Είναι δυνατό
σε μια εποχή κρίσης να γίνεται λόγος για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο;
Όσο και να φαίνεται παράξενο, πολλές νέες ιδέες, πολλά νέα οράματα
ξεπηδούν σε εποχές κρίσης, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι βρίσκονται
αντιμέτωποι με προβλήματα που απαιτούν λύσεις που δεν θα στηρίζονται στα
παλιά δεδομένα ενός κόσμου που έχει ήδη γκρεμιστεί. Ένα νέο κοινωνικό
συμβόλαιο σημαίνει μια διαφορετική οργάνωση της πολιτείας, σημαίνει ένα
διαφορετικό κράτος και μια διαφορετική σχέση και ανάμεσα στους πολίτες
αυτού του κράτους αλλά και μια νέα σχέση ανάμεσα στους πολίτες και το
κράτος. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να θέτει το θέμα ουσίας που
δεν είναι άλλο από αυτό της κυριαρχίας και από πού αυτή πηγάζει. Δεν
μιλάμε βέβαια για επαναστατικές ανατροπές, για αλλαγές των
κοινωνικo-οικονομικών σχέσεων που θα οδηγούσαν σε μια νέα κοινωνική
οργάνωση.
Μιλάμε για κάτι πιο απλό, στο πλαίσιο του πολιτικο-οικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε σήμερα. Μιλάμε για την κυριαρχία που πρέπει να πηγάζει από τον λαό.
Μιλάμε για κάτι πιο απλό, στο πλαίσιο του πολιτικο-οικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε σήμερα. Μιλάμε για την κυριαρχία που πρέπει να πηγάζει από τον λαό.
Οι σκέψεις αυτές, γενικευμένες όπως είναι, θα μπορούσαν να ήταν το προοίμιο ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα λάμβανε υπόψη την κατάσταση οποιασδήποτε χώρας αλλά ιδιαίτερα μιας ευρωπαϊκής χώρας που μας αφορά άμεσα. Για την Κύπρο οι σκέψεις αυτές για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο προκύπτουν από όσα θαυμαστά μαθαίνουμε καθημερινά για τον τρόπο που κυβερνήθηκε αυτός ο τόπος, για τις προτεραιότητες που ποτέ δεν υπήρξαν και για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος με στόχο την οργάνωση ενός πελατειακού κράτους. Δύο απλά παραδείγματα: Χρόνια τώρα το κράτος υποτίθεται ότι μαζεύει χρήματα σε ένα ειδικό ταμείο για να χτιστεί ένα κυπριακό Μουσείο της προκοπής στη Λευκωσία. Κι όμως ξαφνικά μαθαίνουμε πως τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν, πως ξοδεύτηκαν για άλλους σκοπούς.
Το ίδιο συμβαίνει, δεύτερο παράδειγμα, με όσα ο ταλαίπωρος πολίτης πληρώνει για την Εθνική Φρουρά. Και τα χρήματα αυτά ξοδεύονται για άλλους σκοπούς. Τα παραδείγματα διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, του χρήματος των φορολογουμένων, για άλλους σκοπούς από αυτούς για τους οποίους εισπράχτηκαν, θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Συνυπεύθυνοι για όλα αυτά είναι η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία. Η πρώτη ξοδεύει και η δεύτερη εγκρίνει και κάνει τα στραβά μάτια. Γιατί για παράδειγμα ανέχτηκε η Βουλή να ξοδεύονται τα χρήματα του ταμείου που μαζεύονταν τόσα χρόνια για το χτίσιμο ενός μουσείου, για άλλους σκοπούς; Και γιατί ανέχεται η Βουλή να φορολογείται ο πολίτης για τη στήριξη της Εθνικής Φρουράς και τα χρήματα αυτά να ξοδεύονται για άλλους σκοπούς; Και φυσικά θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς και στο άδειασμα των ταμείων των συνταξιούχων και πολλά άλλα.
Όλα αυτά δεν διορθώνονται χωρίς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, χωρίς κάποιες συνταγματικές αλλαγές που θα θέτουν τέρμα σε όλες αυτές τις ατασθαλίες και την κακοδιαχείριση και θα επιβάλλουν κανόνες λειτουργίας του κράτους για να αποφεύγεται η διαφθορά και η διαπλοκή. Θα μπορούσε για παράδειγμα να εισαχθεί ο θεσμός του δημοψηφίσματος για να αποφασίζει ο ίδιος ο λαός για κάποια θέματα αντί οι αποφάσεις αυτές να παίρνονται στα σκοτεινά παρασκήνια της εξουσίας. Μιας εξουσίας που έχει εκφυλιστεί και κυβερνά τον τόπο προς όφελος των ολίγων. Το κοινωνικό συμβόλαιο -αν ποτέ υπήρξε κάτι τέτοιο στην Κύπρο- έχει διαρραγεί και το θεσμικό πλαίσιο του υπηρετεί τις ολιγαρχικές ελίτ. Επί της ουσίας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο θα έπρεπε να έχει σαν κύριο στόχο την εμβάθυνση της δημοκρατίας και τη δυνατότητα του πολίτη να επεμβαίνει στη διαχείριση της τύχης του όχι απλώς με τις εκλογές κάθε πέντε χρόνια, αλλά ακόμη και με τη δυνατότητα ανάκλησης των αιρετών αντιπροσώπων του από την άσκηση της εξουσίας, αν το κρίνει αναγκαίο. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σημαίνει να φύγει η εξουσία από τα χέρια μιας μικρής ολιγαρχίας και να περάσει στα χέρια του λαού. Σημαίνει μιας μορφής συμμετοχική δημοκρατία στη διαμόρφωση της καθημερινής πολιτικής.
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών
Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του
Πανεπιστημίου Κρήτης.