Ο επισπεύδων σε αυτήν τη νέα διαπραγματευτική προσπάθεια είναι οι ΗΠΑ και, δευτερευόντως, η Ε.Ε., που θέλουν να κλείσουν τις συγκριτικά ευκολότερες εκκρεμότητες στην Ανατολική Μεσόγειο ενόψει των τεκτονικών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα σε Συρία και Ιράκ (αλλά και με το Παλαιστινιακό, την εσωτερική κατάσταση στην Αίγυπτο, καθώς και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν σε εκκρεμότητα). Αλλά και η Αγκυρα δεν θα έλεγε «όχι» σε μια λύση κοντά στις πάγιες επιδιώξεις της (δηλαδή τη διατήρηση του ελέγχου στη στρατηγικής σημασίας νήσο), που παράλληλα θα επέτρεπε και τη συμμετοχή της στο ενεργειακό παιγνίδι της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι διακοινοτικές συνομιλίες βρίσκονται στο στάδιο της κατάθεσης προτάσεων από τις δύο πλευρές -ενώ δεν λείπει και η συνήθης επίρριψη ευθυνών στην άλλη πλευρά- και μετά θα ακολουθήσει η ουσιαστική διαπραγμάτευση. Ωστόσο, τα πάντα θα παραμείνουν σε εκκρεμότητα λόγω των επικείμενων προεδρικών εκλογών στην Τουρκία και εν συνεχεία την επιλογή νέου πρωθυπουργού σε περίπτωση που ο Ταγίπ Ερντογάν κερδίσει τις εκλογές. Στη συνέχεια, ο κ. Ερντογάν θα πρέπει να αποφασίσει αν θα κάνει μια χειρονομία καλής θέλησης προς τις ΗΠΑ, που αναμένεται να αυξήσουν τις πιέσεις για εκατέρωθεν συμβιβαστικές κινήσεις στο Κυπριακό. Το ερώτημα είναι βεβαίως μέχρι ποιού σημείου είναι διατεθειμένοι και ικανοί να πιέσουν οι Αμερικανοί, ενόψει των πιθανών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, που θα μπορούσαν δυνητικά ακόμη και να μεταβάλουν τον πολιτικό χάρτη της περιοχής. Επιπλέον, η επιδείνωση των σχέσεων Ε.Ε.-Τουρκίας αφαιρεί ένα σημαντικό κίνητρο για την Αγκυρα να συναινέσει στην επίλυση του Κυπριακού.
Οι διαπραγματεύσεις επικεντρώνονται σε πέντε βασικά ζητήματα: το εδαφικό, την ασφάλεια, το πολιτειακό, τους εποίκους και τις περιουσίες. Παρά τα σημαντικά προβλήματα και τις διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές (ιδιαίτερα όσον αφορά το εδαφικό -με την τουρκική υπαναχώρηση για την επιστροφή της Μόρφου-, το ζήτημα των εγγυήσεων -και εδώ η Αθήνα δεν μπορεί να παραμείνει απούσα- και τις περιουσίες), οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι υπάρχουν λύσεις που ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες και επιδιώξεις των δύο πλευρών. Επιπλέον, κινήσεις όπως, π.χ., η επιστροφή των Βαρωσίων, το άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών και αεροδρομίων σε κυπριακά πλοία και αεροσκάφη, η μείωση των τουρκικών δυνάμεων, το ξεμπλοκάρισμα αριθμού κεφαλαίων στις διαπραγματεύσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, η εισδοχή της Κύπρου στον νατοϊκό Συνεταιρισμό για την Ειρήνη (PfP), η πραγματοποίηση απευθείας εμπορίου με τις χώρες της Ε.Ε. μέσω του λιμένα της Αμμοχώστου (σε συνδυασμό με την επίσημη δέσμευση της κυπριακής κυβέρνησης ότι και οι δύο κοινότητες θα ωφεληθούν αναλογικά από τον ενεργειακό πλούτο της νήσου, εφόσον επιλυθεί το Κυπριακό, χωρίς, ωστόσο, να μπει το ενεργειακό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων) θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση της εμπιστοσύνης, να ανοίξουν τον δρόμο για μια ουσιαστική διαπραγμάτευση και να προετοιμάσουν το έδαφος για την επανένωση της νήσου.
Ακόμη όμως και αν οι δύο πλευρές κατάφερναν να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, κάθε πιθανή λύση θα πρέπει να πληροί το κριτήριο της αποδοχής, κατόπιν υπεύθυνης ενημέρωσης και νηφάλιας δημόσιας συζήτησης, από μια καθαρή πλειοψηφία σε κάθε κοινότητα. Η εμπειρία του 2004 δείχνει ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι απλή υπόθεση για τους Ελληνοκυπρίους, ακόμη κι αν έχει προηγηθεί μια νηφάλια και ουσιαστική συζήτηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων μιας λύσης. Αν προσπαθήσει κανείς να αξιολογήσει τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, στα θετικά πρέπει να προσμετρηθούν το ότι ο Αντρος Κυπριανού και το ΑΚΕΛ έχουν επισήμως τοποθετηθεί υπέρ μιας λύσης (παρά τη διαφωνία σε τυχόν εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων) και η στροφή των Τουρκοκυπρίων προς λύση (σύμφωνα με ανάλυση των «Φίλων της Κύπρου εις την Αγγλία» σχετικά με τα αποτελέσματα δημοτικών εκλογών και τις πολιτικές εξελίξεις στα Κατεχόμενα). Επίσης, πρόσφατη μελέτη του PRIO υποστηρίζει ότι θα υπάρχουν οικονομικά οφέλη και για τις δύο κοινότητες (αρκεί βεβαίως η λύση να είναι βιώσιμη). Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει προετοιμασία της ελληνοκυπριακής κοινής γνώμης για ένα σχέδιο λύσης που αναπόφευκτα θα εμπεριέχει ορισμένα στοιχεία από το Σχέδιο Ανάν, ενώ τίθεται και το ερώτημα αν η οικονομική αποδυνάμωση Αθήνας και Λευκωσίας καθιστά απαγορευτική μια επιτυχημένη διαπραγμάτευση.
Η κρίσιμη περίοδος θα είναι το πρώτο εξάμηνο του 2015 (αν φυσικά οι μαξιμαλιστικές επιδιώξεις και οι συνήθεις δυσκολίες αποδοχής μιας συμβιβαστικής λύσης δεν προκαλέσουν πρόωρο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων). Καρδιά του προβλήματος παραμένει η διάθεση των δύο κοινοτήτων να ξαναδοκιμάσουν τη δύσκολη εμπειρία της συμβίωσης και η απροθυμία της Αγκυρας να χαλαρώσει τον ασφυκτικό έλεγχό της επί (τμήματος) της νήσου. Υστερα από τόσα χρόνια διαμάχης και δαιμονοποίησης της άλλης πλευράς, χρειάζεται να πειστούν οι Κύπριοι και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής ότι η προτεινόμενη λύση θα είναι λειτουργική, βιώσιμη και προτιμότερη από τη συνέχιση της διχοτόμησης. Χωρίς διάθεση υπεκφυγής ή μετατόπισης των ευθυνών, σε ένα τέτοιο ζήτημα η Ελλάδα οφείλει να συμβουλεύσει και υποχρεούται να βοηθήσει, αλλά μόνο οι Ελληνοκύπριοι δικαιούνται να αποφασίσουν.
*Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.