Λονδίνο του Ισαάκ Α. Καριπίδη
«Θα θέλαμε να επιτρέψετε στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο για να επέμβουν στο νησί». Αυτό ζητάει σαφέστατα και επανειλημμένα ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ από τον Βρετανό ομόλογό του, Χάρολντ Ουίλσον, το βράδυ της 17ης Ιουλίου του 1974 μέσα στην Ντάουνινγκ Στριτ, εδώ στο Λονδίνο.
Την πληροφορία επιβεβαιώνει σχετικό απόρρητο έγγραφο της εποχής εκείνης, που σήμερα παρουσιάζει η «Εφ.Συν.». Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που η εν λόγω ιστορική συνάντηση βλέπει το φως της δημοσιότητας.
Οι βρετανικές βάσεις
«Είναι μια ιστορική στιγμή να χρησιμοποιηθούν οι βάσεις για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Ολοι, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης, θα δουν θετικά μια τέτοια ενέργεια, η οποία εκτός των άλλων θα δικαιώσει και τη βρετανική στρατιωτική παρουσία στο νησί», υπογραμμίζει στον Βρετανό ομόλογο του ο Τούρκος πρωθυπουργός. «Διαφορετικά, θα πρέπει να δράσουμε μόνοι μας, και μάλιστα σύντομα, καθώς αργότερα τα πράγματα θα είναι χειρότερα και πιο αιματηρά», λέει ο Ετζεβίτ στον Ουίλσον.Ο Τούρκος πρωθυπουργός φοβάται, όπως τουλάχιστον επισημαίνει στην εν λόγω συνάντηση, «πως το πραξικόπημα στην Κύπρο έχει ένα και μόνο σκοπό: να ενώσει τη Μεγαλόνησο με την Ελλάδα». Γι’ αυτό, όπως λέει, «δεν θα πρέπει να ριζώσει το νέο καθεστώς και η αντίδραση πρέπει να είναι άμεση».
Οι Βρετανοί με τη σειρά τους αρνούνται κατηγορηματικά να επιτρέψουν στις τουρκικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις τους, παρά την ασφυκτική πίεση που δέχονται από την τουρκική πλευρά. Υποστηρίζουν πως «μια τέτοια πράξη θα αποτελούσε ευθεία παραβίαση της συνθήκης εγγυήσεων που έχουν υπογράψει οι εγγυήτριες δυνάμεις».
Ο Ετζεβίτ δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί και άλλες φορές, σε αυτή την πολύωρη συνάντηση, να πείσει τους Βρετανούς να συνδράμουν σε μια στρατιωτική επέμβαση. Οταν βλέπει, όμως, πως δεν έχει καμιά ελπίδα, ζητάει από τους συνομιλητές του «τουλάχιστον να μη φέρουν εμπόδια στους Τούρκους και παράλληλα να πείσουν τις ΗΠΑ να κάνουν το ίδιο». Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλαχαν, που βρίσκεται παρών, του απαντά ότι «αυτό είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε η Βρετανία να κάνει». Σε γενικές γραμμές, όπως προκύπτει από τη μελέτη των απόρρητων εγγράφων του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών της εποχής εκείνης, οι Βρετανοί φαίνεται να κατανοούν τα επιχειρήματα του Ετζεβίτ, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι διατεθειμένοι να συνδράμουν στρατιωτικά στα σχέδια των Τούρκων. Μεταξύ των παρευρισκόμενων στη συνάντηση αυτή, που κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 18η Ιουλίου, βρισκόταν εκτός των άλλων και ο Χασάν Ισίκ. Ο Τούρκος υπουργός Αμυνας και προσωρινός υπουργός Εξωτερικών της χώρας.
Κατά τα λοιπά, η 17η Ιουλίου είναι μια μέρα με έντονη κινητικότητα. Δεν είναι μόνο η πρωτοφανής σε όγκο ανταλλαγή τηλεγραφημάτων, αλλά και οι συναντήσεις που έχει από το πρωί ο Βρετανός πρωθυπουργός. Το μεσημέρι αυτής της μέρας, λίγο πριν δει τον Τούρκο ομόλογό του, ο Ουίλσον συναντά τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που μόλις πριν από δύο μέρες έχει γλιτώσει από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς και τέθηκε σε εφαρμογή από τους Ελληνες αξιωματικούς που υπηρετούν στην Ελληνική Φρουρά», τονίζει μεταξύ άλλων ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος στον Βρετανό πρωθυπουργό. Ο Χάρολντ Ουίλσον, αφού δείχνει να συμμερίζεται τις απόψεις του αρχιεπισκόπου, του προτείνει να πει στο διάγγελμά του πως το πραξικόπημα της Κύπρου «είχε χαρακτηριστικά εισβολής».
Πράγμα που ο Μακάριος κάνει στις 19 Ιουλίου από την έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Σήμερα κάποιοι ιστορικοί «κατηγορούν» τον αρχιεπίσκοπο ότι η ομιλία του αυτή ήταν «πρόσκληση» προς του Τούρκους να εισβάλουν στο νησί.
Η Ελλάδα του 1974 είναι μια χώρα απομονωμένη από τη διεθνή κοινότητα, κυρίως εξαιτίας της δικτατορίας. Από τις εκθέσεις που στέλνουν οι Βρετανοί διπλωμάτες της εποχής στο Φόρεϊν Οφις φαίνεται ξεκάθαρα πως αντιμετωπίζουν το καθεστώς Ιωαννίδη με εξαιρετικά υποτιμητικό τρόπο, χαρακτηρίζοντάς το «γενικά ανίκανο». Οπως τονίζουν, «όλες οι διπλωματικές προσπάθειες που γίνονται από τρίτους για λύσεις στα διεθνή προβλήματα της Ελλάδος, πέφτουν στο κενό».
Δυτικοί φόβοι για Μακάριο
Οσο αφορά την Τουρκία, οι Βρετανοί είναι πεπεισμένοι ότι κουμάντο δεν κάνει ο πρωθυπουργός, αλλά οι στρατιωτικοί, οι οποίοι «διατηρούν πολύ καλές σχέσεις με τη Δύση», όπως υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά.
Ο ψυχρός πόλεμος την εποχή εκείνη βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ετσι οι Δυτικοί, και κυρίως οι Αμερικανοί, δεν βλέπουν με καλό μάτι την πολιτική που ακολουθεί ο Μακάριος. Κυρίως φοβούνται τις επεκτατικές διαθέσεις των Ρώσων, αλλά παράλληλα νοιάζονται και για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου. Από την άλλη οι Βρετανοί ενδιαφέρονται κυρίως για τις στρατιωτικές βάσεις και τους Βρετανούς υπηκόους στο νησί, που την εποχή εκείνη υπολογίζονταν σε 23.000.
Οπως προκύπτει από τα τηλεγραφήματα, η Δύση φοβάται ότι η Κύπρος μπορεί να εξελιχθεί σε Κούβα της Μεσογείου και συχνά δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για τον «κόκκινο παπά» ή τον «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου», όπως αποκαλούν τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Τα ανοίγματα που κάνει ο τελευταίος προς τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και η άρνησή του να συμβιβαστεί με την αμερικανική πολιτική «εξοργίζουν» τον Κίσιντζερ, τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ. «Ο Κίσιντζερ απορεί γιατί εμείς θέλουμε να κινηθούμε τόσο γρήγορα (για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κύπρο) και δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μακάριο. Υπογραμμίζει πως υπάρχει ο κίνδυνος να κάνουμε τη δουλειά του αντί γι’ αυτόν, χωρίς τον έχουμε στο χέρι. Είναι λάθος να δεσμευτούμε τώρα έναντί του (του Μακάριου) και έτσι να περιορίσουμε τις επιλογές μας», γράφει χαρακτηριστικά σε έκθεσή του ο Βρετανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον, Πίτερ Ραμσπόθαμ, έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως, όπως προκύπτει από τα υπόλοιπα τηλεγραφήματα και τις αναφορές των Βρετανών διπλωματών, τόσο ο Μακάριος κι ο Ετζεβίτ όσο και ο Βρετανοί με τους Αμερικανούς είναι πεπεισμένοι, από την πρώτη στιγμή, ότι πίσω από το πραξικόπημα της Κύπρου βρίσκεται το καθεστώς του Ιωαννίδη.isaac@karipidis.com
«Θα θέλαμε να επιτρέψετε στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο για να επέμβουν στο νησί». Αυτό ζητάει σαφέστατα και επανειλημμένα ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ από τον Βρετανό ομόλογό του, Χάρολντ Ουίλσον, το βράδυ της 17ης Ιουλίου του 1974 μέσα στην Ντάουνινγκ Στριτ, εδώ στο Λονδίνο.
Την πληροφορία επιβεβαιώνει σχετικό απόρρητο έγγραφο της εποχής εκείνης, που σήμερα παρουσιάζει η «Εφ.Συν.». Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που η εν λόγω ιστορική συνάντηση βλέπει το φως της δημοσιότητας.
Οι βρετανικές βάσεις
«Είναι μια ιστορική στιγμή να χρησιμοποιηθούν οι βάσεις για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Ολοι, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης, θα δουν θετικά μια τέτοια ενέργεια, η οποία εκτός των άλλων θα δικαιώσει και τη βρετανική στρατιωτική παρουσία στο νησί», υπογραμμίζει στον Βρετανό ομόλογο του ο Τούρκος πρωθυπουργός. «Διαφορετικά, θα πρέπει να δράσουμε μόνοι μας, και μάλιστα σύντομα, καθώς αργότερα τα πράγματα θα είναι χειρότερα και πιο αιματηρά», λέει ο Ετζεβίτ στον Ουίλσον.Ο Τούρκος πρωθυπουργός φοβάται, όπως τουλάχιστον επισημαίνει στην εν λόγω συνάντηση, «πως το πραξικόπημα στην Κύπρο έχει ένα και μόνο σκοπό: να ενώσει τη Μεγαλόνησο με την Ελλάδα». Γι’ αυτό, όπως λέει, «δεν θα πρέπει να ριζώσει το νέο καθεστώς και η αντίδραση πρέπει να είναι άμεση».
Οι Βρετανοί με τη σειρά τους αρνούνται κατηγορηματικά να επιτρέψουν στις τουρκικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις τους, παρά την ασφυκτική πίεση που δέχονται από την τουρκική πλευρά. Υποστηρίζουν πως «μια τέτοια πράξη θα αποτελούσε ευθεία παραβίαση της συνθήκης εγγυήσεων που έχουν υπογράψει οι εγγυήτριες δυνάμεις».
Ο Ετζεβίτ δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί και άλλες φορές, σε αυτή την πολύωρη συνάντηση, να πείσει τους Βρετανούς να συνδράμουν σε μια στρατιωτική επέμβαση. Οταν βλέπει, όμως, πως δεν έχει καμιά ελπίδα, ζητάει από τους συνομιλητές του «τουλάχιστον να μη φέρουν εμπόδια στους Τούρκους και παράλληλα να πείσουν τις ΗΠΑ να κάνουν το ίδιο». Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλαχαν, που βρίσκεται παρών, του απαντά ότι «αυτό είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε η Βρετανία να κάνει». Σε γενικές γραμμές, όπως προκύπτει από τη μελέτη των απόρρητων εγγράφων του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών της εποχής εκείνης, οι Βρετανοί φαίνεται να κατανοούν τα επιχειρήματα του Ετζεβίτ, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι διατεθειμένοι να συνδράμουν στρατιωτικά στα σχέδια των Τούρκων. Μεταξύ των παρευρισκόμενων στη συνάντηση αυτή, που κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 18η Ιουλίου, βρισκόταν εκτός των άλλων και ο Χασάν Ισίκ. Ο Τούρκος υπουργός Αμυνας και προσωρινός υπουργός Εξωτερικών της χώρας.
Κατά τα λοιπά, η 17η Ιουλίου είναι μια μέρα με έντονη κινητικότητα. Δεν είναι μόνο η πρωτοφανής σε όγκο ανταλλαγή τηλεγραφημάτων, αλλά και οι συναντήσεις που έχει από το πρωί ο Βρετανός πρωθυπουργός. Το μεσημέρι αυτής της μέρας, λίγο πριν δει τον Τούρκο ομόλογό του, ο Ουίλσον συναντά τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που μόλις πριν από δύο μέρες έχει γλιτώσει από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς και τέθηκε σε εφαρμογή από τους Ελληνες αξιωματικούς που υπηρετούν στην Ελληνική Φρουρά», τονίζει μεταξύ άλλων ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος στον Βρετανό πρωθυπουργό. Ο Χάρολντ Ουίλσον, αφού δείχνει να συμμερίζεται τις απόψεις του αρχιεπισκόπου, του προτείνει να πει στο διάγγελμά του πως το πραξικόπημα της Κύπρου «είχε χαρακτηριστικά εισβολής».
Πράγμα που ο Μακάριος κάνει στις 19 Ιουλίου από την έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Σήμερα κάποιοι ιστορικοί «κατηγορούν» τον αρχιεπίσκοπο ότι η ομιλία του αυτή ήταν «πρόσκληση» προς του Τούρκους να εισβάλουν στο νησί.
Η Ελλάδα του 1974 είναι μια χώρα απομονωμένη από τη διεθνή κοινότητα, κυρίως εξαιτίας της δικτατορίας. Από τις εκθέσεις που στέλνουν οι Βρετανοί διπλωμάτες της εποχής στο Φόρεϊν Οφις φαίνεται ξεκάθαρα πως αντιμετωπίζουν το καθεστώς Ιωαννίδη με εξαιρετικά υποτιμητικό τρόπο, χαρακτηρίζοντάς το «γενικά ανίκανο». Οπως τονίζουν, «όλες οι διπλωματικές προσπάθειες που γίνονται από τρίτους για λύσεις στα διεθνή προβλήματα της Ελλάδος, πέφτουν στο κενό».
Δυτικοί φόβοι για Μακάριο
Οσο αφορά την Τουρκία, οι Βρετανοί είναι πεπεισμένοι ότι κουμάντο δεν κάνει ο πρωθυπουργός, αλλά οι στρατιωτικοί, οι οποίοι «διατηρούν πολύ καλές σχέσεις με τη Δύση», όπως υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά.
Ο ψυχρός πόλεμος την εποχή εκείνη βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ετσι οι Δυτικοί, και κυρίως οι Αμερικανοί, δεν βλέπουν με καλό μάτι την πολιτική που ακολουθεί ο Μακάριος. Κυρίως φοβούνται τις επεκτατικές διαθέσεις των Ρώσων, αλλά παράλληλα νοιάζονται και για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου. Από την άλλη οι Βρετανοί ενδιαφέρονται κυρίως για τις στρατιωτικές βάσεις και τους Βρετανούς υπηκόους στο νησί, που την εποχή εκείνη υπολογίζονταν σε 23.000.
Οπως προκύπτει από τα τηλεγραφήματα, η Δύση φοβάται ότι η Κύπρος μπορεί να εξελιχθεί σε Κούβα της Μεσογείου και συχνά δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για τον «κόκκινο παπά» ή τον «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου», όπως αποκαλούν τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Τα ανοίγματα που κάνει ο τελευταίος προς τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και η άρνησή του να συμβιβαστεί με την αμερικανική πολιτική «εξοργίζουν» τον Κίσιντζερ, τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ. «Ο Κίσιντζερ απορεί γιατί εμείς θέλουμε να κινηθούμε τόσο γρήγορα (για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κύπρο) και δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μακάριο. Υπογραμμίζει πως υπάρχει ο κίνδυνος να κάνουμε τη δουλειά του αντί γι’ αυτόν, χωρίς τον έχουμε στο χέρι. Είναι λάθος να δεσμευτούμε τώρα έναντί του (του Μακάριου) και έτσι να περιορίσουμε τις επιλογές μας», γράφει χαρακτηριστικά σε έκθεσή του ο Βρετανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον, Πίτερ Ραμσπόθαμ, έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως, όπως προκύπτει από τα υπόλοιπα τηλεγραφήματα και τις αναφορές των Βρετανών διπλωματών, τόσο ο Μακάριος κι ο Ετζεβίτ όσο και ο Βρετανοί με τους Αμερικανούς είναι πεπεισμένοι, από την πρώτη στιγμή, ότι πίσω από το πραξικόπημα της Κύπρου βρίσκεται το καθεστώς του Ιωαννίδη.isaac@karipidis.com