- «Οι πραγματικές αποφάσεις στην Ευρώπη παίρνονται από ανθρώπους τους οποίους δεν μπορείς να ψηφίσεις, διότι δεν υπάρχει δημοκρατία στην Ε.Ε.»
- «Επιλογές έχουμε μόνο δύο. Ή μένουμε στην ευρωζώνη και το παλεύουμε ή φεύγουμε και είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις επιπτώσεις, που δεν θα είναι εύκολες»
«Δεν ξέρω πόσα θα αντέξει ακόμα ο λαός. Τον σκέφτομαι συνέχεια. Και δεν έχω απαντήσεις. Λυπάμαι…», είπε ύστερα από τόση ώρα, όση χρειάστηκε για να πάρει ακόμα μια γουλιά από το τσάι του, ακόμα μια ρουφηξιά από την πίπα του. Επειτα από μια παύση, με προέτρεψε «ας μιλήσουμε πολιτικά»…
Αυτός ήταν πάντα ο Τόνι Μπεν. Οταν δεν είχε κάτι να πει, καθόταν πίσω, σκεφτόταν και μιλούσε πάντα πολιτικά…
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Χρήστο Μιχαηλίδη
Παλαίμαχος Αγγλος πολιτικός, ο μακροβιότερος βουλευτής με 50 χρόνια αδιάκοπης παρουσίας, υπουργός επί κυβερνήσεων Χάρολντ Ουίλσον και Τζέιμς Κάλαχαν.Κάποτε ήταν «το φοβερό και τρομερό παιδί της Αριστεράς». Οσοι το ’λεγαν αυτό, το «της Αριστεράς», εννοούσαν κάτι άσχημο. Αν ήσουν απλώς «Labour», δηλαδή του Εργατικού Κόμματος, ήταν εντάξει. Αλλά ο Τόνι Μπεν δεν ήταν ποτέ του «εντάξει» – τουλάχιστον με την έννοια που προσέδιδαν στη λέξη όσοι τη συνέχεαν με το «ανώδυνο».Τον βρίσκω τώρα, στα 88 του πια, όσο ακμαίος ήταν την πρώτη φορά που βρεθήκαμε, τέλη της 10ετίας του ’80 στο σπίτι του στο Λονδίνο, όσο αριστερός ήταν και τότε, έστω και με έναν, αταίριαστο τώρα γι’ αυτόν, τίτλο, «2ος Υποκόμης του Στάνσγκεϊτ», και με το όνομά του σε όλες τις δημοσκοπήσεις με τους «πιο αγαπητούς πολιτικούς της χώρας».
«Ο κόσμος με βλέπει σαν έναν ευγενικό, άκακο, ηλικιωμένο κύριο. Ευγενικός νομίζω πως είμαι. Τζέντλεμαν μπορεί να είμαι. Αλλά, εάν με το άκακος εννοούν ανώδυνος ή ακίνδυνος, τέτοιος δεν θα γίνω ποτέ», λέει γελώντας συγκρατημένα.Στο καθημερινό μου σερφάρισμα, τον συναντώ σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, μάχιμο, αλλά όχι φλύαρο, κύριο των απόψεών του, ποτέ συνθηματολόγο.Αναρωτιέμαι εάν θα κατέβαινε στους δρόμους για να μην αρπάξουν οι τράπεζες τα σπίτια του κόσμου. Η απάντησή του, όπως ανέμενα, πολιτική.Λέει ότι επιλογές έχουμε μόνο δύο. Ή μένουμε στην ευρωζώνη και το παλεύουμε ή φεύγουμε και είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις επιπτώσεις, «που δεν θα είναι εύκολες».«Η Ελλάδα είναι μικρή και οικονομικά αδύναμη χώρα, που εξαρτάται από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για να τα βγάλει πέρα, με επιβολή επώδυνων όρων. Στην ουσία, έχει χάσει την κυριαρχία της. Δεν κυβερνά τον εαυτό της».
«Αποικίες, όχι μέλη»
Η σιωπή μου τον αναγκάζει να συνεχίσει.«Εννοώ ότι μου θέτετε ένα πολύ κεντρικό πολιτικό ερώτημα, που πρέπει να κριθεί από τον ελληνικό λαό», λέει και η συζήτηση αναπόφευκτα οδηγείται στο εάν και κατά πόσον η βούληση του λαού γίνεται σεβαστή από εκείνους τους οποίους εκλέγει. Συμφωνούμε πως δεν γίνεται. Αλλά, επιμένει πως «η δύναμη είναι πάντα στα χέρια του».
«Αισθάνεστε ότι υπάρχει “επιθετική συμπεριφορά” προς την Ελλάδα από τις ισχυρές χώρες της Ε.Ε.;».
«Σίγουρα δεν υπάρχει η αλληλεγγύη που θα έπρεπε. Βλέπουμε να χτίζεται μια αυτοκρατορία, στην οποία μερικές χώρες αντιμετωπίζονται ως αποικίες και όχι ως μέλη».
«Και επικεφαλής αυτής της αυτοκρατορίας είναι η Γερμανία;»
«Η Γερμανία είναι μια πανίσχυρη χώρα, και αυτή εγκρίνει τα δάνεια στις αδύναμες χώρες. Είναι σαφές ότι είναι αποφασισμένη να επιβάλει τη δική της πολιτική και στην Ελλάδα».«Δεν αμφιβάλλω», συμπληρώνει, «ότι έχουμε, στην περίπτωση της Ελλάδας, απώλεια της κυριαρχίας μιας μικρής χώρας που ανήκει σε μια μεγάλη ένωση κρατών στην Ε.Ε.».Οταν τον ρωτώ πώς μπορεί τότε μια τέτοια χώρα να αλλάξει τη μοίρα της, καταλαβαίνω ότι πάλι κάθεται πίσω στην πολυθρόνα του, πάλι παίρνει μια γουλιά από τσάι και ταμπάκο, πάλι σκέφτεται δυνατά…(Κομπιάζει)«Εγώ τρέφω μεγάλη συμπάθεια για την Ελλάδα, το ξέρετε. Αλλά σ’ αυτό το ερώτημα φοβούμαι πως δεν έχω άμεση και καθαρή απάντηση».
«Δεν υπάρχει δημοκρατία στην Ε.Ε.»
Τρία πράγματα μου έκαναν πρώτα εντύπωση όταν συνάντησα τον Τόνι Μπεν στο σπίτι του στο Λονδίνο, τέλη της δεκαετίας του ’80. Πρώτον, η μόνη κόκκινη πόρτα σε σπίτι επί της οδού Bayswater. «Ε, να δείξω ότι μπορεί να μένει και ένας αριστερός εδώ», μου εξήγησε γελώντας.Δεύτερον, ένα παγκάκι που είχε μπροστά στη μικρή αυλή. Σ’ αυτό, έκανε πρόταση γάμου στη μακαρίτισσα γυναίκα του Κάρολαϊν, το 1949, όταν σπούδαζαν μαζί στην Οξφόρδη, και το αγόρασε από τον δήμο της πόλης όταν μετακόμισαν στο Λονδίνο.Και τρίτον, ότι είχε απίστευτο αριθμό από κούπες για τσάι και από πίπες.Είχε επισημάνει, θυμάμαι, ότι θα ’ρθει στιγμή που, ακόμα και στην πλούσια Ευρώπη, η άνιση κατανομή πλούτου θα φέρει κατάρρευση οικονομιών.«Δείτε πόσο προκλητική είναι και σήμερα, ακόμα και στη χώρα σας, αυτή η ανισότητα. Για να απαλειφθεί, απαιτούνται γενναίες πολιτικές λύσεις, αλλά δεν είναι εύκολο να γίνει».
«Γιατί;», τον ρωτάω.
«Διότι δεν υπάρχει δημοκρατία στην Ε.Ε., ώστε να μπορεί κάποιος να ελπίζει σε μια πολιτική λύση που θα έρθει από τα κάτω, δηλαδή από τους λαούς της, και όχι από τα πάνω, επιβαλλόμενη από τις Βρυξέλλες. Μπορεί να ψηφίζεις, δηλαδή, τη δική σου κυβέρνηση, αλλά οι πραγματικές αποφάσεις παίρνονται από ανθρώπους τους οποίους δεν μπορείς να ψηφίσεις!».
«Μας ενθάρρυνε…»
Ως υπουργός και βουλευτής συνεργάστηκε με πολλούς αξιωματούχους της Ε.Ε. Και είχε προσέξει, μου λέει, «ότι δεν πίστευαν ποτέ, πραγματικά, πως οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να λογοδοτούν στους ανθρώπους τους οποίους κυβερνούν».Για την Αριστερά θεωρεί ότι πουθενά δεν βλέπει πως είναι έτοιμη να κάνει τις «μεγάλες αλλαγές που απαιτεί η ιδέα μιας εναλλακτικής Ευρώπης». Κι όταν τον ρωτώ για την πιθανή έλλειψη «εμπνευσμένων πολιτικών ηγετών», σαν να μου θυμώνει:«Με ξέρετε καλά. Δεν προσεγγίζω την πολιτική με όρους “προσωπικοτήτων”, μόνο με πολιτικές που εφαρμόζονται. Κάποτε στην Ιστορία εμφανίζεται κάποιος που εμπνέει τον κόσμο, αλλά για μένα η πολιτική είναι πιο σύνθετη απ’ αυτή την ωραία λεπτομέρεια».
Χαζεύω φωτογραφίες του στο Ιντερνετ. Αυτή που δημοσιεύουμε είναι από ομιλία του πέρυσι, στο Φεστιβάλ των «Μαρτύρων του Tolpuddle».Πρόκειται για σύλλογο που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα στο Ντόρσετ, από ομάδα αγροτών που συνελήφθησαν επειδή είχαν συμφωνήσει μυστικά μεταξύ τους να κάνουν συνεργατισμό και να εφαρμόσουν κανόνες «δίκαιου εμπορίου», επ’ ωφελεία όλης της κοινωνίας.«Πηγαίνω σε τέτοια φεστιβάλ γιατί θέλω να ενθαρρύνω τους απλούς ανθρώπους ότι υπάρχουν και εναλλακτικές δράσεις, παράλληλα με τις πολιτικές που έχουμε», διευκρινίζει.
Οταν πεθάνει, λέει, ελπίζει στον τάφο του να αναγράφεται γι’ αυτόν «κάτι όμορφο», όπως: «Τόνι Μπεν: Μας ενθάρρυνε».