Σπύρος Λίτσας
Δεν είναι πολλές οι φορές αυτές που ξεστρατίζω από τα αυστηρά
δεδομένα του ρεαλισμού. Μόνο δύο φορές τον χρόνο κλείνω τους σοφούς, τα
συγγράμματα και τα πολύτιμα συμπεράσματά τους στα κατώγια του μυαλού και
επιτρέπω να ακουστεί μέσα μου το πατρογονικό κάλεσμα του Ομήρου, του
Αισχύλου, του Σεφέρη, του Καζαντζάκη, του Καπετάν Μιχάλη να προστάζει:
«Φύγε, γιατί δεν υπάρχει σωτηρία» - «Μείνε, γιατί δεν υπάρχει σωτηρία».
Δύο φορές τον χρόνο. Την 25η Μαρτίου και ανήμερα της Μάχης της Κρήτης.
Στη δεύτερη «μιλά» ξανά μέσα στο μυαλό μου η μνήμη του Κρητικού παππού
που έζησα και των ιστοριών που άκουσα. Στην πρώτη είναι ο ψίθυρος των
Μεσσήνιων προγόνων μου, που τον φέρνει όταν φυσά ο νοτιάς από τη
Σφακτηρία και από το Μανιάκι, από τη Βερεστιά και την Καλαμάτα. Καλώς
σας βρήκα, πρόγονοι, και φέτος.
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας, είναι του Ομήρου» γράφει ο Σεφέρης. Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας. Δεν σταθήκαμε ακόμη άξιοι να απλώσουμε το χέρι και να πάρουμε τη σκυτάλη από τον Ευρυπίδη και τον Αριστοτέλη, από τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Κι όμως, δεν έχουμε άλλη επιλογή. Κι όμως, ο ιστορικός χρόνος σώνεται και η κλεψύδρα σύντομα θα αναποδογυρίσει. Και τα λόγια θα ακουστούν κι αυτή τη φορά κίβδηλα, δίχως προσανατολισμούς. Τι αξίζει σε έναν λαό που λησμονεί; Τι αξίζει σε έναν λαό που έδωσε την ιερή λέξη της πατρίδας να τη θωπεύουν ξεδιάντροπα τα γεννήματα του αυγού του φιδιού; Τι αξίζει σε έναν λαό που περιδιαβαίνει εκ νέου την έρημο της Γεδρωσίας και που κλέβει το νερό από τον διπλανό του για να καθυστερήσει τη δική του δίψα για λίγες μόνο στιγμές;
Και μετά το σήμερα θα πάμε πού; Τα αηδόνια που δεν σε αφήνανε να κοιμηθείς στις Πλάτρες δεν τραγουδάνε πια. Τα διώξαμε εμείς με κρόταλα και σκιάχτρα, γιατί μας έπεισαν «δικοί» μας ότι ο άνθρωπος ήρθε σε αυτή εδώ τη ζωή για να υποφέρει. Σταχνοβίτικοι χρησμοί σε παράφωνο τέμπο με φωνές στριγγές, γεμάτες βεβαιότητες, αμάθεια και σύνδρομο του Μεσσία. Τι αξίζει σε αυτόν τον λαό που δεν ακούει τους χρησμούς, που δεν «χτίζει» τα ξύλινα τείχη του και που με το χέρι απλωμένο περιμένει μετέωρος στους προθαλάμους των καιρών. Καμιά δόξα δεν υπάρχει για τον επαίτη. Καμιά σωτηρία. Δεν έμαθες ακόμα τη διδαχή του Θουκυδίδη; Δεν τη διάβασες ποτέ;
Τη δόξα που σου κληροδότησαν την έπλεξες στεφάνια· τα κρέμασες έξω από την πόρτα και τα ξέχασες να μαραθούν από την οξείδωση των λόγων και των πράξεων μιας καθημερινότητας ασήμαντης. Μονάχα το μουρμουρητό των «φρόνιμων λόγων» και ο αποτρόπαιος ήχος από το αυγό του φιδιού που σπάει. Γη των γενναίων, ψυχές αθάνατες που μονάχα η λευτεριά σάς έπρεπε και γι’ αυτήν παλέψατε, δεν σας αρμόζει ο χειμώνας αυτός. Θνητοί και πρόσκαιροι εμείς απέναντι σ’ «ενδιαφέροντες καιρούς», απέναντι σε «αειθαλείς προγόνους».
Δεν είναι η ώρα των θριαμβολογιών, ούτε και των «πανηγυρικών». Ισως αυτά που θα άξιζε να διαβαστούν ξανά αυτή εδώ την ώρα είναι τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Μοναδική εικόνα αισιοδοξίας, ο Αφρικανός αριστούχος που θα σηκώσει ξανά υπερήφανα τη γαλανόλευκη ανάμεσα στους χαμογελαστούς συμμαθητές του. Δεν του χαρίστηκε. Την κέρδισε! Σε κανέναν δεν χαρίζεται το σύμβολο της λευτεριάς. Κερδίζεται ή χάνεσαι μαζί του. Απέναντι στο σκοτάδι και την οχλαγωγία των «άμετρων», το φως θα το κουβαλά πάντα ένα παιδί. Ακόμα και γι’ αυτή την πατρίδα, τη μικρή, τη μεγάλη... Ιδίως γι’ αυτή την πατρίδα που ζυμώθηκε με άνυδρο χώμα, μεσημέρια του Ιούλη, αλάτι θαλασσινό, ιδρώτα, δάκρυα και κρασί.
Σπύρος Ν. Λίτσας
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας, είναι του Ομήρου» γράφει ο Σεφέρης. Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας. Δεν σταθήκαμε ακόμη άξιοι να απλώσουμε το χέρι και να πάρουμε τη σκυτάλη από τον Ευρυπίδη και τον Αριστοτέλη, από τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Κι όμως, δεν έχουμε άλλη επιλογή. Κι όμως, ο ιστορικός χρόνος σώνεται και η κλεψύδρα σύντομα θα αναποδογυρίσει. Και τα λόγια θα ακουστούν κι αυτή τη φορά κίβδηλα, δίχως προσανατολισμούς. Τι αξίζει σε έναν λαό που λησμονεί; Τι αξίζει σε έναν λαό που έδωσε την ιερή λέξη της πατρίδας να τη θωπεύουν ξεδιάντροπα τα γεννήματα του αυγού του φιδιού; Τι αξίζει σε έναν λαό που περιδιαβαίνει εκ νέου την έρημο της Γεδρωσίας και που κλέβει το νερό από τον διπλανό του για να καθυστερήσει τη δική του δίψα για λίγες μόνο στιγμές;
Και μετά το σήμερα θα πάμε πού; Τα αηδόνια που δεν σε αφήνανε να κοιμηθείς στις Πλάτρες δεν τραγουδάνε πια. Τα διώξαμε εμείς με κρόταλα και σκιάχτρα, γιατί μας έπεισαν «δικοί» μας ότι ο άνθρωπος ήρθε σε αυτή εδώ τη ζωή για να υποφέρει. Σταχνοβίτικοι χρησμοί σε παράφωνο τέμπο με φωνές στριγγές, γεμάτες βεβαιότητες, αμάθεια και σύνδρομο του Μεσσία. Τι αξίζει σε αυτόν τον λαό που δεν ακούει τους χρησμούς, που δεν «χτίζει» τα ξύλινα τείχη του και που με το χέρι απλωμένο περιμένει μετέωρος στους προθαλάμους των καιρών. Καμιά δόξα δεν υπάρχει για τον επαίτη. Καμιά σωτηρία. Δεν έμαθες ακόμα τη διδαχή του Θουκυδίδη; Δεν τη διάβασες ποτέ;
Τη δόξα που σου κληροδότησαν την έπλεξες στεφάνια· τα κρέμασες έξω από την πόρτα και τα ξέχασες να μαραθούν από την οξείδωση των λόγων και των πράξεων μιας καθημερινότητας ασήμαντης. Μονάχα το μουρμουρητό των «φρόνιμων λόγων» και ο αποτρόπαιος ήχος από το αυγό του φιδιού που σπάει. Γη των γενναίων, ψυχές αθάνατες που μονάχα η λευτεριά σάς έπρεπε και γι’ αυτήν παλέψατε, δεν σας αρμόζει ο χειμώνας αυτός. Θνητοί και πρόσκαιροι εμείς απέναντι σ’ «ενδιαφέροντες καιρούς», απέναντι σε «αειθαλείς προγόνους».
Δεν είναι η ώρα των θριαμβολογιών, ούτε και των «πανηγυρικών». Ισως αυτά που θα άξιζε να διαβαστούν ξανά αυτή εδώ την ώρα είναι τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Μοναδική εικόνα αισιοδοξίας, ο Αφρικανός αριστούχος που θα σηκώσει ξανά υπερήφανα τη γαλανόλευκη ανάμεσα στους χαμογελαστούς συμμαθητές του. Δεν του χαρίστηκε. Την κέρδισε! Σε κανέναν δεν χαρίζεται το σύμβολο της λευτεριάς. Κερδίζεται ή χάνεσαι μαζί του. Απέναντι στο σκοτάδι και την οχλαγωγία των «άμετρων», το φως θα το κουβαλά πάντα ένα παιδί. Ακόμα και γι’ αυτή την πατρίδα, τη μικρή, τη μεγάλη... Ιδίως γι’ αυτή την πατρίδα που ζυμώθηκε με άνυδρο χώμα, μεσημέρια του Ιούλη, αλάτι θαλασσινό, ιδρώτα, δάκρυα και κρασί.
Σπύρος Ν. Λίτσας