Το κίνημα του ισλαμιστή ιεροκήρυκα, αν και παρείχε τη στήριξή
του στο κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, απέφυγε συνειδητά την αφομοίωσή του από
αυτό. Η σύγκρουσή τους σήμερα είναι ένας αγώνας φθοράς, από τον οποίο
και οι δύο πλευρές έχουν αρκετές απώλειες· μεγαλύτερες όμως φαίνεται ότι
έχει η δημόσια εικόνα του Τούρκου πρωθυπουργού
→Το κίνημα Γκιουλέν λειτούργησε στο εξωτερικό ως καταλύτης για την άσκηση της τουρκικής διπλωματίας ήπιας ισχύος
Του Παντελή Τουλουμάκου*
Η πρόσφατη όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στον Τούρκο πρωθυπουργό και τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα, Φετουλάχ Γκιουλέν, αναδεικνύεται σε μείζον εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας, με ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Οι δύο πλευρές είχαν συνεργαστεί αρμονικά κατά το παρελθόν· στην παρούσα φάση, ωστόσο, η μεταξύ τους σύγκρουση εμφανίζεται διαρκώς κλιμακούμενη, με πιθανόν απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.
Το κίνημα Γκιουλέν άρχισε να επεκτείνει σε διεθνές επίπεδο τις δραστηριότητές του ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ακολουθώντας ώς κάποιο βαθμό, το τουρκικό διπλωματικό άνοιγμα στην Κεντρική Ασία, μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού.
Με την ίδρυση σχολείων και ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και επιχειρήσεων και πολιτισμικών ιδρυμάτων, το κίνημα Γκιουλέν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική εκπαιδευτική και οικονομική παρουσία στην περιοχή. Παράλληλα, όμως, λειτούργησε ως καταλύτης για την άσκηση της τουρκικής διπλωματίας ήπιας ισχύος: οι εκπαιδευτικοί φορείς του κινήματος προωθούσαν την τουρκική γλώσσα και κουλτούρα· εξάλλου, επιχειρηματίες, που συνεργάζονταν με το κίνημα Γκιουλέν, ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή, συνεργαζόμενοι με αυτό.
Βαθμιαία, οι δραστηριότητες του κινήματος επεκτάθηκαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αφρική. Το μοντέλο που υιοθετήθηκε και στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι παρόμοιο με τη δραστηριότητα στην Κεντρική Ασία. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κινήματος παρέχουν κοσμική εκπαίδευση, παράλληλα με τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας· επιπλέον, οι επιχειρηματικοί κύκλοι που εντάσσονται στο κίνημα Γκιουλέν συγκρότησαν επιχειρηματικούς συνδέσμους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να ενισχύσουν την οικονομική συνεργασία με την Τουρκία.
Στην περίπτωση της Αφρικής, μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι το κίνημα Γκιουλέν είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται πριν από το επίσημο τουρκικό διπλωματικό άνοιγμα στην αφρικανική ήπειρο – που υλοποιήθηκε μετά την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία. Σε αρκετές περιπτώσεις, εξάλλου, υφίσταται συνεργασία ανάμεσα σε επίσημα κρατικά όργανα, και σε φορείς του κινήματος Γκιουλέν, με στόχο την άσκηση της διπλωματίας ήπιας ισχύος.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, επίσης, υπήρξε συνεργασία ανάμεσα στο κίνημα Γκιουλέν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ. Σύμφωνα με αναλυτές, οι διώξεις εις βάρος εκατοντάδων, εν ενεργεία ή συνταξιοδοτημένων, στελεχών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με την κατηγορία της υποκίνησης πραξικοπήματος, ήταν προϊόν συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Οπως είναι γνωστό, οι διώξεις αυτές είχαν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αποδυνάμωση του ρόλου που έπαιζαν άλλοτε οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Οι εξελίξεις αυτή είχαν δύο κύριες συνέπειες: αφενός, κατέστησαν το ΑΚΡ κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού, εφόσον οι ένοπλες δυνάμεις έπαψαν πλέον να αποτελούν βασική απειλή· αφετέρου, πιθανότατα επέτρεψαν την περαιτέρω εμφιλοχώρηση του κινήματος Γκιουλέν στο χώρο της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών. Το τελευταίο στοιχείο παρουσιάζει επιπλέον ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι, αν και παρείχε την στήριξή του στο ΑΚΡ, το κίνημα Γκιουλέν απέφυγε συνειδητά την αφομοίωση του από αυτό.
Οι ακριβείς αιτίες της σύγκρουσης ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ερντογάν και το κίνημα Γκιουλέν δεν είναι σαφείς· είναι πιθανόν, ωστόσο, ότι η ισχύς που βαθμιαία απέκτησε το κίνημα –εντός και εκτός Τουρκίας– θορύβησε ηγετικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η παρατήρηση Τούρκου αναλυτή, ότι η ίδρυση των πολιτισμικών ιδρυμάτων Yunus Emre στην Κεντρική Ασία, το 2007 από την τουρκική κυβέρνηση, αποσκοπούσε να δημιουργήσει ένα παράλληλο δίκτυο επιρροής, που θα υποβάθμιζε την ισχύ του κινήματος Γκιουλέν.
Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να κλείσει τα ιδιωτικά προπαρασκευαστικά σχολεία θεωρείται ως η θρυαλλίδα της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο πλευρές· σε μία τέτοια περίπτωση, το κίνημα Γκιουλέν θα αποστερούνταν ένα σημαντικό μέρος των οικονομικών του πόρων, αλλά και του έμψυχου δυναμικού του, που προέρχεται από τα ιδρύματα αυτά. Η δημοσιοποίηση των εισαγγελικών ερευνών για διαφθορά, τον Δεκέμβριο του 2013 –στις οποίες εμπλέκονταν οι γιοι ανωτάτων στελεχών του ΑΚΡ– είναι ένα ακόμα επεισόδιο της σύγκρουσης αυτής, όπως και οι πρόσφατες μεταθέσεις ή απολύσεις χιλιάδων κρατικών αξιωματούχων, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως στελέχη του κινήματος Γκιουλέν.
Τόσο οι μεταθέσεις αυτές, που έγιναν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο και οι προαναφερθείσες εισαγγελικές έρευνες –και ακόμα πιο πρόσφατα, οι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του πρωθυπουργού Ερντογάν με τον γιο του, που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο– οδηγούν κατά πάσα πιθανότητα σε μία βασική διαπίστωση: και οι δύο πλευρές είχαν μια μυστική ατζέντα για την άλλη πλευρά, που θα ενεργοποιούσαν σε περίπτωση μεταξύ τους κρίσης.
Η πρόσφατη δήλωση Ερντογάν, ότι θα ζητήσει την έκδοση του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, την πρόθεσή του να οδηγήσει την σύγκρουση στα άκρα· δεν είναι βέβαιον, ωστόσο, ότι θα καταφέρει να πάρει το αποτέλεσμα που θέλει.
Το κίνημα Γκιουλέν δεν διαθέτει τις εξουσίες και την εμβέλεια της επίσημης τουρκικής εξουσίας· από την άλλη πλευρά, όμως, αυτό μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα, καθώς είναι αρκετά πιο δύσκολη η ουσιαστική περιστολή της δράσης του. Οσο διαρκεί η σύγκρουση αυτή –και προβλέπεται να διαρκέσει αρκετό καιρό– και με δεδομένο ότι πρόκειται για αγώνα φθοράς, το κίνημα Γκιουλέν πιθανόν να υποστεί αρκετές απώλειες· με τη σειρά του, ωστόσο, θα φθείρει σημαντικά τη δημόσια εικόνα του Τούρκου πρωθυπουργού.
……………………………………………………………………………………….
* Επιστημονικός συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ
→Το κίνημα Γκιουλέν λειτούργησε στο εξωτερικό ως καταλύτης για την άσκηση της τουρκικής διπλωματίας ήπιας ισχύος
Του Παντελή Τουλουμάκου*
Η πρόσφατη όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στον Τούρκο πρωθυπουργό και τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα, Φετουλάχ Γκιουλέν, αναδεικνύεται σε μείζον εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας, με ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Οι δύο πλευρές είχαν συνεργαστεί αρμονικά κατά το παρελθόν· στην παρούσα φάση, ωστόσο, η μεταξύ τους σύγκρουση εμφανίζεται διαρκώς κλιμακούμενη, με πιθανόν απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.
Το κίνημα Γκιουλέν άρχισε να επεκτείνει σε διεθνές επίπεδο τις δραστηριότητές του ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ακολουθώντας ώς κάποιο βαθμό, το τουρκικό διπλωματικό άνοιγμα στην Κεντρική Ασία, μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού.
Με την ίδρυση σχολείων και ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και επιχειρήσεων και πολιτισμικών ιδρυμάτων, το κίνημα Γκιουλέν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική εκπαιδευτική και οικονομική παρουσία στην περιοχή. Παράλληλα, όμως, λειτούργησε ως καταλύτης για την άσκηση της τουρκικής διπλωματίας ήπιας ισχύος: οι εκπαιδευτικοί φορείς του κινήματος προωθούσαν την τουρκική γλώσσα και κουλτούρα· εξάλλου, επιχειρηματίες, που συνεργάζονταν με το κίνημα Γκιουλέν, ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή, συνεργαζόμενοι με αυτό.
Βαθμιαία, οι δραστηριότητες του κινήματος επεκτάθηκαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αφρική. Το μοντέλο που υιοθετήθηκε και στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι παρόμοιο με τη δραστηριότητα στην Κεντρική Ασία. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κινήματος παρέχουν κοσμική εκπαίδευση, παράλληλα με τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας· επιπλέον, οι επιχειρηματικοί κύκλοι που εντάσσονται στο κίνημα Γκιουλέν συγκρότησαν επιχειρηματικούς συνδέσμους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να ενισχύσουν την οικονομική συνεργασία με την Τουρκία.
Στην περίπτωση της Αφρικής, μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι το κίνημα Γκιουλέν είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται πριν από το επίσημο τουρκικό διπλωματικό άνοιγμα στην αφρικανική ήπειρο – που υλοποιήθηκε μετά την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία. Σε αρκετές περιπτώσεις, εξάλλου, υφίσταται συνεργασία ανάμεσα σε επίσημα κρατικά όργανα, και σε φορείς του κινήματος Γκιουλέν, με στόχο την άσκηση της διπλωματίας ήπιας ισχύος.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας, επίσης, υπήρξε συνεργασία ανάμεσα στο κίνημα Γκιουλέν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ. Σύμφωνα με αναλυτές, οι διώξεις εις βάρος εκατοντάδων, εν ενεργεία ή συνταξιοδοτημένων, στελεχών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με την κατηγορία της υποκίνησης πραξικοπήματος, ήταν προϊόν συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Οπως είναι γνωστό, οι διώξεις αυτές είχαν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αποδυνάμωση του ρόλου που έπαιζαν άλλοτε οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Οι εξελίξεις αυτή είχαν δύο κύριες συνέπειες: αφενός, κατέστησαν το ΑΚΡ κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού, εφόσον οι ένοπλες δυνάμεις έπαψαν πλέον να αποτελούν βασική απειλή· αφετέρου, πιθανότατα επέτρεψαν την περαιτέρω εμφιλοχώρηση του κινήματος Γκιουλέν στο χώρο της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών. Το τελευταίο στοιχείο παρουσιάζει επιπλέον ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι, αν και παρείχε την στήριξή του στο ΑΚΡ, το κίνημα Γκιουλέν απέφυγε συνειδητά την αφομοίωση του από αυτό.
Οι ακριβείς αιτίες της σύγκρουσης ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ερντογάν και το κίνημα Γκιουλέν δεν είναι σαφείς· είναι πιθανόν, ωστόσο, ότι η ισχύς που βαθμιαία απέκτησε το κίνημα –εντός και εκτός Τουρκίας– θορύβησε ηγετικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η παρατήρηση Τούρκου αναλυτή, ότι η ίδρυση των πολιτισμικών ιδρυμάτων Yunus Emre στην Κεντρική Ασία, το 2007 από την τουρκική κυβέρνηση, αποσκοπούσε να δημιουργήσει ένα παράλληλο δίκτυο επιρροής, που θα υποβάθμιζε την ισχύ του κινήματος Γκιουλέν.
Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να κλείσει τα ιδιωτικά προπαρασκευαστικά σχολεία θεωρείται ως η θρυαλλίδα της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο πλευρές· σε μία τέτοια περίπτωση, το κίνημα Γκιουλέν θα αποστερούνταν ένα σημαντικό μέρος των οικονομικών του πόρων, αλλά και του έμψυχου δυναμικού του, που προέρχεται από τα ιδρύματα αυτά. Η δημοσιοποίηση των εισαγγελικών ερευνών για διαφθορά, τον Δεκέμβριο του 2013 –στις οποίες εμπλέκονταν οι γιοι ανωτάτων στελεχών του ΑΚΡ– είναι ένα ακόμα επεισόδιο της σύγκρουσης αυτής, όπως και οι πρόσφατες μεταθέσεις ή απολύσεις χιλιάδων κρατικών αξιωματούχων, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως στελέχη του κινήματος Γκιουλέν.
Τόσο οι μεταθέσεις αυτές, που έγιναν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο και οι προαναφερθείσες εισαγγελικές έρευνες –και ακόμα πιο πρόσφατα, οι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του πρωθυπουργού Ερντογάν με τον γιο του, που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο– οδηγούν κατά πάσα πιθανότητα σε μία βασική διαπίστωση: και οι δύο πλευρές είχαν μια μυστική ατζέντα για την άλλη πλευρά, που θα ενεργοποιούσαν σε περίπτωση μεταξύ τους κρίσης.
Η πρόσφατη δήλωση Ερντογάν, ότι θα ζητήσει την έκδοση του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, την πρόθεσή του να οδηγήσει την σύγκρουση στα άκρα· δεν είναι βέβαιον, ωστόσο, ότι θα καταφέρει να πάρει το αποτέλεσμα που θέλει.
Το κίνημα Γκιουλέν δεν διαθέτει τις εξουσίες και την εμβέλεια της επίσημης τουρκικής εξουσίας· από την άλλη πλευρά, όμως, αυτό μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα, καθώς είναι αρκετά πιο δύσκολη η ουσιαστική περιστολή της δράσης του. Οσο διαρκεί η σύγκρουση αυτή –και προβλέπεται να διαρκέσει αρκετό καιρό– και με δεδομένο ότι πρόκειται για αγώνα φθοράς, το κίνημα Γκιουλέν πιθανόν να υποστεί αρκετές απώλειες· με τη σειρά του, ωστόσο, θα φθείρει σημαντικά τη δημόσια εικόνα του Τούρκου πρωθυπουργού.
……………………………………………………………………………………….
* Επιστημονικός συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ