως, στην επιστολή του προς τον Σπάακ, να αναφερθεί στον κίνδυνο αυτό, για να δείξει ότι υπήρχε ένα πρόβλημα το οποίο οι δυτικές δυνάμεις αρνούνταν να αντιμετωπίσουν. Η επιστολή προς Σπάακ ήταν μια προσπάθεια να προκαλέσει την παρέμβαση του επιφανούς ηγέτη της συμμαχίας, ο οποίος διακρινόταν από τη σύνεση και τη θετική του στάση απέναντι στην ελληνική υπόθεση στο Κυπριακό. Πράγματι, ο Σπάακ προσέφερε τη μεσολάβησή του στα τέλη του μήνα, αν και τελικά η προσπάθειά του δεν καρποφόρησε. Ηδη τον Οκτώβριο, οι σχέσεις της Ελλάδας με τη συμμαχία επιδεινώθηκαν ξανά. Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντική η επίσκεψη του Καραμανλή στη Βόννη, τον Νοέμβριο, όταν εξασφαλίστηκε η άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση μιας άλλης μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας ώστε να διατηρηθούν οι δεσμοί της Ελλάδας με τη Δύση, που τόσο επικίνδυνα χαλάρωναν επί μήνες. Ωστόσο, ποτέ δεν έγινε σαφές στην κοινή γνώμη πόσο κοντά έφτασε η χώρα, το 1958, στην έξοδο από τη δυτική συμμαχία. Και τούτο επειδή οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου επέλυσαν το ζήτημα και αποκατέστησαν τις σχέσεις της χώρας με τη Δύση. Από την πλευρά μας, απλώς ξεχάσαμε την απόγνωση του 1958.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το φθινόπωρο του 1956, ο Γεώργιος Γρίβας, αρχηγός της ΕΟΚΑ, και η εφημερίδα «Εστία» τάχθηκαν υπέρ της αποχώρησης από το ΝΑΤΟ· οι εκκλήσεις τους υποστηρίχθηκαν και από την ΕΔΑ, αλλά απορρίφθηκαν απερίφραστα από την κυβέρνηση, η οποία τόνισε ότι ήταν η μόνη αρμόδια να χαράσσει την εξωτερική πολιτική. Το επόμενο έτος, και παρά την απελευθέρωση του Μακαρίου με αμερικανική μεσολάβηση, νέες δημοσκοπήσεις έδειχναν μια πλειοψηφία υπέρ μιας ουδετερόφιλης πολιτικής. Με άλλα λόγια, τα χρόνια αυτά η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσπαθούσε να διασώσει τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της χώρας, γνωρίζοντας ότι ακολουθούσε μία αντιδημοφιλή πολιτική.
Οι τάσεις αυτές κορυφώθηκαν στις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ έλαβε το 24,4% των ψήφων και αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Οι εκλογές του 1958 δεν αμφισβήτησαν την εξουσία της κυβέρνησης Καραμανλή, αλλά δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη κατάσταση: εάν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα και η κυβέρνηση κατέρρεε, ο αστικός χώρος δεν θα διέθετε εναλλακτικές κυβερνητικές επιλογές.
Υπαρκτός ο κίνδυνος διολίσθησης της χώρας εκτός της Δύσης
Τα πράγματα, όμως, πήγαν πολύ άσχημα. Στις αρχές του 1958, πριν από την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή και την προκήρυξη των εκλογών, είχαν διενεργηθεί αγγλοελληνικές συνομιλίες που διερευνούσαν μια συγκεκριμένη λύση του Κυπριακού: Ενωση της νήσου με την Ελλάδα, με την ταυτόχρονη παραχώρηση μιας βάσης στην Τουρκία. Ο Ελληνας γενικός πρόξενος στην Κύπρο, Αγγελος Βλάχος, έλαβε οδηγίες να μελετήσει το ζήτημα της εγκατάστασης μιας τέτοιας βάσης σε ένα σημείο της νήσου, με τρόπο που να μη χρειαζόταν μετακίνηση ελληνικού πληθυσμού. Αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή έπεσε στα τέλη Φεβρουαρίου.
Οταν τελικά διενεργήθηκαν οι εκλογές, τον Μάιο, και επανήλθε η ΕΡΕ στην εξουσία, οι ηγέτες της νόμιζαν ότι θα συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις σε εκείνη την κατεύθυνση. Αλλά βρέθηκαν μπροστά σε έναν εφιάλτη: η Τουρκία είχε απορρίψει την ιδέα, και οι Βρετανοί πρότειναν τώρα το περιβόητο σχέδιο Μακμίλαν, το οποίο προδίκαζε τις εξελίξεις στην κατεύθυνση μιας πλήρους και εξαιρετικά επώδυνης διχοτόμησης. Κατά την Αθήνα και τον Μακάριο, το σχέδιο Μακμίλαν ήταν η χειρότερη βρετανική πρόταση έως τότε: δεν επέβαλλε άμεσα τη διχοτόμηση, αλλά την καθιστούσε αναπόφευκτη. Παράλληλα, οι Τουρκοκύπριοι ξεκίνησαν μεγάλης κλίμακας επιθέσεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων, προσπαθώντας να καταστήσουν σαφές ότι η διχοτόμηση ήταν η μοναδική λύση. Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1958, οι διπλωματικές συζητήσεις για το σχέδιο Μακμίλαν εξελίσσονταν ταυτόχρονα με μια σκληρότατη εσωτερική σύγκρουση στην Κύπρο που έφερνε τον ελληνικό πληθυσμό της σε απόγνωση.
Η Ελλάδα προσπάθησε αγωνιωδώς να αδρανοποιήσει το βρετανικό σχέδιο. Στράφηκε μάλιστα για υποστήριξη στους Αμερικανούς: έως τότε, η δυνατότητα της κυβέρνησης Καραμανλή να διατηρεί ένα μέτρο αμερικανικής υποστήριξης στο Κυπριακό είχε αποδειχθεί κρίσιμη ώστε να μπορεί να αντιστέκεται στις (συχνά συνδυασμένες) αγγλοτουρκικές πιέσεις. Ωστόσο οι Βρετανοί δεν υποχώρησαν. Τον Αύγουστο, ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν επισκέφθηκε την Αθήνα και την Αγκυρα, και κατόπιν ανακοίνωσε το νέο «αναθεωρημένο» σχέδιό του, το οποίο σε αρκετά σημεία θεωρείτο από την ελληνική πλευρά χειρότερο και από το πρώτο. Οι Αμερικανοί ζήτησαν από την Αθήνα να το μελετήσει, ουσιαστικά αρνούμενοι να ταχθούν εναντίον του. Ο Μακμίλαν είχε επιτέλους καταφέρει να απομονώσει την Ελλάδα και από την Ουάσιγκτον. Η απόρριψη του σχεδίου Μακμίλαν από την Αθήνα δεν επαρκούσε, καθώς ήταν έτσι δομημένο ώστε βασικές διχοτομικές του προβλέψεις να μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή (και να προδικάσουν τις εξελίξεις) με τη συνεργασία μόνης της τουρκικής πλευράς. Το αδιέξοδο φαινόταν πλήρες.
Κίνδυνος δικτατορίας
Η κατάσταση αυτή έφερνε την κυβέρνηση Καραμανλή ενώπιον του κινδύνου συνολικής κατάρρευσης της πολιτικής της στο μείζον εθνικό θέμα. Και, ήδη από το καλοκαίρι, διαμήνυσε στους δυτικούς συμμάχους ότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα είχε άλλη επιλογή από την παραίτηση. Στην περίπτωση αυτή, λόγω του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, δεν θα υπήρχε εναλλακτική κυβερνητική λύση από το Κέντρο. Ηταν λοιπόν πιθανόν, μια παραίτηση της κυβέρνησης να οδηγούσε σε στρατιωτικό πραξικόπημα και σε ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο, προσπαθώντας ακριβώς να αντλήσει νομιμοποίηση και να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη, θα μπορούσε να διολισθήσει εκτός της συμμαχίας. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση υπογράμμιζε ότι η ίδια δεν ήθελε την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η οποία ωστόσο ίσως γινόταν αναπόφευκτη σε περίπτωση μιας εθνικής ήττας στην Κύπρο.
Ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, σερ Ρότζερ Αλεν, τόνιζε στο Λονδίνο ότι οι φόβοι της κυβέρνησης ήταν ειλικρινείς, και ότι ένα στρατιωτικό καθεστώς θα οδηγούσε σε διολίσθηση εκτός του ΝΑΤΟ. Αλλά οι εκκλήσεις του αγνοήθηκαν: το καλοκαίρι του 1958, το Φόρεϊν Οφις σημείωνε ευθέως ότι εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα στο Κυπριακό, ήταν αδύνατον για τη Βρετανία να φανταστεί μια ουδετερόφιλη Τουρκία, ενώ μια ουδετερόφιλη Ελλάδα ήταν πιο αποδεκτή ιδέα... Με την εκτίμηση αυτή εν μέρει διαφωνούσε η αμερικανική πρεσβεία, η οποία αποδεχόταν ότι η παραίτηση του Καραμανλή ίσως οδηγούσε σε δικτατορία, αλλά θεωρούσε ότι η τελευταία δεν θα έβγαζε απαραίτητα τη χώρα από τη δυτική συμμαχία. Την ίδια ώρα, ο Τίτο, ο οποίος είχε μόλις εμπλακεί σε μια νέα διένεξη με τη Σοβιετική Ενωση, και επομένως χρειαζόταν μια ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα για να στηρίξει τα νώτα του, έστειλε ένα δραματικό μήνυμα στον Καραμανλή να μη διακυβεύσει τη θέση της Ελλάδας στη δυτική συμμαχία.
Η επιστολή του πρωθυπουργού προς τον Σπάακ
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να προκαλέσει το δυτικό ενδιαφέρον, η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε σε μια δραματική κίνηση. Στις 9 Σεπτεμβρίου, σε επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Πολ-Ανρί Σπάακ, ο πρωθυπουργός ουσιαστικά προειδοποιούσε για μια πιθανή έξοδο της χώρας από τη συμμαχία:«Η ελληνική Κυβέρνησις θεωρεί επίσης χρέος της όπως διά της παρούσης διακοινώσεως επιστήση την προσοχήν των μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας επί των κινδύνων, τους οποίους δημιουργεί η εφαρμογή του ειρημένου σχεδίου [του σχεδίου Μακμίλαν] τόσον διά την συνοχήν της Συμμαχίας, όσον και διά την ειρήνην της Ανατολικής Μεσογείου».
Η πρωτοβουλία Καραμανλή πρέπει να αποτιμηθεί επακριβώς: ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν «απείλησε» ότι η χώρα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ με δική του απόφαση. Αντίθετα, όπως έκανε όλο το καλοκαίρι, προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος θα ανέκυπτε εάν η κυπριακή πολιτική της κυβέρνησής του κατέρρεε λόγω της εφαρμογής του σχεδίου Μακμίλαν. Παράλληλα, όμως, είχε να αντιμετωπίσει και μια άλλους είδους εντυπωσιακή πίεση. Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος παρότρυνε τον Καραμανλή να απειλήσει το ΝΑΤΟ. «Εν ανάγκη», είχε πει ο Μακάριος, «θα φύγωμεν από το ΝΑΤΟ προσωρινώς». Η απάντηση του Καραμανλή ήταν ξεκάθαρη:«Εάν αυταί είναι αι απόψεις σας, τότε, πράγματι προκύπτει διαφωνία μεταξύ ημών, διότι η Κυβέρνησις, προστατεύουσα τα γενικώτερα συμφέροντα του έθνους, δεν είναι διατεθειμένη ν’ ακολουθήση πολιτικήν εξόδου από το ΝΑΤΟ. Θα πρέπει να έχητε υπ’ όψιν σας την γεωγραφικήν θέσιν της Ελλάδος, πιεζομένης από τον σλαβικόν και κομμουνιστικόν όγκον· θα πρέπει να έχητε υπ’ όψιν σας την μόνιμον απειλήν των Σλάβων διά την δημιουργίαν Μακεδονίας του Αιγαίου, διά ν’ αντιληφθήτε τους κινδύνους, τους οποίους θα διατρέξη η Ελλάς, εάν αποκοπή από την Δύσιν. Αρκεί να σας είπω ότι και η Γιουγκοσλαβία μας προσφέρει την φιλίαν της, εφ’ όσον διατηρούμεν το Βαλκανικόν Σύμφωνον και παραμένομεν εις το ΝΑΤΟ».
Με άλλα λόγια, ο Καραμανλής αναγκαζόταν να ελιχθεί ανάμεσα στους κουφούς. Ο ίδιος δεν επρόκειτο να διακυβεύσει αυτό που αναγνώριζε ως μείζονα συμφέροντα και της Ελλάδας και της Κύπρου. Αλλωστε, αν η χώρα αποχωρούσε από τη Δύση, όλοι οι στόχοι της –συμπεριλαμβανομένου του Κυπριακού– θα κατέρρεαν. Υποχρεώθηκε όμως, στην επιστολή του προς τον Σπάακ, να αναφερθεί στον κίνδυνο αυτό, για να δείξει ότι υπήρχε ένα πρόβλημα το οποίο οι δυτικές δυνάμεις αρνούνταν να αντιμετωπίσουν. Η επιστολή προς Σπάακ ήταν μια προσπάθεια να προκαλέσει την παρέμβαση του επιφανούς ηγέτη της συμμαχίας, ο οποίος διακρινόταν από τη σύνεση και τη θετική του στάση απέναντι στην ελληνική υπόθεση στο Κυπριακό. Πράγματι, ο Σπάακ προσέφερε τη μεσολάβησή του στα τέλη του μήνα, αν και τελικά η προσπάθειά του δεν καρποφόρησε. Ηδη τον Οκτώβριο, οι σχέσεις της Ελλάδας με τη συμμαχία επιδεινώθηκαν ξανά. Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντική η επίσκεψη του Καραμανλή στη Βόννη, τον Νοέμβριο, όταν εξασφαλίστηκε η άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση μιας άλλης μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας ώστε να διατηρηθούν οι δεσμοί της Ελλάδας με τη Δύση, που τόσο επικίνδυνα χαλάρωναν επί μήνες. Ωστόσο, ποτέ δεν έγινε σαφές στην κοινή γνώμη πόσο κοντά έφτασε η χώρα, το 1958, στην έξοδο από τη δυτική συμμαχία. Και τούτο επειδή οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου επέλυσαν το ζήτημα και αποκατέστησαν τις σχέσεις της χώρας με τη Δύση. Από την πλευρά μας, απλώς ξεχάσαμε την απόγνωση του 1958.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.