01 Δεκεμβρίου 2014

ΟΟΣΑ: Η γηράσκουσα Ευρώπη έχει ανάγκη από τους μετανάστες που δεν επιθυμεί


Η Ευρώπη γερνάει με ταχύτερους ρυθμούς από οποιαδήποτε άλλη περιοχή στον κόσμο και όπως σχολιάζει το Ρόιτερς έχει ανάγκη από τους μετανάστες, τους οποίους όμως δεν επιθυμούν πολλοί Ευρωπαίοι. Η "γηραιά ήπειρος" ενδεχομομένως να μπορεί να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο του γηράσκοντος εργατικού δυναμικού μέχρι περίπου το 2020 εντάσσοντας περισσότερες γυναίκες και μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους στον εργασιακό τομέα, ενθαρρύνοντας την κινητικότητα εντός της Ευρώπης και αξιοποιώντας καλύτερα τους υπάρχοντες μετανάστες, σύμφωνα με ειδικούς της ΕΕ και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί να προσελκύσει έναν σημαντικό αριθμό ειδικευμένου εργατικού δυναμικού προερχόμενου εκτός των συνόρων της και να αντιπαρέλθει τη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που αντανακλάται στην αύξηση της δημοτικότητας των αντιμεταναστευτικών κομμάτων, επισημαίνει το Ρόιτερς.
"Αν κλείσεις την πόρτα (στη μετανάστευση), θα πληρώσεις το οικονομικό τίμημα", λέει ο Ζαν Κριστόφ Ντιμόν, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης στον ΟΟΣΑ, μία διακυβερνητική δεξαμενή σκέψης με έδρα το Παρίσι. "Επί του παρόντος, μπορούμε να αξιοποιούμε καλύτερα τους μετανάστες που βρίσκονται ήδη εδώ, προσαρμόζοντας με καλύτερο τρόπο τις δεξιότητές τους στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σε έναν πιο μακρινό ορίζοντα, (το θέμα) δεν θα περιορίζεται σε αυτό, αλλά θα αφορά και την αύξηση της ροής των μεταναστών", προσθέτει ο ίδιος.

Με τον παρόντα ρυθμό, η "ατμομηχανή" της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, μαζί με την Ισπανία και την Πολωνία, θα γνωρίζουν εφεξής συρρίκνωση του πληθυσμού τους, γεγονός που θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη. Τα 82 εκατομμύρια κάτοικοι της Γερμανίας θα περιοριστούν σε 74,7 εκατομμύρια μέχρι το 2050 και ο μέσος όρος ηλικίας τους θα αυξηθεί στα περίπου 50 έτη, λαμβάνοντας ως δεδομένο τα σημερινά επίπεδα μετανάστευσης, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, την Eurostat. Κάποιες από τις εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη πιο ζοφερές τοποθετώντας τον γερμανικό πληθυσμό στα 65 εκατομμύρια μέχρι το 2060.

Αυτό θα προκαλέσει "σημαντικούς περιορισμούς στην προσφορά εργατικού δυναμικού" σε μερικές από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης--Αυστρία, Ολλανδία και Φινλανδία καθώς και στη Γερμανία-- σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με επικεφαλής συντάκτες τούς Γιεργκ Πέστσνερ και Κωνσταντίνο Φωτάκη που έλαβαν ως βασική γραμμή οικονομικής ανάπτυξης το 1%.

Αντίθετα, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία και σε μικρότερο βαθμό η Ιταλία μπορούν να αναμένουν υγιέστερη οικονομική ανάκαμψη. Μέχρι το 2050, η Βρετανία θα ξεπεράσει πληθυσμιακά την Γερμανία και θα είναι η πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ με 77,2 εκατομμύρια κατοίκους--αν φυσικά έχει παραμείνει στην ΕΕ--ενώ η Γαλλία θα φτάσει στα ίδια επίπεδα με την Γερμανία με 74,3 εκατομμύρια κατοίκους.

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρίσκονται ακόμη στον απόηχο της οικονομικής ύφεσης της τελευταίας εξαετίας, οδηγούνται στην αντίθετη κατεύθυνση της δημογραφικής πολιτικής εξαιτίας της ανόδου της αντιμεταναστευτικής ρητορικής. Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ο Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία και ο Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία προσελκύσουν τους ψηφοφόρους από την εργατική τάξη με τις θέσεις τους κατά της ελευθερίας κινήσεων των εργαζομένων εντός της ΕΕ, από τα φτωχότερα ανατολικά και νότια τμήματά της προς τον πλουσιότερο βορρά.

Κατηγορούν την ΕΕ ότι επέτρεψε την εισροή σε μετανάστες που "κλέβουν τις δουλειές", προκαλώντας την καθοδική πορεία των μισθών και την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης αλλά και την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας.

Η αντιμεταναστευτική ρητορική ανάγκασε τον πάπα Φραγκίσκο να κάνει έκκληση στο ευρωκοινοβούλιο για την ανάγκη η "γερασμένη και καταβεβλημένη" ήπειρος να δείξει ένα πιο φιλόξενο πρόσωπο προς εκείνους που διαπλέουν την Μεσόγειο αναζητώντας μία καλύτερη ζωή.

Ένα ακόμη πιεστικό επιχείρημα για την ανάγκη ύπαρξης ενός λογικού διαλόγου είναι ο αυξανόμενος αντίκτυπος της δημογραφικής αντιστροφής των συντάξεων και του συστήματος περίθαλψης και υγείας, ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ισπανία, οι οποίες μελλοντικά θα έχουν τους γηραιότερους κατοίκους.

Καθώς συνταξιοδοτείται, η αποκαλούμενη γενιά των baby boomers (δηλαδή η μεταπολεμική γενιά), η αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών ως προς τον εργαζόμενο πληθυσμό αναμένεται να αυξηθεί δραματικά, ενώ ο αριθμός των κάτω των 15 ετών θα μειωθεί κατά σχεδόν 15% ως το 2060, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat.

Επί του παρόντος, το λεγόμενο ποσοστό ηλικιακής εξάρτησης ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 27,5 έτη στις 28 χώρες της ΕΕ, αλλά η Γερμανία και η Ιταλία βρίσκονται πάνω από αυτό το επίπεδο (σ.σ ο δείκτης ηλικιακής εξάρτησης εκφράζει τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται σε ηλικία κατά την οποία είναι γενικά μη οικονομικά ενεργοί --συνήθως 65 και άνω-- προς τον αριθμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας--κατά συνθήκη, 15–64 ετών). Το ποσοστό αυτό αναμένεται να εκτοξευθεί στα 49,4 το 2050, όταν η αναλογία εργαζόμενων-συνταξιούχων θα είναι μόλις δύο προς ένα.

Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν αυξήσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 ή και άνω και υποχρεώνουν τους πολίτες να συνεισφέρουν για μεγαλύτερο διάστημα για πλήρη σύνταξη, αλλά αναμένονται περαιτέρω αυξήσεις. Εν τω μεταξύ, υπάρχει αντίκτυπος στην οικονομία της Ευρώπης από το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού επικεντρώνεται "στις ανάγκες και όχι στις επιθυμίες", κάτι ανάλογο με αυτό που περιγράφει ο Πολ Χότζες, ένας από τους συγγραφείς του ψηφιακού βιβλίου με τίτλο "Boom, Gloom and The New Normal", μέσα από τις σελίδες του.
"Τα δημογραφικά καθορίζουν την ζήτηση. Οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι έχουν μικρότερη ανάγκη για σπίτια, αυτοκίνητα και καταναλωτικά προϊόντα και καλούνται να ζουν με μικρότερα εισοδήματα όσο πλησιάζουν στην ηλικία συνταξιοδότησης, επιβραδύνοντας τα γρανάζια της οικονομίας", εξηγεί ο Χότζες.

Πριν από την οικονομική κρίση το 2008, η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη κυμαινόταν κατά μέσον όρο στο 2% ετησίως-- περίπου 1% κέρδος από την απασχόληση και 1% από την παραγωγικότητα. Αυτή η δυναμική ανάπτυξης, η οποία κρίνεται απαραίτητη για τη διατήρηση του παρόντος επιπέδου παροχής πρόνοιας στην Ευρώπη, κατέρρευσε στη διάρκεια της κρίσης κι ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί στις περισσότερες χώρες. Χωρίς κέρδη από την απασχόληση λόγω της μετανάστευσης--καταλήγει το Ρόιτερς--η Ευρώπη θα χρειαστεί μία ανέλπιστα μεγάλη ενίσχυση της παραγωγικότητας για να διατηρήσει τα παρόντα επίπεδα διαβίωσης, που διαφορετικά θα σημειώσουν πτώση.

Η Γερμανία, κύριος προορισμός της μετάναστευσης στην Ευρώπη
Νησίδα ευημερίας εν μέσω της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη, η Γερμανία έγινε το 2012 ο κύριος προορισμός της μετανάστευσης στην Ευρώπη και ο δεύτερος, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με έκθεση με δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από τον οργανισμό. "Μετά τις ΗΠΑ, η Γερμανία είναι πλέον η δεύτερη σε σημασία χώρα ως προς τη ροή μεταναστών, τη στιγμή που το 2009 κατείχε την 9η θέση", αναφέρεται στην ετήσια έκθεση για τη μετανάστευση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.

Η Γερμανία υποδέχθηκε περί τους 400.000 μετανάστες το 2012, την τελευταία χρονιά για την οποία ο ΟΟΣΑ διαθέτει πλήρη στοιχεία. Είναι λιγότερο από το ένα εκατομμύριο μετανάστες που υποδέχθηκαν οι ΗΠΑ, αλλά πολύ περισσότερο από τους 286.000 της Βρετανίας , τους 259.000 της Γαλλίας και τους 258.000 της Ιταλίας. Μεγάλο μέρος των μεταναστών στη Γερμανία προέρχεται από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η καλή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας έχει προσελκύσει μετανάστες από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, που διαθέτουν παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με το Βερολίνο, αλλά και από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση.

Σε μία χώρα που αντιμετωπίζει τη γήρανση του πληθυσμού της, οι πρόσφατες τροποποιήσεις της νομοθεσίας διευκόλυναν επίσης τη μετανάστευση από τρίτες χώρες, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ. Η κρίση μείωσε τη ροή της μετανάστευσης από τρίτες χώρες, στις 950.000 το 2012, έναντι 1,4 εκατομμυρίου το 2007. Είναι η πρώτη φορά που ο αριθμός των νομίμων μεταναστών προς την Ευρώπη είναι μικρότερος του αριθμού που εισήλθε στις ΗΠΑ.

Συνολικά, ο αριθμός των μεταναστών μειώθηκε κατά 0,8% στις χώρες του ΟΟΣΑ για το 2012, ενώ το 2013 αναμένεται αύξηση κατά 1%. Σήμερα στις χώρες του ΟΟΣΑ ζουν 115 εκατομμύρια μετανάστες, δηλαδή "περί το 10% του πληθυσμού".

Το προφίλ των μεταναστών έχει μεταβληθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Η Κίνα παραμένει η πρώτη χώρα προέλευσης, η ροή των μεταναστών από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης αυξήθηκε και στη συνέχεια μειώθηκε, ενώ η ροή μεταναστών από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής μειώνεται σταθερά.

Οι μετανάστες είναι σήμερα περισσότερο καταρτισμένοι, αφού το ποσοστό όσων έχουν υψηλή εκπαίδευση αυξήθηκε κατά 70% κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Σε ό,τι αφορά την παροχή ασύλου, η Γερμανία ήταν επίσης ο πρώτος προορισμός των προσφύγων το 2013 (110.000), έναντι 68.000 για τις ΗΠΑ και 60.000 για τη Γαλλία, σύμφωνα με την έκθεση. Συνολικά, 556.000 άνθρωποι ζήτησαν άσυλο στη ζώνη του ΟΟΣΑ τον περασμένο χρόνο, που μεταφράζεται σε αύξηση κατά 20%, κυρίως εξαιτίας της συνέχισης του πολέμου στη Συρία. Οι σύροι πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο ανήλθαν πέρυσι σε 47.800, πολύ μπροστά από το Αφγανιστάν που ακολουθεί με 34.500.

Στην έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρεται ότι έχει συντελεσθεί μεταβολή των στόχων της πολιτικής που εφαρμόζεται για τη μετανάστευση, καθώς και στην αντίληψη του ρόλου των μεταναστών. "Σήμερα η συζήτηση επικεντρώνεται περισσότερο στην κοινωνική συνοχή και λιγότερο στις επείγουσες ανάγκες πρόσληψης".

Ο ΟΟΣΑ καλεί τις ηγεσίες να μην θυσιάζουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη στις σημερινές ανησυχίες, όπως είναι "οι βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί κύκλοι και η εχθρική στάση της κοινής γνώμης". Σημειώνει την πολυπλοκότητα των διακυβευμάτων, ανάμεσα στην ανάγκη για εργατικό δυναμικό και των στόχων της κοινωνικής τους ένταξης" και τονίζει ότι "οι μετανάστες πρέπει να αντιμετωπισθούν ως πηγή πόρων και όχι ως πρόβλημα, ενώ στο πλαίσιο των πολιτικών ένταξης, ως επένδυση".

"Τα συστήματα διαχείρισης της ροής των οικονομικών μεταναστών που λειτουργούν σήμερα μπορεί να μην λειτουργούν αύριο", προειδοποιεί ο Στέφανο Σκαρπέτα, διευθυντής Απασχόλησης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΟΣΑ. "Η αδράνεια μπορεί να έχει κόστος".
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ