Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη
- Η πολιτική του βρετανικού λέοντα και η συνοχή της ΕΕΤο ξύπνημα της ρωσικής αρκούδας και οι άγαρμποι χειρισμοί, το κόστος και ο ρόλος που θα ήταν δυνατόν να διαδραματίσει η Κύπρος.
- Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ πολιτική στην κρίση και οι επιπτώσεις στο Κυπριακό
Η ισχύς και δη η στρατιωτική παραμένει ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης και ρύθμισης των διεθνών σχέσεων, χωρίς να υποτιμάται βεβαίως η οικονομία και ειδικότερα η τεχνολογία. Η κρίση στη Γεωργία το 2008 και η τρέχουσα στην Κριμαία επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, το οποίο η Ρεαλιστική Σχολή Σκέψης αναλύει από τον Σου Τζου και τον Θουκυδίδη ώς σήμερα. Έχουν δε, διαψευστεί όλοι εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι με το χρήμα αγοράζονται τα πάντα. Εάν η Ρωσία δεν διέθετε τη στρατιωτική ισχύ που διαθέτει, η Δύση θα την τεμάχιζε όπως τεμάχισε τη Γιουγκοσλαβία. Και η Γεωργία το 2008 ή η Ουκρανία σήμερα, εάν είχαν αποτρεπτική ισχύ για να προκαλέσουν στη Μόσχα δυσανάλογο κόστος απ' ό,τι το όφελος, τότε η Ρωσία δεν θα προσαρτούσε την Κριμαία. Όπως δεν θα προσαρτούσε προηγουμένως την Οσσετία και την Αμπχαζία.
Τουρκία και ανταλλάγματα
Τα περί της ισχύος παραπέμπουν στο ρηθέν: Για σεν' τα λέω πεθερά για να τ' ακούει η νύφη. Και η νύφη στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Κύπρος. Ο ρεαλισμός διδάσκει ότι είτε με, είτε χωρίς λύση, εάν δεν διαθέτουμε επαρκή αποτρεπτική ισχύ μέσω συμμαχιών, δεν μπορούμε να έρθουμε σε λογαριασμό ή ακόμη και σε συμβιβασμούς με την Τουρκία. Διότι η Άγκυρα δεν θα έχει λόγο να συμβιβαστεί, εφόσον έχει το πάνω χέρι. Η δε συνέχιση της κρίσης στην Κριμαία αναβαθμίζει τον ρόλο της Τουρκίας, όπως συνέβαινε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι ήταν ορθό το timing των συνομιλιών στο Κυπριακό, διότι η Τουρκία και ο Ερντογάν έχει εσωτερικά προβλήματα και ήταν ευάλωτοι, καταρρίπτεται εκ των γεγονότων. Τώρα, μάλιστα, είναι πολύ πιο λογικό να ενισχυθεί η αντίληψη ότι η Τουρκία, σε γεωστρατηγικό επίπεδο και ανεξαρτήτως ποιος είναι στην εξουσία - θα ζητήσει, όπως συνήθως, να πάρει ανταλλάγματα για τις υπηρεσίες της στο Κυπριακό. Άρα, όσο αυξάνει η μεταβλητή της διατήρησης της κρίσης στην Κριμαία, άλλο τόσο αυξάνει και το δείκτης της μεταβλητής που αφορά στην εξάρτηση των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ, από την Τουρκία.
Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι:
1. Η όποια ενισχυμένη εμπλοκή της ΕΕ στο Κυπριακό δεν προϋποθέτει ότι θα γίνει επί τη βάσει του δικαίου ή επί τη βάσει του δικαίου και μόνον, αλλά επί τη βάσει συμφερόντων και δη στρατηγικών. Εάν, μάλιστα, τα συμφέρονταν των εταίρων μας το επιβάλλουν, είτε λόγω Κριμαίας είτε λόγω άλλων εξελίξεων, θα μας «ρίξουν» προς όφελος της Τουρκίας. Άλλωστε, ο Επίτροπος Ρεν το έχει πει προ πολλού. Από το 2008. Έχουμε τόσο καλούς συνταγματολόγους, που είναι δυνατό να τετραγωνίσουν στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κοινοτικού κεκτημένου ακόμη και τον κύκλο. Συνεπώς, ακόμη και αυτή η εμπλοκή της ΕΕ στον έλεγχο της συμβατότητας του κοινοτικού κεκτημένου στο πλαίσιο των συνομιλιών λύσης του Κυπριακού θα πρέπει να ιδωθεί μέσω των συμφερόντων και των παιγνίων ισχύος, και όχι απλώς μέσα από το δίκαιο.
2. Η Κύπρος θα έχει από τις αποφάσεις της ΕΕ, στην οποία συμμετάσχει, διπλό πρόβλημα: Το ένα είναι το οικονομικό, που προκύπτει μέσω του μέτρου της ΕΕ να διακόψει με τη Ρωσία τον διάλογο για την παραχώρηση της βίζας, που εκ των πραγμάτων απειλεί να πλήξει και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τον τουρισμό. Ορθώς δε, ο Πρόεδρος ζητά οικονομική στήριξη και μέτρα για να βοηθηθούμε, ειδικώς στην περίπτωση που περάσει η ΕΕ στην τρίτη φάση μέτρων κατά της Ρωσίας, πράγμα βεβαίως δύσκολο, που αφορά σε οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία η Ρωσία κλιμακώσει και δη στρατιωτικά την κρίση στην ανατολική και νότια Ουκρανία. Το δεύτερο πρόβλημα είναι το πολιτικό. Υιοθετούμε τις θέσεις των εταίρων μας στην ΕΕ έναντι ενός κράτους μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας και υπερδύναμης, η οποία μας στηρίζει στον ΟΗΕ, όπου καλώς ή κακώς εναποθέτουμε το κύριο βάρος των προσπαθειών της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού.
Βεβαίως, όταν συμμετέχεις σε έναν Οργανισμό όπως είναι η ΕΕ, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τέτοιες εξελίξεις, δηλαδή κυρώσεις επί μιας φιλικής χώρας όπως η Ρωσία, που θα δημιουργούν προβλήματα στα δικά σου συμφέροντα. Ειδικώς ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ήταν και προφανώς είναι υπέρμαχος της κλιμάκωσης των μέτρων σε βάρος της Ρωσίας μέσω της ΕΕ, υπό το επιχείρημα ότι παραβίασε το διεθνές δίκαιο και προσάρτησε εδάφη που ανήκουν στην Ουκρανία. Ο ίδιος όμως, ενώ αρχικά θα ακύρωνε στρατιωτική παραγγελία μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως και η Γαλλία, τελικώς δεν πραγματοποίησε την απειλή του…
Βρετανική πολιτική και αλληλεξαρτήσεις
ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ επιδιώκουν να σηκώνουν τον πήχη των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και των προσδοκιών για την τιμωρία της ψηλά, διότι θέλουν να πλήξουν όντως τα συμφέροντα της Μόσχας, που πάντοτε τη θεωρούσαν ανταγωνίστρια χώρα, αλλά, θέλουν να πράξουν κάτι τέτοιο μέσω της ΕΕ. Και πολύ λιγότερο αν όχι καθόλου κατά μόνας, με απώτερο στόχο μαζί με τα ρωσικά να πλήξει και τα γερμανικά, καθώς και τα συμφέροντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, δημιουργώντας ψυχροπολεμικές συνθήκες στην Ευρώπη και προβλήματα συνοχής στην ίδια την ΕΕ. Της οποίας η Βρετανία την ολοκλήρωση ουδόλως υποστηρίζει.
Η δε, ήπια προς τη Ρωσία γερμανική στάση, που αποτυπώνεται και στην τελευταία απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της περασμένης Παρασκευής, και αφορά στη διεύρυνση της λίστας ανεπιθύμητων Ρώσων και στο πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων, χωρίς όμως οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις, δεν είναι καθόλου τυχαία. Οφείλεται στις εξαρτήσεις και αλληλεξαρτήσεις που υπάρχουν κυρίως μεταξύ της Μόσχας και της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία της Γιούροστατ για το 2013, η ΕΕ πώλησε προς τη Ρωσία προϊόντα της τάξης των 120 δισ. ευρώ, ενώ η ΕΕ πλήρωσε τη Ρωσία για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών ποσά της τάξης των 200 δισ. ευρώ.
Το πόσο αυτό καταδεικνύει και την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Μόσχα, η οποία, εάν ως αντίμετρο κλείσει τις κάνουλες φυσικού αερίου, θα χάσει μεν χρήματα, αλλά πολύ πιο μεγάλο εκτιμάται ότι θα είναι το κόστος για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και δη για τις γερμανικές, που τελούν υπό τη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση κατά 60%. Υπάρχουν χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ που εξαρτώνται κατά 70%, όπως και η ίδια η Ουκρανία, η οποία εκτός των άλλων χρωστά ουκ ολίγα προς τη Ρωσία. Εάν δε, η Ρωσία αποφασίσει να κλείσει τις κάνουλες σε χειμερινή περίοδο, παγώνει η Ευρώπη.
Διεθνώς, η Μόσχα διαθέτει αμερικανικά ομόλογα αξίας 190 δισ. ευρώ περίπου και ανάλογα ποσά ή και περισσότερα η Κίνα. Εάν αρχίσει η πώλησή τους, το διεθνές οικονομικό και νομισματικό σύστημα θα γίνει άνω κάτω. Ήδη, κάποιες προειδοποιητικές πωλήσεις παρατηρούνται στη διεθνή αγορά, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μείωση της τιμής των αμερικανικών ομολόγων και απώλεια αξιοπιστίας των ΗΠΑ ως μια χώρας ρυθμιστικής στην παγκόσμια αγορά, με αποτέλεσμα να πληγεί και ο επενδυτικός τομέας. Συνεπώς, η Βρετανία στήνει το δικό της παιχνίδι, υπό το επιχείρημα μιας νέας μεταψυχροπολεμικής ανάσχεσης.
Όμως, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι διαφορετικοί σήμερα και στο οικονομικό και στο στρατιωτικό σκέλος. Μέχρι τώρα, μάλιστα, οι δυο πόλοι συν ένα, στον χώρο της Ευρασίας ήταν η Ρωσία από τη μια και η ΕΕ και δη η Γερμανία, ως κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη στην οικονομία, καθώς και οι ΗΠΑ ως η προβάλλουσα κυρίαρχη υπερδύναμη από την άλλη. Το ζητούμενο για την ΕΕ, όπως και για τις ΗΠΑ είναι ο επανασχεδιασμός της πολιτικής και της στρατηγικής τους έναντι της Ρωσίας, την οποία επιχείρησαν να πιέσουν γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά στη Γεωργία και μέσω της Ουκρανίας, χωρίς να προηγείται εκ των προτέρων διάλογος, ο οποίος επιδιώχθηκε από τη Δύση μετά το τετελεσμένο γεγονός που προκλήθηκε διά της ένωσης της Κριμαίας με τη Ρωσία. Η Αρκούδα ξυπνά… Και θέλει ειδικό χειρισμό και όχι άγαρμπες πολιτικές, που ενδεχομένως να της δίδουν άλλοθι στις όποιες επεκτατικές της επιλογές ως υπερδύναμη που είναι.
Η συνοχή της ΕΕ
Πάντως, κατά κάποιον τρόπο δικαιώνονται οι Αμερικανοί Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι ισχυρίζονταν προεκλογικά ότι όντως η Μόσχα συνιστούσε την κυριότερη απειλή. Την οποία όμως η Δύση ξύπνησε με τους χειρισμούς της στην Ουκρανία, καθότι η απειλή αυτή εκδηλώθηκε ως αποτέλεσμα των λανθασμένων επιλογών των ΗΠΑ. Είναι, μάλιστα, πρόδηλο ότι μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και των ΗΠΑ υπάρχει ένας ελάχιστος δείκτης εξυπηρέτησης κοινών συμφερόντων, αλλά και αποκλίσεις.
Και δεν είναι παράλογο ότι στην περίπτωση που η κρίση διαρκέσει, να παρατηρηθούν ρήγματα στο δυτικό στρατόπεδο και τα κράτη μέλη της ΕΕ να ενεργήσουν επί τη βάσει μπλοκ συμφερόντων, που θα αποκλίνουν ή θα συγκλίνουν ακόμη και από αυτές τις ΗΠΑ, οι οποίες μπορούν να παράσχουν όσο κανείς άλλος τη στρατιωτική ανάσχεση στις χώρες, που είναι δυνατόν να απειληθούν άμεσα από τη Ρωσία, όπως η Ουκρανία και οι χώρες της Βαλτικής, ακόμη και η Πολωνία.
Από την άλλη, οποιαδήποτε στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη ρωσική γειτονιά θα απαντηθεί από τη Μόσχα. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η Γερμανία θα ήθελε διάλογο με τη Ρωσία και να δοθεί τέλος στην κρίση με την Ουκρανία. Και αυτό διότι είναι ανοικτό το ενδεχόμενο να πληρώσει η Γερμανία το μεγαλύτερο κόστος, χωρίς να υποτιμώνται οι ζημιές εκείνες που θα έχουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο να αποτραπεί η κλιμάκωση της κρίσης, αλλά κατά πόσο η ίδια η ΕΕ θα παραμένει ενωμένη στο θέμα της Ουκρανίας, εάν η κρίση συνεχιστεί. Ή εάν θα παραμείνουν στην ίδια γραμμή ΕΕ και ΗΠΑ, ειδικώς εάν οι Αμερικανοί προχωρήσουν σε κλιμάκωση των κυρώσεων σε οικονομικό και εμπορικό επίπεδο. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι βούτυρο στο ψωμί του Πούτιν. Όπως ήταν και η όλη διαχείριση της κρίσης από τη Δύση, που έδωσε την ευκαιρία στον Ρώσο Πρόεδρο να ενσωματώσει την Κριμαία.
Ανατροπές και ελπίδα
ΕΚΕΙΝΟ πάντως το σενάριο, το οποίο αν και απομακρυσμένο θα φέρει ανατροπές στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι μια σταδιακή ενδεχόμενη συμμαχία Ρωσίας - Γερμανίας, ως αποτέλεσμα εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων και αποφυγής παραπέρα κόστους και κρίσεων. Άλλωστε, το ζητούμενο σήμερα είναι η εκτόνωση της κατάστασης και όχι η δημιουργία συνθηκών ακόμη πιο χειρότερων από τις τρέχουσες. Και η Κύπρος, επειδή είναι δεμένη με τη λογική των εξαρτήσεων και των αλληλεξαρτήσεων, θα ήταν δυνατό να συμπλεύσει με τη γερμανική πολιτική, όπως συνέβη στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ορθώς αποκλείεται η στρατιωτική επιλογή από τη Δύση, διότι θα καλλιεργήσει συνθήκες Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, κατ' ελάχιστον σε στρατιωτικό συμβατικό επίπεδο.
Και ως εκ τούτου, η αποκλιμάκωση μπορεί να προκύψει μέσω διαλόγου, εφόσον η Δύση αποδεχθεί τις λανθασμένες της επιλογές. Σε αυτόν τον διάλογο, μικρά κράτη όπως η Κύπρος, η οποία διατηρεί άριστες σχέσεις με τη Μόσχα, θα έπρεπε ήδη να είχε αναλάβει διαμεσολαβητική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της ΕΕ, για να κερδίσει διεθνή εκτίμηση και να περιορίσει, αν όχι να εκμηδενίσει, το όποιο πολιτικό κόστος. Όπως επίσης θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί η Κυβέρνηση και το κομματικό σύστημα την κρίση στην Ουκρανία, για να θέσει το Κυπριακό και διεθνώς και εντός της ΕΕ ως εισβολής κατοχής και με κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Όμως, μια τέτοια διαδικασία είναι βραχυκυκλωμένη από την εν εξελίξει φόρμουλα των συνομιλιών, που επιτρέπει στην Τουρκία να τη βγάζει καθαρή και να θέτει ως βάση των συνομιλιών τον πάγιο στρατηγικό της στόχο, όπως σχεδιάστηκε με τους Βρετανούς από το 1956 για να διχοτομηθεί η Κύπρος, στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Ενώ αυτό το οποίο θα έπρεπε να είχαμε πράξει είναι την προβολή της εναλλακτικής πρότασης για τη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη ζωή επί τη βάσει του κοινοτικού κεκτημένου, που προνοεί με την απόφαση τής 21ης Σεπτεμβρίου ότι η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, διαφορετικά δεν θα προχωρήσει η ενταξιακή της πορεία.
Ειδικότερα, όμως, επειδή περί ισχύς ο λόγος, θα έπρεπε ήδη να είχαμε κλείσει τη στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και να είχαμε προχωρήσει σε αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ. Διότι ούτε το ΄74 η Κύπρος θα δεχόταν τουρκική εισβολή εάν ήταν στο ΝΑΤΟ, αλλά ούτε και η Ουκρανία θα έχανε την Κριμαία εάν είχε ισχύ, εάν είχε εσωτερική συνοχή, εάν δεν κυβερνούσε η διαφθορά και αν είχε ηγεσία σοβαρή να δημιουργήσει αξιόπιστες συμμαχίες, αντί με την τελευταία «επανάσταση» να προκαλέσει την τύχη της.
Χωρίς λοιπόν ισχύ και ρεαλισμό, χωρίς σοβαρότητα και συμμαχίες, εάν η Ουκρανία έχασε την Κριμαία και εμείς το 1974 την Κύπρο, τώρα θα κινδυνέψουμε να βάλουμε την Τουρκία συγκυβερνήτρια σε ολόκληρο το νησί, να καταστήσουμε εαυτούς οικονομική της αποικία. Και το χειρότερο, να τεθεί η ελπίδα του φυσικού αερίου υπό τον δικό της γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο. Είναι δε, κοινή λογική ότι μακράν από λανθασμένες επιλογές και χωρίς λαϊκισμούς, αλλά με σύνθεση πολιτικών επιλογών να μη σκοτώσουμε την ελπίδα, παραμόνο να την κρατήσουμε ζωντανή μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία.