Το τρομοκρατικό πλήγμα των Τζιχαντιστών στο Παρίσι βρήκε τον Ολάντ
με δημοτικότητα της τάξης του 11%, εγκλωβισμένο σε μια υψηλού κόστους
προσαρμογή στις προδιαγραφές του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Σήμερα η
αποφασιστική και ενωτική στάση του απέναντι στην τρομοκρατία τον έχει
εκτοξεύσει σε τετραπλάσιο ποσοστό, εξέλιξη που θέτει το ερώτημα αν
πρόκειται για παροδική αναλαμπή ή για ανατροπή των συσχετισμών.
Εδώ υπεισέρχονται οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη, η ποσοτική επέκταση της ΕΚΤ που ανήγγειλε ο Ντράγκι την προηγούμενη Πέμπτη και το αποτέλεσμα των προχθεσινών εκλογών στην Ελλάδα. Ολοι εκτιμούν ότι η περίοδος χάριτος του Ολάντ δεν είναι μεγαλύτερη από δύο έως τρεις μήνες.
Με δυο λόγια, πρόκειται για ένα ευνοϊκό σκηνικό που επιτρέπει ή μάλλον υπαγορεύει ευρωπαϊκή δραστηριοποίηση της Γαλλίας και του Ολάντ προσωπικά. Δραστηριοποίηση υπό την έννοια της διαφοροποίησης από το Βερολίνο με στήριξη της ΕΚΤ, αλλά και μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στη Γερμανία και τον Νότο της Ευρωζώνης. Η πρόθεση του Ολάντ να καλέσει τον νέο Ελληνα πρωθυπουργό στο Παρίσι δείχνει την πρόθεσή του να δραστηριοποιηθεί εκ νέου.
Τα παραπάνω είναι πολύ πιο σύνθετα από ό,τι φαίνονται εκ πρώτης όψεως: Η Ιταλία και η Ισπανία πάντοτε ήθελαν να διαπραγματεύονται σε διμερές επίπεδο με το Βερολίνο και δυσανασχετούσαν όταν το Παρίσι μιλούσε για λογαριασμό τους.
Σε κάθε περίπτωση οι αποστάσεις αν όχι η ελεγχόμενη αντιπαράθεση με τους Μέρκελ - Σόιμπλε για την Κρίση στην Ευρωζώνη είναι η μόνη ευκαιρία, το μόνο πεδίο όπου ο Ολάντ μπορεί να επιδιώξει τη σταθεροποίηση της δημοσκοπικής του ανάκαμψης, καθώς θα στερήσει έτσι από τη Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο το μονοπώλιο της διαφοροποίησης από το Βερολίνο.
Αμέσως μετά τις δηλώσεις Ντράγκι, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Σαπέν έκανε την πρώτη εδώ και καιρό κριτική τοποθέτηση απέναντι στη Γερμανία: Κάλεσε την πολιτική ηγεσία της χώρας να σεβασθεί τη θεσμική ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που είναι γερμανικής εμπνεύσεως και κοπής, κατηγορώντας ευθέως το Βερολίνο για θεσμική ασυνέπεια και ειδικότερα για καιροσκοπική στάση απέναντι στην κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης και τον επικεφαλής της.
Η ίδια η καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ, ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε αλλά και ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Βάιντεμαν έθεσαν και πριν και μετά τις δηλώσεις Ντράγκι ένα περιοριστικό πλαίσιο με κοινό παρονομαστή των τοποθετήσεών τους ότι η ποσοτική χαλάρωση δεν πρέπει να αποδυναμώσει τη δημοσιονομική λιτότητα και τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Επί του παρόντος, μόνον αναλυτές, κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, επισημαίνουν ότι για να πετύχει η ποσοτική χαλάρωση και να έχουμε επιστροφή στην ανάπτυξη χρειάζεται απόκλιση από την υποχρεωτική λιτότητα του Συμφώνου Σταθερότητας και του Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Το 2015 δεν είναι 2012. Μέχρι τότε ο Σαρκοζί προσδοκούσε ότι η άνευ όρων πρόσδεσή του στη Γερμανία θα κρατούσε τη Γαλλία στο απυρόβλητο των πιέσεων των αγορών και των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης. Ανέδειξε σε σύμβολο τη διαφύλαξη της βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΑΑΑ, μια μάχη που έχασε στις αρχές του 2012, και λίγους μήνες μετά έχασε και τη μάχη της επανεκλογής του στην προεδρία. Η πρόκληση για τον Ολάντ έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος καθώς δεν αφορά την επανεκλογή του το 2017, στην περίπτωση που διεκδικήσει δεύτερη θητεία, αλλά αυτή την ίδια τη δυνατότητά του να τερματίσει ομαλά τη θητεία του, καθώς η υπερσυγκεντρωτική εκτελεστική εξουσία της Γαλλίας δεν μπορεί να λειτουργήσει με ποσοστά αποδοχής γύρω στο 11%.
Επόμενος σταθμός η Σύνοδος Κορυφής της 12 Φεβρουαρίου, στις Βρυξέλλες, με ζητούμενο αν η Μέρκελ ζητήσει πιο αυστηρή προσαρμογή ως αντίτιμο για την ανοχή του πακέτου Ντράγκι, αλλά και κατά πόσον ο Ολάντ θα στηρίξει πολιτικά τον κεντρικό τραπεζίτη της Ευρωζώνης.
Μόνη ευκαιρία
Οι αποστάσεις, αν όχι η ελεγχόμενη αντιπαράθεση με τους Μέρκελ - Σόιμπλε για την κρίση στην Ευρωζώνη, είναι η μόνη ευκαιρία, το μόνο πεδίο όπου ο Ολάντ μπορεί να επιδιώξει τη σταθεροποίηση της δημοσκοπικής του ανάκαμψης, καθώς θα στερήσει έτσι από τη Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο το μονοπώλιο της διαφοροποίησης από το Βερολίνο.
Εδώ υπεισέρχονται οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη, η ποσοτική επέκταση της ΕΚΤ που ανήγγειλε ο Ντράγκι την προηγούμενη Πέμπτη και το αποτέλεσμα των προχθεσινών εκλογών στην Ελλάδα. Ολοι εκτιμούν ότι η περίοδος χάριτος του Ολάντ δεν είναι μεγαλύτερη από δύο έως τρεις μήνες.
Με δυο λόγια, πρόκειται για ένα ευνοϊκό σκηνικό που επιτρέπει ή μάλλον υπαγορεύει ευρωπαϊκή δραστηριοποίηση της Γαλλίας και του Ολάντ προσωπικά. Δραστηριοποίηση υπό την έννοια της διαφοροποίησης από το Βερολίνο με στήριξη της ΕΚΤ, αλλά και μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στη Γερμανία και τον Νότο της Ευρωζώνης. Η πρόθεση του Ολάντ να καλέσει τον νέο Ελληνα πρωθυπουργό στο Παρίσι δείχνει την πρόθεσή του να δραστηριοποιηθεί εκ νέου.
Τα παραπάνω είναι πολύ πιο σύνθετα από ό,τι φαίνονται εκ πρώτης όψεως: Η Ιταλία και η Ισπανία πάντοτε ήθελαν να διαπραγματεύονται σε διμερές επίπεδο με το Βερολίνο και δυσανασχετούσαν όταν το Παρίσι μιλούσε για λογαριασμό τους.
Σε κάθε περίπτωση οι αποστάσεις αν όχι η ελεγχόμενη αντιπαράθεση με τους Μέρκελ - Σόιμπλε για την Κρίση στην Ευρωζώνη είναι η μόνη ευκαιρία, το μόνο πεδίο όπου ο Ολάντ μπορεί να επιδιώξει τη σταθεροποίηση της δημοσκοπικής του ανάκαμψης, καθώς θα στερήσει έτσι από τη Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο το μονοπώλιο της διαφοροποίησης από το Βερολίνο.
Αμέσως μετά τις δηλώσεις Ντράγκι, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Σαπέν έκανε την πρώτη εδώ και καιρό κριτική τοποθέτηση απέναντι στη Γερμανία: Κάλεσε την πολιτική ηγεσία της χώρας να σεβασθεί τη θεσμική ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που είναι γερμανικής εμπνεύσεως και κοπής, κατηγορώντας ευθέως το Βερολίνο για θεσμική ασυνέπεια και ειδικότερα για καιροσκοπική στάση απέναντι στην κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης και τον επικεφαλής της.
Η ίδια η καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ, ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε αλλά και ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Βάιντεμαν έθεσαν και πριν και μετά τις δηλώσεις Ντράγκι ένα περιοριστικό πλαίσιο με κοινό παρονομαστή των τοποθετήσεών τους ότι η ποσοτική χαλάρωση δεν πρέπει να αποδυναμώσει τη δημοσιονομική λιτότητα και τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Επί του παρόντος, μόνον αναλυτές, κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, επισημαίνουν ότι για να πετύχει η ποσοτική χαλάρωση και να έχουμε επιστροφή στην ανάπτυξη χρειάζεται απόκλιση από την υποχρεωτική λιτότητα του Συμφώνου Σταθερότητας και του Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Το 2015 δεν είναι 2012. Μέχρι τότε ο Σαρκοζί προσδοκούσε ότι η άνευ όρων πρόσδεσή του στη Γερμανία θα κρατούσε τη Γαλλία στο απυρόβλητο των πιέσεων των αγορών και των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης. Ανέδειξε σε σύμβολο τη διαφύλαξη της βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΑΑΑ, μια μάχη που έχασε στις αρχές του 2012, και λίγους μήνες μετά έχασε και τη μάχη της επανεκλογής του στην προεδρία. Η πρόκληση για τον Ολάντ έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος καθώς δεν αφορά την επανεκλογή του το 2017, στην περίπτωση που διεκδικήσει δεύτερη θητεία, αλλά αυτή την ίδια τη δυνατότητά του να τερματίσει ομαλά τη θητεία του, καθώς η υπερσυγκεντρωτική εκτελεστική εξουσία της Γαλλίας δεν μπορεί να λειτουργήσει με ποσοστά αποδοχής γύρω στο 11%.
Επόμενος σταθμός η Σύνοδος Κορυφής της 12 Φεβρουαρίου, στις Βρυξέλλες, με ζητούμενο αν η Μέρκελ ζητήσει πιο αυστηρή προσαρμογή ως αντίτιμο για την ανοχή του πακέτου Ντράγκι, αλλά και κατά πόσον ο Ολάντ θα στηρίξει πολιτικά τον κεντρικό τραπεζίτη της Ευρωζώνης.
Μόνη ευκαιρία
Οι αποστάσεις, αν όχι η ελεγχόμενη αντιπαράθεση με τους Μέρκελ - Σόιμπλε για την κρίση στην Ευρωζώνη, είναι η μόνη ευκαιρία, το μόνο πεδίο όπου ο Ολάντ μπορεί να επιδιώξει τη σταθεροποίηση της δημοσκοπικής του ανάκαμψης, καθώς θα στερήσει έτσι από τη Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο το μονοπώλιο της διαφοροποίησης από το Βερολίνο.