Πράγματι, σε αυτήν τη «μετα-δυτική», πολυπολική -όπως χαρακτηρίζεται- φάση της παγκόσμιας ιστορίας, όπου το κέντρο βάρους τουλάχιστον της οικονομίας μετατοπίζεται από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες, η Τουρκία φαίνεται να αναζητεί έναν «μετα-δυτικό», περιφερειακό ρόλο. Μετά από πολλές δεκαετίες «σκληρής», δυτικής πολιτικής (εσωτερικής και εξωτερικής), η Τουρκία αναζητεί τον ρόλο της περιφερειακής, μετα-δυτικής δύναμης, ενός πολιτικο-πολιτισμικού και οικονομικού πόλου στη Μέση Ανατολή.
Αν αναλογιστούμε τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου ως ενός από τους σημαντικότερους δρόμους του παγκόσμιου εμπορίου και της διακίνησης ενέργειας, τότε αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία, ως μια από τις μεσαίες αναπτυσσόμενες δυνάμεις, έχει επιλέξει τον τελευταίο καιρό να ασκεί πολιτική «πολύτιμης μοναχικότητας». Κάποιοι από το τουρκικό ΥΠΕΞ φαντασιώνονται για την Τουρκία τον ρόλο του περιφερειακού πόλου μιας ενιαίας, πολιτισμικής και οικονομικής λεκάνης, ενός οθωμανικής καταγωγής «Σουνιστάν» (σουνιτικό Ισλάμ) απέναντι στον περιφερειακό ανταγωνιστή, το σιϊτικό Ιράν.
Η Τουρκία ωστόσο, παρά τις «μετα-δυτικές», πολιτισμικο-ιστορικές αναζητήσεις της, είναι μια χώρα της οποίας, πρώτον, το συγκολλητικό στοιχείο εσωτερικής ενότητας είναι ο «δυτικός» χαρακτήρας της. Αυτός ο «δυτικός» χαρακτήρας πήρε κατά καιρούς διαφοροποιημένο ιδεολογικό περιεχόμενο - από το πιο αυταρχικό, ανταγωνιστικό μέχρι όμως και το πιο δημοκρατικό, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Δεύτερον, σε αντίθεση με τη δραματική κατάρρευση των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, η κοινωνία της Τουρκίας δεν έχει καταρρεύσει ακόμα, δεν έχει μεσανατολικοποιηθεί -κι εδώ η συμβολή των Κούρδων είναι αποφασιστικής σημασίας. Τρίτον, η Τουρκία απέκτησε περιφερειακό ρόλο χάρη στην ιστορική επιλογή της να τοποθετηθεί στον περιφερειακό και παγκόσμιο χάρτη ως δυτικό κράτος με θρήσκευμα μουσουλμανικό. Τέταρτον, η Τουρκία του Ερντοάν απέκτησε στις μεσανατολίτικες κοινωνίες την επιρροή ενός άλλου, περιφερειακού πόλου, όχι χάρη στο Ισλάμ και την οθωμανική ιστορία, αλλά χάρη στην επαγγελία ότι ένα κράτος με θρήσκευμα μουσουλμανικό μπορεί να είναι ευρωπαϊκό, με την έννοια του φορέα δημοκρατικής ενότητας όλων των πληθυσμών του και ειρήνης στην περιοχή.
Η πολιτική λοιπόν της Τουρκίας είναι «αλλοπρόσαλλη», γιατί δεν μπορεί να παίξει μετα-δυτικό ρόλο, αποποιούμενη τον κατεξοχήν ρόλο της: τον δυτικό, και μάλιστα στην πιο δημοκρατική του εκδοχή. Αυτό τη βάζει δυνητικά σε περιπέτειες, τόσο εσωτερικές όσο κυρίως εξωτερικές. Την οδηγεί σε μεσανατολικοποίηση.
Η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να μπει σε κανένα «μετα-δυτικό» παιχνίδι. Ας ξεκαθαρίσουμε ότι:«μετα-δυτικό» δεν σημαίνει αντιιμπεριαλιστικό, αντιθέτως σημαίνει ενίσχυση της πολυπολικότητας και της αγριότητας του ιμπεριαλισμού σε όλες τις πολιτισμικές εκδοχές του (δυτικές και μη). Οι συμμαχίες με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου που έχουν ως μοναδική προοπτική τη διαμόρφωση ενός άλλου γεωστρατηγικού πόλου που θα «στριμώξει» τη μετα-δυτική Τουρκία, ενισχύουν τη μεσανατολικοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου -σκληροί πολιτικο-πολιτισμικοί ανταγωνισμοί-, τη μεσανατολικοποίηση κατά συνέπεια του κυπριακού αλλά και των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η απάντηση στις «μετα-δυτικές» φαντασιώσεις της Τουρκίας είναι η συνεχής προσπάθεια «στριμώγματός της» στη βάση ενός προβλεπτού διαλόγου και με τη διαρκή προοπτική μιας προβλεπτής συμμαχίας, σύμφωνα δηλαδή με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τους κανόνες ενός ευρωπαϊκού, πολιτικού πολιτισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία, παρ' όλα αυτά, είναι η μοναδική ίσως χώρα στην ανατολική γειτονιά μας που καταλαβαίνει αυτή την προβλεπτή γλώσσα και έχει ακόμα συμφέρον να τη διατηρήσει.