Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Η πορεία και το μέλλον της Κύπρου εξαρτώνται από την ικανότητα της ηγεσίας της, ακόμα και τούτες τις δύσκολες ώρες που διέρχονται Αθήνα και Λευκωσία
Αθήνα και Λευκωσία αντιμετωπίζουν αυτήν την πρώτη φάση της τουρκικής επιδρομής στις θάλασσες της κυπριακής ΑΟΖ με διπλωματικές κινήσεις υπεράσπισης της Κύπρου και των ελληνικών συμφερόντων στη Νοτιοανατολική Λεκάνη της Μεσογείου, αρχής γενομένης από την τριμερή διάσκεψη του Καΐρου και την κινητοποίηση εν συνεχεία ευρωπαϊκών θεσμών, όπως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.Η τριμερής του Καΐρου συνιστά μια εξόχως διπλωματικά επιτυχημένη κίνηση στρατηγικής συμμαχιών Ελλάδος, Κύπρου και Αιγύπτου, που αποσκοπούν στην εμπέδωση της εικόνας διεθνώς πως η Κύπρος δεν είναι μόνη, αλλά έχει την ενεργό συμπαράσταση και στρατηγική στήριξη μεγάλων δυνάμεων της περιοχής, όπως η Αίγυπτος, που συνιστά μια ισχυροποίηση της συμμαχίας, η οποία υπερβαίνει την παραδοσιακή στήριξη της Ελλάδος στη Λευκωσία.Η συμμαχία του Καΐρου εμπεδώνει και την εικόνα της αποφασιστικότητας των τριών χωρών να ενεργήσουν με όλα τα στη διάθεσή τους πολιτικά, διπλωματικά, νομικά και εν γένει ειρηνικά μέσα για την επίτευξη σταθερότητας και συνθηκών ασφάλειας σε αυτήν τη γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή του κόσμου.Ταυτόχρονα, η συμμαχία θα κινητοποιήσει δυνάμεις που θα μπορούν να ασκήσουν πίεση στον τουρκικό παράγοντα, ώστε να παύσει να παρανομεί, να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας και να αποτελεί με τη συμπεριφορά του απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Η Κυπριακή Δημοκρατία πέτυχε με τη βοήθεια και των Αθηνών μια σημαντική πολιτική νίκη στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο καταδικάζει τις δραστηριότητες της Τουρκίας στη θαλάσσια περιοχή της κυπριακής ΑΟΖ ως διεθνώς παράνομες και παραβιάζουσες το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «αποτελούν παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και του διεθνούς δικαίου». Το Ευρωκοινοβούλιο ζήτησε από την Άγκυρα να τερματίσει τις προκλητικές ενέργειες και τις απειλές κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Κύπρος εν τω μεταξύ προετοιμάζεται για περαιτέρω κυρώσεις κατά της Τουρκίας, προσφεύγοντας στα διεθνή δικαστήρια για να αξιώσει την ποινική καταδίκη της για τις προκλήσεις και τις απειλές κατά της Κύπρου. Όμως, αυτά δεν φτάνουν. Δεν είναι αρκετά για να ανακόψουν την επιθετικότητα και τον σχεδιασμό της Άγκυρας εις βάρος της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά κατ’ επέκτασιν και κατά της Ελλάδος, η οποία έπεται, του Καστελορίζου προεξάρχοντος.
Οι Τούρκοι ιθύνοντες δήλωσαν, ήδη, ως αναμενόταν, πως όλα αυτά τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις διπλωματικών πιέσεων και κυρώσεων, τα γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Επομένως, εκείνο που οφείλουν να σκεφθούν Αθήνα και Λευκωσία και να σχεδιάσουν ως άμεσες στρατηγικές κινήσεις, είναι τα μέτρα εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν κόστος στην Άγκυρα και να ασκήσουν τέτοια πίεση, ώστε να την υποχρεώσουν να συμμορφωθεί αποσύροντας, όχι μόνο το «Μπαρμπαρός» από τις θάλασσες της κυπριακής ΑΟΖ, αλλά και να συνειδητοποιήσει πως δεν μπορεί να συνεχίσει αυτήν την πολιτική του επιδρομέα, που παρανομεί χωρίς κόστος κινούμενος ανεξέλεγκτα παντού. Είμαστε υποχρεωμένοι, πέραν των διπλωματικών κινήσεων, να χρησιμοποιήσουμε τη στρατιωτική ισχύ και τις συμμαχίες κοινής άμυνας έναντι παντός επιδρομέα.
Οι διπλωματικές κινήσεις πρέπει να συνδυαστούν από τούδε και στο εξής με τη συζητούμενη και αναμενόμενη ως επερχόμενη στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ, που αποσκοπεί στην ισχυροποίηση και των τριών ως παραγόντων στρατηγικής σταθερότητας και ασφάλειας στη Μεσόγειο και που προσβλέπουν στη συμφωνία κοινής άμυνας. Μια τέτοια συμφωνία συμμαχίας θα ισχυροποιούσε την Κυπριακή Δημοκρατία στη Μεσόγειο, θα ενίσχυε την ελληνική άμυνα και τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή αυτή, ενώ ταυτόχρονα θα εμπέδωνε το αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας σε μιαν από τις πλέον ταραγμένες, απειλούμενες και στρατηγικά κρίσιμες περιοχές του κόσμου.
Επομένως, παράλληλα με τις διπλωματικές κινήσεις, κινήσεις πολιτικής πίεσης, πειθούς και νομικής καταδίκης, η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να επιστρατεύσουν και τη στρατιωτική ισχύ σε επίπεδο συμμαχικών κινήσεων για τη συνομολόγηση του πλαισίου κοινής άμυνας, που μπορεί να πείσει την Τουρκία να παύσει τη διεθνή παρανομία της εις βάρος της Κύπρου. Η πειθώ, εν προκειμένω, εναρμονίζεται με το κόστος που προσλαμβάνει η Τουρκία και ο κάθε επιδρομέας από την προβολή της στρατιωτικής ισχύος ως δύναμης αποτροπής
. Όπως ήδη αναφέραμε και σε προηγούμενο κείμενό μας, οι κρίσεις εκδηλώνονται σε διαστάσεις σύγκρουσης και αντιπαράθεσης σε μια κορύφωσή τους ή σε μια στιγμή αδυναμίας ενός από τους συγκρουόμενους, όμως αυτό δεν είναι απαραιτήτως ένα παθογενές φαινόμενο που οδηγεί σε απώλειες για τον υφιστάμενο την κρίση. Στην περίπτωση της Κύπρου μπορεί να ιδωθεί η κρίση και ως ευκαιρία επανατοποθέτησης του Κυπριακού, δεδομένης της τουρκικής βουλιμίας και επεκτατικότητας, η οποία εκδηλώνεται εξόφθαλμα πλέον σε όλα τα επίπεδα της τουρκικής διεκδίκησης εις βάρος της Κύπρου, ακόμα και για τους πλέον εθελοτυφλούντες.
Η πορεία και το μέλλον της Κύπρου εξαρτώνται από την ικανότητα της ηγεσίας της, ακόμα και τούτες τις δύσκολες ώρες που διέρχονται Αθήνα και Λευκωσία, για να προσεγγίσουν το Κυπριακό επί τη βάσει της αληθινής βιωσιμότητας, της όποιας εκκολαπτόμενης λύσης, και να σχεδιάσουν την πορεία της Κύπρου ως δημοκρατικού και ανεξάρτητου μέλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι η ευκαιρία δίδεται για τη σύναψη συμμαχιών που θα στηρίξουν την ενεργό και αξιόπιστα αποτρεπτική παρουσία της Κύπρου σε αυτήν τη γωνιά της Νοτιοανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου. Είναι η ώρα της αλλαγής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου