Για ένα ταμπού το οποίο έσπασε μετά την πρόσφατη συμφωνία
μεταξύ Κύπρου-Βρετανίας για τις βρετανικές βάσεις έκανε λόγο σε
αποκλειστική συνέντευξη του στο Sigma και στο SigmaLive,
ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στην Κύπρο. Ο Μάθιου Κιντ, κλήθηκε να
απαντήσει στα περί ανταλλαγμάτων, τους φόβους για γιβραλταροποίηση των
βάσεων, καθώς και το ρόλο που θα διαδραματίσει η Βρετανία στο κυπριακό
από τώρα και στο εξής.
Γιατί επιλέγηκε αυτή η χρονική στιγμή για την συμφωνία;
«Είναι ένα θέμα για το οποίο εργαζόμαστε με τις κυπριακές κυβερνήσεις
για σειρά ετών. Πριν καν έρθω εγώ στην Κύπρο, δηλαδή περισσότερο από 4
χρόνια. Οπότε πήρε αρκετά χρόνια. Έπρεπε να βρούμε λύσεις για διάφορα
δύσκολα ζητήματα για το πώς θα το εφαρμόζαμε στην πράξη. Μέσα στο
φθινόπωρο είχαμε πιο εντατικές συνομιλίες για το κείμενο της συμφωνίας.
Αρχίσαμε να το δουλεύουμε πριν καν γνωρίζουμε ότι θα πραγματοποιείτο
αυτή η επίσκεψη. Οπότε δεν ήταν κάτι το οποίο ήταν σχεδιασμένο να
επισημοποιηθεί κατά την επίσκεψη του Προέδρου στο Λονδίνο, αν και
σίγουρα είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος που αυτό έγινε κατά την επίσκεψη
του. Είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονων προσπαθειών και από τις δύο
πλευρές.»
- Mε ποια αφορμή άρχισαν αυτές οι προσπάθειες;
Άρχισαν μετά από πιέσεις των ιδίων των κοινοτήτων και των κατοίκων που
επηρεάζονται, οι οποίοι ζητούσαν να τους επιτραπεί να κάνουν περισσότερα
με τη γη τους. To δουλέψαμε για χρόνια με την κυπριακή κυβέρνηση,
ξεπεράσαμε τις πρακτικές δυσκολίες που υπήρχαν και καταλήξαμε σε
συμφωνία. Εκτός από το γεγονός ότι το αποτέλεσμα θα οφελέσει τους
ιδιοκτήτες γης, θα θέσει και ένα παράδειγμα για το πώς όταν
συνεργαστούμε μπορούμε να πετύχουμε πράγματα σε σχέση με τις βάσεις.
- Ο κύριος Αναστασιάδης χαρακτήρισε τη συμφωνία ως ιστορική. Εσείς πώς θα την χαρακτηρίζατε;
«Mπορούμε να χαρακτηρίζουμε πράγματα ιστορικά, μέχρι την επόμενη
φορά... Ναι είναι. Προτιμώ να το σκέφτομαι ως ένα παράδειγμα της
διαφοροποίησης των σχέσεων μας για το θέμα των βάσεων. Πρόκειται για μια
τάση αλλαγής στον τρόπο που συζητούμε ακόμα και ευαίσθητα πράγματα για
τα οποία για αρκετά χρόνια δεν ήμασταν σε θέση να συζητήσουμε με
επιτυχία.»
- Oπότε μπορούμε να αναφερόμαστε πλέον σε ένα ταμπού το οποίο έσπασε;
«Ναι γιατί όχι. Είναι αλήθεια ότι αποτελεί ένα παράδειγμα το οποίο
αποδεικνύει την ικανότητα να συζητούμε κάποια πράγματα ιδιαίτερα θέματα
ευαίσθητα που στο παρελθόν ήταν δύσκολο να συζητήσουμε. Δεν νομίζω όμως
ότι πρόκειται για μια δραματική αλλαγή σε ένα συγκεκριμένο χρονικό
σημείο. Mε την κυβέρνηση συζητούσαμε και για το θέμα της ενδεχόμενης
στρατιωτικής εκστρατείας στη Συρία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο
κοινό, σπάζοντας όπως είπες και εσύ προηγουμένως ένα ταμπού που υπήρχε».
- Έχουν λεχθεί αρκετά για το περιεχόμενο της συμφωνίας.Το
ερώτημα μου είναι ξεκάθαρο. Τί έδωσε η Κυπριακή Κυβέρνηση ως αντάλλαγμα
στην Βρετανία;
«Νομίζω πως αυτός είναι λανθασμένος τρόπος προσέγγισης του θέματος.
Αρχικά υπήρχε ένας αριθμός ιδιοκτητών γης εντός των βάσεων οι οποίοι θα
ήθελαν να τους δοθεί η δυνατότητα να αξιοποιήσουν τη γη τους. Εμείς από
την πλευρά μας είδαμε με ενδιαφέρον το θέμα και θέλαμε να βοηθήσουμε
προκειμένου να γίνει εφικτό. Το ίδιο και η κυπριακή κυβέρνηση, οπότε
καταλήξαμε σε συμφωνία. Οι σχέσεις μας με την Κύπρο δεν έχουν να κάνουν
με απευθείας συναλλαγές, με τη λογική εμείς κερδίζουμε εσείς χάνεται,
ούτως ώστε να ζητούσαμε κάτι εκ των προτέρων. Αυτό είναι μέρος μιας
ευρύτερης σχέσης η οποία είχε ένα αποτέλεσμα που μας ικανοποιεί και τους
δύο.»
- Πολιτικοί παράγοντες στην Κύπρο εξέφρασαν φόβο ότι η Βρετανία
θα ακολουθήσει την ίδια μεθοδολογία που ακολούθησε και στο Γιβραλτάρ.
«Θα σταθώ σε τρία σημεία. Πρώτο είναι ότι η ιστορία του Γιβραλτάρ δεν
είναι όπως παρουσιάζεται. Δεύτερο ότι οι ιδιοκτήτες γης που επηρεάζονται
από αυτή τη συμφωνία, είναι Κύπριοι. Οπότε αυτή τη στιγμή οι ιδιοκτήτες
έχουν τη δύναμη να αναπτύξουν τη γη τους ή να την πουλήσουν ακριβώς σε
όποιον θελήσουν. Οπότε δεν είναι στο χέρι της Βρετανίας ή οποιουδήποτε
άλλου να κάνει κάτι τέτοιο. Τρίτο σημείο, νομίζω ότι η τάση που
ακολουθήσαμε εμείς με τους ιδιοκτήτες γης τα τελευταία 50 χρόνια, είναι
ακριβώς η αντίθετη από την περίπτωση του Γιβραλντάρ. Δουλεύουμε στενά με
τις αρχές της Δημοκρατίας για τα θέματα διαχείρισης της γης εντός των
Βάσεων».
- Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Βρετανία επιχειρεί να
βελτιώσει την αρνητική της εικόνα μέσα στην κυπριακή κοινωνία, με στόχο
την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων στο νησί ιδιαίτερα σε ότι
αφορά το κυπριακό. Πώς το σχολιάζατε;
«Είναι γεγονός ότι προσπαθούμε να βελτιώσουμε την εικόνα μας. Δεν θέλω
να σχολιάσω πόσο κακή ή καλή είναι αυτή η εικόνα, όμως αυτό είναι κάτι
φυσιολογικό για όλες τις κυβέρνηση. Και είμαι σίγουρος ότι αν ρωτήσεις
όλους τους διπλωμάτες συναδέλφους μου, όλοι θα πουν ότι, ναι προσπαθούμε
να βελτιώσουμε την εικόνα της κυβέρνησης μας στην κοινή γνώμη εδώ στην
Κύπρο. Ένας από τους τρόπους που προσπαθούμε να το κάνουμε αυτό είναι με
το να προσπαθούμε να αυξήσουμε τα επίπεδα κατανόησης σε θέματα όπου οι
θέσεις τόσο της Βρετανίας όσο και της Κύπρου είναι κοινές».
- Αυτό πιστεύετε ότι ισχύει και στο κυπριακό;
«Έχει να κάνει με μια σειρά συμφερόντων τα οποία και οι δύο
αντιμετωπίζουμε. Φυσικά και έχει να κάνει και με το κυπριακό. Δεν
μπορείς να απομονώνεις, και δεν πρέπει να απομονώνεις διαφορετικούς
τομείς των σχέσεων μας. Όσο πιο πολύ καταλαβαίνουμε ό ένας τον άλλο,
τόσο πιο πολύ βελτιώνεται η κατανόηση και εμβαθύνετε η συνεργασία μας.»
- Βλέπεται αυτή την κατανόηση μεταξύ των δύο χωρών και σε ότι αφορά το κυπριακό;
«Αυτό που προκύπτει και από τις συζητήσεις της περασμένης βδομάδας αλλά
και γενικότερα, είναι ότι η κυπριακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την
ετοιμότητα μας να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε επιρροή έχουμε για να
βοηθήσουμε τη διαδικασία κατάληξης σε λύση. Και αναγνωρίζουν επίσης ότι
έχει σημασία να γίνεται μια ανοικτή συζήτηση, να υπάρχει εμπιστοσύνη,
για το τι θέλουν να πετύχουν, ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν, τι
προσπαθούν να κάνουν για να τα λύσουν, ούτως ώστε όποτε μπορούμε και
εμείς από την πλευρά μας, να παίξουμε βοηθητικό και υποστηρικτικό ρόλο. Η
δική μου αντίληψη είναι ότι αυτό ήταν και το άρωμα των συνομιλιών της
περασμένης βδομάδας».
- Έχοντας υπόψη ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει καταβάλει
τεράστιες προσπάθειες για κατάληξη σε κοινό ανακοινωθέν και μπροστά της
βρίσκει ένα τοίχος αρνητισμού από την άλλη πλευρά, δεν νομίζετε ότι η
Βρετανία θα πρέπει να ασκήσει περισσότερη επιρροή και πίεση προς την
τουρκική κυβέρνηση παρά στην κυπριακή;
To λες αυτό γιατί νομίζεις πώς είναι κάτι που δεν πράττουμε;
- Eίδαμε σειρά ενεργειών από πλευράς
Βρετανίας, οι οποίες προωθούσαν το κυπριακό εις βάρος της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Όπως για παράδειγμα η συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας
Τουρκίας-Βρετανίας του 2007 στην οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβανόταν η
άρση της ούτω καλούμενης απομόνωσης των τ/κ…
Aυτό (σειρά ενεργειών εις βάρος της ΚΔ) είναι κάτι το οποίο απορρίπτω.
Στην πράξη ο ρόλος ο οποίος μπορούμε να παίξουμε, είναι να είμαστε σε
επαφή με όλους τους παίχτες και αυτό είναι κάτι που κάνουμε εδώ και
χρόνια. Θα συνεχίσουμε να βάζουμε πίεση στην Τουρκία όταν κρίνουμε ότι
κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Αυτό γίνεται με όλα τα μέρη όταν το
κρίνουμε αναγκαίο προκειμένου να σπρώξουμε τα πράγματα προς την
κατεύθυνση της λύσης του κυπριακού. Τα σημεία στα οποία χρειάζεται να
μπει πίεση ή να γίνει ενθάρρυνση από εμάς ή άλλους εξωτερικούς
παράγοντες, αλλάζουν από καιρό σε καιρό ανάλογα με το στάτους των
συνομιλιών.
- Ο κ. Κασουλίδης είπε σε δηλώσεις του ότι η Βρετανία θα
κρατήσει διακριτική στάση σε ότι αφορά το κυπριακό. Τί να αναμένουμε
λοιπόν από τη Βρετανία στην πράξη;
«Νομίζω ότι δεν θα πρέπει να αναμένετε ότι η όποια δράση αναλάβουμε θα
είναι παράλληλα και ορατή. Αυτό εννοούμε με τη λέξη «διακριτική». Αν
τελικά θα επιχειρήσουμε κάποια επιρροή στα εμπλεκόμενα μέρη, μέσω
κάποιας πίεσης ή ενθάρρυνσης τους, τότε θα είναι πιο αποτελεσματική εάν
γίνει παρασκηνιακά».
- Η ΔΔΟ θεωρείται προϊόν της βρετανικής διπλωματίας. Τη στήριξη
τους προς αυτή την λύση εξέφρασαν μέσω του κοινού ανακοινωθέντος οι
Κάμερον και Αναστασιάδης. Δεν νομίζετε ότι μετά από 4 δεκαετίες χωρίς
λύση είναι καιρός να αναθεωρηθεί;
«Είναι αποτέλεσμα των συμφωνιών της δεκαετίας του 70 και επιβεβαιώθηκε
σε σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Είναι δύσκολο και μέχρι σήμερα δεν έχει
δουλέψει. Όμως το να πετάξεις αυτές τις δύο σημαντικές συμφωνίες που
υπάρχουν είναι κάτι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο εκτός και αν υπάρχει κάποια
συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για αλλαγή αυτής της βάσης. Στο τέλος
της ημέρας είναι οι δύο κοινότητες που θα ζήσουν με το αποτέλεσμα της
όποιας συμφωνίας».
zannettos@sigmalive.com