07 Σεπτεμβρίου 2014

Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης

Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φρόντισε για μιαν ακόμα φορά να προβάλει σε όλους τους τόνους την περιφρόνησή του απέναντι στα δύο κράτη του Ελληνισμού, τουτέστιν την Ελλάδα και την Κύπρο, κοροϊδεύοντας τις εκκλήσεις μας για επίδειξη συμβιβαστικότητας και ειρωνευόμενος τα συγχαρητήρια του Κυπρίου Προέδρου για την εκλογή του στην Προεδρία της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν μας εξέπληξε η αλαζονική συμπεριφορά του Τούρκου Προέδρου, η οποία επεδείχθη κατά την επίσκεψή του στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου, την οποία επισκέφθηκε για λόγους συμβολικής προβολής της αντίληψης πως η περιοχή αυτή και ο ευρύτερος γεωπολιτικός χώρος τελούν υπό τουρκικόν έλεγχο.

Εκείνο όμως που ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, τη δημοσιότητα και όλους εμάς τους αναλυτές, προκειμένου να αντιληφθούμε τι επιδιώκει η πολιτική ηγεσία, συνίσταται στο ερώτημα κατά πόσο πιστεύουν πραγματικά πως με παρακλήσεις και συμπεριφορές που παραπέμπουν στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης, δηλαδή στην αποδοχή του θύτη ως οικείου και αγαπητού προσώπου, από τον οποίο προσδοκούμε τα ψίχουλα του ελέους.

Αυτό που συμβαίνει στη διεθνή πολιτική και είναι μια κατάσταση που διαχρονικά επιβεβαιώνεται συνεχώς από τότε που υπάρχουν κράτη, είναι πως οι άλλοι σε σέβονται εφόσον σέβεσαι τον εαυτό σου. Εάν δεν έχεις στοιχειώδη αυτοσεβασμό και ταυτόχρονα δεν δείχνεις την αποφασιστικότητα να διεκδικήσεις τις ελευθερίες σου, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματά σου, τότε και οι άλλοι σε εγκαταλείπουν, δεν σε στηρίζουν, γιατί δεν αξίζεις τη δική τους συνεργασία, τη φιλία και τη συμμαχία τους.

Οι σχέσεις των κρατών αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις των ανθρωπίνων κοινωνιών, που σημαίνει πως εκείνοι που δεν έχουν αυτοσεβασμό δεν τυγχάνουν της εμπιστοσύνης και του σεβασμού των άλλων. Εκείνοι που διεκδικούν, ακόμα και με παράνομα μέσα, τους στόχους τους, γίνονται αποδεκτοί από τους άλλους ως ισχυροί, στους οποίους μπορούν να βασίζονται τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.

Εμείς, δυστυχώς, στη διαχείριση ενός πολύ μεγάλου διεθνούς προβλήματος, όπως είναι το Κυπριακό, ακολουθήσαμε διαχρονικά, με ελάχιστες μικρές φωτεινές εξαιρέσεις, την πολιτική του κατευνασμού και της προσδοκίας πως η Τουρκία θα επιδείξει καλή πρόθεση και διάθεση συνδιαλλαγής, με στόχο την επίλυση του Κυπριακού χωρίς τον κίνδυνο ένοπλης σύρραξης, δηλαδή είχαμε αποδεχθεί την ισχυρή θέση της Τουρκίας στη διαπραγμάτευση.

Αυτό το σκεπτικό και μόνο, καθ' όσον η Τουρκία δεν είναι ευρωπαϊκή χώρα, δηλαδή δεν κινείται στη λογική της ευρωπαϊκής συνεννόησης, εκλαμβανόταν πάντοτε από την Τουρκία ως αδυναμία, καθιστώντας την επιθετικότερη σε όλα τα επίπεδα πέραν της Κύπρου, δηλαδή στο Αιγαίο και στη Θράκη.

Η Τουρκία δεν κινείται στη λογική της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας των δικαιωμάτων και της δημοκρατικής συνεννόησης, αλλά υπήρξε πάντοτε, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναθεωρητική δύναμη - διεκδικώντας τον συνεταιρισμό στο Αιγαίο, τη μεταβολή στο μειονοτικό καθεστώς της Θράκης, καθώς και την αμφισβήτηση της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων για τα Δωδεκάνησα, ενώ για την Κύπρο, είναι διακηρυκτικός ο στόχος της σταθερά περί ένταξής της στον γεωπολιτικό χώρο της Τουρκίας.

Η Ελλάδα στερείται στρατηγικής που να έχει συλλάβει την ουσία της τουρκικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει πως η Τουρκία επιδιώκει, χωρίς πόλεμο, να επιβάλει αλλαγές στην περιοχή, με δική μας συναίνεση και υπογραφή.

Αυτό που οφείλουμε να αντιληφθούμε είναι πως αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος και η Κύπρος ως ανεξάρτητη δημοκρατική πολιτεία, που υπάρχει, σεβόμενη τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των πολιτών της, είναι πως μπορούμε να διεκδικήσουμε την αξιοπρεπή μας παρουσία σε αυτήν τη δύσκολη περιοχή του κόσμου, εάν μεταφέρουμε στην Τουρκία το μήνυμα εμπράκτως πως η παρουσία της στην Κύπρο και η απόπειρά της να ελέγξει ολόκληρο το νησί τής προκαλεί μεγαλύτερο κόστος απ' ότι όφελος.

Αυτό προϋποθέτει πως η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να προχωρήσουν σε τέτοιες πολιτικές συμμαχιών και συνεργασιών, που να δημιουργούν στην Τουρκία την αίσθηση πως τα σχέδιά της δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς μεγάλο ρίσκο και κόστος.

Επομένως, η Λευκωσία οφείλει, αναλύοντας τις πολιτικές που ασκούνται μέχρι σήμερα, οι οποίες ήταν και παραμένουν λανθασμένες, όχι μόνο γιατί το αποτέλεσμα είναι η συρρίκνωση του Κυπριακού ως διεθνούς προβλήματος, για να μην πούμε εξαφάνισή του από τη διεθνή σκακιέρα, να σχεδιάσει νέα στρατηγική, η οποία να έχει εσωτερική συγκρότηση, δηλαδή αρχή, μέση και τέλος.

Το τελευταίο προϋποθέτει τη σύζευξη των τακτικών και των μέσων με τους στόχους και την απόφασή μας να προχωρήσουμε στη διεκδίκηση εκείνης της λύσεως στο κυπριακό πρόβλημα, που αποσκοπεί άνευ ετέρου στην επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού ως πολιτισμού, ως κοινωνίας και ως πολιτικής σε αυτήν τη γωνιά της Μεσογείου, διότι εμείς αποτελούμε ιστορική συνέχεια του παρελθόντος και πολιτική προοπτική του μέλλοντος.

Θα ήταν τεράστια αυταπάτη να συνεχίσουμε να πιστώνουμε την Τουρκία του Ερντογάν και του όποιου άλλου ηγέτη της με μια προσδοκώμενη καλή πρόθεση για επίτευξη λύσης στο Κυπριακό, γιατί ακριβώς η τουρκική ηγεσία μπορεί να αλλάζει φιλοσοφία πολιτικής, αλλά δεν αλλάζει την εθνική στρατηγική της χώρας σε ζητήματα ακριβώς υψηλής στρατηγικής, που άπτονται της ηγεμονικής παρουσίας της στην περιοχή και της αναθεώρησης της Λωζάννης.

Για την Τουρκία, η Κύπρος είναι τμήμα του γεωπολιτικού της χώρου. Εμείς διεκδικούμε την αποκατάσταση της εθνικής μας ελευθερίας, της ανεξαρτησίας μας και της απόδοσης δικαίωσης στην τραγωδία του 1974. Είναι η ώρα της ανάληψης της ευθύνης της ηγεσίας του τόπου στο σύνολό της, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες και προβολή στενόκαρδων συμφερόντων. Οφείλουμε να αντιληφθούμε πως προέχει έναντι πάντων το θέμα της επιβίωσης του Ελληνισμού σήμερα, εν μέσω μιας παγκόσμιας τραγωδίας.

Ας μην ξεχνάμε πως η Κύπρος γεωγραφικά είναι κομμάτι της Μέσης Ανατολής και επομένως μπορεί να αποτελέσει οποιαδήποτε στιγμή μέρος αυτής της ευρύτερης τραγωδίας. Εμείς πρέπει να έχουμε σύστημα εθνικής ασφάλειας ισχυρό, δηλαδή άμυνα, συμμαχίες πολιτικοστρατιωτικές ισχυρότερες, και κράτος που να μην παραπαίει ως προς την ικανότητά του να αποφασίζει και να εκπονεί πολιτικές που άπτονται του συμφέροντος της χώρας. Δεν συζητούμε για σχήματα λύσεων που παραπέμπουν στο παρελθόν, αλλά σκεφτόμαστε λύσεις που προβλέπουν την ασφάλεια του μέλλοντος.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου

ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΠΡΟΥ