Του Χρήστου Ιακώβου
Από
την έναρξη της κρίσης στη Συρία τον Μάρτιο του 2011, οι ΗΠΑ απέδειξαν
ότι δεν διαθέτουν στρατηγική για στρατιωτική νίκη. Γι’ αυτό από την αρχή
της κρίσης απέκλεισαν το σενάριο μίας στρατιωτικής επέμβασης, ανάλογης
με εκείνη στο Ιράκ και στη Λιβύη. Μέχρι στιγμής διαχειρίζονται πολιτικά
την εξέλιξη του συριακού εμφυλίου πολέμου και μάλλον θα συνεχίσουν να τη
διαχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο.
Παρά
την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, προ μερικών εβδομάδων, να
εξοπλίσει τους αντάρτες, και παρά τα όποια πιθανά, περιορισμένης
κλίμακας, στρατιωτικά κτυπήματα, στην πραγματικότητα ο πρόεδρος Ομπάμα
υποστηρίζει μια διπλωματική λύση που θα προκύψει μετά από
διαπραγμάτευση. Στην ουσία όμως, πρόκειται για μια στρατηγική που
δημιουργεί σύγχυση και η οποία έχει πολλούς στόχους: ο Ομπάμα θέλει να
ενισχύσει τις μετριοπαθείς και κοσμικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό
τον στρατηγό Σαλίμ Ιντρίς, έως ότου γίνουν αρκετά ισχυρές ώστε να
διαπραγματευτούν τη συγκρότηση μιας μεταβατικής κυβέρνησης.
Επιπλέον,
ο αμερικανός πρόεδρος επιδιώκει να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη
ανάμειξη της Χεζμπολάχ και των άλλων δυνάμεων που υποστηρίζονται από το
Ιράν και οι οποίες βοηθούν τον Σύρο πρόεδρο, Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Ταυτόχρονα, όμως, ο αμερικανός πρόεδρος θέλει να συγκρατήσει τις
αραβικές χώρες από το να πάψουν να στηρίζουν τον Ιντρίς και να αρχίσουν
να εξοπλίζουν τους εξτρεμιστές της οργάνωσης Αλ Νούσρα, η οποία αποτελεί
το παρακλάδι της Αλ Κάιντα στην Συρία.
Με
τα σημερινά δεδομένα ο αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται σε αδιέξοδο με την
πλάτη στον τοίχο, βλέποντας ότι οι επιλογές που έχει μπορούν να τον
οδηγήσουν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Από τη μια αν επιτεθεί κατά της
Συρίας με στόχο να ανατρέψει τον Άσαντ είναι εξαιρετικά δύσκολο να
στηριχθεί αποκλειστικά στον Ιντρίς ως εναλλακτική επιλογή, αφού οι
ισλαμιστές της οργάνωσης Αλ Νούσρα αποτελούν την πιο ισχυρή και
αποτελεσματική ομάδα ανάμεσα στους αντάρτες και αν καταφέρει να
σχηματίσει κυβέρνηση θα είναι από τις πιο αντιαμερικανικές στην περιοχή.
Από
την άλλη, αν παραμείνει ο Άσαντ, πέραν του καθεστωτικού θριάμβου
ενισχύεται γεωστρατηγικά το Ιράν, το οποίο τον στηρίζει, η Χιζμπολλάχ, η
οποία πολεμά στο πλευρό του και η Ρωσία επανεμφανίζεται ως αξιόπιστη
δύναμη στην Μέση Ανατολή. Συνεπώς τα αμερικανικά γεωστρατηγικά
συμφέροντα θα πληγούν είτε επικρατήσουν οι αντάρτες είτε παραμένει ο
Άσαντ.
Γιατί
όμως ο Ομπάμα, με αφορμή τη χρήση χημικών αερίων, τα οποία πιθανότατα
δεν χρησιμοποίησε ο Άσαντ αφού η πλάστιγγα του εμφυλίου γέρνει εσχάτως
προς το μέρος του, χρησιμοποιούν την απειλή κτυπήματος;
Πρόκειται
για κλασσική περίπτωση καταναγκαστικής διπλωματίας, δηλαδή απειλή
χρήσης βίας με σκοπό την αποκόμιση πολιτικών οφελών. Μέχρι πρόσφατα οι
αμερικανοί πίστευαν ότι οι αντάρτες μπορούσαν να καταλάβουν τη Δαμασκό,
απλώς δεν ήθελαν να το πραγματοποιήσουν αν στο εσωτερικό τους
επικρατούσαν οι ισλαμιστές της Αλ Νούσρα. Με βάση αυτό το σενάριο, οι
ισλαμιστές αποτελούν την μεγαλύτερη πρόκληση για τους δυτικούς. Για να
αντιμετωπίσουν την επιρροή των εξτρεμιστών, επεχείρησαν να ενισχύσουν
τον Ιντρίς, με περιορισμένη έως τώρα επιτυχία.
Στην
πραγματικότητα οι αμερικανοί στηρίζουν με αφελή τρόπο τον Ιντρίς χωρίς
να τού εξασφαλίζουν τα στρατιωτικά εργαλεία για να νικήσει. Ωστόσο, η
συγκεκριμένη πολιτική περιλαμβάνει μια κυνική δόση ρεαλπολιτίκ: ο Ομπάμα
δεν επιθυμεί να καταρρεύσει ο Άσαντ πολύ γρήγορα, πριν ο Ιντρίς και οι
μετριοπαθείς δυνάμεις του αποκτήσουν τόση ισχύ ώστε να ελέγχουν τη χώρα.
Ο
μεγαλύτερος κίνδυνος για τις ΗΠΑ, αλλά και για το Ισραήλ, είναι αν ο
Άσαντ καταρρεύσει ασύντακτα θα δημιουργηθεί κενό εξουσίας, όπως συνέβη
με την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ το 2003. Παρότι στηρίζουν
τους αντάρτες, οι ΗΠΑ επιθυμούν ο στρατός, η αστυνομία και η δημόσια
διοίκηση της Συρίας να παραμείνουν ως έχουν – ώστε να μπορέσουν να
συμμετάσχουν σε μεταβατική κυβέρνηση αργότερα.
Βλέποντας
όμως το καθεστώς της Δαμασκού να κερδίζει συνεχώς έδαφος προς μία
τελική νίκη, αφού οι αντάρτες δεν μπόρεσαν ούτε να καταλάβουν κάποια
στρατηγικής σημασίας πόλη ούτε να καταλάβουν έδαφος και να δημιουργήσουν
εδαφική βάση ισχύος, οι αμερικανοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η
επικράτηση του Άσαντ ήταν επικείμενη. Αντελήφθησαν ότι ό Άσαντ δεν είναι
ούτε Σαντάμ Χουσείν αλλά ούτε Καντάφι.
Έτσι,
προέκυψε η τρέχουσα κρίση. Οι στόχοι είναι δύο για τους αμερικανούς: ο
πρώτος να αποτρέψουν τον Άσαντ από την τελική του προέλαση και ο
δεύτερος να τον αναγκάσουν να διαπραγματευτεί πολιτικά, αλλά με ποιους
όρους; Ο Άσαντ δε διαπραγματεύεται τίποτα λιγότερο από την παραμονή του
στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ο τελικός στόχος του Ομπάμα είναι η
επίλυση μέσω διαπραγμάτευσης και όχι νίκη στο πεδίο των μαχών, αλλά η
οδός που επέλεξε δεν του το εξασφαλίζει με απόλυτη επιτυχία.
Οι
λόγοι για τους οποίους οι αμερικανοί εγκλωβίστηκαν στρατηγικά στη Συρία
είναι γιατί υποτίμησαν τις αντοχές και την αποφασιστικότητα του Άσαντ,
υπερτίμησαν τις δυνατότητες των εξεγερθέντων καθώς επίσης και την
παρέμβαση και επιτήρηση της Τουρκίας στην συριακή κρίση, η οποία
υπόσχετο κατάρρευση του Άσαντ εντός βραχέος χρονικού διαστήματος.
Η
πολιτική του Ομπάμα στη Συρία μπορεί να μην είναι τόσο άσκοπη όσο
φαίνεται. Έχει ωστόσο το βασικό μειονέκτημα παλαιότερων στρατηγικών με
τις οποίες οι ΗΠΑ επεδίωκαν πολιτική αλλαγή σε αυταρχικά καθεστώτα, μέσω
δυνάμεων που τις αντιπροσώπευαν και οι οποίες είχαν περιορισμένη ισχύ
και μικρή λαϊκή υποστήριξη, με αναπόδραστη συνέπεια να καταστούν λίαν
συντόμως αναποτελεσματικές για να υλοποιήσουν στόχους που είναι
συνδεδεμένοι με τα ευρύτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα της υπερδύναμης.