Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ ’44-Νοέμβριος 1944
Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα και με την πάροδο του χρόνου, η κατάσταση στη χώρα, αντί να εκτονώνεται, εντεινόταν ανησυχητικά. Όλα βρίσκονταν σε μιαν εκρηκτική αναμονή που κρατούσε τις εμπλεκόμενες πλευρές σε κατάσταση εγρήγορσης και κυρίως αμοιβαίας καχυποψίας. Από τη μεριά τους ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης κατάφεραν να επιβάλουν μια πολιτική συνεργασίας στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Το ίδιο πέτυχαν στις ελληνικές αρχές με την παρέμβασή τους ο Άγγλος πρεσβευτής Λήπερ και ο υπουργός Μεσογείου Μακμίλλαν.
Στις εξελίξεις στην Ελλάδα παρέμεναν επιδεικτικά ουδέτεροι οι Αμερικανοί, οι οποίοι συμμετείχαν αποκλειστικά σε επιχειρήσεις βοήθειας του πληθυσμού. Η πολιτική τους ουδετερότητα στα γεγονότα κράτησε μέχρι και τον Δεκέμβρη, όταν υποστήριξαν την ιδέα της αντιβασιλείας. Αντίστοιχη υπήρξε και η στάση των Σοβιετικών που περιγράφηκε χαρακτηριστικά ως «κατηφής αμεροληψία». Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η σοβιετική κυβέρνηση παρακίνησε το ΕΑΜ – το αντίθετο, μάλιστα, αποδεικνύεται πιο εύκολα. Αλλά και οι Γιουγκοσλάβοι από τη μεριά τους υπήρξαν χαρακτηριστικά αδιάφοροι. Μάλιστα, ο Αντρέας Τζήμας, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και πολιτικός επίτροπος του ΕΑΜ που είχε μπει στο Βελιγράδι με τον Τίτο στις 27 Οκτωβρίου του ’44, διαπίστωσε από πρώτο χέρι ότι οι Γιουγκοσλάβοι δεν είχαν καμιά διάθεση να υποστηρίξουν επιθετικές ενέργειες.
Το ενδεχόμενο να ξεσπάσει βία στην Ελλάδα υπήρχε μόνο εκ των έσω και ο κίνδυνος αυτός περιοριζόταν στην Αθήνα. Οι διάφορες διάσπαρτες στην υπόλοιπη Ελλάδα περιοχές στρατιωτικού ελέγχου του, επέτρεπαν στο ΕΑΜ να διατηρεί ισχυρή διαπραγματευτική θέση κυριαρχώντας στα τρία τέταρτα των εδαφών και στο ένα τρίτο του πληθυσμού. Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση του Παπανδρέου κρατούσε υπό τον έλεγχό της την Αθήνα, την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην Αθήνα γιατί δίχως καμιά αμφιβολία εκεί θα κρινόταν η μοίρα της χώρας.
Προβλήματα και διαφορές
Ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση κατά τον μήνα Νοέμβριο υπήρχαν προς επίλυση διάφορα θέματα. Καταρχάς, το ζήτημα του βασιλιά είχε αποδυναμωθεί επί του παρόντος από την αναγκαστική απουσία του. Υπήρχαν και κάποια δευτερεύοντα ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων ομάδων που κατηγορούνταν για συνεργασία με τον εχθρό. Στην ουσία, σε επίπεδο αρχών δεν υπήρχαν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στον Παπανδρέου και το ΕΑΜ. Το κρίσιμο θέμα των διαπραγματεύσεων, του οποίου η αντιμετώπιση δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, ήταν η συνύπαρξη δυο ενόπλων δυνάμεων που η καθεμιά τους αναγνώριζε άλλη πολιτική εξουσία. Μία εκ των δύο ή και οι δύο έπρεπε να αφοπλιστούν και αυτό θα επιτυγχάνετο μέσα σε ένα κλίμα έντασης και αμοιβαίας καχυποψίας.
Από τη μεριά του Παπανδρέου, το κρίσιμο σημείο ήταν να πειστούν οι υπουργοί του ΕΑΜ να επιτραπεί ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και όλων των ένοπλων βοηθητικών οργανώσεών του, όπως η Εθνική Πολιτοφυλακή και η ΟΠΛΑ, καθώς και η στρατολόγηση κάποιων μελών του στις δυνάμεις της κυβέρνησης. Από τη μεριά του ΕΑΜ, κρίσιμη δοκιμασία θα ήταν η συμφωνία του Παπανδρέου και των Βρετανών να διαλύσουν την 3η Ορεινή Ταξιαρχία και άλλες κυβερνητικές δυνάμεις, ταυτόχρονα με τη διάλυση του ΕΛΑΣ, για να συσταθεί ένας νέος στρατός στον οποίο θα διατηρείτο η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις δυο πλευρές και θα λειτουργούσε υπό ενιαία διοίκηση. Όλος ο καθοριστικός για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν Νοέμβριος καταναλώθηκε προκειμένου να επιτευχθεί κάποια από τις πιο πάνω συμφωνίες και να αποφευχθεί η χρήση βίας.
Οι ευθύνες για τη μη εξεύρεση λύσης
Σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα γεγονότα και τις ιστορικές μαρτυρίες, δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδοθεί ευθέως και αδιάσειστα σε καμιά από τις εμπλεκόμενες πλευρές η ευθύνη για το ότι ο τόπος οδηγήθηκε σε αυτήν την τραγική αιματοχυσία. Καμιά ερμηνευτική απόδοση του τι συνέβη, η οποία να ρίχνει την ευθύνη αποκλειστικά στη μια πλευρά, δεν μπορεί να αντέξει στην κριτική αποτίμηση. Αυτό που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος παρακολουθώντας μέρα με τη μέρα τα γεγονότα του Νοεμβρίου είναι μια επιδεινούμενη με διάφορες διακυμάνσεις εξέλιξη στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Το αρχικό σχέδιο, που κατέθεσε στις 2 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου στον Λήπερ, περιείχε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα με προτάσεις, στην αποδοχή του οποίου, είναι η αλήθεια, δεν περίμενε να βρει ιδιαίτερες δυσκολίες από την άλλη πλευρά.
Οι προτάσεις Παπανδρέου
Οι προτάσεις που περιλάμβανε το σχέδιο ήταν:
Κατάταξη στις 20 Νοεμβρίου της κλάσης νεοσυλλέκτων του 1915 για να επανδρώσουν τη νέα Εθνοφρουρά. Αυτή θα αντικαθιστούσε την παλιά Χωροφυλακή και την Εθνική Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ, που θα διαλύονταν στις 27 Νοεμβρίου.
Την 1η Δεκεμβρίου θα διαλύονταν όλες οι αντάρτικες δυνάμεις και θα καλούνταν τέσσερις νέες κλάσεις, οι οποίες μαζί με την Ορεινή Ταξιαρχία θα συγκροτούσαν τον νέο Εθνικό Στρατό. Ο Παπανδρέου λόγω της ρευστότητας των ημερομηνιών καταγράφει επίσης ξεχωριστή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 5 Νοεμβρίου, σύμφωνα με την οποία ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα έπρεπε να διαλυθούν στις 10 Δεκεμβρίου. Από τη στιγμή που τα μέλη του ΕΑΜ που είχαν υπουργικό χαρτοφυλάκιο συμφώνησαν σε αυτές τις αποφάσεις, ο Παπανδρέου δικαιολογημένα εξέφραζε την αισιοδοξία του για εξεύρεση λύσης.
Αντίθετα, ο Λήπερ που ήταν περισσότερο επιφυλακτικός, όπως αποδεικνύεται και από τις ημερολογιακές σημειώσεις του, επισήμανε στις 7 Νοεμβρίου ότι δεν περίμενε να κρατήσει η βιτρίνα ενότητας και ότι επιπλέον «σημειώνονταν πράξεις ολοένα αυξανόμενης ανομίας από το ΕΑΜ στην Αθήνα». Την ίδια μέρα, ο Τσώρτσιλ έγραψε σε ένα σημείωμά του στον Ήντεν: «Περιμένω σίγουρα σύγκρουση με το ΕΑΜ, την όποια δεν θα πρέπει να αποφύγουμε υπό την προϋπόθεση ότι το πεδίο είναι σωστά επιλεγμένο». Μάλιστα, παρακάτω προσέθετε ότι «δεν πρέπει να έχουμε ενδοιασμό να χρησιμοποιήσουμε βρετανικά στρατεύματα για να υποστηρίξουμε τη βασιλική ελληνική κυβέρνηση υπό τον κ. Παπανδρέου».
Τι σκεφτόταν από τη δική του μεριά το ΕΑΜ κατά την αντίστοιχη περίοδο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, μια και τα στοιχεία είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Ο πρώην κομμουνιστής Παπακωνσταντίνου μιλά για κάποια εσωτερικά έγγραφα που με ασάφεια αναφέρονταν σε επιθετικές βλέψεις που έθεταν ως στόχο την «πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό» ή σε κάποια διακήρυξη στις 7 Νοεμβρίου που καλούσε τον ΕΛΑΣ να «ριχτεί στην τελική μάχη». Η αλήθεια είναι ότι το περιεχόμενο άλλων διαγγελμάτων της ίδιας περιόδου έθετε ρητά ως προϋπόθεση τη συνεργασία με την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, στις 6 Νοεμβρίου, έπειτα από πρόσκληση της κυβέρνησης, το ΚΚΕ κάλεσε τις κατώτερες διοικήσεις να υποβάλουν ονόματα για να συμπεριληφθούν σε έναν κατάλογο δυνητικών υποψηφίων για διοικητικές θέσεις…
Η πολιτική του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ το απασχολούσαν οι σχέσεις του με τις ξένες δυνάμεις. Προβληματιζόταν για τη στάση των Αμερικάνων στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με τους Βρετανούς. Πάντως, δεν σταματούσε να δημιουργεί ζητήματα προκειμένου να αποξενώσει τους Αμερικάνους από τους Βρετανούς. Στις 4 Νοεμβρίου ο «Ριζοσπάστης» ανακοίνωσε ότι ο Αμερικάνος πρεσβευτής είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στον Λήπερ για τα στρατιωτικά μέτρα που λαμβάνονταν. Ωστόσο, κανένα στοιχείο διαμαρτυρίας δεν καταγράφτηκε ούτε από τον Λήπερ ούτε από τον Μακβή. Από την άλλη μεριά, οι σοβιετικές αρχές παρέμεναν σιωπηλές σε βαθμό αμηχανίας. Το ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί ούτε μια λέξη συμπάθειας από την πλευρά των Σοβιετικών. Πράγμα που δεν συνέβη ούτε στις 7 Νοεμβρίου, όταν η επέτειος της επανάστασης των μπολσεβίκων γιορτάστηκε από τους κομμουνιστές στην Αθήνα. Γενικότερα, το κλίμα των ημερών έδειχνε ότι ήταν απίθανο το ΕΑΜ να επιθυμεί συνειδητά μια σύγκρουση με τους Βρετανούς.
Στις 9 Νοεμβρίου έφτασε στην Αθήνα έπειτα από απαίτηση του Παπανδρέου – με τη σύμφωνη γνώμη του Λήπερ και του Σκόμπι αλλά και την εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια των υπουργών του ΕΑΜ – η Ορεινή Ταξιαρχία, που αριθμούσε 2.800 άνδρες. Η θερμότατη υποδοχή της Ταξιαρχίας στη διάρκεια της παρέλασής της στην πόλη έδειξε ότι ο κόσμος τη θεωρούσε ως ένα ασφαλές αντίβαρο έναντι του ΕΛΑΣ.
Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα και με την πάροδο του χρόνου, η κατάσταση στη χώρα, αντί να εκτονώνεται, εντεινόταν ανησυχητικά. Όλα βρίσκονταν σε μιαν εκρηκτική αναμονή που κρατούσε τις εμπλεκόμενες πλευρές σε κατάσταση εγρήγορσης και κυρίως αμοιβαίας καχυποψίας. Από τη μεριά τους ο Σιάντος και ο Παρτσαλίδης κατάφεραν να επιβάλουν μια πολιτική συνεργασίας στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Το ίδιο πέτυχαν στις ελληνικές αρχές με την παρέμβασή τους ο Άγγλος πρεσβευτής Λήπερ και ο υπουργός Μεσογείου Μακμίλλαν.
Στις εξελίξεις στην Ελλάδα παρέμεναν επιδεικτικά ουδέτεροι οι Αμερικανοί, οι οποίοι συμμετείχαν αποκλειστικά σε επιχειρήσεις βοήθειας του πληθυσμού. Η πολιτική τους ουδετερότητα στα γεγονότα κράτησε μέχρι και τον Δεκέμβρη, όταν υποστήριξαν την ιδέα της αντιβασιλείας. Αντίστοιχη υπήρξε και η στάση των Σοβιετικών που περιγράφηκε χαρακτηριστικά ως «κατηφής αμεροληψία». Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η σοβιετική κυβέρνηση παρακίνησε το ΕΑΜ – το αντίθετο, μάλιστα, αποδεικνύεται πιο εύκολα. Αλλά και οι Γιουγκοσλάβοι από τη μεριά τους υπήρξαν χαρακτηριστικά αδιάφοροι. Μάλιστα, ο Αντρέας Τζήμας, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και πολιτικός επίτροπος του ΕΑΜ που είχε μπει στο Βελιγράδι με τον Τίτο στις 27 Οκτωβρίου του ’44, διαπίστωσε από πρώτο χέρι ότι οι Γιουγκοσλάβοι δεν είχαν καμιά διάθεση να υποστηρίξουν επιθετικές ενέργειες.
Το ενδεχόμενο να ξεσπάσει βία στην Ελλάδα υπήρχε μόνο εκ των έσω και ο κίνδυνος αυτός περιοριζόταν στην Αθήνα. Οι διάφορες διάσπαρτες στην υπόλοιπη Ελλάδα περιοχές στρατιωτικού ελέγχου του, επέτρεπαν στο ΕΑΜ να διατηρεί ισχυρή διαπραγματευτική θέση κυριαρχώντας στα τρία τέταρτα των εδαφών και στο ένα τρίτο του πληθυσμού. Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση του Παπανδρέου κρατούσε υπό τον έλεγχό της την Αθήνα, την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην Αθήνα γιατί δίχως καμιά αμφιβολία εκεί θα κρινόταν η μοίρα της χώρας.
Προβλήματα και διαφορές
Ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση κατά τον μήνα Νοέμβριο υπήρχαν προς επίλυση διάφορα θέματα. Καταρχάς, το ζήτημα του βασιλιά είχε αποδυναμωθεί επί του παρόντος από την αναγκαστική απουσία του. Υπήρχαν και κάποια δευτερεύοντα ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων ομάδων που κατηγορούνταν για συνεργασία με τον εχθρό. Στην ουσία, σε επίπεδο αρχών δεν υπήρχαν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στον Παπανδρέου και το ΕΑΜ. Το κρίσιμο θέμα των διαπραγματεύσεων, του οποίου η αντιμετώπιση δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, ήταν η συνύπαρξη δυο ενόπλων δυνάμεων που η καθεμιά τους αναγνώριζε άλλη πολιτική εξουσία. Μία εκ των δύο ή και οι δύο έπρεπε να αφοπλιστούν και αυτό θα επιτυγχάνετο μέσα σε ένα κλίμα έντασης και αμοιβαίας καχυποψίας.
Από τη μεριά του Παπανδρέου, το κρίσιμο σημείο ήταν να πειστούν οι υπουργοί του ΕΑΜ να επιτραπεί ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και όλων των ένοπλων βοηθητικών οργανώσεών του, όπως η Εθνική Πολιτοφυλακή και η ΟΠΛΑ, καθώς και η στρατολόγηση κάποιων μελών του στις δυνάμεις της κυβέρνησης. Από τη μεριά του ΕΑΜ, κρίσιμη δοκιμασία θα ήταν η συμφωνία του Παπανδρέου και των Βρετανών να διαλύσουν την 3η Ορεινή Ταξιαρχία και άλλες κυβερνητικές δυνάμεις, ταυτόχρονα με τη διάλυση του ΕΛΑΣ, για να συσταθεί ένας νέος στρατός στον οποίο θα διατηρείτο η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις δυο πλευρές και θα λειτουργούσε υπό ενιαία διοίκηση. Όλος ο καθοριστικός για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν Νοέμβριος καταναλώθηκε προκειμένου να επιτευχθεί κάποια από τις πιο πάνω συμφωνίες και να αποφευχθεί η χρήση βίας.
Οι ευθύνες για τη μη εξεύρεση λύσης
Σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα γεγονότα και τις ιστορικές μαρτυρίες, δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδοθεί ευθέως και αδιάσειστα σε καμιά από τις εμπλεκόμενες πλευρές η ευθύνη για το ότι ο τόπος οδηγήθηκε σε αυτήν την τραγική αιματοχυσία. Καμιά ερμηνευτική απόδοση του τι συνέβη, η οποία να ρίχνει την ευθύνη αποκλειστικά στη μια πλευρά, δεν μπορεί να αντέξει στην κριτική αποτίμηση. Αυτό που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος παρακολουθώντας μέρα με τη μέρα τα γεγονότα του Νοεμβρίου είναι μια επιδεινούμενη με διάφορες διακυμάνσεις εξέλιξη στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Το αρχικό σχέδιο, που κατέθεσε στις 2 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου στον Λήπερ, περιείχε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα με προτάσεις, στην αποδοχή του οποίου, είναι η αλήθεια, δεν περίμενε να βρει ιδιαίτερες δυσκολίες από την άλλη πλευρά.
Οι προτάσεις Παπανδρέου
Οι προτάσεις που περιλάμβανε το σχέδιο ήταν:
Κατάταξη στις 20 Νοεμβρίου της κλάσης νεοσυλλέκτων του 1915 για να επανδρώσουν τη νέα Εθνοφρουρά. Αυτή θα αντικαθιστούσε την παλιά Χωροφυλακή και την Εθνική Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ, που θα διαλύονταν στις 27 Νοεμβρίου.
Την 1η Δεκεμβρίου θα διαλύονταν όλες οι αντάρτικες δυνάμεις και θα καλούνταν τέσσερις νέες κλάσεις, οι οποίες μαζί με την Ορεινή Ταξιαρχία θα συγκροτούσαν τον νέο Εθνικό Στρατό. Ο Παπανδρέου λόγω της ρευστότητας των ημερομηνιών καταγράφει επίσης ξεχωριστή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 5 Νοεμβρίου, σύμφωνα με την οποία ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα έπρεπε να διαλυθούν στις 10 Δεκεμβρίου. Από τη στιγμή που τα μέλη του ΕΑΜ που είχαν υπουργικό χαρτοφυλάκιο συμφώνησαν σε αυτές τις αποφάσεις, ο Παπανδρέου δικαιολογημένα εξέφραζε την αισιοδοξία του για εξεύρεση λύσης.
Αντίθετα, ο Λήπερ που ήταν περισσότερο επιφυλακτικός, όπως αποδεικνύεται και από τις ημερολογιακές σημειώσεις του, επισήμανε στις 7 Νοεμβρίου ότι δεν περίμενε να κρατήσει η βιτρίνα ενότητας και ότι επιπλέον «σημειώνονταν πράξεις ολοένα αυξανόμενης ανομίας από το ΕΑΜ στην Αθήνα». Την ίδια μέρα, ο Τσώρτσιλ έγραψε σε ένα σημείωμά του στον Ήντεν: «Περιμένω σίγουρα σύγκρουση με το ΕΑΜ, την όποια δεν θα πρέπει να αποφύγουμε υπό την προϋπόθεση ότι το πεδίο είναι σωστά επιλεγμένο». Μάλιστα, παρακάτω προσέθετε ότι «δεν πρέπει να έχουμε ενδοιασμό να χρησιμοποιήσουμε βρετανικά στρατεύματα για να υποστηρίξουμε τη βασιλική ελληνική κυβέρνηση υπό τον κ. Παπανδρέου».
Τι σκεφτόταν από τη δική του μεριά το ΕΑΜ κατά την αντίστοιχη περίοδο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, μια και τα στοιχεία είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Ο πρώην κομμουνιστής Παπακωνσταντίνου μιλά για κάποια εσωτερικά έγγραφα που με ασάφεια αναφέρονταν σε επιθετικές βλέψεις που έθεταν ως στόχο την «πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό» ή σε κάποια διακήρυξη στις 7 Νοεμβρίου που καλούσε τον ΕΛΑΣ να «ριχτεί στην τελική μάχη». Η αλήθεια είναι ότι το περιεχόμενο άλλων διαγγελμάτων της ίδιας περιόδου έθετε ρητά ως προϋπόθεση τη συνεργασία με την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, στις 6 Νοεμβρίου, έπειτα από πρόσκληση της κυβέρνησης, το ΚΚΕ κάλεσε τις κατώτερες διοικήσεις να υποβάλουν ονόματα για να συμπεριληφθούν σε έναν κατάλογο δυνητικών υποψηφίων για διοικητικές θέσεις…
Η πολιτική του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ το απασχολούσαν οι σχέσεις του με τις ξένες δυνάμεις. Προβληματιζόταν για τη στάση των Αμερικάνων στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με τους Βρετανούς. Πάντως, δεν σταματούσε να δημιουργεί ζητήματα προκειμένου να αποξενώσει τους Αμερικάνους από τους Βρετανούς. Στις 4 Νοεμβρίου ο «Ριζοσπάστης» ανακοίνωσε ότι ο Αμερικάνος πρεσβευτής είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στον Λήπερ για τα στρατιωτικά μέτρα που λαμβάνονταν. Ωστόσο, κανένα στοιχείο διαμαρτυρίας δεν καταγράφτηκε ούτε από τον Λήπερ ούτε από τον Μακβή. Από την άλλη μεριά, οι σοβιετικές αρχές παρέμεναν σιωπηλές σε βαθμό αμηχανίας. Το ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί ούτε μια λέξη συμπάθειας από την πλευρά των Σοβιετικών. Πράγμα που δεν συνέβη ούτε στις 7 Νοεμβρίου, όταν η επέτειος της επανάστασης των μπολσεβίκων γιορτάστηκε από τους κομμουνιστές στην Αθήνα. Γενικότερα, το κλίμα των ημερών έδειχνε ότι ήταν απίθανο το ΕΑΜ να επιθυμεί συνειδητά μια σύγκρουση με τους Βρετανούς.
Στις 9 Νοεμβρίου έφτασε στην Αθήνα έπειτα από απαίτηση του Παπανδρέου – με τη σύμφωνη γνώμη του Λήπερ και του Σκόμπι αλλά και την εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια των υπουργών του ΕΑΜ – η Ορεινή Ταξιαρχία, που αριθμούσε 2.800 άνδρες. Η θερμότατη υποδοχή της Ταξιαρχίας στη διάρκεια της παρέλασής της στην πόλη έδειξε ότι ο κόσμος τη θεωρούσε ως ένα ασφαλές αντίβαρο έναντι του ΕΛΑΣ.