Του Τακη Θεοδωροπουλου / ttheodoropoulos@kathimerini.grΔεν ξέρω αν η σκηνοθεσία του Καστελλόριζου θα μείνει στη μεγάλη
ιστορία του μικρού μας έθνους. Ηταν το πορτρέτο ενός σχεδόν εξηντάρη
Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου, ευθυτενούς, καλοδιατηρημένου, να απαγγέλλει
με τη στοιχειώδη σύνταξη των ελληνικών του ένα κείμενο το οποίο εμφανώς
είχε αποστηθίσει, για να ανακοινώσει τη μάχη των μαχών για τη σωτηρία
της χώρας. Το φόντο ήταν σημαδιακό: το τοπίο του αιγαιοπελαγίτικου
νησιού, σύμβολο του αναλλοίωτου εσαεί ελληνικού αισθήματος. Ηταν η αρχή
της μεγάλης ψευδαίσθησης μιας κοινωνίας που έπρεπε να αλλάξει με τη
διαδικασία του επείγοντος, χωρίς όμως να προδώσει το αίσθημα που την
είχε φέρει ως το μη αναστρέψιμο σημείο της εθνικής μας βλάβης. Ολοι
πιστεύαμε, όλοι θέλαμε να πιστέψουμε πως σε ένα χρόνο, άντε δύο το πολύ,
η ζωή θα ξανάβρισκε τους ρυθμούς και τις συνήθειές της.
Τριάμισι χρόνια μετά, κανείς δεν μιλάει για το Καστελλόριζο. Πρωθυπουργός είναι ο Αντώνης Σαμαράς, ο άνθρωπος που τότε ήταν αντίπαλος του σχεδίου σωτηρίας και τώρα το υπερασπίζεται και παλεύει να το εφαρμόσει, ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου βιοπορίζεται δίνοντας διαλέξεις, το δε κόμμα του είναι ένα αφυδατωμένο υπόλειμμα αυτού που κάποτε υπήρξε. Η εποχή εκείνη και οι ψευδαισθήσεις της μοιάζουν μακρινές, σαν να ανήκουν σε άλλο κεφάλαιο της Ιστορίας. Η σκηνοθεσία του Καστελλόριζου, αν μείνει στην Ιστορία, θα μείνει ως η πρώτη σκηνή της ελληνικής μελαγχολίας.
Η στοιχειώδης ειλικρίνεια απαιτεί τη δυσμενή παραδοχή. Η τριετής προσπάθεια εφαρμογής των Μνημονίων δεν είναι παρά η προέκταση της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας. Στους καιρούς της πτώχευσης πορευτήκαμε με τον ίδιο τρόπο που πορευόμασταν στους καιρούς της ευμάρειας. Χωρίς πολιτικό σχέδιο προσαρμογής σε μια πραγματικότητα που ξεπερνούσε και τα σύνορα της χώρας μας, και τα σύνορα της γλώσσας μας, και τα όρια της νοοτροπίας μας. Υπογράψαμε τα Μνημόνια με τον ίδιο τρόπο που αποδεχόμασταν όλες τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Διαβεβαιώνοντας τους εταίρους μας πως θα ακολουθήσουμε τις συνθήκες χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνουν για εμάς, έχοντας την ψευδαίσθηση πως, εντέλει, θα τις προσαρμόσουμε στα μέτρα μας.
Δεν ξέρω αν είχαμε τις δυνατότητες και τη δύναμη να αντιπροτείνουμε το εθνικό μας σχέδιο. Αυτό όμως που όλοι ξέρουμε είναι ότι εθνικό σχέδιο δεν υπήρξε. Απλώς μια συνεχής άσκηση υποκριτικής απέναντι σε μιαν Ευρώπη που εμείς τη θεωρούσαμε δεδομένη, χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν πως η σημερινή Ευρώπη μόνο δεδομένη δεν είναι. Οπως δεν είναι δεδομένη η δική μας συμμετοχή στο μέλλον της. Ακόμη και στη χειρότερη εκδοχή, στην προοπτική διάλυσης της σημερινής Ενωσης, ο Γάλλος, ο Ιταλός, ο Ιρλανδός ή ο Ισπανός δεν θα χάσουν το ευρωπαϊκό αίσθημα. Ο Ελληνας όμως, εμείς, θα βυθιστούμε οριστικά και αμετάκλητα στη μελαγχολία της μοναξιάς μας.
Μέχρι πέρυσι ο κ. Σαμαράς μιλούσε για την εκπόνηση ενός νέου εθνικού αφηγήματος, μεταμοντέρνος ευφημισμός του εθνικού σχεδίου. Τον Δεκέμβριο του 2013, με τα δύο μεγάλα πανεπιστήμια κλειστά, τα γεροντάκια να εκλιπαρούν για ιατρική περίθαλψη και το κέντρο της Αθήνας να μυρίζει καυσόξυλο, το ξέχασε κι αυτό. Μιλάει για τη διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ στην εστίαση και το μεγάλο εθνικό ζήτημα είναι ο τρόπος φορολόγησης των ακινήτων. Η πολιτική που υποσχόταν, πως με την υπό όρους τήρηση των Μνημονίων η Ελλάδα θα γλιτώσει από τον εγκλεισμό της, αποδείχθηκε ψευδαίσθηση. Την ελληνική μελαγχολία την τροφοδοτεί το αίσθημα της απομόνωσης. Και ο κίνδυνος του ιδρυματισμού είναι ορατός, απλός, καθημερινός. Κανείς δεν θέλει να ζήσει στη Βενεζουέλα της Μεσογείου, ούτε καν όσοι θαυμάζουν τη Βενεζουέλα της Λατινικής Αμερικής. Η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει ένα στρατόπεδο ηττημένων, που δεν θα τους αφήνουν να πεθάνουν, όμως οι ίδιοι θα συνεχίσουν να ζουν τη σερνάμενη ζωή τους.
Ως πότε θα αντέχουμε να μας απογοητεύει ο εαυτός μας; Ως πότε θα αντέχουμε να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι το πρωί έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη μας στον εαυτό μας και στις δυνάμεις μας; Ελάτε τώρα. Πιστεύει κανείς πως η πολιτική μας τάξη, σύμπασα, είναι σε θέση να εκπονήσει μια στρατηγική που θα μας βγάλει από την απομόνωση; Για φαντασθείτε τη χώρα όπου οι Ταμήλοι και οι Λαφαζάνηδες του κόσμου τούτου ορίζουν τις τύχες της. Σήμερα το πρόβλημα της χώρας είναι να κρατήσει τα σύνορά της ανοιχτά. Και δεν αναφέρομαι στα πολιτικά σύνορα της συνθήκης Σένγκεν. Αναφέρομαι στα πολιτισμικά μας σύνορα, αυτά που εξ απαλών ονύχων οργάνωσαν την καλλιέργεια και την παιδεία μας και κρατούσαν το βλέμμα μας στραμμένο προς τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτά που και σήμερα ακόμη μας επιτρέπουν να μειδιούμε ειρωνικά όταν ακούμε έναν Πελεγρίνη να καθυβρίζει τον διεθνούς κύρους αστροφυσικό Κατσανέβα και τον φιλόσοφο Νεχαμά. Και είναι το μειδίαμα αυτό το ιδανικό αντίδοτο στη μελαγχολία.
Τριάμισι χρόνια μετά, κανείς δεν μιλάει για το Καστελλόριζο. Πρωθυπουργός είναι ο Αντώνης Σαμαράς, ο άνθρωπος που τότε ήταν αντίπαλος του σχεδίου σωτηρίας και τώρα το υπερασπίζεται και παλεύει να το εφαρμόσει, ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου βιοπορίζεται δίνοντας διαλέξεις, το δε κόμμα του είναι ένα αφυδατωμένο υπόλειμμα αυτού που κάποτε υπήρξε. Η εποχή εκείνη και οι ψευδαισθήσεις της μοιάζουν μακρινές, σαν να ανήκουν σε άλλο κεφάλαιο της Ιστορίας. Η σκηνοθεσία του Καστελλόριζου, αν μείνει στην Ιστορία, θα μείνει ως η πρώτη σκηνή της ελληνικής μελαγχολίας.
Η στοιχειώδης ειλικρίνεια απαιτεί τη δυσμενή παραδοχή. Η τριετής προσπάθεια εφαρμογής των Μνημονίων δεν είναι παρά η προέκταση της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας. Στους καιρούς της πτώχευσης πορευτήκαμε με τον ίδιο τρόπο που πορευόμασταν στους καιρούς της ευμάρειας. Χωρίς πολιτικό σχέδιο προσαρμογής σε μια πραγματικότητα που ξεπερνούσε και τα σύνορα της χώρας μας, και τα σύνορα της γλώσσας μας, και τα όρια της νοοτροπίας μας. Υπογράψαμε τα Μνημόνια με τον ίδιο τρόπο που αποδεχόμασταν όλες τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Διαβεβαιώνοντας τους εταίρους μας πως θα ακολουθήσουμε τις συνθήκες χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνουν για εμάς, έχοντας την ψευδαίσθηση πως, εντέλει, θα τις προσαρμόσουμε στα μέτρα μας.
Δεν ξέρω αν είχαμε τις δυνατότητες και τη δύναμη να αντιπροτείνουμε το εθνικό μας σχέδιο. Αυτό όμως που όλοι ξέρουμε είναι ότι εθνικό σχέδιο δεν υπήρξε. Απλώς μια συνεχής άσκηση υποκριτικής απέναντι σε μιαν Ευρώπη που εμείς τη θεωρούσαμε δεδομένη, χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν πως η σημερινή Ευρώπη μόνο δεδομένη δεν είναι. Οπως δεν είναι δεδομένη η δική μας συμμετοχή στο μέλλον της. Ακόμη και στη χειρότερη εκδοχή, στην προοπτική διάλυσης της σημερινής Ενωσης, ο Γάλλος, ο Ιταλός, ο Ιρλανδός ή ο Ισπανός δεν θα χάσουν το ευρωπαϊκό αίσθημα. Ο Ελληνας όμως, εμείς, θα βυθιστούμε οριστικά και αμετάκλητα στη μελαγχολία της μοναξιάς μας.
Μέχρι πέρυσι ο κ. Σαμαράς μιλούσε για την εκπόνηση ενός νέου εθνικού αφηγήματος, μεταμοντέρνος ευφημισμός του εθνικού σχεδίου. Τον Δεκέμβριο του 2013, με τα δύο μεγάλα πανεπιστήμια κλειστά, τα γεροντάκια να εκλιπαρούν για ιατρική περίθαλψη και το κέντρο της Αθήνας να μυρίζει καυσόξυλο, το ξέχασε κι αυτό. Μιλάει για τη διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ στην εστίαση και το μεγάλο εθνικό ζήτημα είναι ο τρόπος φορολόγησης των ακινήτων. Η πολιτική που υποσχόταν, πως με την υπό όρους τήρηση των Μνημονίων η Ελλάδα θα γλιτώσει από τον εγκλεισμό της, αποδείχθηκε ψευδαίσθηση. Την ελληνική μελαγχολία την τροφοδοτεί το αίσθημα της απομόνωσης. Και ο κίνδυνος του ιδρυματισμού είναι ορατός, απλός, καθημερινός. Κανείς δεν θέλει να ζήσει στη Βενεζουέλα της Μεσογείου, ούτε καν όσοι θαυμάζουν τη Βενεζουέλα της Λατινικής Αμερικής. Η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει ένα στρατόπεδο ηττημένων, που δεν θα τους αφήνουν να πεθάνουν, όμως οι ίδιοι θα συνεχίσουν να ζουν τη σερνάμενη ζωή τους.
Ως πότε θα αντέχουμε να μας απογοητεύει ο εαυτός μας; Ως πότε θα αντέχουμε να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι το πρωί έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη μας στον εαυτό μας και στις δυνάμεις μας; Ελάτε τώρα. Πιστεύει κανείς πως η πολιτική μας τάξη, σύμπασα, είναι σε θέση να εκπονήσει μια στρατηγική που θα μας βγάλει από την απομόνωση; Για φαντασθείτε τη χώρα όπου οι Ταμήλοι και οι Λαφαζάνηδες του κόσμου τούτου ορίζουν τις τύχες της. Σήμερα το πρόβλημα της χώρας είναι να κρατήσει τα σύνορά της ανοιχτά. Και δεν αναφέρομαι στα πολιτικά σύνορα της συνθήκης Σένγκεν. Αναφέρομαι στα πολιτισμικά μας σύνορα, αυτά που εξ απαλών ονύχων οργάνωσαν την καλλιέργεια και την παιδεία μας και κρατούσαν το βλέμμα μας στραμμένο προς τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτά που και σήμερα ακόμη μας επιτρέπουν να μειδιούμε ειρωνικά όταν ακούμε έναν Πελεγρίνη να καθυβρίζει τον διεθνούς κύρους αστροφυσικό Κατσανέβα και τον φιλόσοφο Νεχαμά. Και είναι το μειδίαμα αυτό το ιδανικό αντίδοτο στη μελαγχολία.