Το θέμα βέβαια του μέλλοντος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν δεν είναι νέο. Είναι ανοιχτό από την ώρα που διεκόπησαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις, εν όψει μάλιστα και των προεδρικών εκλογών στη χώρα πριν από λίγους μήνες. Ούτε νέα είναι η ανταλλαγή προτάσεων ως βάση για την εξεύρεση μιας συμφωνίας.Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, προτάσεις για την εξεύρεση μιας λύσης ανταλλάσσονται από το 2003, αρχικά με τις τρεις χώρες της Ε.Ε. (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία) και από το 2005 με τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη Γερμανία.Προτάσεις ενδιαφέρουσες, και από τις δύο πλευρές, που όμως από το 2005 προσέκρουαν σε μια ένθεν κακείθεν καχυποψία και διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις και ως εκ τούτου έλλειψη πολιτικής βούλησης ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα.
Κατά ένα ενδιαφέρον γύρισμα της τύχης οι εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα ο επικεφαλής της ιρανικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα την περίοδο 2003-2005 κ. Rowhani να εκλεγεί σήμερα πρόεδρος του Ιράν. Τόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας όσο και αμέσως μετά την εκλογή του, ο κ. Rowhani έχει δηλώσει ότι επιθυμεί αλλαγές γενικά και ειδικότερα στον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, θέση στην οποία περιλαμβάνεται και νέα αντίληψη στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, τις άλλες δυτικές χώρες και φυσικά τις αραβικές χώρες της ευρύτερης περιοχής. Σε αυτή τη φιλοσοφία περικλείεται και μια καινούργια αντίληψη για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος επέλεξε για υπουργό των Εξωτερικών τον Mohammad Zarif, έναν κατά γενική ομολογία διακεκριμένο Ιρανό διπλωμάτη, με σπουδές και προϋπηρεσία στις ΗΠΑ -μόνιμος αντιπρόσωπος του Ιράν στα Ηνωμένα Εθνη από το 2002 έως το 2007-, τον όποιο ο προκάτοχος του κ. Rowhani είχε θέσει σε διαθεσιμότητα λόγω των απόψεών του για την εξωτερική πολιτική.
Ο κ. Zarif, που χαίρει εκτίμησης στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους λόγω της άριστης συγκρότησης και της πείρας του και που παρά τις απόψεις και σχέσεις του με τη Δύση ζει σύμφωνα με τα μουσουλμανικά πρότυπα, σε μια σειρά από συνεντεύξεις του έκανε σαφές ότι υποστηρίζει την επανασύσταση των διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, εξηγώντας ότι αυτό θα είναι προς το συμφέρον του Ιράν. Θεωρείται δε βέβαιο ότι θα ηγείται της ιρανικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις, γεγονός που, σε συνδυασμό με την εκλογή του προέδρου Rowhani, έτυχε καλής υποδοχής από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, από τη Μ. Βρετανία και την υπουργό Εξωτερικών της Ε.Ε. λαίδη Αστον.
Η λογική βέβαια της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων περνά πλέον και μέσα από τις εξελίξεις στην περιοχή. Τα γεγονότα στη Συρία με τον πρόεδρο της οποίας το Ιράν είχε πάντα στενές σχέσεις και τον όποιο, όπως είχε δηλώσει ο Ιρανός πρόεδρος, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει.
Οι σχέσεις του Ιράν με την Τουρκία που βρίσκονται πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο λόγω των διαμετρικά αντίθετων απόψεων των δύο χώρων για την κρίση στη Συρία -και όχι μόνο-, η στάση άλλων αραβικών κρατών στις εξελίξεις και η στάση των 5 μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γερμανίας (5+1 στις διαπραγματεύσεις) και φυσικά το κλίμα στην επικείμενη συνάντηση G20, που είναι ήδη βαρύ και από άλλα γεγονότα (π.χ. στάση Ρωσίας στην υπόθεση Σνόοουντεν), συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ληφθεί η σχετική απόφαση και θα καθορισθεί, ώς ένα βαθμό, η θέση των Δυτικών.
Η νέα ηγεσία στο Ιράν έδειξε ότι έχει νέους προσανατολισμούς και προοδευτικές, σε σχέση με το παρελθόν, αντιλήψεις. Εναπόκειται στις ΗΠΑ και στις άλλες δυτικές χώρες να ανταποκριθούν στην ευκαιρία αυτή.Αν αυτό δεν γίνει, οι επικριτές του νέου Ιρανού προέδρου θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και θα εμποδίσουν τα ανοίγματα προς τη Δύση που επιχειρεί η νέα ηγεσία, κάτι που θα έχει δυσμενείς συνέπειες γενικά και ειδικότερα για το λαό του Ιράν.