Η χώρα πέτυχε τους στόχους του Μνημονίου, ετοιμάζεται να βγει στις αγορές αλλά παραμένει εύθραυστη
Reuters
Τον Ιούλιο του 2011, όταν είχε κορυφωθεί η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, το πακέτο διάσωσης της Ιρλανδίας φαινόταν καταδικασμένο να αποτύχει. Η βαθμολογία των ομολόγων είχε διολισθήσει στην κατηγορία junk (σκουπίδια). Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είχε εκτοξευθεί στο 15%. Σήμερα, η Ιρλανδία έχει πετύχει κάτι που πριν από λίγα χρόνια φαίνονταν ακατόρθωτο.
Η χώρα πρόκειται να απαλλαγεί από τους αυστηρούς όρους που συνόδευαν το πακέτο διάσωσης των 85 δισ. ευρώ. Τα μέτρα λιτότητας τελειώνουν τον Δεκέμβριο και αναμένεται να εξέλθει από τη στενή εποπτεία της Ε.Ε., του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Ο πρωθυπουργός της χώρας, Εντα Κένι, παραδέχεται, ωστόσο, «πως έπρεπε να λάβουμε δραστικά μέτρα για να σωθούμε από την ολοκληρωτική καταστροφή». Εξαιτίας του τεράστιου κόστους διάσωσης της Bank of Ireland και των υπολοίπων προβληματικών τραπεζών της χώρας αλλά και ενός αυξανόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος, η Ιρλανδία ζήτησε οικονομική βοήθεια από την τρόικα τον Νοέμβριο του 2010. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, το Δουβλίνο έχει επιτύχει κάθε στόχο του δανειοδοτικού προγράμματος της τρόικας και η οικονομία του βρίσκεται σε τροχιά, έστω βραδείας, ανάπτυξης.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα μελανά σημεία που μπορεί να συνθλίψουν αυτήν την εύθραυστη ανάπτυξη. Το χρέος στη στεγαστική πίστη βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση συγκριτικά με μια τριετία πριν. Ενα στα τέσσερα στεγαστικά δάνεια δεν εξυπηρετούνται ομαλά. Αναφερόμαστε σε χρέος 25 δισ. ευρώ στην αγορά στεγαστικής πίστης. Το συνολικό χρέος της χώρας κυμαίνεται στο 124% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη και μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνον με ρυθμούς ανάπτυξης 2% με 3%.
Ομως, οι προβλέψεις για το τρέχον έτος απεικονίζουν, σχεδόν, στάσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, η Ε.Ε. θα επιχειρήσει να αναδείξει την Ιρλανδία ως πρότυπο κράτους-μέλους που ξαναβγαίνει στις αγορές μετά από ένα αυστηρό δανειοδοτικό πρόγραμμα. Ενα πρότυπο προς μίμηση για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Αυτές οι οικονομίες εξακολουθούν να πάσχουν από διαρθρωτικά προβλήματα, έναν υπερμεγέθη δημόσιο τομέα και μια άκαμπτη αγορά εργασίας. Η Ιρλανδία ουδέποτε είχε να λύσει τέτοιας φύσεως προβλήματα για να επανέλθει σε ανάκαμψη η οικονομία της. Οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης στην Ιρλανδία φάνηκαν από το 2011. Η ανάπτυξη κινήθηκε με θετικό πρόσημο, η ανεργία σταθεροποιήθηκε και το Δουβλίνο κατάφερε να διαπραγματευθεί καλύτερους όρους για την ολοκλήρωση του δανειοδοτικού προγράμματός της.
Μετά από μια διετία, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει μειωθεί, σχεδόν, κατά το ένα τρίτο από το 2010, φθάνοντας το 7,3% του ΑΕΠ. Παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη αλλά έχει σημειωθεί πρόοδος. Το δεκαετές κόστος δανεισμού είναι χαμηλότερο από το 4%.
Aπό την άλλη πλευρά, το κράτος εξακολουθεί να έχει υπό την κηδεμονία και τον έλεγχό του δύο από τις τρεις μεγαλύτερες τράπεζες. Στην τρίτη εξακολουθεί να κατέχει μερίδιο. Η κεντρική τράπεζα ισχυρίζεται ότι το αρχικό πρόβλημα, δηλαδή οι τράπεζες που κατέρρευσαν αφού αφειδώς είχαν χορηγήσει δάνεια στη φούσκα της αγοράς ακινήτων, εξακολουθεί να κυριαρχεί στην οικονομική ζωή της χώρας.
Σήμερα, η ροή πίστωσης είναι βραδεία ενώ το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει αυξηθεί στο 12,7% από το 5,7% προ διετίας, με αυξητικές τάσεις. Είναι, δηλαδή, σαφές, ότι «έχουμε ακόμη να λάβουμε ορισμένες δύσκολες αποφάσεις για να επιτύχουμε τους στόχους μας στο μέλλον», όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Μάικλ Νούναν.
Reuters
Τον Ιούλιο του 2011, όταν είχε κορυφωθεί η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, το πακέτο διάσωσης της Ιρλανδίας φαινόταν καταδικασμένο να αποτύχει. Η βαθμολογία των ομολόγων είχε διολισθήσει στην κατηγορία junk (σκουπίδια). Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είχε εκτοξευθεί στο 15%. Σήμερα, η Ιρλανδία έχει πετύχει κάτι που πριν από λίγα χρόνια φαίνονταν ακατόρθωτο.
Η χώρα πρόκειται να απαλλαγεί από τους αυστηρούς όρους που συνόδευαν το πακέτο διάσωσης των 85 δισ. ευρώ. Τα μέτρα λιτότητας τελειώνουν τον Δεκέμβριο και αναμένεται να εξέλθει από τη στενή εποπτεία της Ε.Ε., του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Ο πρωθυπουργός της χώρας, Εντα Κένι, παραδέχεται, ωστόσο, «πως έπρεπε να λάβουμε δραστικά μέτρα για να σωθούμε από την ολοκληρωτική καταστροφή». Εξαιτίας του τεράστιου κόστους διάσωσης της Bank of Ireland και των υπολοίπων προβληματικών τραπεζών της χώρας αλλά και ενός αυξανόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος, η Ιρλανδία ζήτησε οικονομική βοήθεια από την τρόικα τον Νοέμβριο του 2010. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, το Δουβλίνο έχει επιτύχει κάθε στόχο του δανειοδοτικού προγράμματος της τρόικας και η οικονομία του βρίσκεται σε τροχιά, έστω βραδείας, ανάπτυξης.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα μελανά σημεία που μπορεί να συνθλίψουν αυτήν την εύθραυστη ανάπτυξη. Το χρέος στη στεγαστική πίστη βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση συγκριτικά με μια τριετία πριν. Ενα στα τέσσερα στεγαστικά δάνεια δεν εξυπηρετούνται ομαλά. Αναφερόμαστε σε χρέος 25 δισ. ευρώ στην αγορά στεγαστικής πίστης. Το συνολικό χρέος της χώρας κυμαίνεται στο 124% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη και μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνον με ρυθμούς ανάπτυξης 2% με 3%.
Ομως, οι προβλέψεις για το τρέχον έτος απεικονίζουν, σχεδόν, στάσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, η Ε.Ε. θα επιχειρήσει να αναδείξει την Ιρλανδία ως πρότυπο κράτους-μέλους που ξαναβγαίνει στις αγορές μετά από ένα αυστηρό δανειοδοτικό πρόγραμμα. Ενα πρότυπο προς μίμηση για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Αυτές οι οικονομίες εξακολουθούν να πάσχουν από διαρθρωτικά προβλήματα, έναν υπερμεγέθη δημόσιο τομέα και μια άκαμπτη αγορά εργασίας. Η Ιρλανδία ουδέποτε είχε να λύσει τέτοιας φύσεως προβλήματα για να επανέλθει σε ανάκαμψη η οικονομία της. Οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης στην Ιρλανδία φάνηκαν από το 2011. Η ανάπτυξη κινήθηκε με θετικό πρόσημο, η ανεργία σταθεροποιήθηκε και το Δουβλίνο κατάφερε να διαπραγματευθεί καλύτερους όρους για την ολοκλήρωση του δανειοδοτικού προγράμματός της.
Μετά από μια διετία, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει μειωθεί, σχεδόν, κατά το ένα τρίτο από το 2010, φθάνοντας το 7,3% του ΑΕΠ. Παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη αλλά έχει σημειωθεί πρόοδος. Το δεκαετές κόστος δανεισμού είναι χαμηλότερο από το 4%.
Aπό την άλλη πλευρά, το κράτος εξακολουθεί να έχει υπό την κηδεμονία και τον έλεγχό του δύο από τις τρεις μεγαλύτερες τράπεζες. Στην τρίτη εξακολουθεί να κατέχει μερίδιο. Η κεντρική τράπεζα ισχυρίζεται ότι το αρχικό πρόβλημα, δηλαδή οι τράπεζες που κατέρρευσαν αφού αφειδώς είχαν χορηγήσει δάνεια στη φούσκα της αγοράς ακινήτων, εξακολουθεί να κυριαρχεί στην οικονομική ζωή της χώρας.
Σήμερα, η ροή πίστωσης είναι βραδεία ενώ το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει αυξηθεί στο 12,7% από το 5,7% προ διετίας, με αυξητικές τάσεις. Είναι, δηλαδή, σαφές, ότι «έχουμε ακόμη να λάβουμε ορισμένες δύσκολες αποφάσεις για να επιτύχουμε τους στόχους μας στο μέλλον», όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Μάικλ Νούναν.