Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ*
Το πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 υπήρξε η προφανής πτώχευση της τουρκικής εκκοσμίκευσης, αφού πλέον το ίδιο το κράτος αναγκάζεται να ακολουθήσει μία συμφιλιωτική προσέγγιση με το πολιτικό Ισλάμ, προκειμένου να αντισταθμίσει την άνοδο του κομμουνισμού που παρουσιάστηκε την δεκαετία του 1970.
Στις μεγαλύτερες πόλεις στα δυτικά της χώρας, κάποτε γη της επαγγελίας για την εκβιομηχάνιση της Τουρκίας, τρεις δεκαετίες ασταμάτητης μετανάστευσης από την ύπαιθρο, σε συνδυασμό με τα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είχαν οδηγήσει στα όρια της τη δυνατότητα της οικονομίας να προσφέρει καινούριες δουλειές. Το πρόγραμμα του ΔΝΤ σήμανε το τέλος των κρατικών επιχορηγήσεων στον ιδιωτικό κατασκευαστικό και το γεωργικό τομέα.
Η ανεργία στα αστικά κέντρα αυξήθηκε ενώ η μετανάστευση από την ύπαιθρο συνεχιζόταν. Η Τουρκική αριστερά, ανεπαρκής υπερασπιστής των αυξημένων αναγκών αυτών των μαζών, τσακίστηκε από τα σκληρά στρατιωτικά μέτρα. Παγιδευμένοι μεταξύ ενός παρελθόντος στο οποίο δεν μπορούσαν να γυρίσουν και ενός μέλλοντος χωρίς καμιά υπόσχεση, εκατομμύρια εξαθλιωμένοι των πόλεων έστρεψαν τις ελπίδες τους στο πολιτικό Ισλάμ και στα ισλαμικά κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης.
Tο αναπόφευκτο αποτέλεσμα της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής των δεκαετιών του 1980 και 1990 ήταν η αύξηση της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. H Τουρκία, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, παρουσίαζε μια από τις πιο ανισομερείς κατανομές του εθνικού εισοδήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, η ανεργία μάστιζε την Τουρκία, υπήρχε απουσία κοινωνικής ασφάλειας, οι κοινωνικές υπηρεσίες ήταν ανεπαρκείς και η φτώχεια ήταν διάχυτη τόσο στα προάστια των αστικών κέντρων όσο και στις αγροτικές περιοχές. Αυτή η κατάσταση απεκλήθη από τον Ερντογάν «σύγχρονη δουλεία». H ταύτιση των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας με τις πολιτικές απόψεις των Ισλαμιστών άρχισε να παρατηρείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. H εξέλιξη αυτή έδωσε την ευκαιρία στους ισλαμιστές να αρχίσουν σταδιακά να ριζοσπαστικοποιούν τον πολιτικό τους λόγο εναντίον του κεμαλικού κράτους. Tο γεγονός αυτό σηματοδότησε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής δράσης, μέσα στο οποίο το ριζοσπαστικό λόγο αρχίζουν να εκφράζουν οι Ισλαμιστές σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1970, όταν τον πολιτικό ριζοσπαστικό λόγο μονοπωλούσαν οι αριστερές οργανώσεις.
Kατά τη δεκαετία του 1980 οι ισλαμιστές έκτισαν έναν ισχυρό μηχανισμό με πυλώνες στις ασθενέστερες οικονομικά και πιο συντηρητικές τάξεις. Αύξησαν την ανεξαρτησία τους από τα υπόλοιπα θρησκευτικά σύνολα, που ήσαν εκτός κομματικού συστήματος, την ίδια στιγμή που άρχισαν σταδιακά να τα υποτάσσουν στα δικά του πολιτικά συμφέροντα. Πέραν τούτων, κατάφεραν να διευρύνουν σημαντικά την εκλογική τους βάση και να ριζοσπαστικοποιήσουν την ιδεολογία τους, την οποία κατάφεραν να διαδώσουν με ένα πολύ αποδοτικό και αποτελεσματικό μηχανισμό προπαγάνδας. Σε θεσμικό επίπεδο, οι ισλαμιστές ανανεώθηκαν οργανωτικά και απεδείχθησαν ιδιαίτερα ευπροσάρμοστοι στις νέες πραγματικότητες της τουρκικής κοινωνίας. Οργάνωσαν θρησκευτικές και κοινωνικές υπηρεσίες και αύξησαν τις εσωτερικές και διεθνείς επιχειρηματικές τους διασυνδέσεις, ιδιαίτερα με τα κράτη του Περσικού Κόλπου.
Το κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη που ίδρυσε ο Ερντογάν, δεν είχε κοινοβουλευτική ιστορία, πριν από τις εκλογές του 2002 και, ως εκ τούτου δεν είχε υποστεί τη φθορά που υπέστησαν τα προηγούμενα ισλαμικά κόμματα. Τα δύο προηγούμενα ισλαμικά κόμματα (Κόμμα της Ευημερίας και Κόμμα της Αρετής), από τα οποία έλκει την πολιτική καταγωγή του το κόμμα του Ερντογάν, είχαν κεντρικό ρόλο στο τουρκικό κοινοβούλιο και στην περίπτωση του Κόμματος της Ευημερίας είχε και συμμετοχή στην κυβέρνηση. Επίσης, η απουσία του Νετσμεττίν Ερμπακάν από το πολιτικό σκηνικό έδωσε στον Ερντογάν το πλεονέκτημα να κινηθεί με περισσότερη ελευθερία και να κερδίσει διαρκώς την αποδοχή του συντηρητικού χώρου, που κατά το παρελθόν μονοπώλησε ο Ερμπακάν. Μετά το διαδοχικό κλείσιμο των κομμάτων της Ευημερίας και Αρετής, ο Ερντογάναπεφάσισε να αλλάξει το πολιτικό του προφίλ, υιοθετώντας ένα μετριοπαθή πολιτικό λόγο χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως συντηρητικό-φιλελεύθερο.
Σε μια χώρα, όπου το 20% του πληθυσμού μονοπωλεί το 54% του εθνικού εισοδήματος, την ίδια στιγμή που ένα άλλο 20% του πληθυσμού μοιράζεται μόλις το 4.9% του εθνικού εισοδήματος και με εμφανή τα σημάδια της διαφθοράς, τα αιτήματα του κόσμου από τα πολιτικά κόμματα ήταν πιεστικώς συγκεκριμένα, χαμηλότερο πληθωρισμό, περισσότερες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερο εισόδημα και πιο ήσυχη ζωή. Η δυναμική παρουσία του Ερντογάν στην αντιπολίτευση, μετά το 1998, του έδωσε την ευκαιρία να καλλιεργήσει μεγάλες προσδοκίες και όταν ανήλθε στην εξουσία με επιτυχημένες κινήσεις στην οικονομία βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο των κατώτερων και πιο συντηρητικών τμημάτων της τουρκικής κοινωνίας.
Eν κατακλείδι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι από όλα τα τουρκικά κόμματα, οι ισλαμιστές αρχικώς, και πιο ριζοσπαστικά στη συνέχεια με τον Ερντογάν, ήταν αυτοί που αφομοίωσαν περισσότερο μέσα από τον πολιτικό τους λόγο, την πολιτική τους πρακτική και την κοινωνική τους δράση, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, γι’ αυτό και μπόρεσαν να κερδίσουν αυξητικώς την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. H πραγματικότητα αυτή αποτελεί σήμερα το ισχυρό θεμέλιο της πολιτικής δύναμης του Ερντογάν.
*Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών – www.geopolitics-gr.blogspot.com
Το πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 υπήρξε η προφανής πτώχευση της τουρκικής εκκοσμίκευσης, αφού πλέον το ίδιο το κράτος αναγκάζεται να ακολουθήσει μία συμφιλιωτική προσέγγιση με το πολιτικό Ισλάμ, προκειμένου να αντισταθμίσει την άνοδο του κομμουνισμού που παρουσιάστηκε την δεκαετία του 1970.
Στις μεγαλύτερες πόλεις στα δυτικά της χώρας, κάποτε γη της επαγγελίας για την εκβιομηχάνιση της Τουρκίας, τρεις δεκαετίες ασταμάτητης μετανάστευσης από την ύπαιθρο, σε συνδυασμό με τα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είχαν οδηγήσει στα όρια της τη δυνατότητα της οικονομίας να προσφέρει καινούριες δουλειές. Το πρόγραμμα του ΔΝΤ σήμανε το τέλος των κρατικών επιχορηγήσεων στον ιδιωτικό κατασκευαστικό και το γεωργικό τομέα.
Η ανεργία στα αστικά κέντρα αυξήθηκε ενώ η μετανάστευση από την ύπαιθρο συνεχιζόταν. Η Τουρκική αριστερά, ανεπαρκής υπερασπιστής των αυξημένων αναγκών αυτών των μαζών, τσακίστηκε από τα σκληρά στρατιωτικά μέτρα. Παγιδευμένοι μεταξύ ενός παρελθόντος στο οποίο δεν μπορούσαν να γυρίσουν και ενός μέλλοντος χωρίς καμιά υπόσχεση, εκατομμύρια εξαθλιωμένοι των πόλεων έστρεψαν τις ελπίδες τους στο πολιτικό Ισλάμ και στα ισλαμικά κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης.
Tο αναπόφευκτο αποτέλεσμα της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής των δεκαετιών του 1980 και 1990 ήταν η αύξηση της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. H Τουρκία, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, παρουσίαζε μια από τις πιο ανισομερείς κατανομές του εθνικού εισοδήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, η ανεργία μάστιζε την Τουρκία, υπήρχε απουσία κοινωνικής ασφάλειας, οι κοινωνικές υπηρεσίες ήταν ανεπαρκείς και η φτώχεια ήταν διάχυτη τόσο στα προάστια των αστικών κέντρων όσο και στις αγροτικές περιοχές. Αυτή η κατάσταση απεκλήθη από τον Ερντογάν «σύγχρονη δουλεία». H ταύτιση των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας με τις πολιτικές απόψεις των Ισλαμιστών άρχισε να παρατηρείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. H εξέλιξη αυτή έδωσε την ευκαιρία στους ισλαμιστές να αρχίσουν σταδιακά να ριζοσπαστικοποιούν τον πολιτικό τους λόγο εναντίον του κεμαλικού κράτους. Tο γεγονός αυτό σηματοδότησε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής δράσης, μέσα στο οποίο το ριζοσπαστικό λόγο αρχίζουν να εκφράζουν οι Ισλαμιστές σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1970, όταν τον πολιτικό ριζοσπαστικό λόγο μονοπωλούσαν οι αριστερές οργανώσεις.
Kατά τη δεκαετία του 1980 οι ισλαμιστές έκτισαν έναν ισχυρό μηχανισμό με πυλώνες στις ασθενέστερες οικονομικά και πιο συντηρητικές τάξεις. Αύξησαν την ανεξαρτησία τους από τα υπόλοιπα θρησκευτικά σύνολα, που ήσαν εκτός κομματικού συστήματος, την ίδια στιγμή που άρχισαν σταδιακά να τα υποτάσσουν στα δικά του πολιτικά συμφέροντα. Πέραν τούτων, κατάφεραν να διευρύνουν σημαντικά την εκλογική τους βάση και να ριζοσπαστικοποιήσουν την ιδεολογία τους, την οποία κατάφεραν να διαδώσουν με ένα πολύ αποδοτικό και αποτελεσματικό μηχανισμό προπαγάνδας. Σε θεσμικό επίπεδο, οι ισλαμιστές ανανεώθηκαν οργανωτικά και απεδείχθησαν ιδιαίτερα ευπροσάρμοστοι στις νέες πραγματικότητες της τουρκικής κοινωνίας. Οργάνωσαν θρησκευτικές και κοινωνικές υπηρεσίες και αύξησαν τις εσωτερικές και διεθνείς επιχειρηματικές τους διασυνδέσεις, ιδιαίτερα με τα κράτη του Περσικού Κόλπου.
Το κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη που ίδρυσε ο Ερντογάν, δεν είχε κοινοβουλευτική ιστορία, πριν από τις εκλογές του 2002 και, ως εκ τούτου δεν είχε υποστεί τη φθορά που υπέστησαν τα προηγούμενα ισλαμικά κόμματα. Τα δύο προηγούμενα ισλαμικά κόμματα (Κόμμα της Ευημερίας και Κόμμα της Αρετής), από τα οποία έλκει την πολιτική καταγωγή του το κόμμα του Ερντογάν, είχαν κεντρικό ρόλο στο τουρκικό κοινοβούλιο και στην περίπτωση του Κόμματος της Ευημερίας είχε και συμμετοχή στην κυβέρνηση. Επίσης, η απουσία του Νετσμεττίν Ερμπακάν από το πολιτικό σκηνικό έδωσε στον Ερντογάν το πλεονέκτημα να κινηθεί με περισσότερη ελευθερία και να κερδίσει διαρκώς την αποδοχή του συντηρητικού χώρου, που κατά το παρελθόν μονοπώλησε ο Ερμπακάν. Μετά το διαδοχικό κλείσιμο των κομμάτων της Ευημερίας και Αρετής, ο Ερντογάναπεφάσισε να αλλάξει το πολιτικό του προφίλ, υιοθετώντας ένα μετριοπαθή πολιτικό λόγο χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως συντηρητικό-φιλελεύθερο.
Σε μια χώρα, όπου το 20% του πληθυσμού μονοπωλεί το 54% του εθνικού εισοδήματος, την ίδια στιγμή που ένα άλλο 20% του πληθυσμού μοιράζεται μόλις το 4.9% του εθνικού εισοδήματος και με εμφανή τα σημάδια της διαφθοράς, τα αιτήματα του κόσμου από τα πολιτικά κόμματα ήταν πιεστικώς συγκεκριμένα, χαμηλότερο πληθωρισμό, περισσότερες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερο εισόδημα και πιο ήσυχη ζωή. Η δυναμική παρουσία του Ερντογάν στην αντιπολίτευση, μετά το 1998, του έδωσε την ευκαιρία να καλλιεργήσει μεγάλες προσδοκίες και όταν ανήλθε στην εξουσία με επιτυχημένες κινήσεις στην οικονομία βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο των κατώτερων και πιο συντηρητικών τμημάτων της τουρκικής κοινωνίας.
Eν κατακλείδι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι από όλα τα τουρκικά κόμματα, οι ισλαμιστές αρχικώς, και πιο ριζοσπαστικά στη συνέχεια με τον Ερντογάν, ήταν αυτοί που αφομοίωσαν περισσότερο μέσα από τον πολιτικό τους λόγο, την πολιτική τους πρακτική και την κοινωνική τους δράση, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, γι’ αυτό και μπόρεσαν να κερδίσουν αυξητικώς την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. H πραγματικότητα αυτή αποτελεί σήμερα το ισχυρό θεμέλιο της πολιτικής δύναμης του Ερντογάν.
*Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών – www.geopolitics-gr.blogspot.com