Η Τουρκία θέλει και επιδιώκει να βρίσκεται στο προσκήνιο και να παίζει ηγεμονικό ρόλο σε διάφορες περιοχές. Η αναβάθμιση του ενδιαφέροντός της στη Μέση Ανατολή δεν προκύπτει τόσο από τη νεο-οθωμανική τάση όσο από την αναζήτηση της Τουρκίας ενός νέου χώρου άσκησης επιρροής τόσο για πολιτικούς όσο και για οικονομικούς λόγους. Σύμφωνα με την ισραηλινή πανεπιστημιακό Ανάτ Λαπιντότ-Φιρίλια, η Τουρκία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την ιστορική σχέση με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου προκειμένου να αποκτήσει ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Αναπτύσσοντας τις σχέσεις της με τις χώρες αυτές, οι οποίες ιστορικά είχαν βρεθεί κάτω από την επικυριαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας στόχευε και οικονομικά και κυρίως «να ανοίξει τις αγορές της περιοχής για τα τουρκικά προϊόντα και να μετατρέψει την Τουρκία ως τον κεντρικό άξονα για αγαθά, μεταφορές, το αέριο και το πετρέλαιο».Αυτή η στροφή προς την ανατολική Μεσόγειο προέκυψε όταν η Τουρκία αντιλήφθηκε πως είχε παραγκωνιστεί από τη Ρωσία, την ΕΕ, ακόμα κι από το Ιράν σ' έναν δευτερεύοντα ρόλο σε δύο περιοχές όπου παραδοσιακά θεωρούνταν υψίστης στρατηγικής σημασίας για την Άγκυρα. Αυτές οι περιοχές ήταν τα Βαλκάνια και η Κεντρική Ασία (περιοχή Καυκάσου).

Γράφει: Ανδρέας Πιμπίσιης

Η Ανάτ Λοπιντότ, σε συνέντευξή της στον «Φ», δίνει ακόμα μια εξήγηση ως προς αυτή τη στροφή της Άγκυρας. «Το τουρκικό ενδιαφέρον προς τις χώρες των ανατολικών ακτών της Μεσογείου ήταν μέρος μιας νέας "Ανατολικοποίησης" (ως το αντίθετο της Δυτικοποίησης) της εξωτερικής της πολιτικής», αναφέρει η ισραηλινή ακαδημαϊκός και συνεχίζει: «Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η δημιουργία ενός νέου χώρου όπου η Τουρκία θα μπορούσε να παίξει ρόλο. Από την ώρα που η Τουρκία θα καθιέρωνε το δικό της στάτους στην ανατολική Μεσόγειο, όπως ήταν η δική της εκτίμηση, θα ερχόταν η αναγνώριση από της ΗΠΑ και άλλες χώρες, ως μια περιφερειακή δύναμη». Αυτές οι κινήσεις ενισχύονταν και από δυνάμεις στο εσωτερικό της Τουρκίας οι οποίες, για διαφορετικούς ενδεχομένως λόγους, είχαν μια αντιαμερικανική και μια ευρωσκεπιστικιστή τάση. Και έτσι τους βόλευε η καθιέρωση μιας νέας ανεξάρτητης κατεύθυνσης στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Η κ. Λαπιντότ -η οποία βρέθηκε πρόσφατα στην Κύπρο για να μιλήσει σε εκδήλωση της Συμμαχία Πολιτών- αναφέρει πως στα πρώτα της στάδια αυτή η προσπάθεια καρποφόρησε, όμως στην πορεία άρχισαν να διαφαίνονται τα προβλήματα. Πρώτα με το Ισραήλ: τις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, το περιστατικό στο Νταβός και τα γεγονότα με το «Μαβί Μαρμαρά». Στη συνέχεια η Αραβική Άνοιξη ανάγκασε την Τουρκία να αντιληφθεί ότι η πολιτική που προσπαθούσε να προωθήσει δεν ήταν καθόλου ρεαλιστική. Κυρίως ανάγκασε την Τουρκία να αντιληφθεί τους περιορισμούς της και να επανεξετάσει τις πολιτικές της.

Ένας από τους χώρους όπου η Τουρκία επιχείρησε να παίξει ουσιαστικό ρόλο είναι η Συρία. Σύμφωνα με την κ. Λαπιντότ «η Τουρκία στα αρχικά στάδια της Συριακής άνοιξης δεν είχε εμπλακεί». «Ωστόσο σήμερα είναι άμεσα και ουσιαστικά αναμεμειγμένη στο πλευρό των επαναστατών τους οποίους στηρίζει και υλικά. Υποστηρίζει την ανατροπή του φιλοϊρανικού καθεστώτος Άσαντ ευελπιστώντας ότι θα κυριαρχήσει ένα νέο σουνιτικό (αυτή τη φορά) καθεστώς τύπου Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία θα είναι σε θέση να επηρεάζει την πολιτική ατζέντα της μελλοντικής Συρίας».

Ωστόσο την ίδια ώρα όμως καταγράφεται μια άλλη προσέγγιση από τη διεθνή κοινότητα απ' ό,τι στα αρχικά στάδια του εμφυλίου στη Συρία όπου η κυρίαρχη άποψη ήταν να απομακρυνθεί ο Άσαντ. Η αλλαγή προσέγγισης οφείλεται κατά την κ. Λαπιντότ σε τρεις παράγοντες:

Πρώτον, τις ρωσικές αντιδράσεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Δεύτερον, το γεγονός ότι το Ιράν δεν θα επέτρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. Τρίτον, ένας ακόμα λόγος αλλαγής της στάσης πολλών χωρών στην απαίτησή τους από τον Άσαντ να εγκαταλείψει τη Συρία, αποτέλεσε και ο φόβος ότι ένα ισλαμιστικό καθεστώς θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας.

«Πιστεύω ότι οι περισσότερες χώρες (όχι όμως και η Τουρκία) προτιμούν να βλέπουν έναν Άσαντ στη Συρία παρά μια ισλαμιστική μουσουλμανική αδελφότητα», προσθέτει η Ισραηλινή ακαδημαϊκός.
Τα δεδομένα αυτά αναμένεται να επηρεάσουν στην πορεία και την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας καθώς όπως εξηγεί η κ. Λαπιντότ, «η Τουρκία είναι τώρα αναγκασμένη να εργαστεί στενά με τις ισχυρές δυνάμεις της υφηλίου και να αποδεχτεί την ανικανότητά της να καθορίσει το μέλλον της Συρίας, της Αιγύπτου, των Παλαιστινίων κ.λπ., ούτε με το να αποτελέσει ένα μοντέλο ή καθοδηγητική δύναμη στην πορεία προς τον εκδημοκρατισμό, ούτε και μέσω στρατιωτικών μέσων».

Τέλος ως προς τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ σημειώνει πως παλαιότερα αυτές «στηρίζονταν σε κοινές αξίες και σε ορισμένα συμφέρονται που είχαν. Σήμερα αυτές οι κοινές αξίες δεν υφίστανται. Ενδεχομένως στο μέλλον να υπάρξουν κάποια κοινά συμφέροντα.
Επιπρόσθετα, οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για την κυριαρχία της ανατολικής Μεσογείου, ενώ υπάρχουν προβλήματα στις σχέσεις τους και σ' ό,τι αφορά στρατηγικές αλλά και πολιτικής».

Οι Κύπριοι βλέπουν διαφορετικά το Ισραήλ
Συνομιλώντας με την Ανάτ Λαπιντότ-Φιρίλια δεν περιορίστηκα μόνο στον παράγοντα Τουρκία και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αλλά τη ρώτησα και για το πώς όλες αυτές οι εξελίξεις επηρεάζουν τις σχέσεις της Κύπρου με το Ισραήλ.Η Κύπρος και το Ισραήλ, μοιράζονται στρατηγικά αποθέματα, τις ενεργειακές πηγές φυσικού αερίου, και ως εκ τούτου έχουν κοινές ανησυχίες σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας.Την ίδια ώρα ξεκαθάρισε πως «ακόμα κι αν οι σχέσεις με την Τουρκία βελτιωθούν, πιστεύω ότι η Κύπρος θα παραμείνει ένας σημαντικός περιφερειακός γείτονας για το Ισραήλ».
Σημαντικό ρόλο στην ισραηλινή προσέγγιση θεωρεί το γεγονός ότι η Κύπρος είναι σήμερα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Τα γεγονότα έχουν αλλάξει κατά πολύ την προσέγγιση των Κυπρίων, εκτιμά η κ. Λαπιντότ: «Το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται τώρα σε μια αντιπαράθεση με το Ισραήλ έχει διευκολύνει πολύ τα πράγματα, ιδιαίτερα στο μυαλό των Κυπρίων οι οποίοι για πάρα πολλά χρόνια έβλεπαν το Ισραήλ με ένα εχθρικό μάτι».
WHO IS WHO
Η δρ Ανάτ Λαπιντότ-Φιρίλια είναι ερευνήτρια και ακαδημαϊκός, διευθύντρια του τμήματος «Μεσογειακή Γειτονία» στο ινστιτούτο Βαν Λιρ της Ιερουσαλήμ. Διδάσκει Τουρκική Εξωτερική Πολιτική στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Εβραϊκού Πανεπιστημίου Ιερουσαλήμ.
Το 2009 δημιούργησε το φόρουμ για Μελέτη της Τουρκίας, έναν ακαδημαϊκό χώρο για τους Ισραηλινούς νέους αλλά και καθιερωμένους ερευνητές που επικεντρώνονται σε ζητήματα της σύγχρονης Τουρκίας.