Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε σημαντικές αλλαγές στη δομή του διεθνούς
συστήματος. Αλλαγές οι οποίες αντικατοπτρίζονται έντονα στη νέα
περιφερειακή τάξη πραγμάτων που αποκρυσταλλώνεται στην περιοχή μας.
Πρόκειται για μια νέα γεωπολιτική συγκυρία, η οποία τελεί ακόμη υπό
διαμόρφωση. Γιατί όμως αναφερόμαστε σε «νέα γεωπολιτική συγκυρία»; Για
να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει να σκιαγραφηθούν οι μεταβολές στη
φύση της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος και κυρίως σε ό,τι αφορά
στις αντιλήψεις ασφαλείας των μεγάλων δυνάμεων από το δεύτερο μισό του
20ου αιώνα κι’ έπειτα.
Πέραν της διπολικής δομής του διεθνούς συστήματος, τεράστιας σημασίας για τη λειτουργία του ήταν και η επαναστατική αλλαγή στα μέσα που οι μεγάλες δυνάμεις είχαν πλέον στη διάθεσή τους: με την κατοχή του ατομικού και αργότερα του πυρηνικού όπλου, αλλά και με την κατασκευή του βαλλιστικού διηπειρωτικού πυραύλου, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ εμπλέκονταν σε μία σχέση «αμοιβαίας διασφαλισμένης καταστροφής». Και οι δύο γνώριζαν ότι μπορούσαν να καταστρέψουν αλλήλους, αλλά και τον πλανήτη ολόκληρο. Ταυτόχρονα, τόσο λόγω της διπολικής δομής η οποία συνίσταται στην υπερσυγκέντρωση ισχύος σε δύο πανίσχυρους πόλους, όσο και λόγω της κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής, οι δύο δυνάμεις εμπλέκονταν σε υπολογισμούς και στρατηγικές ασφαλείας οι οποίες συχνά –λόγω της έντασης στις μεταξύ τους σχέσεις, αποτέλεσμα του εξαιρετικά υψηλού διακυβεύματος- περιελάμβαναν το στοιχείο της υπερβολής: όπως εύστοχα παρατηρεί και ο κορυφαίος θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, Kenneth Waltz, χαρακτηριστικό του διπολισμού είναι η «υπερβολική αντίδραση» των μεγάλων δυνάμεων (overreaction).
(1) Παρά ταύτα, το γεγονός της αμοιβαίας κατοχής του πυρηνικού όπλου και η δεδηλωμένη ετοιμότητα χρήσης του από τις δύο υπερδυνάμεις απέτρεψε, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, μια ενδεχόμενη μετωπική αμερικανοσοβιετική σύγκρουση. Αντ’ αυτού, η ένταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων εκτονωνόταν σε περιφερειακό επίπεδο, με συγκρούσεις, παρεμβάσεις και καθεστωτικές ανατροπές ελάσσονος σημασίας, με εξαίρεση περιπτώσεις σοβαρών περιφερειακών αναφλέξεων όπως οι πόλεμοι στην Κορέα και στην Ινδοκίνα.
Μέσα στα πλαίσια που μόλις αναφέραμε οι δύο υπερδυνάμεις προέβαιναν σε επιλογές που επιβεβαίωναν τη βασική παραδοχή της σχολής σκέψης του πολιτικού ρεαλισμού σύμφωνα με την οποία στα πλαίσια του διεθνούς, κρατοκεντρικού και άναρχου διεθνούς συστήματος οι μεγάλες δυνάμεις δρουν ορθολογικά με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του οφέλους και την ελαχιστοποίηση του κόστους τους επί του σημαντικότερου διακυβεύματος που είναι η ασφάλεια. Επιπλέον, όπως θα υποστήριζε ένας άλλος σημαντικός θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, ο John Miersheimer, οι μεγάλες δυνάμεις επιδίδονται σε έναν ατέρμονο αγώνα συσσώρευσης ισχύος με στόχο την συγκριτική κατίσχυση επί του αντιπάλου, έχοντας υπόψη ότι οι προθέσεις του αντιπάλου είναι άγνωστες, όπως άγνωστες είναι και οι ποσότητες ισχύος που απαιτούνται για τη μεγιστοποίηση της ασφάλειάς τους.
(2) Η επιβεβαίωση της πιο πάνω θεωρητικής προσέγγισης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υπογραμμίζει και τη σημασία της γεωπολιτικής: η εδραίωση του κρατοκεντρικού χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, η ύπαρξη δύο ιδεολογικά και γεωγραφικά προσδιορισμένων ανταγωνιστικών στρατοπέδων και η οργάνωση της στρατιωτικής ισχύος γύρω από το πυρηνικό όπλο καθιστούσαν τον παράγοντα γεωγραφία –και άρα τη γεωπολιτική- υψίστης σημασίας.
Οι κυρίαρχες αντιλήψεις για το δομή και το μοντέλο οργάνωσης του διεθνούς συστήματος μεταβλήθηκαν σε σημαντικό βαθμό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατέλειπαν ένα μονοπολικό διεθνές σύστημα στα πλαίσια του οποίου η μία εναπομείνασα υπερδύναμη απολάμβανε ενός πρωτοφανούς χάσματος ισχύος και μιας παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας άνευ προηγουμένου. Ο παράγοντας γεωγραφία έπαψε να επηρεάζει τους στρατηγικούς υπολογισμούς των κρατών στο βαθμό που αυτό συνέβαινε κατά το παρελθόν, καθ’ ότι δεν υπήρχαν δεδηλωμένα αντίπαλα στρατόπεδα. Επικράτησαν δε αντιλήψεις περί ενός εντελώς νέου διεθνούς συστήματος, στα πλαίσια του οποίου θα εξέλειπαν οι διακρατικές συγκρούσεις και οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας επικράτησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του δυτικού καταναλωτικού προτύπου.
Σύμφωνα με την τολμηρή πρόταση του Αμερικανοϊάπωνα οικονομολόγου Φράνσις Φουκουγιάμα, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνιστούσε –λόγω της παγκόσμιας κατίσχυσης του δυτικού μοντέλου δημοκρατίας και οικονομίας- το τέλος της σύγκρουσης των ιδεολογιών και, άρα, το τέλος της ιστορίας. (3) Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνοδεύτηκε από σημαντικότατες και ελπιδοφόρες διεθνείς εξελίξεις όπως η επανένωση της Γερμανίας και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), γεγονότα που προκαλούσαν ευφορία στο δυτικό κόσμο. Σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος πρυτάνευσαν νεωτερικές (και ενίοτε επικίνδυνες) αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες τα ατομικά δικαιώματα θα έπρεπε να θεωρούνται υπέρτερα της κρατικής κυριαρχίας, η οποία σχετικοποιήθηκε σε βαθμό που πολλές φορές παραβιάστηκε υπό το μανδύα μιας περίεργης αντίληψης περί δικαίου, όπως στην περίπτωση της νατοϊκής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία κατά τη δεκαετία του ’90.
Πίσω από κάθε εξέλιξη παρόμοιας φύσεως βρισκόταν η μία εναπομείνασα υπερδύναμη, ενώ μπροστά προέβαλλε ένας –συχνά θολός- μανδύας διεθνούς νομιμοποίησης ο οποίος βασιζόταν στις αρχές της διάδοσης της δημοκρατίας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δε γεωπολιτική προσέγγιση ατόνισε εξ’ αιτίας της προαναφερθείσας μεταβολής των αντιλήψεων περί γεωγραφίας, κυρίως όμως εξ’ αιτίας του χάσματος ισχύος που δεν άφηνε πολλά περιθώρια στρατηγικών υπολογισμών στις μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις. Επιπλέον, η υποκριτική ανάγκη περί ανθρωπιστικής και δημοκρατικής νομιμοποίησης της κάθε διεθνούς δραστηριότητας σύμφωνα με την οποία οι παραδοσιακές διακρατικές συγκρούσεις ήταν πλέον ξεπερασμένες, επιβλήθηκε από τη νέα τάξη πραγμάτων, γνωστή και ως Pax Americana.
Εν τούτοις, σύντομα η ανθρωπότητα θα έμενε εμβρόντητη έναντι μιας νέας ιδεολογικής θύελλας, η οποία θα έστελλε άπαξ διά παντός το έργο του Φουκουγιάμα στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Θα δικαίωνε όμως σε σημαντικό βαθμό ένα δάσκαλό του, το Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος προέβλεψε αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ότι η ανθρωπότητα όχι μόνο δε θα γαλήνευε, αλλά όδευε προς μια μεγάλη σύγκρουση πολιτισμών. (4) Η άνευ προηγουμένου τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ αποτέλεσε την πλέον ισχυρή ένδειξη αυτής της επιβεβαίωσης. Πλέον η παραδοσιακή γεωπολιτική έδινε οριστικά τη θέση της σε μια νέα οπτική περί ασφαλείας. Οι μεγάλες δυνάμεις –και γενικότερα ο κόσμος- δεν προσανατολίζονταν πλέον προς τη διακρατική σύγκρουση, αλλά προς την αντιμετώπιση της ασύμμετρης απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας η οποία έμοιαζε να βρίσκεται παντού και πουθενά. Η αμερικανική επίθεση κατά του Αφγανιστάν, η οποία αποσκοπούσε στην ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν και στη φυσική εξολόθρευση της ηγεσίας της Αλ Κάιντα, έτυχε υποστήριξης ή ανοχής από όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένης της Ρωσίας και του Ιράν.
(5) Η επίθεση στο Ιράκ συνιστούσε κλασική περίπτωση στρατηγικής υπερεπέκτασης, δηλαδή εξάπλωσης της στρατηγικής στοχοθεσίας μιας δύναμης σε βαθμό που να μην μπορεί να υποστηριχθεί από τα διατιθέμενα μέσα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εκλογή ενός Προέδρου –του Μπαράκ Ομπάμα- που αντιτίθετο στη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος, αλλά και με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οδήγησε σταδιακά στην υποχώρηση των ΗΠΑ από τις διεθνείς τους δεσμεύσεις, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η εξέλιξη αυτή των γεγονότων δημιούργησε αναπόδραστα ένα κενό ισχύος στο διεθνές σύστημα. Ταυτόχρονα, ο αμείλικτος νόμος της άνισης ανάπτυξης, τον οποίο πρώτος μας περιγράφει ο Θουκυδίδης (6) και με επιστημονική αρτιότητα μας αναλύει ο οικονομολόγος και διεθνολόγος Robert Gilpin, (7) οδηγεί αργά αλλά σταθερά σε μία σημαντική παγκόσμια ανακατανομή ισχύος. Μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα αναζητούν νέους, αναβαθμισμένους παγκόσμιους ρόλους. Ταυτόχρονα, μεσαίες δυνάμεις όπως η Τουρκία και το Ιράν αναζητούν το δικό τους, περιφερειακό ρόλο. Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται σταδιακά συνασπισμοί δυνάμεων τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, στα πλαίσια των οποίων αντικατοπτρίζεται η νέα, υπό διαμόρφωση παγκόσμια κατανομή ισχύος. Κατά τα φαινόμενα, το μονοπολικό διεθνές σύστημα εξελίσσεται σταθερά σε πολυπολικό. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ, παρά την υποχώρησή τους, παραμένουν το ισχυρότερο κράτος στον πλανήτη τόσο οικονομικά, όσο και –κυρίως- στρατιωτικά.
Θα πρέπει όμως να μοιραστούν την ηγεσία του διεθνούς συστήματος με άλλες μεγάλες δυνάμεις. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα –με το οποίο συμφωνούν πλήθος έγκυρων αναλυτών- ότι η γεωπολιτική επιστρέφει τόσο στις διεθνολογικές αναλύσεις, όσο και στους στρατηγικούς υπολογισμούς των κρατών. Αυτή τη φορά βέβαια, σε αντίθεση με την περίοδο των «δύο κόσμων» του Ψυχρού Πολέμου, το διεθνές σύστημα διέπεται από έντονη οικονομική αλληλεξάρτηση. Το γεγονός αυτό φιλτράρει κάπως της διακρατικές συγκρουσιακές τάσεις και μειώνει την πιθανότητα επαναφοράς των εντάσεων και των υπερβολικών αντιδράσεων εκείνης της περιόδου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εμφάνιση περιφερειακών αποσταθεροποιητικών τάσεων, ή ακόμα και μιας μείζονος παγκόσμιας αποσταθεροποίησης στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση οι μεγάλες δυνάμεις ασχολούνται ξανά η μια με την άλλη, επιδιώκοντας συγκριτικά κέρδη και επανασχεδιάζοντας τις στρατηγικές τους σε ό,τι αφορά στον τομέα της ασφάλειας. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να μιλάμε για μια νέα γεωπολιτική συγκυρία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κατακλυσμιαίες εξελίξεις λαμβάνουν διαρκώς χώρα σε ό,τι αφορά στην κατανομή ισχύος και τη διάταξη δυνάμεων και συμφερόντων στην περιοχή μας, δηλαδή στο περιφερειακό τόξο Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής. Τρεις εξελίξεις τείνουν να μορφοποιούν με συγκεκριμένο τρόπο το νέο περιφερειακό υποσύστημα: η υποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή και το συνεπαγόμενο κενό ισχύος, η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» και η ανεύρεση υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Λεβαντίνης.
Αναφορικά με την υποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αναπόδραστα αυτή κατέλειπε ένα σημαντικό κενό ισχύος καθ’ ότι από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και πριν από μερικά χρόνια αποτελούσαν αδιαμφισβήτητη δύναμη πρωτοκαθεδρίας στην περιφέρειά μας. Η σταδιακή φθορά όμως που υπέστησαν λόγω των δύο αιματηρών πολέμων της προηγούμενης δεκαετίας και η μοιραία απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν δημιούργησε μια νέα κατανομή ισχύος στην περιφέρεια. Ως αποτέλεσμα, έλαβαν χώρα εξελίξεις που θα ήταν πολύ δύσκολο να συμβούν αν ίσχυε η αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η άνοδος του τουρκικού και του ιρανικού ηγεμονισμού, η τουρκοϊσραηλινή διένεξη και ο διαφαινόμενος διαμελισμός του Ιράκ. Επιπλέον, η Ρωσία διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή, ενώ δύο στρατόπεδα κρατών με συγκρουόμενα συμφέροντα μάχονται για την κάλυψη του κενού ισχύος: από τη μια η Τουρκία, το Κατάρ, η Χαμάς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και σε κάποιο βαθμό το Ιράν και οι εξαρτώμενες από αυτό σιιτικές ομάδες. Από την άλλη οι παραδοσιακές μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας, η Αίγυπτος (μετά την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι) και διακριτικά το Ισραήλ.
Ταυτόχρονα, κατά την ίδια χρονική περίοδο, έλαβε χώρα στην περιοχή μας η λεγόμενη «αραβική άνοιξη», η εξέγερση των λαών αραβικών κρατών στη Β. Αφρική και τη Μ. Ανατολή, η οποία είχε αλυσιδωτό χαρακτήρα. Σε Τυνησία και Λιβύη επήλθαν αντίστοιχες ανατροπές των καθεστώτων, στη δεύτερη μετά από νατοϊκή επέμβαση. Η Αίγυπτος σύρθηκε σε παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, ενώ ανατρεπτικές τάσεις αντιμετώπισαν και τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου. Η δε Συρία τελεί ακόμη σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου για τέταρτη συνεχή χρονιά, ενώ ο διαμελισμός της χώρας είναι μάλλον αναπόφευκτος. Μέσα από αυτήν την κρίση αναδείχθηκε η ενδομουσουλμανική σύγκρουση μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, ενώ εκτράφηκαν ακραίες φονταμενταλιστικές ομάδες με κυριότερη το λεγόμενο «Ισλαμικό Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε». Σε κάθε περίπτωση, οι αρχικές ελπίδες των δυτικών ότι οι εξεγέρσεις των Αράβων θα οδηγούσαν σε εκδημοκρατισμό και σταθεροποίηση της περιοχής διαψεύστηκαν παταγωδώς.
Τέλος, η επιβεβαιωμένη ανεύρεση υδρογονανθράκων είναι άλλη μια εξέλιξη που συνδιαμορφώνει τα γεωπολιτικά δεδομένα στην περιοχή μας. Ισραήλ, Λίβανος, Αίγυπτος, Γάζα και Κύπρος συμμετέχουν στο παζλ του υποθαλάσσιου ενεργειακού δυναμικού της λεκάνης Λεβαντίνης, ενώ η Τουρκία επιχειρεί να μπει σφήνα αμφισβητώντας την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αποκλειστική της οικονομική ζώνη. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν μένουν αμέτοχες έναντι αυτών των εξελίξεων. Από τη μια, ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες έχουν εμπλακεί στην εξόρυξη και εκμετάλλευση αυτού του πλούτου. Από την άλλη η ΕΕ επείγεται για ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, κυρίως μετά την απόσχιση της Κριμαίας και την ευρύτερη αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί προοπτικές σοβαρότατης αναβάθμισης του ενεργειακού διαδρόμου Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, στον οποίο υπολογίζει φανερά πλέον η Ευρώπη. Οι δε ΗΠΑ επίσης ενδιαφέρονται για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, αφού η διαρκής ενεργειακή τροφοδοσία της Γηραιάς Ηπείρου αποτελεί πάγιο συμφέρον τους. Επιθυμούν όμως οι ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή να οδηγήσουν σε μια νέα ισορροπία, στα πλαίσια ενός modus vivendi στο οποίο θα συμμετέχει και η Τουρκία, έτσι ώστε να μην διασαλευθούν οι ευρύτερες συμμαχικές ισορροπίες εν όψει και μιας ενδεχόμενης στρατηγικής ανάγκης αναβίωσης του δόγματος της ανάσχεσης της Ρωσίας.
Ένα βασικό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξαγάγει από τη μελέτη της ιστορίας του κυπριακού προβλήματος είναι ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει τις διαδικασίες επίλυσης του προβλήματος στα κατά καιρούς διεθνή δεδομένα, τα οποία παραδοσιακά την ευνοούσαν λόγω της υψηλής στρατηγικής της αξίας για τη δύση. Οι κατά καιρούς όροι επίλυσης του κυπριακού, όπως αυτοί παρουσιάζονταν σε προτάσεις, ιδέες και σχέδια λύσης, αντανακλούσαν μια κατανομή ισχύος στο ευνοϊκή για την Τουρκία εξ’ αιτίας της δυτικής (κυρίως αμερικανικής) στήριξης της οποίας αυτή απολάμβανε. Ποτέ στο παρελθόν η Τουρκία δεν πορεύθηκε στο κυπριακό χωρίς τη στήριξη ή την ανοχή του αμερικανικού παράγοντα. Σήμερα όμως, το διεθνές σύστημα είναι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν πλέον «στρατόπεδα», όπως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ούτε και ένας παγκοσμίως ασυναγώνιστος πόλος, όπως κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία αναβαθμίζεται ο ρόλος του περιφερειακού υποσυστήματος έναντι του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς σύστηματος. Το δε κυπριακό καθίσταται περιφερειακό πρόβλημα καθ΄ότι το περιεχόμενο της λύσης του δεν θα επηρεάσει μόνο τα της Κύπρου, αλλά και την ευρύτερη περιφέρεια.
Η περιφερειακή κατανομή ισχύος στο τόξο Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής είναι δυνατό να επηρεάσει τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού, όπως είναι δυνατό να επηρεαστεί από την κατάληξή τους. Το γεγονός αυτό δημιουργεί συνθήκες επηρεασμού ή και ανατροπής της παραδοσιακής κατανομής ισχύος στο κυπριακό λόγω του προβληματισμού ισχυρών περιφερειακών παραγόντων όπως το Ισραήλ και (μερικώς) οι ΗΠΑ έναντι της αναθεωρητικής ατζέντας εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Σε συνδυασμό με την ρευστότητα στην περιοχή μας εξ’ αιτίας των αποτελεσμάτων της «αραβικής άνοιξης», της συνεχιζόμενης κρίσης στη Συρία και της διαρκούς ανόδου του ισλαμικού στοιχείου, η Κύπρος και το Ισραήλ αποτελούν ίσως τους μοναδικούς παράγοντες σταθερότητας στην περιοχή.
Τυχόν επιβολή τουρκικής επικυριαρχίας επί της Κύπρου (ως αποτέλεσμα μιας ανάλογης λύσης του κυπριακού) θα ανέτρεπε αυτό το δεδομένο: θα καθιστούσε την Άγκυρα κυρίαρχη δύναμη επί των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις περεταίρω αύξησης του εκτοπίσματος και της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για όσες μεγάλες δυνάμεις διατηρούν συμφέροντα στο εν λόγω περιφερειακό τόξο.
Κατά συνέπεια, δεδομένων των όσων έχουν αναλυθεί πιο πάνω και, κυρίως, στην προηγούμενη παράγραφο, είναι σημαντικό να ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με το πώς οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις επηρεάζουν την ουσία του κυπριακού. Οι όροι επίλυσης του προβλήματος καθορίζονται όχι από τις εντός, αλλά από τις εκτός Κύπρου ισορροπίες. Βέβαια, το μέρος εκείνο που ευνοείται από αυτές τις ισορροπίες θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζει τους όρους επίλυσης του κυπριακού στις ισορροπίες της δεδομένης στιγμής. Μέχρι τώρα η Τουρκία παρουσιάζει αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα στο να πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα. Το παράδειγμά της θα πρέπει να αποτελεί φάρο καθοδήγησης για την Κυπριακή Δημοκρατία: η προσαρμογή των όρων επίλυσης του κυπριακού στα τωρινά περιφερειακά δεδομένα, τα οποία αντανακλούν μια κατανομή ισχύος που είναι ευνοϊκότερη παρά ποτέ για τα κυπριακά συμφέροντα, θα πρέπει να είναι ο απόλυτος στρατηγικός μας στόχος. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν νοείται η ανάπτυξη τακτικού σχεδιασμού επίλυσης του κυπριακού που να μην είναι συνιστώσα μιας ευρύτερης στρατηγικής για την ασφάλεια και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μιας στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη τα ευρύτερα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα και θα βασίζεται στην εισαγωγή εξωτερικών συντελεστών ισχύος, οι οποίοι θα επενεργούν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της μικρής Κυπριακής Δημοκρατίας με τα πενιχρά μέσα.
_____________________________________________________________________________________________________________________
(1) Kenneth N. Waltz, “Structural Realism after Cold War,” International Security 25 (2000): 13.
(2) John J. Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων (Αθήνα: Ποιότητα, 2007), 61-62, 78-83, 92.
(3) Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (New York: The Free Press, 1992).
(4) Samuel P. Huntington, The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order (New York: Simon & Schuster, 1996).
(5) Waltz, “Structural Realism after Cold War,” 13.
(6) Jacqueline De Romilly, Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός Ιμπεριαλισμός (Παπαδήμας: Αθήνα, 2004), 32-34. Αθανάσιος Πλατιάς, Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη (Αθήνα: Εστία, 2000), 62-63.
(7) Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική (Αθήνα: Ποιότητα/Princeton University Press, 2004), 165.
http://apopsi.com.cy/745
Από τη σύγκρουση των υπερδυνάμεων στη σύγκρουση των πολιτισμών
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνοδεύτηκε από σοβαρότατες
μεταβολές στη δομή και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Πλέον οι
δυνάμεις που είχαν την πρωτοκαθεδρία της ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο
ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Για πρώτη φορά
αποκρυσταλλώθηκε ένα σύστημα παγκόσμιου διπολισμού, στα πλαίσια του
οποίου οι δύο πόλοι αποτελούσαν τους πυρήνες αντίστοιχων συμμαχικών και
ιδεολογικών στρατοπέδων που χώρισαν την Ευρώπη στα δυο.Πέραν της διπολικής δομής του διεθνούς συστήματος, τεράστιας σημασίας για τη λειτουργία του ήταν και η επαναστατική αλλαγή στα μέσα που οι μεγάλες δυνάμεις είχαν πλέον στη διάθεσή τους: με την κατοχή του ατομικού και αργότερα του πυρηνικού όπλου, αλλά και με την κατασκευή του βαλλιστικού διηπειρωτικού πυραύλου, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ εμπλέκονταν σε μία σχέση «αμοιβαίας διασφαλισμένης καταστροφής». Και οι δύο γνώριζαν ότι μπορούσαν να καταστρέψουν αλλήλους, αλλά και τον πλανήτη ολόκληρο. Ταυτόχρονα, τόσο λόγω της διπολικής δομής η οποία συνίσταται στην υπερσυγκέντρωση ισχύος σε δύο πανίσχυρους πόλους, όσο και λόγω της κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής, οι δύο δυνάμεις εμπλέκονταν σε υπολογισμούς και στρατηγικές ασφαλείας οι οποίες συχνά –λόγω της έντασης στις μεταξύ τους σχέσεις, αποτέλεσμα του εξαιρετικά υψηλού διακυβεύματος- περιελάμβαναν το στοιχείο της υπερβολής: όπως εύστοχα παρατηρεί και ο κορυφαίος θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, Kenneth Waltz, χαρακτηριστικό του διπολισμού είναι η «υπερβολική αντίδραση» των μεγάλων δυνάμεων (overreaction).
(1) Παρά ταύτα, το γεγονός της αμοιβαίας κατοχής του πυρηνικού όπλου και η δεδηλωμένη ετοιμότητα χρήσης του από τις δύο υπερδυνάμεις απέτρεψε, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, μια ενδεχόμενη μετωπική αμερικανοσοβιετική σύγκρουση. Αντ’ αυτού, η ένταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων εκτονωνόταν σε περιφερειακό επίπεδο, με συγκρούσεις, παρεμβάσεις και καθεστωτικές ανατροπές ελάσσονος σημασίας, με εξαίρεση περιπτώσεις σοβαρών περιφερειακών αναφλέξεων όπως οι πόλεμοι στην Κορέα και στην Ινδοκίνα.
Μέσα στα πλαίσια που μόλις αναφέραμε οι δύο υπερδυνάμεις προέβαιναν σε επιλογές που επιβεβαίωναν τη βασική παραδοχή της σχολής σκέψης του πολιτικού ρεαλισμού σύμφωνα με την οποία στα πλαίσια του διεθνούς, κρατοκεντρικού και άναρχου διεθνούς συστήματος οι μεγάλες δυνάμεις δρουν ορθολογικά με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του οφέλους και την ελαχιστοποίηση του κόστους τους επί του σημαντικότερου διακυβεύματος που είναι η ασφάλεια. Επιπλέον, όπως θα υποστήριζε ένας άλλος σημαντικός θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, ο John Miersheimer, οι μεγάλες δυνάμεις επιδίδονται σε έναν ατέρμονο αγώνα συσσώρευσης ισχύος με στόχο την συγκριτική κατίσχυση επί του αντιπάλου, έχοντας υπόψη ότι οι προθέσεις του αντιπάλου είναι άγνωστες, όπως άγνωστες είναι και οι ποσότητες ισχύος που απαιτούνται για τη μεγιστοποίηση της ασφάλειάς τους.
(2) Η επιβεβαίωση της πιο πάνω θεωρητικής προσέγγισης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υπογραμμίζει και τη σημασία της γεωπολιτικής: η εδραίωση του κρατοκεντρικού χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, η ύπαρξη δύο ιδεολογικά και γεωγραφικά προσδιορισμένων ανταγωνιστικών στρατοπέδων και η οργάνωση της στρατιωτικής ισχύος γύρω από το πυρηνικό όπλο καθιστούσαν τον παράγοντα γεωγραφία –και άρα τη γεωπολιτική- υψίστης σημασίας.
Οι κυρίαρχες αντιλήψεις για το δομή και το μοντέλο οργάνωσης του διεθνούς συστήματος μεταβλήθηκαν σε σημαντικό βαθμό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατέλειπαν ένα μονοπολικό διεθνές σύστημα στα πλαίσια του οποίου η μία εναπομείνασα υπερδύναμη απολάμβανε ενός πρωτοφανούς χάσματος ισχύος και μιας παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας άνευ προηγουμένου. Ο παράγοντας γεωγραφία έπαψε να επηρεάζει τους στρατηγικούς υπολογισμούς των κρατών στο βαθμό που αυτό συνέβαινε κατά το παρελθόν, καθ’ ότι δεν υπήρχαν δεδηλωμένα αντίπαλα στρατόπεδα. Επικράτησαν δε αντιλήψεις περί ενός εντελώς νέου διεθνούς συστήματος, στα πλαίσια του οποίου θα εξέλειπαν οι διακρατικές συγκρούσεις και οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας επικράτησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του δυτικού καταναλωτικού προτύπου.
Σύμφωνα με την τολμηρή πρόταση του Αμερικανοϊάπωνα οικονομολόγου Φράνσις Φουκουγιάμα, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνιστούσε –λόγω της παγκόσμιας κατίσχυσης του δυτικού μοντέλου δημοκρατίας και οικονομίας- το τέλος της σύγκρουσης των ιδεολογιών και, άρα, το τέλος της ιστορίας. (3) Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνοδεύτηκε από σημαντικότατες και ελπιδοφόρες διεθνείς εξελίξεις όπως η επανένωση της Γερμανίας και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), γεγονότα που προκαλούσαν ευφορία στο δυτικό κόσμο. Σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση του διεθνούς συστήματος πρυτάνευσαν νεωτερικές (και ενίοτε επικίνδυνες) αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες τα ατομικά δικαιώματα θα έπρεπε να θεωρούνται υπέρτερα της κρατικής κυριαρχίας, η οποία σχετικοποιήθηκε σε βαθμό που πολλές φορές παραβιάστηκε υπό το μανδύα μιας περίεργης αντίληψης περί δικαίου, όπως στην περίπτωση της νατοϊκής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία κατά τη δεκαετία του ’90.
Πίσω από κάθε εξέλιξη παρόμοιας φύσεως βρισκόταν η μία εναπομείνασα υπερδύναμη, ενώ μπροστά προέβαλλε ένας –συχνά θολός- μανδύας διεθνούς νομιμοποίησης ο οποίος βασιζόταν στις αρχές της διάδοσης της δημοκρατίας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δε γεωπολιτική προσέγγιση ατόνισε εξ’ αιτίας της προαναφερθείσας μεταβολής των αντιλήψεων περί γεωγραφίας, κυρίως όμως εξ’ αιτίας του χάσματος ισχύος που δεν άφηνε πολλά περιθώρια στρατηγικών υπολογισμών στις μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις. Επιπλέον, η υποκριτική ανάγκη περί ανθρωπιστικής και δημοκρατικής νομιμοποίησης της κάθε διεθνούς δραστηριότητας σύμφωνα με την οποία οι παραδοσιακές διακρατικές συγκρούσεις ήταν πλέον ξεπερασμένες, επιβλήθηκε από τη νέα τάξη πραγμάτων, γνωστή και ως Pax Americana.
Εν τούτοις, σύντομα η ανθρωπότητα θα έμενε εμβρόντητη έναντι μιας νέας ιδεολογικής θύελλας, η οποία θα έστελλε άπαξ διά παντός το έργο του Φουκουγιάμα στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Θα δικαίωνε όμως σε σημαντικό βαθμό ένα δάσκαλό του, το Σάμιουελ Χάντιγκτον, ο οποίος προέβλεψε αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ότι η ανθρωπότητα όχι μόνο δε θα γαλήνευε, αλλά όδευε προς μια μεγάλη σύγκρουση πολιτισμών. (4) Η άνευ προηγουμένου τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ αποτέλεσε την πλέον ισχυρή ένδειξη αυτής της επιβεβαίωσης. Πλέον η παραδοσιακή γεωπολιτική έδινε οριστικά τη θέση της σε μια νέα οπτική περί ασφαλείας. Οι μεγάλες δυνάμεις –και γενικότερα ο κόσμος- δεν προσανατολίζονταν πλέον προς τη διακρατική σύγκρουση, αλλά προς την αντιμετώπιση της ασύμμετρης απειλής της ισλαμικής τρομοκρατίας η οποία έμοιαζε να βρίσκεται παντού και πουθενά. Η αμερικανική επίθεση κατά του Αφγανιστάν, η οποία αποσκοπούσε στην ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν και στη φυσική εξολόθρευση της ηγεσίας της Αλ Κάιντα, έτυχε υποστήριξης ή ανοχής από όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένης της Ρωσίας και του Ιράν.
Η επιστροφή της γεωπολιτικής και η νέα τάξη πραγμάτων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή
Κάτι τέτοιο όμως δε θα συνέβαινε δύο χρόνια αργότερα, όταν η
αμερικανική κυβέρνηση των νεοσυντηρητικών και τα γεράκια του Πενταγώνου
έστρεφαν τα βέλη τους προς το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Η υπερφίαλη
εισβολή στο Ιράκ, τα προβαλλόμενα αίτια της οποίας σύντομα αποδείχτηκαν
παντελώς αβάσιμα, προκάλεσε τεράστιο κόστος στις ΗΠΑ τόσο υλικό, όσο και
σε επίπεδο πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου. Όπως εύστοχα
υποστήριζε τρία χρόνια προηγουμένως ο Kenneth Waltz, χαρακτηριστικό των
μονοπολικών συστημάτων είναι η υπερεπέκταση (overextension).(5) Η επίθεση στο Ιράκ συνιστούσε κλασική περίπτωση στρατηγικής υπερεπέκτασης, δηλαδή εξάπλωσης της στρατηγικής στοχοθεσίας μιας δύναμης σε βαθμό που να μην μπορεί να υποστηριχθεί από τα διατιθέμενα μέσα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εκλογή ενός Προέδρου –του Μπαράκ Ομπάμα- που αντιτίθετο στη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος, αλλά και με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οδήγησε σταδιακά στην υποχώρηση των ΗΠΑ από τις διεθνείς τους δεσμεύσεις, κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η εξέλιξη αυτή των γεγονότων δημιούργησε αναπόδραστα ένα κενό ισχύος στο διεθνές σύστημα. Ταυτόχρονα, ο αμείλικτος νόμος της άνισης ανάπτυξης, τον οποίο πρώτος μας περιγράφει ο Θουκυδίδης (6) και με επιστημονική αρτιότητα μας αναλύει ο οικονομολόγος και διεθνολόγος Robert Gilpin, (7) οδηγεί αργά αλλά σταθερά σε μία σημαντική παγκόσμια ανακατανομή ισχύος. Μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα αναζητούν νέους, αναβαθμισμένους παγκόσμιους ρόλους. Ταυτόχρονα, μεσαίες δυνάμεις όπως η Τουρκία και το Ιράν αναζητούν το δικό τους, περιφερειακό ρόλο. Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται σταδιακά συνασπισμοί δυνάμεων τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, στα πλαίσια των οποίων αντικατοπτρίζεται η νέα, υπό διαμόρφωση παγκόσμια κατανομή ισχύος. Κατά τα φαινόμενα, το μονοπολικό διεθνές σύστημα εξελίσσεται σταθερά σε πολυπολικό. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ, παρά την υποχώρησή τους, παραμένουν το ισχυρότερο κράτος στον πλανήτη τόσο οικονομικά, όσο και –κυρίως- στρατιωτικά.
Θα πρέπει όμως να μοιραστούν την ηγεσία του διεθνούς συστήματος με άλλες μεγάλες δυνάμεις. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα –με το οποίο συμφωνούν πλήθος έγκυρων αναλυτών- ότι η γεωπολιτική επιστρέφει τόσο στις διεθνολογικές αναλύσεις, όσο και στους στρατηγικούς υπολογισμούς των κρατών. Αυτή τη φορά βέβαια, σε αντίθεση με την περίοδο των «δύο κόσμων» του Ψυχρού Πολέμου, το διεθνές σύστημα διέπεται από έντονη οικονομική αλληλεξάρτηση. Το γεγονός αυτό φιλτράρει κάπως της διακρατικές συγκρουσιακές τάσεις και μειώνει την πιθανότητα επαναφοράς των εντάσεων και των υπερβολικών αντιδράσεων εκείνης της περιόδου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εμφάνιση περιφερειακών αποσταθεροποιητικών τάσεων, ή ακόμα και μιας μείζονος παγκόσμιας αποσταθεροποίησης στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση οι μεγάλες δυνάμεις ασχολούνται ξανά η μια με την άλλη, επιδιώκοντας συγκριτικά κέρδη και επανασχεδιάζοντας τις στρατηγικές τους σε ό,τι αφορά στον τομέα της ασφάλειας. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να μιλάμε για μια νέα γεωπολιτική συγκυρία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κατακλυσμιαίες εξελίξεις λαμβάνουν διαρκώς χώρα σε ό,τι αφορά στην κατανομή ισχύος και τη διάταξη δυνάμεων και συμφερόντων στην περιοχή μας, δηλαδή στο περιφερειακό τόξο Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής. Τρεις εξελίξεις τείνουν να μορφοποιούν με συγκεκριμένο τρόπο το νέο περιφερειακό υποσύστημα: η υποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή και το συνεπαγόμενο κενό ισχύος, η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» και η ανεύρεση υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Λεβαντίνης.
Αναφορικά με την υποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αναπόδραστα αυτή κατέλειπε ένα σημαντικό κενό ισχύος καθ’ ότι από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και πριν από μερικά χρόνια αποτελούσαν αδιαμφισβήτητη δύναμη πρωτοκαθεδρίας στην περιφέρειά μας. Η σταδιακή φθορά όμως που υπέστησαν λόγω των δύο αιματηρών πολέμων της προηγούμενης δεκαετίας και η μοιραία απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν δημιούργησε μια νέα κατανομή ισχύος στην περιφέρεια. Ως αποτέλεσμα, έλαβαν χώρα εξελίξεις που θα ήταν πολύ δύσκολο να συμβούν αν ίσχυε η αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η άνοδος του τουρκικού και του ιρανικού ηγεμονισμού, η τουρκοϊσραηλινή διένεξη και ο διαφαινόμενος διαμελισμός του Ιράκ. Επιπλέον, η Ρωσία διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή, ενώ δύο στρατόπεδα κρατών με συγκρουόμενα συμφέροντα μάχονται για την κάλυψη του κενού ισχύος: από τη μια η Τουρκία, το Κατάρ, η Χαμάς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και σε κάποιο βαθμό το Ιράν και οι εξαρτώμενες από αυτό σιιτικές ομάδες. Από την άλλη οι παραδοσιακές μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας, η Αίγυπτος (μετά την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι) και διακριτικά το Ισραήλ.
Ταυτόχρονα, κατά την ίδια χρονική περίοδο, έλαβε χώρα στην περιοχή μας η λεγόμενη «αραβική άνοιξη», η εξέγερση των λαών αραβικών κρατών στη Β. Αφρική και τη Μ. Ανατολή, η οποία είχε αλυσιδωτό χαρακτήρα. Σε Τυνησία και Λιβύη επήλθαν αντίστοιχες ανατροπές των καθεστώτων, στη δεύτερη μετά από νατοϊκή επέμβαση. Η Αίγυπτος σύρθηκε σε παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, ενώ ανατρεπτικές τάσεις αντιμετώπισαν και τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου. Η δε Συρία τελεί ακόμη σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου για τέταρτη συνεχή χρονιά, ενώ ο διαμελισμός της χώρας είναι μάλλον αναπόφευκτος. Μέσα από αυτήν την κρίση αναδείχθηκε η ενδομουσουλμανική σύγκρουση μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, ενώ εκτράφηκαν ακραίες φονταμενταλιστικές ομάδες με κυριότερη το λεγόμενο «Ισλαμικό Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε». Σε κάθε περίπτωση, οι αρχικές ελπίδες των δυτικών ότι οι εξεγέρσεις των Αράβων θα οδηγούσαν σε εκδημοκρατισμό και σταθεροποίηση της περιοχής διαψεύστηκαν παταγωδώς.
Τέλος, η επιβεβαιωμένη ανεύρεση υδρογονανθράκων είναι άλλη μια εξέλιξη που συνδιαμορφώνει τα γεωπολιτικά δεδομένα στην περιοχή μας. Ισραήλ, Λίβανος, Αίγυπτος, Γάζα και Κύπρος συμμετέχουν στο παζλ του υποθαλάσσιου ενεργειακού δυναμικού της λεκάνης Λεβαντίνης, ενώ η Τουρκία επιχειρεί να μπει σφήνα αμφισβητώντας την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αποκλειστική της οικονομική ζώνη. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν μένουν αμέτοχες έναντι αυτών των εξελίξεων. Από τη μια, ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες έχουν εμπλακεί στην εξόρυξη και εκμετάλλευση αυτού του πλούτου. Από την άλλη η ΕΕ επείγεται για ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, κυρίως μετά την απόσχιση της Κριμαίας και την ευρύτερη αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί προοπτικές σοβαρότατης αναβάθμισης του ενεργειακού διαδρόμου Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, στον οποίο υπολογίζει φανερά πλέον η Ευρώπη. Οι δε ΗΠΑ επίσης ενδιαφέρονται για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, αφού η διαρκής ενεργειακή τροφοδοσία της Γηραιάς Ηπείρου αποτελεί πάγιο συμφέρον τους. Επιθυμούν όμως οι ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή να οδηγήσουν σε μια νέα ισορροπία, στα πλαίσια ενός modus vivendi στο οποίο θα συμμετέχει και η Τουρκία, έτσι ώστε να μην διασαλευθούν οι ευρύτερες συμμαχικές ισορροπίες εν όψει και μιας ενδεχόμενης στρατηγικής ανάγκης αναβίωσης του δόγματος της ανάσχεσης της Ρωσίας.
Η νέα γεωπολιτική συγκυρία, τα νέα περιφερειακά δεδομένα και η Κύπρος
Η νέα γεωπολιτική συγκυρία αναμφίβολα αναβαθμίζει τον περιφερειακό
ρόλο της Κυπριακής Δημοκρατίας για δύο λόγους: πρώτον διότι σε ένα
περιβάλλον ρευστότητας, θρησκευτικού φανατισμού και συγκρούσεων η
Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί μια όαση σταθερότητας, παρά τα σοβαρά
προβλήματα που αντιμετωπίζει. Δεύτερον, διότι έχει μια πολύ μεγάλη ΑΟΖ
κατ’ αναλογία του γεωγραφικού της μεγέθους και η όποια διευθέτηση περί
εκμετάλλευσης και μεταφοράς του ενεργειακού πλούτου της περιοχής θα
πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις κυπριακές επιθυμίες. Αργά αλλά σταθερά, η
Κυπριακή Δημοκρατία καθίσταται ένας μικρός αλλά σημαντικός περιφερειακός
παίχτης. Εν τούτοις, ο τουρκικός ηγεμονισμός και το άλυτο κυπριακό
πρόβλημα –σε συνδυασμό με την παραδοσιακή έλλειψη θεσμοθετημένου
στρατηγικού σχεδιασμού- αποτελούν αγκάθια που εμποδίζουν την
κεφαλαιοποίηση αυτής της αναβάθμισης.Ένα βασικό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξαγάγει από τη μελέτη της ιστορίας του κυπριακού προβλήματος είναι ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει τις διαδικασίες επίλυσης του προβλήματος στα κατά καιρούς διεθνή δεδομένα, τα οποία παραδοσιακά την ευνοούσαν λόγω της υψηλής στρατηγικής της αξίας για τη δύση. Οι κατά καιρούς όροι επίλυσης του κυπριακού, όπως αυτοί παρουσιάζονταν σε προτάσεις, ιδέες και σχέδια λύσης, αντανακλούσαν μια κατανομή ισχύος στο ευνοϊκή για την Τουρκία εξ’ αιτίας της δυτικής (κυρίως αμερικανικής) στήριξης της οποίας αυτή απολάμβανε. Ποτέ στο παρελθόν η Τουρκία δεν πορεύθηκε στο κυπριακό χωρίς τη στήριξη ή την ανοχή του αμερικανικού παράγοντα. Σήμερα όμως, το διεθνές σύστημα είναι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν πλέον «στρατόπεδα», όπως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ούτε και ένας παγκοσμίως ασυναγώνιστος πόλος, όπως κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία αναβαθμίζεται ο ρόλος του περιφερειακού υποσυστήματος έναντι του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς σύστηματος. Το δε κυπριακό καθίσταται περιφερειακό πρόβλημα καθ΄ότι το περιεχόμενο της λύσης του δεν θα επηρεάσει μόνο τα της Κύπρου, αλλά και την ευρύτερη περιφέρεια.
Η περιφερειακή κατανομή ισχύος στο τόξο Ανατολικής Μεσογείου-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής είναι δυνατό να επηρεάσει τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού, όπως είναι δυνατό να επηρεαστεί από την κατάληξή τους. Το γεγονός αυτό δημιουργεί συνθήκες επηρεασμού ή και ανατροπής της παραδοσιακής κατανομής ισχύος στο κυπριακό λόγω του προβληματισμού ισχυρών περιφερειακών παραγόντων όπως το Ισραήλ και (μερικώς) οι ΗΠΑ έναντι της αναθεωρητικής ατζέντας εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Σε συνδυασμό με την ρευστότητα στην περιοχή μας εξ’ αιτίας των αποτελεσμάτων της «αραβικής άνοιξης», της συνεχιζόμενης κρίσης στη Συρία και της διαρκούς ανόδου του ισλαμικού στοιχείου, η Κύπρος και το Ισραήλ αποτελούν ίσως τους μοναδικούς παράγοντες σταθερότητας στην περιοχή.
Τυχόν επιβολή τουρκικής επικυριαρχίας επί της Κύπρου (ως αποτέλεσμα μιας ανάλογης λύσης του κυπριακού) θα ανέτρεπε αυτό το δεδομένο: θα καθιστούσε την Άγκυρα κυρίαρχη δύναμη επί των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις περεταίρω αύξησης του εκτοπίσματος και της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για όσες μεγάλες δυνάμεις διατηρούν συμφέροντα στο εν λόγω περιφερειακό τόξο.
Κατά συνέπεια, δεδομένων των όσων έχουν αναλυθεί πιο πάνω και, κυρίως, στην προηγούμενη παράγραφο, είναι σημαντικό να ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με το πώς οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις επηρεάζουν την ουσία του κυπριακού. Οι όροι επίλυσης του προβλήματος καθορίζονται όχι από τις εντός, αλλά από τις εκτός Κύπρου ισορροπίες. Βέβαια, το μέρος εκείνο που ευνοείται από αυτές τις ισορροπίες θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζει τους όρους επίλυσης του κυπριακού στις ισορροπίες της δεδομένης στιγμής. Μέχρι τώρα η Τουρκία παρουσιάζει αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα στο να πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα. Το παράδειγμά της θα πρέπει να αποτελεί φάρο καθοδήγησης για την Κυπριακή Δημοκρατία: η προσαρμογή των όρων επίλυσης του κυπριακού στα τωρινά περιφερειακά δεδομένα, τα οποία αντανακλούν μια κατανομή ισχύος που είναι ευνοϊκότερη παρά ποτέ για τα κυπριακά συμφέροντα, θα πρέπει να είναι ο απόλυτος στρατηγικός μας στόχος. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν νοείται η ανάπτυξη τακτικού σχεδιασμού επίλυσης του κυπριακού που να μην είναι συνιστώσα μιας ευρύτερης στρατηγικής για την ασφάλεια και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μιας στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη τα ευρύτερα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα και θα βασίζεται στην εισαγωγή εξωτερικών συντελεστών ισχύος, οι οποίοι θα επενεργούν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της μικρής Κυπριακής Δημοκρατίας με τα πενιχρά μέσα.
_____________________________________________________________________________________________________________________
(1) Kenneth N. Waltz, “Structural Realism after Cold War,” International Security 25 (2000): 13.
(2) John J. Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων (Αθήνα: Ποιότητα, 2007), 61-62, 78-83, 92.
(3) Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man (New York: The Free Press, 1992).
(4) Samuel P. Huntington, The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order (New York: Simon & Schuster, 1996).
(5) Waltz, “Structural Realism after Cold War,” 13.
(6) Jacqueline De Romilly, Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός Ιμπεριαλισμός (Παπαδήμας: Αθήνα, 2004), 32-34. Αθανάσιος Πλατιάς, Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη (Αθήνα: Εστία, 2000), 62-63.
(7) Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική (Αθήνα: Ποιότητα/Princeton University Press, 2004), 165.
http://apopsi.com.cy/745