Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
- Οι ώρες είναι κρίσιμες για να σκεφτόμαστε αποδοχή προτάσεων κοντόφθαλμου και στενόκαρδου οφέλους
- Η ιδέα της οικονομικής συνεργασίας ως προοπτική
για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος θα μπορούσε να είχε συζητηθεί
στο παρελθόν, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ισχυρή οικονομία…
- ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ στην οικονομία, όπως και στην πολιτική ευρύτερα, οφείλουν να δίνουν προοπτική μέλλοντος, που έχει ως υπόβαθρό του το ιστορικό παρελθόν ενός τόπου…
Σύμφωνα με τις διακηρύξεις των συγκεκριμένων κύκλων, άλλων παραγόντων της κυπριακής πολιτικής και οικονομικής ζωής, που υποστηρίζονται σαφώς από τον διεθνή παράγοντα, και, κυρίως, από συγκεκριμένες τάσεις που εκπηγάζουν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, χώρες και παρεμβαίνοντες θεσμούς στην κυπριακή υπόθεση ως «διαμεσολαβητές» ειρήνης τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια, αυτή η διαδικασία θα εμπέδωνε τη λύση, τη σταθερότητα και την πρόοδο στο νησί!
Εκείνο που είναι σαφές, είναι πως αυτή η κίνηση του ΚΕΒΕ, που στοχεύει στη συνεργασία του με το αντίστοιχο τουρκοκυπριακό και διακηρύττει την οικονομία ως πλατφόρμα για την εμπέδωση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, καθοδηγείται και υποστηρίζεται από το συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο του ΟΗΕ, δηλαδή την UNDP, και ατύπως πλην σαφώς, εμπνέεται από την ιδέα της υπέρβασης της κυπριακής οικονομικής κρίσης μέσα από τον εναγκαλισμό και τη στήριξη του κραταιού σήμερα οικονομικού παράγοντα της τουρκικής ενδοχώρας, που εμφανίζεται ως δυνάμει προστάτιδα της αποδυναμωμένης και συρρικνωμένης κυπριακής οικονομίας.
Είναι γνωστό πως στην πολιτική οι οικονομικές συνεργασίες, πολλές φορές συμβάλλουν στη δημιουργία ενός θετικού πλαισίου για την υπέρβαση εχθροτήτων και αντιθέσεων εθνικού επιπέδου, στον βαθμό που δημιουργείται ένας κοινός τόπος οικονομικών συμφερόντων, κοινωνικοπολιτικής αλληλεπίδρασης και κοινού οφέλους. Αυτό το βιώσαμε και στη μεταπολεμική σχέση Γερμανίας - Γαλλίας και στην ίδια τη δημιουργία της ΕΟΚ, της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης, που για πρώτη φορά στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου, η ειρήνη ως μη πόλεμος, βασιλεύει εντός της Ευρώπης παντού.
Ότι δηλαδή η Ευρώπη της Ένωσης μπορεί να έχει τα προβλήματά της και μεγάλες ανισότητες, κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, δεν έχει όμως εχθρικές σχέσεις που να απειλούν πολεμικές συρράξεις των χωρών που την απαρτίζουν, όπως συνέβαινε τους προηγούμενους αιώνες. Εξάλλου και ο κόσμος, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, βρίσκεται σε μια διαρκή οικονομική και χρηματοπιστωτική, αλλά και κοινωνική ευρύτερα αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση, στοιχεία που εμποδίζουν ή αναστέλλουν σε κάποιο βαθμό πολεμικές συρράξεις και στρατιωτικές αναμετρήσεις.
Όμως πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η οικονομία ως όπλο για την ειρήνη είναι χρήσιμο στον βαθμό που δεν επιτρέπει στον ισχυρότερο να ενσωματώσει και να υποτάξει πολιτικά τον ασθενέστερο, δηλαδή τον πλέον αδύναμο οικονομικά, στις δικές του πολιτικές, ηγεμονικές βλέψεις.
Στην περίπτωση της Κύπρου, ιδιαίτερα σήμερα με τις συνθήκες της οικονομικής κατάρρευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οποιαδήποτε απόπειρα σύμπραξης με τον τουρκικό παράγοντα, ο οποίος αφεύκτως οδηγεί, όχι στους Τουρκοκυπρίους, αλλά στην Τουρκία, ιδιαιτέρως μάλιστα σε συνθήκες Σχεδίου Ανάν, επί τα χείρω, θα οδηγούσε την κυπριακή οικονομία σε μια τραγική απορρόφηση, ουσιαστικά από τον τουρκικό ηγεμόνα, αφού θα είναι, όχι μόνο αδύναμη, με περιορισμένη δυναμική στην οικονομία, αλλά και απολύτως ελάχιστη μπροστά στο γιγαντιαίο μέγεθος της Τουρκίας, η οποία θα την ενσωμάτωνε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα σε συνθήκες προτεκτοράτου. Αυτό θα σήμαινε τη «μετεξέλιξη» της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια οιονεί εξαρτώμενη μεταβλητή του τουρκικού συστήματος ηγεμονίας, δηλαδή σε μια φινλανδοποιημένη ζώνη.
Η ιδέα ότι η κυπριακή οικονομία των Ελλήνων της Κύπρου και των Τουρκοκυπρίων θα συνέβαλλε μέσα από τη συνεργασία της, όχι μόνο στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος, αλλά και στην άμβλυνση των αντιθέσεων και στην εξάλειψη οποιασδήποτε εχθρικής παράστασης του παρελθόντος, αποτελεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη ψευδαίσθηση, η οποία θα μπορούσε να είχε καταστροφικές συνέπειες για την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού, αν υιοθετείτο ως μηχανισμός στήριξης και εμπέδωσης της αυριανής λύσης.
Η ιδέα της οικονομικής συνεργασίας ως προοπτικής για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, θα μπορούσε να είχε συζητηθεί στο παρελθόν, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ισχυρή οικονομία, το βόρειο, κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου απολύτως ανίσχυρο και αποδυναμωμένο, ενώ ταυτόχρονα, η Τουρκία βρισκόταν σε βαθιά οικονομική κρίση, όπως την περίοδο μέχρι το 2004.
Αυτό βεβαίως και πάλι υπό προϋποθέσεις, εφόσον αυτή η οικονομική συνεργασία εντασσόταν σε ένα σχέδιο μιας δημοκρατικής, ευρωπαϊκών προδιαγραφών, λύσης του κυπριακού προβλήματος και δεδομένου ότι σταδιακά θα μπορούσαμε να κερδίζαμε τον πληθυσμό του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου ως προσδοκία μιας ευημερούσας, προοδευμένης, αυριανής κοινής πολιτείας για όλους τους πολίτες της Κύπρου.
Η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να είναι σε θέση να προσφέρει την ασφάλεια της οικονομικής ευημερίας και προόδου για όλους τους πολίτες της, μαζί με την ευρύτερη ασφάλεια της χώρας και του πληθυσμού. Σήμερα δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα από αυτά, αυτήν τη στιγμή, αυτήν την περίοδο. Ούτε στον Βορρά, ούτε στον Νότο. Αν απευθύνει πρόσκληση οικονομικής συνεργασίας και δρομολογηθεί η περιβόητη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, τότε εκείνος που θα εμφανιστεί πως είναι σε θέση να προσφέρει και τα δύο, δηλαδή την οικονομική ευημερία και την ασφάλεια, είναι η Τουρκία. Θα χάσουμε την ανεξαρτησία μας, την ελευθερία μας, τον πολιτισμό και την ψυχή μας. Θα παραδώσουμε τις ταπεινωμένες, αναξιοπρεπείς ζωές μας σε αυτούς που κατέχουν τη γη των προγόνων μας, που μας στέρησαν την ελευθερία και καταπατούν τον πολιτισμό μας, την ιστορία και τις παραδόσεις μας στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου.
Έπρεπε να θυμηθούμε το κυπριακό οικονομικό θαύμα
ΑΥΤΟ που ενδιαφέρει όλους όσοι εξακολουθούν να έχουν αξιοπρέπεια που πηγάζει από την ιστορία και τις παραδόσεις της ελληνικότητάς μας, όσους ακόμα τους εμπνέει ο πολιτισμός μας και όσους από εμάς έχουμε μνήμη ιστορίας και ηρώων που θυσιάστηκαν για την ελευθερία τούτου του τόπου, όσους ακόμη σκέφτονται αυτούς που έρχονται, που δεν πρέπει να ντρέπονται για μας, όλοι εμείς, λοιπόν, οι Έλληνες της Κύπρου, πρέπει όχι μόνο να απορρίψουμε, αλλά να αρνηθούμε κάθε συζήτηση σε ζητήματα όπου η διεθνής πολιτική πρακτική, δηλαδή η εμπειρία των λαών και η επιστημονική γνώση, καταδεικνύει ότι τέτοια προγράμματα, όπως αυτό του ΚΕΒΕ, οδηγούν αφεύκτως σε μια πορεία ενσωμάτωσης και ένταξης στον περιφερειακό ηγεμόνα, ο οποίος θα αναλάβει να διαφεντεύει από κάποια στιγμή και μετά τις τύχες αυτού του ιστορικού και πάντα ελευθέρου, όσο καταπατημένος και σκλαβωμένος και αν ήταν, τόπου.
Διερωτάται κανείς τι επιδιώκουν με τέτοιες πρωτοβουλίες άνθρωποι της οικονομίας, σε μια στιγμή που η Κύπρος διέρχεται βαθιά κρίση σε πολλά επίπεδα και που η σκέψη και η δημιουργική μας φαντασία θα έπρεπε να καλπάζει προς τους ορίζοντες του κόσμου, αναζητώντας ευκαιρίες οικονομικών συνεργασιών, που θα συνέβαλλαν στην ενίσχυση της εθνικής οικονομίας και όχι την υποδούλωσή της. Θα έπρεπε να θυμηθούμε και να αντιγράψουμε τη δυναμική πορεία που ακολούθησε η κυπριακή οικονομία, τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή του Αττίλα, όπου πραγματώθηκε αυτό που ονομάστηκε, και δικαίως, ως κυπριακό οικονομικό θαύμα.
Συνοψίζοντας, λέμε ότι οι ώρες είναι κρίσιμες για να σκεφτόμαστε με όρους υιοθέτησης προπαγανδιστικών σλόγκαν του διεθνούς παράγοντα και αποδοχής προτάσεων κοντόφθαλμου και στενόκαρδου οφέλους, μέσα από μια εγωιστική, ατομικιστική προσέγγιση, που δεν αφορά στο εθνικό μέλλον του τόπου. Οι πολιτικές στην οικονομία, όπως και στην πολιτική ευρύτερα, οφείλουν να δίνουν προοπτική μέλλοντος, που έχει ως υπόβαθρό του το ιστορικό παρελθόν ενός τόπου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου