08 Δεκεμβρίου 2013

Το Ιράν και τα μυστικά του «μεγάλου παιχνιδιού»

Ενας πόλεμος με το Ιράν θα ήταν πλήγμα, κυρίως για τις ΗΠΑ, καθώς -για πρώτη φορά από το 1948- οι πολιτικές ΗΠΑ και Ισραήλ αποκλίνουν
Το υπό διαμόρφωση «δόγμα Ομπάμα» για τη Μέση Ανατολή συναντά σφοδρές αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον, το Τελ Αβίβ απειλεί θεούς και δαίμονες βλέποντας ότι χάνει πλέον το ρόλο του ως «σεκιουριτάς» της περιοχής και η Τεχεράνη κέρδισε μια (προσωρινή και εύθραυστη, σημαντική ωστόσο) συμφωνία στη Γενεύη χωρίς να δώσει -στην ουσία- τίποτα ως αντάλλαγμα
Κάθε προσπάθεια κατανόησης του νέου «μεγάλου παιγνιδιού» που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή με επίκεντρο το Ιράν πρέπει να ενσωματώνει κάποιες αναγκαίες διαπιστώσεις.

Με τα σημερινά δεδομένα είναι αδύνατη η ειρήνευση-σταθεροποίηση με πόλεμο. Ενα ενδεχόμενο στρατιωτικό πλήγμα στο Ιράν από το Ισραήλ, με ή χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, θα μετατρέψει ολόκληρη την περιοχή από τη Μεσόγειο ώς το Πακιστάν σε μια απέραντη «Λιβύη» ή «Σομαλία». Εκτός απ' τους λαούς της περιοχής, ο μεγάλος χαμένος από ένα τέτοιο χάος θα είναι οι ΗΠΑ, τόσο οικονομικά όσο και γεωστρατηγικά. Μόνο νέα μείωση της ήδη μειούμενης επιρροής τους μπορούν να περιμένουν.

Κάθε σταθεροποίηση χωρίς πόλεμο προϋποθέτει τη σύμπραξη του Ιράν, του σημερινού σιιτικού Ιράν. Αυτή είναι η μεγάλη χώρα της περιοχής, χωρίς αυτή δεν νοείται μακρόχρονη περιφερειακή ασφάλεια. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να εξασφαλίσουν μια -επωφελή για τις ίδιες- παρουσία και επιρροή στο Ιράκ, στη Συρία, στο Αφγανιστάν και στον ευρύτερο χώρο, είναι αναγκασμένες να συνεταιριστούν το υπάρχον ιρανικό καθεστώς.

Και αυτή είναι η στόχευση που βρίσκεται πίσω από τις διαπραγματεύσεις για την περσική πυρηνική τεχνολογία: η επανένταξη του Ιράν στην παγκόσμια αγορά και σε μια νέα γεωστρατηγική ισορροπία. Αν όμως το Ιράν γίνει στήριγμα μιας νέας pax neoliberalis, τότε αλλάζουν αυτόματα οι τοπικοί συσχετισμοί, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά η αξία του Ισραήλ για την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων.

Ο μεγάλος, «υπαρξιακός» κίνδυνος για το σιωνιστικό Ισραήλ δεν προέρχεται από τα υποτιθέμενα μελλοντικά πυρηνικά όπλα του Ιράν (ισχυρισμός παράδοξος από ένα κράτος που -κατά κοινή πεποίθηση- διαθέτει εκατοντάδες πυρηνικές κεφαλές και βαλλιστικούς πυραύλους). Ο κίνδυνος που διατρέχει είναι να καταστεί δευτερεύον για τα παγκόσμια συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, να μεταπέσει στην ασημαντότητα, στην κατάσταση ενός κράτους όπως τα άλλα στην περιοχή. Πράγματι, αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.

Η οικονομία των ΗΠΑ έχει ουσιαστικά απεξαρτηθεί από τα πετρέλαια της Σαουδικής Αραβίας και του Κόλπου εν γένει. Η ραγδαία τελειοποίηση και εφαρμογή των τεχνολογιών της «υδραυλικής θραύσης» (fracking) έχει καταστήσει την υπερδύναμη σχεδόν αυτάρκη σε υδρογονάνθρακες, με προοπτική να τη μετατρέψει σύντομα σε εξαγωγέα. Επομένως, τόσο η αξία των πετρομοναρχιών του Κόλπου όσο και του «σεκιουριτά» που ιδρύθηκε το '48 προκειμένου να φυλάει την περιοχή για λογαριασμό των ΗΠΑ, έχουν αναπόδραστα μειωθεί ανάλογα.

Το πολιτικό σύστημα της υπερδύναμης, ο βαρύς τζεφερσόνειος μηχανισμός «ελέγχων και ισορροπιών» που παίρνει τις αποφάσεις, δυσλειτουργεί γενικά και κάθε άλλο παρά ομονοεί γύρω από την προσέγγιση της νέας πραγματικότητας. Αυτό που -με επίκεντρο το Ιράν- αρχίζει να μορφοποιείται σε κάτι σαν «δόγμα Ομπάμα» βρίσκεται αντιμέτωπο με την ισχυρή συμμαχία της πολεμικής βιομηχανίας, των ανθρώπων του εβραϊκού λόμπι και της Σαουδικής Αραβίας στο Κογκρέσο και στα συστημικά μέσα ενημέρωσης, των βετεράνων νεοσυντηρητικών της εποχής Μπους και του αναγεννημένου παρανοϊκού πνεύματος της αμερικανικής Δεξιάς, όπως εκφράζεται στο Κόμμα του Τσαγιού.

Για όλους αυτούς, όπως φυσικά και για την κυρίαρχη ισραηλινή Δεξιά του Λικούντ, το Ιράν πρέπει να έχει την τύχη του Ιράκ, και αυτό υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα αμερικανικά συμφέροντα. Παρά την επιτυχία του Ομπάμα με την προσωρινή συμφωνία της Γενεύης, η έκβαση αυτής της ενδο-αυτοκρατορικής αναμέτρησης είναι ανοιχτή.

Με δεδομένο ότι το Ιράν δεν έχει συμφέρον να αποκτήσει πυρηνικά όπλα στο ορατό μέλλον, αφού δεν το κάνουν ασφαλέστερο, τότε αυτό είναι ο μεγάλος κερδισμένος της Γενεύης και δίκαια πανηγυρίστηκε η συμφωνία στην Τεχεράνη. Νομιμοποίησε τη θέση του στο τραπέζι, όπου σχεδιάζεται η νέα αρχιτεκτονική της περιοχής, χωρίς ουσιαστικά να δώσει τίποτα σε αντάλλαγμα. 

Αυτή ήταν η πρώτη του επιδίωξη και δευτερευόντως η χαλάρωση των κυρώσεων. Κάτι που δεν παύουν να τονίζουν οι πιο ψύχραιμοι αναλυτές των μεσανατολικών εφημερίδων. Οπως ο Ασαντ κέρδισε θέση στη δική του Γενεύη, δίνοντας στις ΗΠΑ τα -ούτως ή άλλως- άχρηστα χημικά του, έτσι έκαναν και οι Πέρσες σύμμαχοί του με τα δυνάμει πυρηνικά τους. Ασφαλώς πρόκειται για προσωρινή και εύθραυστη επιτυχία, αλλά εξαιρετικά σημαντική. 

Είναι η πρώτη φορά από το 1948 που οι στρατηγικές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ αποκλίνουν. Η απόκλιση δεν πηγάζει από τις επιλογές του Ομπάμα, ούτε είναι κάτι πρόσκαιρο. Είναι αποτέλεσμα «υπέρογκων» αλλαγών στους διεθνείς συσχετισμούς, τις οποίες ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει το Ισραήλ, όσο και αν απειλεί θεούς και δαίμονες ο πρωθυπουργός του.

 Ενα μοντέλο χώρας και κοινωνίας που χτίστηκε πάνω στο σφετερισμό και τη μισαλλοδοξία είναι αμφίβολο αν μπορεί να επιβιώσει χωρίς να περάσει από βαθιές εσωτερικές αλλαγές. Το παλιό εκείνο κείμενο από την ιδρυτική διακήρυξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, του Γιάσερ Αραφάτ και του Ζορζ Χαμπάς, που μιλάει για ένα κοσμικό, δημοκρατικό κράτος ισότιμων πολιτών στον αδιαίρετο χώρο της ιστορικής Παλαιστίνης, ίσως είναι εξαιρετικά επίκαιρο μετά τόσες δεκαετίες λήθης...