Γράφει: Θανάσης ΓκότοβοςΟδυρμός πολύς για την «πτώση» των βάσεων,
όπως έδειξαν τα φετινά αποτελέσματα των εξετάσεων για την εισαγωγή
στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η κυβέρνηση σκέφτεται την επανεισαγωγή της
βάσης του «10», με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί όποιος κι όποιος να
εισέρχεται στους ναούς της Επιστήμης. Κάτι σαν το «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω».Το τι είδους προνόμιο συνιστά αυτή την περίοδο η είσοδος στα ΑΕΙ το
δείχνουν οι στατιστικές μετανάστευσης των κατόχων εκείνων ακριβώς των
τίτλων που ονειρεύονται να αποκτήσουν όσοι μπαίνουν στη διαδικασία των
«βάσεων», δηλαδή των εισαγωγικών εξετάσεων για τα πανεπιστήμια της
χώρας.
Όταν ανεβαίνουν οι βάσεις, σπάνια το εκπαιδευτικό μας σύστημα πιστώνεται με εύσημα για την καλή εκτέλεση της εκπαιδευτικής του αποστολής. Ούτε καν τα φροντιστήρια, στα οποία γίνεται η κύρια προετοιμασία για τις εν λόγω εξετάσεις. Όταν οι βάσεις πέφτουν, αρχίζει ο σκεπτικισμός για το αν το σχολείο κάνει καλά τη δουλειά του. Και αφού δεν την κάνει, σκέφτονται μερικοί, ας θεσπίσουμε και έναν πρόσθετο φραγμό για τους ανεπιθύμητους – με εξαίρεση τις μειονότητες. Για τα φροντιστήρια που δεν κατάφεραν να προετοιμάσουν τους υποψηφίους για τα θέματα των εξετάσεων, «ουδέν σχόλιον».
Η μία σύγχυση –φυσική και τεχνητή– διαδέχεται την άλλη. Κάθε χρόνο την ίδια εποχή. Κάτι σαν έθιμο με χώρο εφαρμογής όλη την επικράτεια. Κάποιοι αγανακτούν γνήσια για την «πτώση». Κάποιοι άλλοι την βλέπουν σαν ευκαιρία. Όχι για να βελτιώσουν τη Δημόσια Εκπαίδευση –αυτό, άλλωστε, στην εποχή των Μνημονίων είναι εκ των πραγμάτων δυσχερές– αλλά για να προετοιμάσουν ιδεολογικά το πέρασμα του αγαθού «εκπαίδευση» σε ιδιωτικά χέρια, μετακυλίοντας το δημόσιο κόστος για την απόκτηση αυτού του αγαθού, στην οικογένεια.
Καμία έκπληξη. Αυτό που κάνουν στην πράξη, χρόνια τώρα, οι «αυτο-ευεργετούμενοι» προύχοντες της χώρας, αρνούμενοι να πληρώνουν φόρους από τους οποίους θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ένα αξιοπρεπές εκπαιδευτικό σύστημα, σκέφτονται να το «κανονικοποιήσουν» οι μελλοντικές μας κυβερνήσεις, βάζοντας τους ίδιους τους γονείς να πληρώνουν για την εκπαίδευση των παιδιών στο ιδιωτικό σχολείο, όπως το κάνουν ήδη με τα πάσης φύσεως φροντιστήρια.
Με την ελπίδα ότι έτσι, ως ώριμοι μαζοχιστές πλέον, με ολοκληρωμένη μνημονιακή διαπαιδαγώγηση, θα τους ξαναψηφίσουν να κυβερνήσουν. Και τότε θα δούμε πώς ανεβαίνουν οι βάσεις στο πι και φι…
Σε μια εποχή πυκνής ομίχλης για πολλά και ουσιώδη, το να προσπαθεί κανείς να αρθρώσει ορθολογικό λόγο γύρω από τη σχέση των «βάσεων» και της σχολικής μάθησης, μπορεί να φαντάζει δονκιχωτικό. Γι αυτό και τα επιχειρήματα που παρατίθενται εδώ δεν έχουν σκοπό να συνετίσουν κανέναν, ιδιαίτερα κάποιον από τα αρμόδια κυβερνητικά κλιμάκια. Αυτοί, ούτως ή άλλως, τα γνωρίζουν όλα καλύτερα, λόγω ισχύος. Πάντα τα γνώριζαν καλύτερα. Πρώτα, που διόριζαν απλόχερα, ενώ γνώριζαν ότι δεν υπάρχει εργασία για τόσους στο σχολείο. Και τώρα που διώχνουν πάλι με τη σέσουλα, γιατί έτσι τους λένε να κάνουν οι δανειστές.
Μα, θα μου πείτε, είναι στη μέση η «σωτηρία», δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Κάποια σωτηρία όντως είναι στη μέση, το θέμα είναι τίνος. Εδώ υπάρχει κάποιος προβληματισμός.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, τεχνικά και με ακρίβεια.
Πρώτον, υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί αν ένα εκπαιδευτικό σύστημα «πιάνει» ή όχι τους στόχους του και σε ποιο βαθμό (ας αφήσουμε προς το παρόν το θέμα του προσδιορισμού των εκπαιδευτικών στόχων, γιατί όποιος – ορθώς – το θέτει, θεωρείται γραφικός). Σε κάθε βαθμίδα. Το ερώτημα είναι γιατί οι αρμόδιοι δεν έχουν δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την εισαγωγή ενός σοβαρού θεσμού αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στην Προσχολική, Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Από καταγραφές και αποτυπώσεις, άλλο καλό.
Δεύτερον, οι εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία διαπίστωσης της επίτευξης των εκπαιδευτικών στόχων είτε του Λυκείου, είτε συνολικά της εκπαίδευσης. Γίνονται για να νομιμοποιήσουν μια διαλογή υποψηφίων και μια κατανομή σε Πανεπιστημιακά Τμήματα, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση φοιτητικών θέσεων. Όποιος συγχέει, χωρίς να γνωρίζει, την επιλεκτική λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων – και ειδικά του ελληνικού – με τη διαπίστωση μαθησιακού αποτελέσματος, δικαιολογείται κάπως. Όποιος, όμως, γνωρίζει και προσποιείται ότι συγχέει τις δύο αυτές ξεχωριστές λειτουργίες, είναι απλώς ένας ιδιοτελής κυνικός.
Τρίτον, οι «βάσεις» ανεβοκατεβαίνουν κυρίως σε συνάρτηση με το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων. Αν κάποιος επιθυμεί να εξηγήσει τις καθοδικές ή ανοδικές τάσεις θα πρέπει να μελετήσει τον τρόπο που το υπουργείο Παιδείας συγκροτεί τις επιτροπές εξετάσεων και, κυρίως, κατά πόσο τα μέλη τους γνωρίζουν πώς διαπιστώνεται η ύπαρξη ή όχι μιας γνώσης, ικανότητας ή δεξιότητας σε έναν υποψήφιο και όχι πώς οπλίζεται το περίστροφο με βάση την λογική της «ρώσικης ρουλέτας».
Τέταρτον, εδώ και χρόνια η κύρια προετοιμασία για την αντιμετώπιση των θεμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων γίνεται έξω από το σχολείο. Και η κοινή εμπειρία το καταδεικνύει, αλλά και σχετικά ερευνητικά δεδομένα υπάρχουν. Οι υποψήφιοι προετοιμάζονται για τις εξετάσεις με βάση τη δεξιότητα των φροντιστών να προβλέψουν τον τύπο των θεμάτων που θα μπουν στις εξετάσεις και την αντίστοιχη προπαιδεία των υποψηφίων σε τέτοια θέματα. Και, βεβαίως, υπάρχει πάντοτε η ικανότητα αποστήθισης την οποία απαιτεί το υπουργείο Παιδείας μέσω των θεμάτων των εξετάσεων που εγκρίνει και η οποία είναι έξω από το επίσημο πλαίσιο στόχων της εκπαίδευσης, σύμφωνα πάντοτε με τη διαχρονική ρητορική του ίδιου Υπουργείου Παιδείας.
Πέμπτον, η πικρή αλήθεια είναι ότι η επίσημη Πολιτεία δεν γνωρίζει, αλλά ούτε και πολυενδιαφέρεται να μάθει, αν το σχολείο επιτυγχάνει και σε ποιο βαθμό τους στόχους του. Για τις πραγματικές «βάσεις» λοιπόν, αν πέφτουν ή όχι, επίσημο άγχος δεν φαίνεται να υπάρχει. Για τις εικονικές «βάσεις» με τις πραγματικές τους συνέπειες (εισαγωγή ή όχι στο επιθυμητό Τμήμα), το ενδιαφέρον ξεχειλίζει. Το ίδιο και τα «συμπεράσματα» για τη λειτουργία του σχολείου.
Οι επιδόσεις των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις δεν είναι ούτε έγκυρος, ούτε αξιόπιστος δείκτης για την αξιολόγηση του σχολείου. Αν είναι κάποιος που αξιολογείται με τη διαδικασία των συγκεκριμένων εξετάσεων, αυτός είναι ο χώρος της εξωσχολικής μάθησης (φροντιστήρια, κατ’ οίκον διδασκαλία). Όχι για την ικανότητά του να παράγει μαθησιακά αποτελέσματα, αλλά κυρίως για τη δεξιότητα να προβλέπει τη «ρουλέτα» των θεμάτων στις εξετάσεις.
Αν, όντως, μας ενδιέφερε να μάθουμε τι αποτελέσματα παράγει το σχολείο, θα το είχαμε κάνει ήδη. Ιδιαίτερα αν μας ενδιέφερε να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα, αποτελέσματα που πλησιάζουν τους μαθησιακούς του στόχους. Οι οποίοι δεν αφορούν μόνο τους αριστούχους, αλλά τη μεγάλη πλειοψηφία της νέας γενιάς.
Των πραγμάτων ούτως εχόντων, μία και μόνο μεταρρύθμιση θα αρκούσε για να αλλάξει η χώρα «παράδειγμα» στην Εκπαίδευση: η μεταρρύθμιση του ίδιου του υπουργείου Παιδείας. Μετά τη μεταρρύθμιση των μεταρρυθμιστών, τα υπόλοιπα θα ήταν όλα πολύ πιο εύκολα. Αν έχει κάποιος μια πρόταση γι αυτό το πρόβλημα, ας την καταθέσει να τη συζητήσουμε.
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.
Όταν ανεβαίνουν οι βάσεις, σπάνια το εκπαιδευτικό μας σύστημα πιστώνεται με εύσημα για την καλή εκτέλεση της εκπαιδευτικής του αποστολής. Ούτε καν τα φροντιστήρια, στα οποία γίνεται η κύρια προετοιμασία για τις εν λόγω εξετάσεις. Όταν οι βάσεις πέφτουν, αρχίζει ο σκεπτικισμός για το αν το σχολείο κάνει καλά τη δουλειά του. Και αφού δεν την κάνει, σκέφτονται μερικοί, ας θεσπίσουμε και έναν πρόσθετο φραγμό για τους ανεπιθύμητους – με εξαίρεση τις μειονότητες. Για τα φροντιστήρια που δεν κατάφεραν να προετοιμάσουν τους υποψηφίους για τα θέματα των εξετάσεων, «ουδέν σχόλιον».
Η μία σύγχυση –φυσική και τεχνητή– διαδέχεται την άλλη. Κάθε χρόνο την ίδια εποχή. Κάτι σαν έθιμο με χώρο εφαρμογής όλη την επικράτεια. Κάποιοι αγανακτούν γνήσια για την «πτώση». Κάποιοι άλλοι την βλέπουν σαν ευκαιρία. Όχι για να βελτιώσουν τη Δημόσια Εκπαίδευση –αυτό, άλλωστε, στην εποχή των Μνημονίων είναι εκ των πραγμάτων δυσχερές– αλλά για να προετοιμάσουν ιδεολογικά το πέρασμα του αγαθού «εκπαίδευση» σε ιδιωτικά χέρια, μετακυλίοντας το δημόσιο κόστος για την απόκτηση αυτού του αγαθού, στην οικογένεια.
Καμία έκπληξη. Αυτό που κάνουν στην πράξη, χρόνια τώρα, οι «αυτο-ευεργετούμενοι» προύχοντες της χώρας, αρνούμενοι να πληρώνουν φόρους από τους οποίους θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ένα αξιοπρεπές εκπαιδευτικό σύστημα, σκέφτονται να το «κανονικοποιήσουν» οι μελλοντικές μας κυβερνήσεις, βάζοντας τους ίδιους τους γονείς να πληρώνουν για την εκπαίδευση των παιδιών στο ιδιωτικό σχολείο, όπως το κάνουν ήδη με τα πάσης φύσεως φροντιστήρια.
Με την ελπίδα ότι έτσι, ως ώριμοι μαζοχιστές πλέον, με ολοκληρωμένη μνημονιακή διαπαιδαγώγηση, θα τους ξαναψηφίσουν να κυβερνήσουν. Και τότε θα δούμε πώς ανεβαίνουν οι βάσεις στο πι και φι…
Σε μια εποχή πυκνής ομίχλης για πολλά και ουσιώδη, το να προσπαθεί κανείς να αρθρώσει ορθολογικό λόγο γύρω από τη σχέση των «βάσεων» και της σχολικής μάθησης, μπορεί να φαντάζει δονκιχωτικό. Γι αυτό και τα επιχειρήματα που παρατίθενται εδώ δεν έχουν σκοπό να συνετίσουν κανέναν, ιδιαίτερα κάποιον από τα αρμόδια κυβερνητικά κλιμάκια. Αυτοί, ούτως ή άλλως, τα γνωρίζουν όλα καλύτερα, λόγω ισχύος. Πάντα τα γνώριζαν καλύτερα. Πρώτα, που διόριζαν απλόχερα, ενώ γνώριζαν ότι δεν υπάρχει εργασία για τόσους στο σχολείο. Και τώρα που διώχνουν πάλι με τη σέσουλα, γιατί έτσι τους λένε να κάνουν οι δανειστές.
Μα, θα μου πείτε, είναι στη μέση η «σωτηρία», δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Κάποια σωτηρία όντως είναι στη μέση, το θέμα είναι τίνος. Εδώ υπάρχει κάποιος προβληματισμός.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, τεχνικά και με ακρίβεια.
Πρώτον, υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί αν ένα εκπαιδευτικό σύστημα «πιάνει» ή όχι τους στόχους του και σε ποιο βαθμό (ας αφήσουμε προς το παρόν το θέμα του προσδιορισμού των εκπαιδευτικών στόχων, γιατί όποιος – ορθώς – το θέτει, θεωρείται γραφικός). Σε κάθε βαθμίδα. Το ερώτημα είναι γιατί οι αρμόδιοι δεν έχουν δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την εισαγωγή ενός σοβαρού θεσμού αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων στην Προσχολική, Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Από καταγραφές και αποτυπώσεις, άλλο καλό.
Δεύτερον, οι εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία διαπίστωσης της επίτευξης των εκπαιδευτικών στόχων είτε του Λυκείου, είτε συνολικά της εκπαίδευσης. Γίνονται για να νομιμοποιήσουν μια διαλογή υποψηφίων και μια κατανομή σε Πανεπιστημιακά Τμήματα, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση φοιτητικών θέσεων. Όποιος συγχέει, χωρίς να γνωρίζει, την επιλεκτική λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων – και ειδικά του ελληνικού – με τη διαπίστωση μαθησιακού αποτελέσματος, δικαιολογείται κάπως. Όποιος, όμως, γνωρίζει και προσποιείται ότι συγχέει τις δύο αυτές ξεχωριστές λειτουργίες, είναι απλώς ένας ιδιοτελής κυνικός.
Τρίτον, οι «βάσεις» ανεβοκατεβαίνουν κυρίως σε συνάρτηση με το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων. Αν κάποιος επιθυμεί να εξηγήσει τις καθοδικές ή ανοδικές τάσεις θα πρέπει να μελετήσει τον τρόπο που το υπουργείο Παιδείας συγκροτεί τις επιτροπές εξετάσεων και, κυρίως, κατά πόσο τα μέλη τους γνωρίζουν πώς διαπιστώνεται η ύπαρξη ή όχι μιας γνώσης, ικανότητας ή δεξιότητας σε έναν υποψήφιο και όχι πώς οπλίζεται το περίστροφο με βάση την λογική της «ρώσικης ρουλέτας».
Τέταρτον, εδώ και χρόνια η κύρια προετοιμασία για την αντιμετώπιση των θεμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων γίνεται έξω από το σχολείο. Και η κοινή εμπειρία το καταδεικνύει, αλλά και σχετικά ερευνητικά δεδομένα υπάρχουν. Οι υποψήφιοι προετοιμάζονται για τις εξετάσεις με βάση τη δεξιότητα των φροντιστών να προβλέψουν τον τύπο των θεμάτων που θα μπουν στις εξετάσεις και την αντίστοιχη προπαιδεία των υποψηφίων σε τέτοια θέματα. Και, βεβαίως, υπάρχει πάντοτε η ικανότητα αποστήθισης την οποία απαιτεί το υπουργείο Παιδείας μέσω των θεμάτων των εξετάσεων που εγκρίνει και η οποία είναι έξω από το επίσημο πλαίσιο στόχων της εκπαίδευσης, σύμφωνα πάντοτε με τη διαχρονική ρητορική του ίδιου Υπουργείου Παιδείας.
Πέμπτον, η πικρή αλήθεια είναι ότι η επίσημη Πολιτεία δεν γνωρίζει, αλλά ούτε και πολυενδιαφέρεται να μάθει, αν το σχολείο επιτυγχάνει και σε ποιο βαθμό τους στόχους του. Για τις πραγματικές «βάσεις» λοιπόν, αν πέφτουν ή όχι, επίσημο άγχος δεν φαίνεται να υπάρχει. Για τις εικονικές «βάσεις» με τις πραγματικές τους συνέπειες (εισαγωγή ή όχι στο επιθυμητό Τμήμα), το ενδιαφέρον ξεχειλίζει. Το ίδιο και τα «συμπεράσματα» για τη λειτουργία του σχολείου.
Οι επιδόσεις των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις δεν είναι ούτε έγκυρος, ούτε αξιόπιστος δείκτης για την αξιολόγηση του σχολείου. Αν είναι κάποιος που αξιολογείται με τη διαδικασία των συγκεκριμένων εξετάσεων, αυτός είναι ο χώρος της εξωσχολικής μάθησης (φροντιστήρια, κατ’ οίκον διδασκαλία). Όχι για την ικανότητά του να παράγει μαθησιακά αποτελέσματα, αλλά κυρίως για τη δεξιότητα να προβλέπει τη «ρουλέτα» των θεμάτων στις εξετάσεις.
Αν, όντως, μας ενδιέφερε να μάθουμε τι αποτελέσματα παράγει το σχολείο, θα το είχαμε κάνει ήδη. Ιδιαίτερα αν μας ενδιέφερε να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα, αποτελέσματα που πλησιάζουν τους μαθησιακούς του στόχους. Οι οποίοι δεν αφορούν μόνο τους αριστούχους, αλλά τη μεγάλη πλειοψηφία της νέας γενιάς.
Των πραγμάτων ούτως εχόντων, μία και μόνο μεταρρύθμιση θα αρκούσε για να αλλάξει η χώρα «παράδειγμα» στην Εκπαίδευση: η μεταρρύθμιση του ίδιου του υπουργείου Παιδείας. Μετά τη μεταρρύθμιση των μεταρρυθμιστών, τα υπόλοιπα θα ήταν όλα πολύ πιο εύκολα. Αν έχει κάποιος μια πρόταση γι αυτό το πρόβλημα, ας την καταθέσει να τη συζητήσουμε.
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.