Η ίδια «ομίχλη του πολέμου»
εξακολουθεί να καλύπτει σχεδόν όλα τα σημαντικά εγκλήματα πολέμου της
αιματοβαμμένης αυτής χρονιάς, που παραμένουν «ορφανά» |
REUTERS/Marko Djurica
Αν κάποιο από τα μεγάλα θέματα της χρονιάς
ξεχώρισε από τα άλλα, αυτό ήταν σίγουρα ο αδελφοκτόνος πόλεμος της
Ουκρανίας. Ενας πόλεμος που, όπως και οι περισσότεροι «εμφύλιοι» της
σύγχρονης ιστορίας, κακώς ονομάζεται έτσι –αφού στην πράξη και οι δύο
πλευρές του εξοπλίζονται, χρηματοδοτούνται και υποστηρίζονται ανοιχτά
από εξωτερικές (υπερ-)δυνάμεις, που βάλθηκαν να λύσουν τις διαφορές τους
στην πλάτη ενός ακόμη αθώου λαού. Πιο σωστό είναι να πούμε πως ο
ουκρανικός «εμφύλιος» είναι ο πρώτος «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» (proxy
war, όπως αναφέρεται στη διεθνή «αργκό» της γεωπολιτικής) της νέας
ψυχροπολεμικής εποχής, όπως ο ελληνικός και ο κορεάτικος εμφύλιος
υπήρξαν αντίστοιχα οι πρώτοι του «original» ψυχρού πολέμου.
Η εμπλοκή των ΗΠΑ και των ισχυρών κρατών της Ευρώπης στη συνεχιζόμενη σύρραξη είναι εξόφθαλμη –όχι μόνο από την πάσης φύσεως υποστήριξη προς τα πολεμοχαρή «γεράκια» του Κιέβου, αλλά και από τη συστηματική συγκάλυψη των θηριωδιών του «φυτευτού», ξενοκίνητου ουκρανικού καθεστώτος από τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ. Σήμερα, δέκα μήνες μετά τη σφαγή της πλατείας του Μαϊντάν, που οδήγησε στην πτώση της (εκλεγμένης) κυβέρνησης Γιανούκοβιτς, κανείς δεν ξέρει ακόμη ποιος άνοιξε πυρ σκοτώνοντας δεκάδες αθώους διαδηλωτές. Η ίδια «ομίχλη του πολέμου» εξακολουθεί να καλύπτει σχεδόν όλα τα σημαντικά εγκλήματα πολέμου της αιματοβαμμένης αυτής χρονιάς, που παραμένουν «ορφανά» –από το φασιστικό μακελειό στο Εργατικό Κέντρο της Οδησσού μέχρι την κατάρριψη του μαλαισιανού (αλλά γεμάτου Ολλανδούς τουρίστες) αεροσκάφους τον περασμένο Ιούλιο.
Τα μεγάλα κανάλια και οι εφημερίδες της Εσπερίας, που τόσο κόπτονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κάνουν συστηματικά τα στραβά μάτια για τη συμμετοχή φασιστών στη διορισμένη κυβέρνηση του Κιέβου, αλλά και τη χρήση μισθοφόρων και άλλων «εθελοντών» του ακραίου εθνικιστικού κόμματος «Σβόμποντα» και του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα» στις μάχες που συνεχίζουν να διεξάγονται στα ανατολικά.
Η παράλογη λογική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα, κυριαρχεί χωρίς κανένα πρόσχημα: όταν ο Καντάφι ή ο Ασαντ –και παλιότερα ο Σαντάμ και ο Μιλόσεβιτς– έστειλαν τον στρατό για να διαλύσει τους εξεγερμένους, αντιμετωπίστηκαν σαν «χασάπηδες του ίδιου του λαού τους», και οι «ανθρωπιστές» της Δύσης έσπευσαν να τους χτυπήσουν με κάθε μέσον: όταν ο Γιάτσενιουκ και τα άλλα αμερικανοτραφή και γερμανοντυμένα «μπουμπούκια» του Κιέβου έκαναν το ίδιο, η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο τούς έστειλαν όπλα, χρήματα και τους απαραίτητους... «συμβούλους»! Εσχάτως μάλιστα πολιτογράφησαν εν μιά νυκτί ως Ουκρανή και μια Αμερικανίδα οικονομολόγο, τη Νάταλι Γιαρέσκο, για να αναλάβει τη «διάσωση» της κατεστραμμένης ουκρανικής οικονομίας.
Ο Πούτιν φυσικά δεν είναι αθώος του αίματος –άλλωστε κι αυτός χρησιμοποιεί χρόνια τώρα με επιτυχία το όπλο του εθνικισμού, στην προσπάθειά του να ανακτήσει για τη χώρα του το χαμένο στάτους της υπερδύναμης. Ομως η πολιτική του είναι αμυντική, οι έμμεσες πολεμικές κινήσεις του –μέσω της αποστολής ανδρών και εφοδίων– στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία είναι θα λέγαμε «φορσέ», εξαναγκασμένες από την ίδια τη ρωσική ιστορία. Δεν πήγε να προκαλέσει εξέγερση στο Μεξικό ή τον Καναδά: αυτό που κάνει είναι να προστατεύσει μια αμιγώς ρωσόφωνη κοινότητα, που ζει εδώ και αιώνες στη συγκεκριμένη περιοχή του Ντονμπάς, και βέβαια να ενθυλακώσει την Κριμαία, μια περιοχή τεράστιας στρατηγικής σημασίας, βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας και αναπόσπαστο κομμάτι της Ρωσίας.
Μόνον οι ανιστόρητοι μπορούν να κατηγορήσουν το Κρεμλίνο για «ιμπεριαλισμό», όσον αφορά την υπεράσπιση των συγκεκριμένων περιοχών: πέρα από την αναμφισβήτητη «ρωσικότητά» τους, είναι γνωστό πως μέσα στον τελευταίο ενάμιση αιώνα η Ρωσία διεξήγαγε τρεις μεγάλους πολέμους, με εκατομμύρια νεκρούς, για να διαφυλάξει ακριβώς αυτούς τους «άγιους» γι’ αυτήν τόπους, πρώτα από τους Αγγλογάλλους και μετά από τους Γερμανούς εισβολείς. Δεν γεννήθηκε ακόμη ο Ρώσος ηγέτης που θα παρέδιδε την Κριμαία ή το Ντονμπάς αμαχητί: και να γεννιόταν, θα τον είχαν ήδη ανατρέψει οι στρατηγοί του.
Κοιτώντας λίγο τη μεγάλη εικόνα, βλέπουμε πως ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα –και παράλληλα με την αναβάθμιση του ρωσικού στάτους– έχει ξεκινήσει από τους δυνατούς της Δύσης μια πρωτοφανών διαστάσεων εκστρατεία για το «ψαλίδισμα» της παραδοσιακής ρωσικής σφαίρας επιρροής. Με την «περικύκλωση» της Ρωσίας από εχθρικά καθεστώτα-βάσεις του ΝΑΤΟ, και τώρα με την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και τις κυρώσεις σε βάρος του Κρεμλίνου, οι Δυτικοί ιέρακες τραβάνε το σκοινί κόντρα σε κάθε λογική, αδιαφορώντας για τις -παγκόσμιες- συνέπειες.
Η εμπλοκή των ΗΠΑ και των ισχυρών κρατών της Ευρώπης στη συνεχιζόμενη σύρραξη είναι εξόφθαλμη –όχι μόνο από την πάσης φύσεως υποστήριξη προς τα πολεμοχαρή «γεράκια» του Κιέβου, αλλά και από τη συστηματική συγκάλυψη των θηριωδιών του «φυτευτού», ξενοκίνητου ουκρανικού καθεστώτος από τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ. Σήμερα, δέκα μήνες μετά τη σφαγή της πλατείας του Μαϊντάν, που οδήγησε στην πτώση της (εκλεγμένης) κυβέρνησης Γιανούκοβιτς, κανείς δεν ξέρει ακόμη ποιος άνοιξε πυρ σκοτώνοντας δεκάδες αθώους διαδηλωτές. Η ίδια «ομίχλη του πολέμου» εξακολουθεί να καλύπτει σχεδόν όλα τα σημαντικά εγκλήματα πολέμου της αιματοβαμμένης αυτής χρονιάς, που παραμένουν «ορφανά» –από το φασιστικό μακελειό στο Εργατικό Κέντρο της Οδησσού μέχρι την κατάρριψη του μαλαισιανού (αλλά γεμάτου Ολλανδούς τουρίστες) αεροσκάφους τον περασμένο Ιούλιο.
Τα μεγάλα κανάλια και οι εφημερίδες της Εσπερίας, που τόσο κόπτονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κάνουν συστηματικά τα στραβά μάτια για τη συμμετοχή φασιστών στη διορισμένη κυβέρνηση του Κιέβου, αλλά και τη χρήση μισθοφόρων και άλλων «εθελοντών» του ακραίου εθνικιστικού κόμματος «Σβόμποντα» και του νεοναζιστικού «Δεξιού Τομέα» στις μάχες που συνεχίζουν να διεξάγονται στα ανατολικά.
Η παράλογη λογική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα, κυριαρχεί χωρίς κανένα πρόσχημα: όταν ο Καντάφι ή ο Ασαντ –και παλιότερα ο Σαντάμ και ο Μιλόσεβιτς– έστειλαν τον στρατό για να διαλύσει τους εξεγερμένους, αντιμετωπίστηκαν σαν «χασάπηδες του ίδιου του λαού τους», και οι «ανθρωπιστές» της Δύσης έσπευσαν να τους χτυπήσουν με κάθε μέσον: όταν ο Γιάτσενιουκ και τα άλλα αμερικανοτραφή και γερμανοντυμένα «μπουμπούκια» του Κιέβου έκαναν το ίδιο, η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο τούς έστειλαν όπλα, χρήματα και τους απαραίτητους... «συμβούλους»! Εσχάτως μάλιστα πολιτογράφησαν εν μιά νυκτί ως Ουκρανή και μια Αμερικανίδα οικονομολόγο, τη Νάταλι Γιαρέσκο, για να αναλάβει τη «διάσωση» της κατεστραμμένης ουκρανικής οικονομίας.
Ο Πούτιν φυσικά δεν είναι αθώος του αίματος –άλλωστε κι αυτός χρησιμοποιεί χρόνια τώρα με επιτυχία το όπλο του εθνικισμού, στην προσπάθειά του να ανακτήσει για τη χώρα του το χαμένο στάτους της υπερδύναμης. Ομως η πολιτική του είναι αμυντική, οι έμμεσες πολεμικές κινήσεις του –μέσω της αποστολής ανδρών και εφοδίων– στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία είναι θα λέγαμε «φορσέ», εξαναγκασμένες από την ίδια τη ρωσική ιστορία. Δεν πήγε να προκαλέσει εξέγερση στο Μεξικό ή τον Καναδά: αυτό που κάνει είναι να προστατεύσει μια αμιγώς ρωσόφωνη κοινότητα, που ζει εδώ και αιώνες στη συγκεκριμένη περιοχή του Ντονμπάς, και βέβαια να ενθυλακώσει την Κριμαία, μια περιοχή τεράστιας στρατηγικής σημασίας, βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας και αναπόσπαστο κομμάτι της Ρωσίας.
Μόνον οι ανιστόρητοι μπορούν να κατηγορήσουν το Κρεμλίνο για «ιμπεριαλισμό», όσον αφορά την υπεράσπιση των συγκεκριμένων περιοχών: πέρα από την αναμφισβήτητη «ρωσικότητά» τους, είναι γνωστό πως μέσα στον τελευταίο ενάμιση αιώνα η Ρωσία διεξήγαγε τρεις μεγάλους πολέμους, με εκατομμύρια νεκρούς, για να διαφυλάξει ακριβώς αυτούς τους «άγιους» γι’ αυτήν τόπους, πρώτα από τους Αγγλογάλλους και μετά από τους Γερμανούς εισβολείς. Δεν γεννήθηκε ακόμη ο Ρώσος ηγέτης που θα παρέδιδε την Κριμαία ή το Ντονμπάς αμαχητί: και να γεννιόταν, θα τον είχαν ήδη ανατρέψει οι στρατηγοί του.
Κοιτώντας λίγο τη μεγάλη εικόνα, βλέπουμε πως ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα –και παράλληλα με την αναβάθμιση του ρωσικού στάτους– έχει ξεκινήσει από τους δυνατούς της Δύσης μια πρωτοφανών διαστάσεων εκστρατεία για το «ψαλίδισμα» της παραδοσιακής ρωσικής σφαίρας επιρροής. Με την «περικύκλωση» της Ρωσίας από εχθρικά καθεστώτα-βάσεις του ΝΑΤΟ, και τώρα με την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και τις κυρώσεις σε βάρος του Κρεμλίνου, οι Δυτικοί ιέρακες τραβάνε το σκοινί κόντρα σε κάθε λογική, αδιαφορώντας για τις -παγκόσμιες- συνέπειες.