Είναι εύκολο να στιγματίζει κανείς ως
«ευρωσκεπτικισμό» κάθε ριζοσπαστική κριτική στην «υπαρκτή Ε.Ε.»,
επικαλούμενος τη γαλλική Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν ή το εθνικιστικό UKIP
στη Βρετανία. Εύκολο, όσο και ατελέσφορο, σαν την αντίδραση του
ασθενούς που προτιμάει να σπάσει το θερμόμετρο, αντί να ψάξει την αιτία
του πυρετού.
Επί δεκαετίες, μετά την ίδρυση της ομογενούς ΕΟΚ των Εξι, η αντίδραση προερχόταν κυρίως από τα αριστερά. Οχι μόνο το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, αλλά και μεγάλα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως το βρετανικό Εργατικό Κόμμα και το Κ.Κ. Γαλλίας, διατηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στο εγχείρημα. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση εμφάνισε ισχυρότατη δυναμική ενσωμάτωσης των επικριτών της όσο συνοδευόταν από μια πορεία σύγκλισης των εθνικών οικονομιών και από την οικοδόμηση ενός σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Η δυναμική αυτή αρχίζει να αντιστρέφεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, με ορόσημα την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, τη συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, την προς Ανατολάς διεύρυνση του 2004 και την κρίση του ευρώ. Από το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας πήγαμε στον θεσμικά κατοχυρωμένο νεοφιλελευθερισμό κι από τη σύγκλιση των οικονομιών στην οξεία πόλωση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, με την παράλληλη ανάδυση μιας ηγεμονικής Γερμανίας.
Σε αυτό το φόντο, ο ευρωπαϊσμός δέχεται μια διπλή αμφισβήτηση, εκ δεξιών και εξ αριστερών. Οχι μόνο η Λεπέν και το UKIP, αλλά και ο Μπερλουσκόνι, το AfD και μεγάλο μέρος των Τόρηδων σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο ρήξης με την Ε.Ε. Στο απέναντι στρατόπεδο, οι αιρετικές τοποθετήσεις κερδίζουν έδαφος στη γαλλική και γερμανική Αριστερά, όπως διαμηνύουν οι τοποθετήσεις αριστερών σοσιαλδημοκρατών σαν τον Ζαν-Λικ Μελανσόν και τον Οσκαρ Λαφοντέν, αλλά και η αρθρογραφία εφημερίδων κύρους, όπως η Le Monde Diplomatique. Οι τεκτονικές πλάκες κάτω από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινούνται επικίνδυνα και το δίλημμα «επανίδρυση ή διάλυση» έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Επί δεκαετίες, μετά την ίδρυση της ομογενούς ΕΟΚ των Εξι, η αντίδραση προερχόταν κυρίως από τα αριστερά. Οχι μόνο το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, αλλά και μεγάλα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως το βρετανικό Εργατικό Κόμμα και το Κ.Κ. Γαλλίας, διατηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στο εγχείρημα. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση εμφάνισε ισχυρότατη δυναμική ενσωμάτωσης των επικριτών της όσο συνοδευόταν από μια πορεία σύγκλισης των εθνικών οικονομιών και από την οικοδόμηση ενός σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Η δυναμική αυτή αρχίζει να αντιστρέφεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, με ορόσημα την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, τη συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, την προς Ανατολάς διεύρυνση του 2004 και την κρίση του ευρώ. Από το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας πήγαμε στον θεσμικά κατοχυρωμένο νεοφιλελευθερισμό κι από τη σύγκλιση των οικονομιών στην οξεία πόλωση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, με την παράλληλη ανάδυση μιας ηγεμονικής Γερμανίας.
Σε αυτό το φόντο, ο ευρωπαϊσμός δέχεται μια διπλή αμφισβήτηση, εκ δεξιών και εξ αριστερών. Οχι μόνο η Λεπέν και το UKIP, αλλά και ο Μπερλουσκόνι, το AfD και μεγάλο μέρος των Τόρηδων σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο ρήξης με την Ε.Ε. Στο απέναντι στρατόπεδο, οι αιρετικές τοποθετήσεις κερδίζουν έδαφος στη γαλλική και γερμανική Αριστερά, όπως διαμηνύουν οι τοποθετήσεις αριστερών σοσιαλδημοκρατών σαν τον Ζαν-Λικ Μελανσόν και τον Οσκαρ Λαφοντέν, αλλά και η αρθρογραφία εφημερίδων κύρους, όπως η Le Monde Diplomatique. Οι τεκτονικές πλάκες κάτω από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινούνται επικίνδυνα και το δίλημμα «επανίδρυση ή διάλυση» έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ