«Τον τίτλο του βιβλίου Νταλγκά-Νταλγκά (Κύματα-κύματα) τον διαλέξαμε μαζί», αναφέρει στον πρόλογο η Σ. Ιορδανίδου. «Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα διαβαστεί και στην Κύπρο. Όχι για να μάθει κάτι στον κόσμο που δεν ξέρει ή δεν έζησε, αλλά για να κρατήσει, πλάι στ’ άλλα, που έχουν γραφτεί από Ελληνοκυπρίους, τις μνήμες ζωντανές και να συμβάλει στη νοηματοδότηση του αγώνα που συνεχίζουν όλα αυτά τα χρόνια για λύση του προβλήματος, με τρόπο που θα δικαιώσει το αίμα που έχυσαν. Θέλω, τελειώνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα “δίκην εισαγωγής”, να τους βεβαιώσω ότι όσο έγραφα “η μισή μου καρδιά στην Κύπρο βρισκόταν”...».
Ο Κουτσιούκ αναφέρεται τόσο στα γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης το ’55 όσο και στη δράση της τουρκικής Αριστεράς. Ωστόσο, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι σελίδες που περιλαμβάνουν τις αφηγήσεις του για τα γεγονότα που σχετίζονται με την τουρκική εισβολή. Ο Δρ. Κουτσιούκ αναφέρεται σε συγκλονιστικές σκηνές, όπως τις σφαγές των συλληφθέντων Ε/κ από τους Τούρκους στρατιώτες, που σκοπό είχαν την εξάπλωση της τρομοκρατίας από τον Αττίλα, με απώτερο στόχο την εδραίωσή του στην Κύπρο και την κατάληψη των εδαφών της.
«Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση, υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου, τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και, όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.
Ξαφνικά, άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια, απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.
Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ’φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια. Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς τον λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα τον φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ’παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια, ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;
Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ’ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική του μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών, και πάλι απ’ την αρχή.
Κι όμως, εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.
Το πρωί μίσησα τον εαυτό μου για την αναισθησία μου. Πώς μπόρεσα; Θυμήθηκα τότε την παροιμία που λέει: “Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει” και για πρώτη φορά πίστεψα στην αλήθεια της. Την είχαν βιάσει πρώτα; Ναι, φαντάζομαι ότι έτσι είναι. Εκείνη η άλλη γυναίκα, που ’λεγε ο Νετζατίν πως τη βιάσανε μπροστά στη μάνα και το παιδί της, ήταν στο Τύμπου. Δεν ήμουν εκεί, δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Ο Νετζατίν έκλαιγε καθώς μου το περιέγραφε. Υπηρετούσε είκοσι χρόνια στο στρατό, μόνιμος υπαξιωματικός, είχε γυναίκα και παιδιά. Δεν το χωρούσε ο νους του πως το ’χαν κάνει. Ήτανε αξιωματικοί συνάδελφοί του. Πίναν καφέ μαζί και κάναν χοντροκομμένες πλάκες. Είχε κολλήσει το μυαλό του στο περιστατικό. Σαν χαλασμένος δίσκος γραμμοφώνου. Κάθε φορά που μ’ έβρισκε, έπιανε να μου το διηγείται ξανά και ξανά. Πρόσθετε νέες λεπτομέρειες σε κάθε αφήγηση, λες και φοβόταν μην του διαφύγει τίποτε. Τη βιάζανε δύο, ο ένας από μπρος κι ο άλλος από πίσω. Κι εκείνη σφάδαζε. Από πόνο. Λες και μπορούσε να σφαδάζει απ’ την ηδονή! Μπροστά στη μάνα της και στο παιδί της. Ακούς! Τρεις γενιές κακοποιημένες».
Οι δολοφονίες που έκανε ο τουρκικός στρατός στη διάρκεια της δεύτερης επίθεσης (2ος Αττίλας) στην Κύπρο ήταν πάρα πολλές.
Ο Κιουτσούκ δίνει μια εικόνα αυτής της σφαγής όπως την έζησε, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού, ενώ παράλληλα διατυπώνει την άποψη ότι «συναντώντας τόσους πολλούς νεκρούς Ελληνοκύπριους, θα πρέπει πλέον να ψάχνουν για τα οστά των αγνοουμένων, παρά για τους ίδιους».
«Για τις μαζικές εκτελέσεις, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε μια απ’ αυτές. Φαντάσου έναν τοίχο. Έναν τοίχο φρεσκοασβεστωμένο, εκτυφλωτικά λευκό κάτω απ’ το σκληρό φως του μεσημεριού, που καταπίνει κάθε σκιά. Κόντρα στον τοίχο, αραδιασμένοι άνδρες, οι πιο πολλοί ώριμης ηλικίας, ηλιοκαμένοι, με σκούρα ρούχα, που από μακριά φάνταζαν τεράστιοι λεκέδες στην αψεγάδιαστη λευκότητα της πέτρας. Ήμουν στο τζιπ, περαστικός από εκεί. Σταμάτησα ένα λεπτό για να κοιτάξω καλύτερα, σαν να μην πίστευα σ’ αυτό που έβλεπα, σ’ αυτό που καταλάβαινα πως το απόσπασμα απέναντι ήταν έτοιμο να κάνει. Ανάμεσα στους άνδρες ξεχώρισα κάποια παιδιά αμούστακα ακόμα. Ύστερα, απροσδόκητα, το πρόσωπο ενός άνδρα παγίδεψε το βλέμμα μου.
Πρόσωπο ερημωμένο από ελπίδα, τοπίο σεληνιακό. Τα μάτια του δυο σχισμές και μέσα τους λεπίδι η γνώση. Το ’βλεπα, ήξερε! Ήξερε πως πεθαίνει. Κρατούσε ίσιο το σώμα του. Ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε μπλε πουκάμισο. Τα μάτια του δεν τα ’δα καθαρά τι χρώμα είχαν. Είδα μόνο την απελπισία να φωσφορίζει στους βολβούς του, που γύριζαν τρελά μέσα στις σάρκινες θήκες τους. Έμοιαζε κιόλας φευγάτος από κει. Δεν ξέρω αν έλπιζε ακόμα στον “από μηχανής Θεό”. Έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σας κλασικοί; Ένα μπλε πουκάμισο στημένο στον τοίχο, που ιδρώνει απ’ τη ζέστη και το φόβο του θανάτου, μπορεί, πού ξέρεις, να ελπίζει ως την ύστατη στιγμή. Έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα. Στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, οι ριπές με πρόλαβαν.
Πριν προλάβω να το σκάσω απ’ το χώρο. Επαναλαμβανόμενες σαν εφιάλτης. Δε γύρισα να κοιτάξω. Το πρόσωπο του άνδρα μ’ ακολούθησε, σφηνωμένο στον αμφιβληστροειδή μου, ημέρες πολλές, μέχρι που σβήστηκε από φρέσκια, πιότερο νωπή φρίκη. Ήθελα να ελπίζω, μου ’γινε σχεδόν εμμονή, πως οι ριπές που άκουσα δεν είχαν σχέση με τον τοίχο, με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Ήθελα να μην έχω παραστεί στη σκηνή. Ήθελα να ’μουν αλλού. Ήταν πάρα πολλοί για να ’ναι ο θάνατός τους πραγματικότητα. “Πόσοι θάνατοι χρειάζονται μέχρι να καταλάβει κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί;”, ρωτούσε ο Ντύλαν το ’70. Εγώ, πάντως, δεν ξέρω ν’ απαντήσω...
... Με είχαν στείλει να περισυλλέξω ένα κανόνι που είχε πάθει βλάβη κι είχε μείνει σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η διαδικασία αυτή λέγεται στη γλώσσα του στρατού περισυλλογή. Νομίζω ότι είχα πάει μαζί με τον αρχιλοχία τον Νετζατίν, το μάγο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Θυμάμαι ότι περάσαμε μέσα από ένα πολύ φτωχό χωριό. Υπήρχαν παντού πτώματα που βρίσκονταν ήδη σε αποσύνθεση και μύριζαν φρικτά. Τα μόνα ζωντανά όντα που συναντούσαμε ήταν οι μύγες. Κοπάδια ολόκληρα, σμήνη, πάνω στα πτώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το θέαμα μόνο, χωρίς τη βρώμα, θα έπρεπε να μας είχε τρέψει σε φυγή. Όμως πεινούσαμε. Έπρεπε να βρούμε επειγόντως κάτι να φάμε. Η πείνα, βλέπεις, και το αίσθημα αυτοσυντήρησης ήταν πιο δυνατό από τη φρίκη και την αηδία που νιώθαμε.
Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στο ανοικτό νεκροταφείο που σου ’λεγα πριν. Εγώ, μαζί μ’ ένα λοχία, μπήκα σ’ ένα σπίτι. Ανακαλύψαμε μερικά κομμάτια χαλούμι, κυπριακό τυρί. Τα πήραμε και βγήκαμε έξω. Σε δευτερόλεπτα οι μύγες άφησαν τα πτώματα και πέσαν στο τυρί μας. Κόβαμε με το χέρι ένα κομμάτι και ως να φτάσει στο στόμα μας άλλαζε χρώμα. Γινόταν μαύρο...».
«Ο τουρκικός στρατός επιβίωσε στο κυπριακό έδαφος από την πρώτη μέρα της εισβολής μέχρι το τέλος του Αυγούστου με τις λεηλασίες. Ο ανεφοδιασμός δε λειτούργησε ποτέ. Σιτιζόμασταν με τ’ αποθέματα που είχαν εγκαταλείψει στα σπίτια τους οι Ελληνοκύπριοι και με όσα μας έδιναν οι Τουρκοκύπριοι».
Ο Δρ. Κιουτσούκ, μέσα από την αφήγησή του, υποστηρίζει πως τις ομαδικές εκτελέσεις τις έκανε ο τουρκικός στρατός και τις δολοφονίες οι Τουρκοκύπριοι.
«Μίλησα για τους νεκρούς Ελληνοκύπριους που είδα στην πορεία μας μέσα απ’ την κυπριακή ύπαιθρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι... Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους, με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Άκουγα ότι τους πηγαίναν στις φυλακές στα Άδανα και στο Ισκεντερούν. Ήξερα ότι αυτό δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν, το ’80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: “Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;”. Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς. Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. Έρχεται στο νου μου ο Γιώργος. Ήταν μια άγρια τίγρις. Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσει. Έφυγε, γλίτωσε. Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί mukavement mucahit (μουκαβεμέτ μουτζαχίντ). Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλαβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες μέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτόν που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και, στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως Κόκκινη Προβιά. Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός πρόεδρος της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου”, ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς».
Ποτέ δεν θα πεθάνουνε όσοι πέθαναν σήμερα. Και της σκλαβιάς τα σίδερα, θα σπάσουν κάποια μέρα, και θ’ ακουστούν ελεύθερα, τραγούδια πέρα ως πέρα, στο ελληνικό νησί.
Πηγή news247.gr