16 Ιανουαρίου 2014

Επιστρέφουμε στο 1914;

Το 2014 συμπληρώνεται η 100η επέτειος από ένα γεγονός κατακλυσμικής σημασίας για τη σύγχρονη ιστορία. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε στο θάνατο 20 εκατομμυρίων ανθρώπων και στο ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης γενιάς Ευρωπαίων. Ανέτρεψε πλήρως τη διεθνή τάξη πραγμάτων εντός κι εκτός Ευρώπης. Δεν κατέστρεψε μόνον ανθρώπινες ζωές, αλλά και τρεις ολόκληρες αυτοκρατορίες, τη γερμανική, τη ρωσική κι αυτή της Αυστροουγγαρίας - ενώ προετοίμασε το έδαφος για την καταστροφή και μιας τέταρτης, της οθωμανικής.Μέχρι τον «Μεγάλο Πόλεμο», το επίκεντρο της διεθνούς ισχύος ήταν η Ευρώπη. Μετά το τέλος του προέκυψαν νέες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Ο πόλεμος επίσης οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, προλείανε το έδαφος για την εμφάνιση του φασισμού και ενέτεινε ακόμη περισσότερο τις ιδεολογικές διαμάχες που διέλυσαν τον 20ο αιώνα.
Το ερώτημα είναι λοιπόν: μπορεί να συμβεί ξανά μια τέτοιου επιπέδου καταστροφή; Η Μάργκαρετ Μακμίλαν στο νέο της βιβλίο «The War That Ended Peace» σημειώνει πως «αποτελεί πρόκληση για μας να συγκρίνουμε τη σημερινή σχέση ΗΠΑ-Κίνας με την αντίστοιχη Βρετανίας-Γερμανίας πριν έναν αιώνα», ενώ ο πολιτικός επιστήμονας Τζον Μερσχάιμερ συμπληρώνει πως «για να το πούμε ωμά, η Κίνα δεν μπορεί να ανέλθει με ειρηνικό τρόπο».  

Ωστόσο, ο κόσμος σήμερα είναι πολύ διαφορετικός. Κατά πρώτον, τα πυρηνικά όπλα δίνουν στους ηγέτες που τα κατέχουν τη δυνατότητα, σαν άλλες κρυστάλλινες σφαίρες, να βλέπουν σε αυτά το πώς θα ήταν μια υφήλιος μετά από μια πιθανή κλιμάκωση. Μια τέτοια κρυστάλλινη σφαίρα είδαν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση και δεν ενεπλάκησαν σε πόλεμο κατά τη διάρκεια της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων στη Κούβα. Και θα ήταν φρόνιμο να κοιτάξουν μέσα σε αυτήν οι νυν ηγέτες της Κίνας και των ΗΠΑ.

Μια άλλη διαφορά με το παρελθόν είναι πως η ιδεολογία του πολέμου είναι σήμερα πολύ πιο αδύναμη. Το 1914 ο πόλεμος φαινόταν ένα αναπόφευκτο ενδεχόμενο, μια πράξη που θα «καθάριζε την ατμόσφαιρα». Κι όπως το έθεσε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στο βιβλίο «The World Crisis», «υπήρξε μια περίεργη αίσθηση στον αέρα. Ανικανοποίητα από την υλίκη ευμάρεια, τα κράτη στράφηκαν σε μια διαμάχη με εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς. Εθνικά πάθη σιγόβραζαν κάτω από την επιφάνεια κάθε χώρας, ενώ οι άνθρωποι σε όλο το κόσμο έμοιαζαν διατεθειμένοι να τολμήσουν και να ρισκάρουν».

Ωστόσο, παρά το ότι η Κίνα επιθυμεί να παίξει έναν ακόμη πιο σημαντικό ρόλο στην Ασία, σε πολλά άλλα ζητήματα (ενεργειακής, περιβαλλοντικής και οικονομικής φύσεως) οι ΗΠΑ με την Κίνα έχουν σήμερα ισχυρά κίνητρα να συνεργαστούν μεταξύ τους. Κι ενώ το 1914 η Γερμανία πίεζε την Βρετανία, την οποία είχε ξεπεράσει σε επίπεδο βιομηχανικής δύναμης, οι ΗΠΑ παραμένουν σήμερα δεκαετίες μπροστά από τη Κίνα σε στρατιωτικούς κι οικονομικούς πόρους. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ έχουν περισσότερο χρόνο πλέον -σε σχέση με τη Βρετανία πριν έναν αιώνα- για να διαχειριστούν τις σχέσεις τους με μια ανερχόμενη δύναμη.

Το κατά πόσο οι ΗΠΑ με την Κίνα θα συνεννοηθούν, είναι ένα άλλο ερώτημα. Ωστόσο, ο τρόπος θα υπαγορευθεί από τον ανθρώπινο παράγοντα και τις επιλογές του κι όχι από μια  «τεθωρακισμένη» ιστορική νομοτέλεια.

Ένα από τα μαθήματα που θα πρέπει να μας διδάξει ο πόλεμος του 1914 είναι να είμαστε επιφυλακτικοί όσον αφορά σε πολιτικούς αναλυτές που προβαίνουν σε ιστορικές συγκρίσεις, ειδικά αν αυτές εμφορούνται από τον αέρα του αναπόφευκτου. Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ αναπόφευκτος. Η πεποίθηση ότι είναι, μπορεί να αποδειχτεί ταυτόχρονα και μια από τις αφορμές για το ξέσπασμα του.

*Ο Joseph S. Nye είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, πρώην υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών (NIC)