Σε κρίση οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τον παραδοσιακό
τους σύμμαχο στον αραβικό κόσμο, τη Σαουδική Αραβία, με αφορμή τον
εμφύλιο στη Δαμασκό
Του Νικόλα Ζηργάνου
Από το 1932, οπότε δημιουργήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος η Σαουδική Αραβία, έως τώρα, το Ριάντ ήταν το πετράδι του στέμματος για την Ουάσινγκτον. Η πρώτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του κόσμου αποτελεί τον παλαιότερο, ισχυρότερο και πλέον σημαντικό -πέραν του Ισραήλ- στρατηγικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή, καθώς εγγυάται την απρόσκοπτη ροή μαύρου χρυσού προς τη Δύση και η Ουάσινγκτον, σε αντάλλαγμα, της εγγυάται την εξωτερική της ασφάλεια. Ομως, το τελευταίο διάστημα οι σχέσεις των δύο στρατηγικών εταίρων περνούν κρίση, η οποία, αν δεν ελεγχθεί, μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και να έχει επιπτώσεις στις οικονομικές σχέσεις της 20ής με την πρώτη οικονομία του κόσμου.
Χθες, επισημοποιήθηκε το ρήγμα, με την κεκλεισμένων των θυρών ενημέρωση του επικεφαλής των σαουδαραβικών μυστικών υπηρεσιών, πρίγκιπα Μπαντάρ μπιν Σουλτάν, σε Ευρωπαίους διπλωμάτες και την επισήμανσή του πως «η απόσταση που χωρίζει τη Σαουδική Αραβία από τις ΗΠΑ είναι μεγάλη». Η δήλωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς προέρχεται από τα χείλη ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας, ο οποίος υπηρέτησε για 22 χρόνια ως πρέσβης της χώρας του στην Ουάσινγκτον. Ο πρίγκιπας Μπαντάρ μετέφερε στους Ευρωπαίους διπλωμάτες την έντονη δυσαρέσκεια του Ριάντ για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στο θέμα της Συρίας, αλλά και τη στασιμότητα που επικρατεί στο παλαιστινιακό πρόβλημα.
Εν αρχή η Αίγυπτος
Οι Σαουδάραβες είχαν αρχίσει να έχουν προβλήματα με τους Αμερικανούς, ήδη, από την περίοδο της αιγυπτιακής επανάστασης, καθώς υποστήριζαν το καθεστώς Μουμπάρακ, αντίθετα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που στήριξε την ανατροπή του. Το σύντομο φλερτ των Αμερικανών με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα διακόπηκε απότομα από την επέμβαση του αιγυπτιακού στρατού και την απομάκρυνση της Αδελφότητας από την εξουσία, αλλά εν τω μεταξύ προέκυψε η υπαναχώρηση του Ομπάμα να βομβαρδίσει τη Δαμασκό.
Το Ριάντ έχει θέσει βασικό στόχο της εξωτερικής του πολιτικής να ανατρέψει το καθεστώς Ασαντ και να εγκατασταθεί ακόμη και με τα όπλα η σουνιτική αντιπολίτευση στην εξουσία. Η στροφή του Λευκού Οίκου «διά της καταστροφής των χημικών όπλων» χάλασε τον αρραβώνα με τα βασιλικά ανάκτορα του Οίκου των Σαούντ και, σαν να μην έφτανε αυτό, προστέθηκε και το αγκάθι της πρόσφατης προσέγγισης της Ουάσινγκτον με την Τεχεράνη, παραδοσιακό ανταγωνιστή του Ριάντ για την ηγεμονία στην περιοχή. Οι Σαουδάραβες -από τους καλύτερους πελάτες αμερικανικών αμυντικών συστημάτων- φοβούνται ότι αλλάζουν οι συμμαχίες και οι προτεραιότητες της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή εις βάρος των δικών τους στρατηγικών συμφερόντων και αντιδρούν. Ενδεικτικό της οργής που επικρατεί στα κέντρα εξουσίας του Ριάντ είναι η άρνηση της Σαουδικής Αραβίας να καταλάβει την έδρα του μη μόνιμου μέλους, με θητεία δύο χρόνων, στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε ένδειξη διαμαρτυρίας «για την ανεπάρκεια του Διεθνούς Οργανισμού να λύσει τα θέματα της Συρίας και του Παλαιστινιακού».
Γεύμα εργασίας
Την περασμένη Δευτέρα, μία ημέρα πριν από τις δηλώσεις Μπαντάρ στους Ευρωπαίους διπλωμάτες, ο Σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών, πρίγκιπας Σαούντ αλ Φεϊζάλ, γευμάτισε στην ιδιωτική κατοικία που διατηρεί στο Παρίσι με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζον Κέρι. Εκεί τέθηκαν όλα τα θέματα, με τον Κέρι να προσπαθεί να πείσει τον Μπαντάρ να υπαναχωρήσει στο θέμα του ΟΗΕ και τον Σαουδάραβα επίσημο να επιμένει πως το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να αναδιαρθρωθεί, ώστε να πάψει να είναι «όμηρος» των πέντε μόνιμων μελών που έχουν δικαίωμα βέτο. Ηταν μια σαφής αναφορά στη Ρωσία και την Κίνα, που μπλοκάρουν με απειλή βέτο εδώ και 32 μήνες κάθε απόφαση του Σ.Α. η οποία απειλεί τον σύμμαχό τους, Μπασάρ αλ Ασαντ. Ο Κέρι προσπάθησε επίσης να διασκεδάσει τους φόβους του Ριάντ για μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής προς το Ιράν. Μετά τη συνάντηση δεν έγιναν επίσημες δηλώσεις. Αργότερα, η κατάσταση επιβαρύνθηκε, όταν ο Αμερικανός υπουργός, μετά τη συνάντησή του με τον επικεφαλής της συριακής αντιπολίτευσης, πρόεδρο της Εθνικής Συμμαχίας για τη Συρία, Αχμαντ Τζάμπρα, δεν απέκλεισε κατηγορηματικά τη συμμετοχή του Ασαντ στο κάδρο εξουσίας της «επόμενης ημέρας» και αντ’ αυτού δήλωσε πως «αν ο Ασαντ πιστεύει ότι θα λύσει τα προβλήματα με μια υποψηφιότητά του για την προεδρία, τότε ο πόλεμος στη Συρία δεν θα τελειώσει».
Ηταν μια πολύ «αχνή» αντίδραση που σίγουρα δεν ικανοποιεί τους τροφοδότες της επιχείρησης ενίσχυσης της συριακής αντιπολίτευσης με όπλα και πετροδολάρια, πόσο μάλλον που η Ουάσινγκτον πίεσε το Κατάρ και την Τουρκία να στερέψουν τις κάνουλες της υποστήριξης προς τους Σύρους αντάρτες, με το επιχείρημα πως μπορεί να πέσουν τα όπλα σε λάθος χέρια, δηλαδή στους ακραίους ισλαμιστές που εξακολουθεί να στηρίζει το Ριάντ.
Του Νικόλα Ζηργάνου
Από το 1932, οπότε δημιουργήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος η Σαουδική Αραβία, έως τώρα, το Ριάντ ήταν το πετράδι του στέμματος για την Ουάσινγκτον. Η πρώτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του κόσμου αποτελεί τον παλαιότερο, ισχυρότερο και πλέον σημαντικό -πέραν του Ισραήλ- στρατηγικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή, καθώς εγγυάται την απρόσκοπτη ροή μαύρου χρυσού προς τη Δύση και η Ουάσινγκτον, σε αντάλλαγμα, της εγγυάται την εξωτερική της ασφάλεια. Ομως, το τελευταίο διάστημα οι σχέσεις των δύο στρατηγικών εταίρων περνούν κρίση, η οποία, αν δεν ελεγχθεί, μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και να έχει επιπτώσεις στις οικονομικές σχέσεις της 20ής με την πρώτη οικονομία του κόσμου.
Χθες, επισημοποιήθηκε το ρήγμα, με την κεκλεισμένων των θυρών ενημέρωση του επικεφαλής των σαουδαραβικών μυστικών υπηρεσιών, πρίγκιπα Μπαντάρ μπιν Σουλτάν, σε Ευρωπαίους διπλωμάτες και την επισήμανσή του πως «η απόσταση που χωρίζει τη Σαουδική Αραβία από τις ΗΠΑ είναι μεγάλη». Η δήλωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς προέρχεται από τα χείλη ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας, ο οποίος υπηρέτησε για 22 χρόνια ως πρέσβης της χώρας του στην Ουάσινγκτον. Ο πρίγκιπας Μπαντάρ μετέφερε στους Ευρωπαίους διπλωμάτες την έντονη δυσαρέσκεια του Ριάντ για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στο θέμα της Συρίας, αλλά και τη στασιμότητα που επικρατεί στο παλαιστινιακό πρόβλημα.
Εν αρχή η Αίγυπτος
Οι Σαουδάραβες είχαν αρχίσει να έχουν προβλήματα με τους Αμερικανούς, ήδη, από την περίοδο της αιγυπτιακής επανάστασης, καθώς υποστήριζαν το καθεστώς Μουμπάρακ, αντίθετα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που στήριξε την ανατροπή του. Το σύντομο φλερτ των Αμερικανών με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα διακόπηκε απότομα από την επέμβαση του αιγυπτιακού στρατού και την απομάκρυνση της Αδελφότητας από την εξουσία, αλλά εν τω μεταξύ προέκυψε η υπαναχώρηση του Ομπάμα να βομβαρδίσει τη Δαμασκό.
Το Ριάντ έχει θέσει βασικό στόχο της εξωτερικής του πολιτικής να ανατρέψει το καθεστώς Ασαντ και να εγκατασταθεί ακόμη και με τα όπλα η σουνιτική αντιπολίτευση στην εξουσία. Η στροφή του Λευκού Οίκου «διά της καταστροφής των χημικών όπλων» χάλασε τον αρραβώνα με τα βασιλικά ανάκτορα του Οίκου των Σαούντ και, σαν να μην έφτανε αυτό, προστέθηκε και το αγκάθι της πρόσφατης προσέγγισης της Ουάσινγκτον με την Τεχεράνη, παραδοσιακό ανταγωνιστή του Ριάντ για την ηγεμονία στην περιοχή. Οι Σαουδάραβες -από τους καλύτερους πελάτες αμερικανικών αμυντικών συστημάτων- φοβούνται ότι αλλάζουν οι συμμαχίες και οι προτεραιότητες της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή εις βάρος των δικών τους στρατηγικών συμφερόντων και αντιδρούν. Ενδεικτικό της οργής που επικρατεί στα κέντρα εξουσίας του Ριάντ είναι η άρνηση της Σαουδικής Αραβίας να καταλάβει την έδρα του μη μόνιμου μέλους, με θητεία δύο χρόνων, στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε ένδειξη διαμαρτυρίας «για την ανεπάρκεια του Διεθνούς Οργανισμού να λύσει τα θέματα της Συρίας και του Παλαιστινιακού».
Γεύμα εργασίας
Την περασμένη Δευτέρα, μία ημέρα πριν από τις δηλώσεις Μπαντάρ στους Ευρωπαίους διπλωμάτες, ο Σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών, πρίγκιπας Σαούντ αλ Φεϊζάλ, γευμάτισε στην ιδιωτική κατοικία που διατηρεί στο Παρίσι με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζον Κέρι. Εκεί τέθηκαν όλα τα θέματα, με τον Κέρι να προσπαθεί να πείσει τον Μπαντάρ να υπαναχωρήσει στο θέμα του ΟΗΕ και τον Σαουδάραβα επίσημο να επιμένει πως το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να αναδιαρθρωθεί, ώστε να πάψει να είναι «όμηρος» των πέντε μόνιμων μελών που έχουν δικαίωμα βέτο. Ηταν μια σαφής αναφορά στη Ρωσία και την Κίνα, που μπλοκάρουν με απειλή βέτο εδώ και 32 μήνες κάθε απόφαση του Σ.Α. η οποία απειλεί τον σύμμαχό τους, Μπασάρ αλ Ασαντ. Ο Κέρι προσπάθησε επίσης να διασκεδάσει τους φόβους του Ριάντ για μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής προς το Ιράν. Μετά τη συνάντηση δεν έγιναν επίσημες δηλώσεις. Αργότερα, η κατάσταση επιβαρύνθηκε, όταν ο Αμερικανός υπουργός, μετά τη συνάντησή του με τον επικεφαλής της συριακής αντιπολίτευσης, πρόεδρο της Εθνικής Συμμαχίας για τη Συρία, Αχμαντ Τζάμπρα, δεν απέκλεισε κατηγορηματικά τη συμμετοχή του Ασαντ στο κάδρο εξουσίας της «επόμενης ημέρας» και αντ’ αυτού δήλωσε πως «αν ο Ασαντ πιστεύει ότι θα λύσει τα προβλήματα με μια υποψηφιότητά του για την προεδρία, τότε ο πόλεμος στη Συρία δεν θα τελειώσει».
Ηταν μια πολύ «αχνή» αντίδραση που σίγουρα δεν ικανοποιεί τους τροφοδότες της επιχείρησης ενίσχυσης της συριακής αντιπολίτευσης με όπλα και πετροδολάρια, πόσο μάλλον που η Ουάσινγκτον πίεσε το Κατάρ και την Τουρκία να στερέψουν τις κάνουλες της υποστήριξης προς τους Σύρους αντάρτες, με το επιχείρημα πως μπορεί να πέσουν τα όπλα σε λάθος χέρια, δηλαδή στους ακραίους ισλαμιστές που εξακολουθεί να στηρίζει το Ριάντ.