Του Σάββα Ιακωβίδη
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αποδέχθηκε τουρκική πρόταση για τους συνομιλητές
Η λογοδοσία της Τουρκίας μετατρέπεται σε υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε αναβάθμιση του ψευδοκράτους - Πού οφείλεται η μεταστροφή της Ελλάδας; Πώς αξιοποιείται το χαρτί της γεωπολιτικής αξίας της Κύπρου;
ΘΑ ΦΑΝΕΙ πολύ σύντομα υπό ποία τουρκικά καυδιανά δίκρανα ο Ν. Αναστασιάδης θα περάσει ή και θα μας περάσει, στην αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό
Υπάρχουν δύο σχολές σκέψης όσον αφορά την αντιμετώπιση της εισήγησης του Προέδρου Αναστασιάδη προς την Αθήνα, όπως υιοθετήσει την τουρκική πρόταση περί αμοιβαιότητας. Δηλαδή, η Ελλάδα να αποδεχθεί τον Τ/κύπριο συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, υπό την αίρεση ότι και η Τουρκία θα πράξει το ίδιο για τον Ε/κύπριο συνομιλητή. Η θέση για τους συνομιλητές είναι τουρκική αξίωση, που χρονολογείται από το 2011, όπως αποκάλυψε ο πρώην σύμβουλος του κατοχικού ηγέτη, Κουντρέτ Οζερσάι. Η τουρκική πρόταση έγινε προς τον τέως Πρόεδρο Χριστόφια, ο οποίος και την απέρριψε. Είναι γνωστό ότι ο Δ. Χριστόφιας όπως και ο μ. Τάσσος προηγουμένως επιχείρησαν να συνομιλήσουν με την Τουρκία.
Η εισήγηση Χριστόφια δεν υλοποιήθηκε. Η εξήγηση δόθηκε από τον επικεφαλής του Γραφείου Κυπριακού της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Τουμάζο Τσελεπή, που δήλωσε την περ. Τρίτη: «Όταν ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, από το 2008 ζητούσε επίμονα συνάντηση με τον κ. Ερντογάν, η πάγια απάντηση της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής πλευράς ήταν ότι μια τέτοια συνάντηση θα ήταν εφικτή στο πλαίσιο μιας τετραμερούς διάσκεψης ή, εναλλακτικά, αν η πλευρά μας αποδεχόταν ανάλογη συνάντηση του κ. Ταλάτ με τον Έλληνα Πρωθυπουργό».
Ο Ν. Αναστασιάδης αποδέχτηκε την αξίωση των Τούρκων, στο πλαίσιο της διακηρυγμένης πολιτικής του ότι: Εφόσον η Τουρκία κατέχει τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρέπει να συνομιλήσουμε μαζί της και να την καταστήσουμε υπόλογο για τις πράξεις και αποφάσεις της. Το κεφαλαιώδες ερώτημα που ανακύπτει είναι: Θα καταστεί υπόλογος διά των επαφών των συνομιλητών στις δύο πρωτεύουσες ή διά μιας τετραμερούς, άλλης αξίωσης των Τούρκων, διαχρονικά, που θα αποτελέσει τη λογική εξέλιξη των επαφών των συνομιλητών στην Αθήνα και στην Άγκυρα;
Λογοδοσία της Τουρκίας
Η μία σχολή σκέψης, λοιπόν, εστιάζει στη διαχρονική θέση του Προέδρου Αναστασιάδη, που επιμένει να εμπλέξει την κατοχική δύναμη, με κάθε τρόπο, ώστε να λογοδοτεί για τις πράξεις, αποφάσεις και θέσεις της στο Κυπριακό. Απευθυνόμενος πρόσφατα στους Κυπρίους του Λονδίνου, ο Πρόεδρος είπε: «Προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε δυνάμεις που μπορούν να ασκήσουν επιρροή πάνω στην Τουρκία, αλλά και δυνάμεις που είναι διάσπαρτες και που μπορούν να επηρεάσουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων προς τη σωστή κατεύθυνση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προβάλλουμε καλά μελετημένες προτάσεις, που θα δώσουν μια νέα ώθηση στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού και θα δημιουργούν πραγματικές προοπτικές επίλυσής του».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η φιλοσοφία του Προέδρου ότι η Κύπρος αποτελεί σήμερα σταθεροποιητικό παράγοντα στην Αν. Μεσόγειο και ότι η ανάπτυξη, βελτίωση και ενίσχυση των σχέσεών της με το Ισραήλ και άλλες χώρες, ειδικά με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την ΕΕ, καθώς και η ανακάλυψη υδρογονανθράκων, μας επιτρέπουν «να έχουμε μεγαλύτερο το ενδιαφέρον όσων πραγματικά μπορούν να παρέμβουν, υποβοηθώντας έτσι στο να πετύχουμε μια νέα δυναμική και κινητικότητα στην αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος».
Η σχολή αυτή υποστηρίζει πως ούτε το ψευδοκράτος αναβαθμίζεται ούτε πλήττεται η υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντίθετα ανοίγει ένα μικρό παράθυρο για μια πρώτη επαφή με την Τουρκία, μετά από 40 χρόνια ακινησίας. Επίσης, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης απέρριψε τη θέση ότι αυτές οι συναντήσεις αποτελούν προμήνυμα τετραμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό.
Υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναβάθμιση του ψευδοκράτους
Η δεύτερη σχολή σκέψης διατυπώνει ακριβώς αντίθετες αναλύσεις και συμπεράσματα. Θεωρεί πως η αποδοχή της τουρκικής πρότασης για «αμοιβαιότητα» στις συναντήσεις των συνομιλητών με την Αθήνα και την Άγκυρα οδηγεί σε πάρα πολύ επικίνδυνες ατραπούς επειδή:
Πρώτον, η Τουρκία απαλλάσσεται της υποχρέωσης να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού αυτό έπρεπε να ήταν το προαπαιτούμενο πριν από τις όποιες συναντήσεις των συνομιλητών.
Δεύτερον, αναβαθμίζεται το ψευδοκράτος, αφού πλέον θα είναι συνομιλητής και της Αθήνας.
Τρίτον, η μεγαλύτερη θωράκιση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η διεθνής νομιμότητά της. Οι επαφές των συνομιλητών με την Τουρκία και την Ελλάδα πλήττουν αυτήν τη νομιμότητα, αφού το Κυπριακό περιορίζεται σε δικοινοτική διαφορά.
Τέταρτον, η Ελλάδα, που είναι απλώς εγγυήτρια δύναμη, εξισώνεται προς την Τουρκία, η οποία καταγγέλλεται για την εισβολή, κατοχή, εποικισμό και παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Πέμπτον, η αποδοχή από τον Αναστασιάδη της τουρκικής πρότασης για «αμοιβαιότητα» επαφών, δηλ. ισότητα, με την Αθήνα και την Άγκυρα, συνεχίζει την πολιτική Χριστόφια ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί από τις δύο κοινότητες, αφού είναι «κυπριακής ιδιοκτησίας».
Έκτον, η Τουρκία παύει ουσιαστικά να είναι η κατηγορούμενη χώρα για την εισβολή-κατοχή της Κύπρου, απεκδύεται όλων των ευθυνών και εγκλημάτων της και, απλώς, ως τρίτος παρατηρητής, επιθυμεί να συμβάλει στην επίλυση ενός προβλήματος που αποτελεί, πλέον, δικοινοτική διαφορά. Ο Τούρκος Πρόεδρος Α. Γκιουλ, μιλώντας στη Γεν. Συνέλευση του ΟΗΕ, είπε πως αυτοί που πρέπει να επιλύσουν το Κυπριακό είναι οι Έλληνες και οι Τούρκοι της Κύπρου, που πρέπει να αρχίσουν τη διαπραγμάτευση «χωρίς εάν και αλλά».
Έβδομον, οι θέσεις Γκιουλ απορρίπτουν την προσδοκία Αναστασιάδη, ότι η Τουρκία θα εμπλακεί στις συνομιλίες και θα λογοδοτεί για τις πράξεις και τις αποφάσεις της.
Όγδοον, οι συνομιλίες των δύο συνομιλητών με την Αθήνα και την Άγκυρα εξουδετερώνουν τη διαχρονική απαίτηση της ελληνικής πλευράς για διεθνή διάσκεψη, που θα συζητήσει ουσιαστικά τις επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Θεωρείται, δηλαδή, απίθανο η Τουρκία να συζητήσει με τον Ε/κύπριο συνομιλητή θέματα κατοχής, στρατού, εποίκων, παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε μια ευρύτερη διάσκεψη, δηλαδή μια τετραμερή, θέση που από το 1960 η Τουρκία αξιώνει, χωρίς τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προφανώς, αυτή είναι η επιδίωξη και εκεί θα οδηγηθούν οι εξελίξεις.
Οι άξονες Κασουλίδη
ΜΕΧΡΙ να διευκρινιστούν οι πραγματικοί ρόλοι των συνομιλητών, διερωτάται κανείς: Με ποιους και τι θα συζητούν; Πρώτα απ’ όλα, δεν θα συζητούν με τον Βενιζέλο και τον Νταβούτογλου. Θα τους παραπέμψουν σε υπηρεσιακούς. Και ανάλογα οι δύο Υπουργοί θα αποφασίζουν. Αλλά, πώς; Η Ελλάδα δεν είναι εισβολική και κατοχική της Κύπρου χώρα, άρα δεν έχει τίποτε να συζητήσει και τίποτε να δώσει στους Τούρκους. Ούτε θέλει ούτε νομιμοποιείται να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση προς τη Λευκωσία.Από την άλλη, ο Α. Μαυρογιάννης, λογικά, θα καταθέτει τις ελληνικές θέσεις για αποχώρηση του κατοχικού στρατού, των εποίκων, τερματισμό της δημογραφικής αλλοίωσης και του εθνικού ξεκαθαρίσματος και τερματισμό της παραβίασης θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Υπάρχει μία ατράνταχτη λογική, σε αυτά που ο Α. Μαυρογιάννης καθηκόντως θα θέτει στην Άγκυρα. Κατά ποίαν λογική, όμως, ο Τ/κ συνομιλητής θα απαιτεί από την Αθήνα πράγματα, για τα οποία η Ελλάδα δεν έχει καμία ανάμιξη, καμία ευθύνη και καμία εμπλοκή;
Ο Υπουργός Εξωτερικών, Ι. Κασουλίδης, συναντήθηκε την περ. Τρίτη με τον αν. ΓΓ του ΟΗΕ Ελίασον, και του εξήγησε, όπως μεταδίδεται, ότι γίνονται παράλληλα προσπάθειες για ενίσχυση των διαπραγματεύσεων με τα εξής τρία σημαντικά, κατά την άποψή του, στοιχεία:
1.-Την απευθείας διαπραγμάτευση μεταξύ του Ε/κ συνομιλητή και της Τουρκίας.
2.-Την προώθηση της πρότασης για την Αμμόχωστο.
3.-Την αναβάθμιση της εκπροσώπησης της ΕΕ στις συνομιλίες.
Οι τουρκικές προθέσεις
ΜΕΧΡΙ πού μπορεί να φτάσει η διαπραγμάτευση του Ε/κ συνομιλητή με την Τουρκία; Η εκτίμηση είναι ότι δεν θα πάει πολύ μακριά και θα ανακοπεί από το απαράδεκτο των γνωστών τουρκικών θέσεων. Να μην υποτιμάται η τουρκική διπλωματία: Δεν θα συνομιλεί με έναν συνομιλητή μιας κοινότητας για θέματα, που θα απαιτήσει να συζητηθούν σε ευρύτερη διάσκεψη, ώστε να απαιτήσει τα ανάλογα ανταλλάγματα. Και αυτή η διάσκεψη δεν θα είναι άλλη, από μια τετραμερή ή με περισσότερους συμμετέχοντες. Άλλωστε, από δεκαετίες η Άγκυρα επιμένει πως το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με τη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων, με παράκαμψη και αποκλεισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν ο Ν. Αναστασιάδης ήθελε να δοκιμάσει τις πραγματικές τουρκικές προθέσεις, πριν αποδεχθεί την τουρκική πρόταση αμοιβαιότητας για τους συνομιλητές, έπρεπε να απαιτήσει πρώτα την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης, για πολλούς λόγους. Ιδιαίτερα αξιοποιώντας την ενεργειακή και γεωπολιτική αναβάθμιση της Κύπρου, την ισχυροποίηση των σχέσεών της με το Ισραήλ, το αναβαθμισμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τον άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και τον σταθεροποιητικό ρόλο της νήσου σε μια περιοχή επικίνδυνης αστάθειας, την οποία συνδαυλίζει και η νέο-οθωμανική πολιτική της Τουρκίας, που ενοχλεί την Ουάσιγκτον. Η αποδοχή της τουρκικής πρότασης για τους συνομιλητές εξουδετερώνει όσα νομίζει ότι θα αποκομίσει από μια Τουρκία, που την αποενοχοποιεί και τη διευκολύνει να μας εκβιάζει καλύτερα.
Οι απειλές Νταβούτογλου
ΤΗΝ επομένη του δεύτερου Γιούρογκρουπ (25/3/2013), ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου, εκμεταλλευόμενος τη δεινή θέση της Κύπρου -και της Ελλάδας- τάχθηκε υπέρ της διχοτόμησης, σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η τουρκική αξίωση για διαμοιρασμό (50-50) του φυσικού αερίου. «Ενώ εμείς ήμασταν απασχολημένοι με το Ισραήλ και με το θέμα της συγγνώμης, εξέδωσαν νόμο.Έστειλαν μία επιστολή στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στην Ελλάδα και στη Βρετανία και στον Υπουργό Εξωτερικών της Σουηδίας, επειδή έχει σχέση με το θέμα», δήλωσε. Σε αυτήν την επιστολή ο Νταβούτογλου ουσιαστικά επανελάμβανε την πρόταση για τετραμερή διάσκεψη Ελλάδας, Τουρκίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για επίλυση του Κυπριακού. Ο ίδιος σκιαγράφησε τρεις δρόμους:
1.- Να επιταχυνθούν οι συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και οι πλευρές να συναντηθούν το ταχύτερο δυνατόν, να συζητήσουν για μία ουσιαστική λύση και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές που έχουν εντοπιστεί «να γίνουν πηγές της νέας Ενωμένης Κύπρου. Θα πρέπει να τις χρησιμοποιήσει ένα νέο κράτος, στο οποίο θα είναι εταίρος και οι Τουρκοκύπριοι».
2.- Εάν αυτό δεν γίνεται, τότε οι δύο πλευρές θα πρέπει να συστήσουν μία κοινή επιτροπή, που να έχει από κοινού τον έλεγχο της διαπραγμάτευσης και της εξόρυξης του φυσικού αερίου. Τα έσοδα που θα προκύψουν θα πρέπει να κατατεθούν σε έναν λογαριασμό και να χρηματοδοτήσουν το νέο κράτος που θα προέλθει από τις συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
3.- «Εάν οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν ότι τους ανήκουν όλα τα δικαιώματα αναφορικά με τις φυσικές πηγές στον Νότο, τότε και η Τουρκία θα έχει, στο πλαίσιο των συμφωνιών που έχει κάνει με την "ΤΔΒΚ", κάθε δικαίωμα για έρευνες στη βόρεια πλευρά. Αν εκείνο που λέγεται είναι ο Νότος είναι δικός μας και ο Βορράς δικός σας, ελάτε τότε να συζητήσουμε για δύο κράτη, τα οποία αργότερα θα συναντηθούν στην ΕΕ», κατέληγε ο Νταβούτογλου.
Η περίεργη στροφή της Ελλάδας
Άμεση ήταν, τότε, η αντίδραση της Ελλάδας. Σε επιστολή του προς τον Νταβούτογλου, ο Έλληνας ομόλογός του Δ. Αβραμόπουλος διαμηνούσε: «Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν χρειάζονται πια προστάτες, μπορούν μόνοι τους να βρουν τις λύσεις που τους αρμόζουν, να συνεχίσουν τον διάλογό τους υπό την αιγίδα του ΟΗΕ». Και πρόσθετε: «Διαφωνώ με την πρόταση για τετραμερή, γιατί παραβιάζει την αρχή του σεβασμού της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόφαση το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων. Οι ίδιοι οι Κύπριοι πρέπει να αποφασίσουν για το μέλλον τους, στο πλαίσιο της υφιστάμενης διαδικασίας υπό τον ΟΗΕ».
Γιατί, λοιπόν, έξι μήνες αργότερα, η Ελλάδα μετεστράφη και αποδέχτηκε την τουρκική πρόταση για συναντήσεις με τους συνομιλητές, εμπλεκόμενη σε μια διαδικασία, που όλα προαναγγέλλουν ότι θα οδηγήσει μάλλον, τελικά, σε μία τετραμερή; Η απάντηση βρίσκεται στις δηλώσεις του αντιπροέδρου και Υπουργού Εξωτερικών Ε. Βενιζέλου. Την περ. Δευτέρα, είπε: «Μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα νέο μομέντουμ στο Κυπριακό, με βάση τις προτάσεις που έχει κάνει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και, επειδή η κυπριακή κυβέρνηση μάς έχει ζητήσει να συναντηθούμε με τον Τ/κύπριο διαπραγματευτή, εμείς είμαστε έτοιμοι να συναντηθούμε, εφόσον φυσικά και η τουρκική κυβέρνηση δεχθεί να συνομιλήσει με τον Ε/κύπριο διαπραγματευτή. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, είναι ένα νέο διαδικαστικό στοιχείο, που συμβάλλει στο να δημιουργηθεί αυτό το μομέντουμ στο Κυπριακό».
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ζήτησε και η Ελλάδα συγκατένευσε στην αποδοχή της τουρκικής πρότασης «αμοιβαιότητας», για συναντήσεις των συνομιλητών με την Αθήνα και την Άγκυρα. Η διλημματική λογική, στην οποία η Λευκωσία θα τεθεί πολύ σύντομα από τον διεθνή παράγοντα, είναι απλή στην ωμότητα και στον κυνισμό της: «Αντί να συζητάτε διά συνομιλητών, γιατί δεν διαπραγματεύεστε απευθείας, με όλα τα θέματα στο τραπέζι;». Δηλαδή μία τετραμερής διάσκεψη. Ο Πρόεδρος την απορρίπτει διαρρήδην, λέγει και δεν αποδέχεται καμία τριμερή, τετραμερή ή πολυμερή. Θα φανεί πολύ σύντομα υπό ποία τουρκικά καυδιανά δίκρανα θα περάσει ή και θα μας περάσει, στην αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό.
Η λογοδοσία της Τουρκίας μετατρέπεται σε υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε αναβάθμιση του ψευδοκράτους - Πού οφείλεται η μεταστροφή της Ελλάδας; Πώς αξιοποιείται το χαρτί της γεωπολιτικής αξίας της Κύπρου;
ΘΑ ΦΑΝΕΙ πολύ σύντομα υπό ποία τουρκικά καυδιανά δίκρανα ο Ν. Αναστασιάδης θα περάσει ή και θα μας περάσει, στην αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό
Υπάρχουν δύο σχολές σκέψης όσον αφορά την αντιμετώπιση της εισήγησης του Προέδρου Αναστασιάδη προς την Αθήνα, όπως υιοθετήσει την τουρκική πρόταση περί αμοιβαιότητας. Δηλαδή, η Ελλάδα να αποδεχθεί τον Τ/κύπριο συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, υπό την αίρεση ότι και η Τουρκία θα πράξει το ίδιο για τον Ε/κύπριο συνομιλητή. Η θέση για τους συνομιλητές είναι τουρκική αξίωση, που χρονολογείται από το 2011, όπως αποκάλυψε ο πρώην σύμβουλος του κατοχικού ηγέτη, Κουντρέτ Οζερσάι. Η τουρκική πρόταση έγινε προς τον τέως Πρόεδρο Χριστόφια, ο οποίος και την απέρριψε. Είναι γνωστό ότι ο Δ. Χριστόφιας όπως και ο μ. Τάσσος προηγουμένως επιχείρησαν να συνομιλήσουν με την Τουρκία.
Η εισήγηση Χριστόφια δεν υλοποιήθηκε. Η εξήγηση δόθηκε από τον επικεφαλής του Γραφείου Κυπριακού της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Τουμάζο Τσελεπή, που δήλωσε την περ. Τρίτη: «Όταν ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, από το 2008 ζητούσε επίμονα συνάντηση με τον κ. Ερντογάν, η πάγια απάντηση της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής πλευράς ήταν ότι μια τέτοια συνάντηση θα ήταν εφικτή στο πλαίσιο μιας τετραμερούς διάσκεψης ή, εναλλακτικά, αν η πλευρά μας αποδεχόταν ανάλογη συνάντηση του κ. Ταλάτ με τον Έλληνα Πρωθυπουργό».
Ο Ν. Αναστασιάδης αποδέχτηκε την αξίωση των Τούρκων, στο πλαίσιο της διακηρυγμένης πολιτικής του ότι: Εφόσον η Τουρκία κατέχει τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρέπει να συνομιλήσουμε μαζί της και να την καταστήσουμε υπόλογο για τις πράξεις και αποφάσεις της. Το κεφαλαιώδες ερώτημα που ανακύπτει είναι: Θα καταστεί υπόλογος διά των επαφών των συνομιλητών στις δύο πρωτεύουσες ή διά μιας τετραμερούς, άλλης αξίωσης των Τούρκων, διαχρονικά, που θα αποτελέσει τη λογική εξέλιξη των επαφών των συνομιλητών στην Αθήνα και στην Άγκυρα;
Λογοδοσία της Τουρκίας
Η μία σχολή σκέψης, λοιπόν, εστιάζει στη διαχρονική θέση του Προέδρου Αναστασιάδη, που επιμένει να εμπλέξει την κατοχική δύναμη, με κάθε τρόπο, ώστε να λογοδοτεί για τις πράξεις, αποφάσεις και θέσεις της στο Κυπριακό. Απευθυνόμενος πρόσφατα στους Κυπρίους του Λονδίνου, ο Πρόεδρος είπε: «Προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε δυνάμεις που μπορούν να ασκήσουν επιρροή πάνω στην Τουρκία, αλλά και δυνάμεις που είναι διάσπαρτες και που μπορούν να επηρεάσουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων προς τη σωστή κατεύθυνση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προβάλλουμε καλά μελετημένες προτάσεις, που θα δώσουν μια νέα ώθηση στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού και θα δημιουργούν πραγματικές προοπτικές επίλυσής του».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η φιλοσοφία του Προέδρου ότι η Κύπρος αποτελεί σήμερα σταθεροποιητικό παράγοντα στην Αν. Μεσόγειο και ότι η ανάπτυξη, βελτίωση και ενίσχυση των σχέσεών της με το Ισραήλ και άλλες χώρες, ειδικά με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την ΕΕ, καθώς και η ανακάλυψη υδρογονανθράκων, μας επιτρέπουν «να έχουμε μεγαλύτερο το ενδιαφέρον όσων πραγματικά μπορούν να παρέμβουν, υποβοηθώντας έτσι στο να πετύχουμε μια νέα δυναμική και κινητικότητα στην αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος».
Η σχολή αυτή υποστηρίζει πως ούτε το ψευδοκράτος αναβαθμίζεται ούτε πλήττεται η υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντίθετα ανοίγει ένα μικρό παράθυρο για μια πρώτη επαφή με την Τουρκία, μετά από 40 χρόνια ακινησίας. Επίσης, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης απέρριψε τη θέση ότι αυτές οι συναντήσεις αποτελούν προμήνυμα τετραμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό.
Υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναβάθμιση του ψευδοκράτους
Η δεύτερη σχολή σκέψης διατυπώνει ακριβώς αντίθετες αναλύσεις και συμπεράσματα. Θεωρεί πως η αποδοχή της τουρκικής πρότασης για «αμοιβαιότητα» στις συναντήσεις των συνομιλητών με την Αθήνα και την Άγκυρα οδηγεί σε πάρα πολύ επικίνδυνες ατραπούς επειδή:
Πρώτον, η Τουρκία απαλλάσσεται της υποχρέωσης να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, αφού αυτό έπρεπε να ήταν το προαπαιτούμενο πριν από τις όποιες συναντήσεις των συνομιλητών.
Δεύτερον, αναβαθμίζεται το ψευδοκράτος, αφού πλέον θα είναι συνομιλητής και της Αθήνας.
Τρίτον, η μεγαλύτερη θωράκιση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η διεθνής νομιμότητά της. Οι επαφές των συνομιλητών με την Τουρκία και την Ελλάδα πλήττουν αυτήν τη νομιμότητα, αφού το Κυπριακό περιορίζεται σε δικοινοτική διαφορά.
Τέταρτον, η Ελλάδα, που είναι απλώς εγγυήτρια δύναμη, εξισώνεται προς την Τουρκία, η οποία καταγγέλλεται για την εισβολή, κατοχή, εποικισμό και παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Πέμπτον, η αποδοχή από τον Αναστασιάδη της τουρκικής πρότασης για «αμοιβαιότητα» επαφών, δηλ. ισότητα, με την Αθήνα και την Άγκυρα, συνεχίζει την πολιτική Χριστόφια ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί από τις δύο κοινότητες, αφού είναι «κυπριακής ιδιοκτησίας».
Έκτον, η Τουρκία παύει ουσιαστικά να είναι η κατηγορούμενη χώρα για την εισβολή-κατοχή της Κύπρου, απεκδύεται όλων των ευθυνών και εγκλημάτων της και, απλώς, ως τρίτος παρατηρητής, επιθυμεί να συμβάλει στην επίλυση ενός προβλήματος που αποτελεί, πλέον, δικοινοτική διαφορά. Ο Τούρκος Πρόεδρος Α. Γκιουλ, μιλώντας στη Γεν. Συνέλευση του ΟΗΕ, είπε πως αυτοί που πρέπει να επιλύσουν το Κυπριακό είναι οι Έλληνες και οι Τούρκοι της Κύπρου, που πρέπει να αρχίσουν τη διαπραγμάτευση «χωρίς εάν και αλλά».
Έβδομον, οι θέσεις Γκιουλ απορρίπτουν την προσδοκία Αναστασιάδη, ότι η Τουρκία θα εμπλακεί στις συνομιλίες και θα λογοδοτεί για τις πράξεις και τις αποφάσεις της.
Όγδοον, οι συνομιλίες των δύο συνομιλητών με την Αθήνα και την Άγκυρα εξουδετερώνουν τη διαχρονική απαίτηση της ελληνικής πλευράς για διεθνή διάσκεψη, που θα συζητήσει ουσιαστικά τις επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Θεωρείται, δηλαδή, απίθανο η Τουρκία να συζητήσει με τον Ε/κύπριο συνομιλητή θέματα κατοχής, στρατού, εποίκων, παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε μια ευρύτερη διάσκεψη, δηλαδή μια τετραμερή, θέση που από το 1960 η Τουρκία αξιώνει, χωρίς τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προφανώς, αυτή είναι η επιδίωξη και εκεί θα οδηγηθούν οι εξελίξεις.
Οι άξονες Κασουλίδη
ΜΕΧΡΙ να διευκρινιστούν οι πραγματικοί ρόλοι των συνομιλητών, διερωτάται κανείς: Με ποιους και τι θα συζητούν; Πρώτα απ’ όλα, δεν θα συζητούν με τον Βενιζέλο και τον Νταβούτογλου. Θα τους παραπέμψουν σε υπηρεσιακούς. Και ανάλογα οι δύο Υπουργοί θα αποφασίζουν. Αλλά, πώς; Η Ελλάδα δεν είναι εισβολική και κατοχική της Κύπρου χώρα, άρα δεν έχει τίποτε να συζητήσει και τίποτε να δώσει στους Τούρκους. Ούτε θέλει ούτε νομιμοποιείται να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση προς τη Λευκωσία.Από την άλλη, ο Α. Μαυρογιάννης, λογικά, θα καταθέτει τις ελληνικές θέσεις για αποχώρηση του κατοχικού στρατού, των εποίκων, τερματισμό της δημογραφικής αλλοίωσης και του εθνικού ξεκαθαρίσματος και τερματισμό της παραβίασης θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Υπάρχει μία ατράνταχτη λογική, σε αυτά που ο Α. Μαυρογιάννης καθηκόντως θα θέτει στην Άγκυρα. Κατά ποίαν λογική, όμως, ο Τ/κ συνομιλητής θα απαιτεί από την Αθήνα πράγματα, για τα οποία η Ελλάδα δεν έχει καμία ανάμιξη, καμία ευθύνη και καμία εμπλοκή;
Ο Υπουργός Εξωτερικών, Ι. Κασουλίδης, συναντήθηκε την περ. Τρίτη με τον αν. ΓΓ του ΟΗΕ Ελίασον, και του εξήγησε, όπως μεταδίδεται, ότι γίνονται παράλληλα προσπάθειες για ενίσχυση των διαπραγματεύσεων με τα εξής τρία σημαντικά, κατά την άποψή του, στοιχεία:
1.-Την απευθείας διαπραγμάτευση μεταξύ του Ε/κ συνομιλητή και της Τουρκίας.
2.-Την προώθηση της πρότασης για την Αμμόχωστο.
3.-Την αναβάθμιση της εκπροσώπησης της ΕΕ στις συνομιλίες.
Οι τουρκικές προθέσεις
ΜΕΧΡΙ πού μπορεί να φτάσει η διαπραγμάτευση του Ε/κ συνομιλητή με την Τουρκία; Η εκτίμηση είναι ότι δεν θα πάει πολύ μακριά και θα ανακοπεί από το απαράδεκτο των γνωστών τουρκικών θέσεων. Να μην υποτιμάται η τουρκική διπλωματία: Δεν θα συνομιλεί με έναν συνομιλητή μιας κοινότητας για θέματα, που θα απαιτήσει να συζητηθούν σε ευρύτερη διάσκεψη, ώστε να απαιτήσει τα ανάλογα ανταλλάγματα. Και αυτή η διάσκεψη δεν θα είναι άλλη, από μια τετραμερή ή με περισσότερους συμμετέχοντες. Άλλωστε, από δεκαετίες η Άγκυρα επιμένει πως το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με τη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων, με παράκαμψη και αποκλεισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν ο Ν. Αναστασιάδης ήθελε να δοκιμάσει τις πραγματικές τουρκικές προθέσεις, πριν αποδεχθεί την τουρκική πρόταση αμοιβαιότητας για τους συνομιλητές, έπρεπε να απαιτήσει πρώτα την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης, για πολλούς λόγους. Ιδιαίτερα αξιοποιώντας την ενεργειακή και γεωπολιτική αναβάθμιση της Κύπρου, την ισχυροποίηση των σχέσεών της με το Ισραήλ, το αναβαθμισμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τον άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και τον σταθεροποιητικό ρόλο της νήσου σε μια περιοχή επικίνδυνης αστάθειας, την οποία συνδαυλίζει και η νέο-οθωμανική πολιτική της Τουρκίας, που ενοχλεί την Ουάσιγκτον. Η αποδοχή της τουρκικής πρότασης για τους συνομιλητές εξουδετερώνει όσα νομίζει ότι θα αποκομίσει από μια Τουρκία, που την αποενοχοποιεί και τη διευκολύνει να μας εκβιάζει καλύτερα.
Οι απειλές Νταβούτογλου
ΤΗΝ επομένη του δεύτερου Γιούρογκρουπ (25/3/2013), ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου, εκμεταλλευόμενος τη δεινή θέση της Κύπρου -και της Ελλάδας- τάχθηκε υπέρ της διχοτόμησης, σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η τουρκική αξίωση για διαμοιρασμό (50-50) του φυσικού αερίου. «Ενώ εμείς ήμασταν απασχολημένοι με το Ισραήλ και με το θέμα της συγγνώμης, εξέδωσαν νόμο.Έστειλαν μία επιστολή στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στην Ελλάδα και στη Βρετανία και στον Υπουργό Εξωτερικών της Σουηδίας, επειδή έχει σχέση με το θέμα», δήλωσε. Σε αυτήν την επιστολή ο Νταβούτογλου ουσιαστικά επανελάμβανε την πρόταση για τετραμερή διάσκεψη Ελλάδας, Τουρκίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για επίλυση του Κυπριακού. Ο ίδιος σκιαγράφησε τρεις δρόμους:
1.- Να επιταχυνθούν οι συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και οι πλευρές να συναντηθούν το ταχύτερο δυνατόν, να συζητήσουν για μία ουσιαστική λύση και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές που έχουν εντοπιστεί «να γίνουν πηγές της νέας Ενωμένης Κύπρου. Θα πρέπει να τις χρησιμοποιήσει ένα νέο κράτος, στο οποίο θα είναι εταίρος και οι Τουρκοκύπριοι».
2.- Εάν αυτό δεν γίνεται, τότε οι δύο πλευρές θα πρέπει να συστήσουν μία κοινή επιτροπή, που να έχει από κοινού τον έλεγχο της διαπραγμάτευσης και της εξόρυξης του φυσικού αερίου. Τα έσοδα που θα προκύψουν θα πρέπει να κατατεθούν σε έναν λογαριασμό και να χρηματοδοτήσουν το νέο κράτος που θα προέλθει από τις συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
3.- «Εάν οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν ότι τους ανήκουν όλα τα δικαιώματα αναφορικά με τις φυσικές πηγές στον Νότο, τότε και η Τουρκία θα έχει, στο πλαίσιο των συμφωνιών που έχει κάνει με την "ΤΔΒΚ", κάθε δικαίωμα για έρευνες στη βόρεια πλευρά. Αν εκείνο που λέγεται είναι ο Νότος είναι δικός μας και ο Βορράς δικός σας, ελάτε τότε να συζητήσουμε για δύο κράτη, τα οποία αργότερα θα συναντηθούν στην ΕΕ», κατέληγε ο Νταβούτογλου.
Η περίεργη στροφή της Ελλάδας
Άμεση ήταν, τότε, η αντίδραση της Ελλάδας. Σε επιστολή του προς τον Νταβούτογλου, ο Έλληνας ομόλογός του Δ. Αβραμόπουλος διαμηνούσε: «Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν χρειάζονται πια προστάτες, μπορούν μόνοι τους να βρουν τις λύσεις που τους αρμόζουν, να συνεχίσουν τον διάλογό τους υπό την αιγίδα του ΟΗΕ». Και πρόσθετε: «Διαφωνώ με την πρόταση για τετραμερή, γιατί παραβιάζει την αρχή του σεβασμού της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόφαση το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων. Οι ίδιοι οι Κύπριοι πρέπει να αποφασίσουν για το μέλλον τους, στο πλαίσιο της υφιστάμενης διαδικασίας υπό τον ΟΗΕ».
Γιατί, λοιπόν, έξι μήνες αργότερα, η Ελλάδα μετεστράφη και αποδέχτηκε την τουρκική πρόταση για συναντήσεις με τους συνομιλητές, εμπλεκόμενη σε μια διαδικασία, που όλα προαναγγέλλουν ότι θα οδηγήσει μάλλον, τελικά, σε μία τετραμερή; Η απάντηση βρίσκεται στις δηλώσεις του αντιπροέδρου και Υπουργού Εξωτερικών Ε. Βενιζέλου. Την περ. Δευτέρα, είπε: «Μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα νέο μομέντουμ στο Κυπριακό, με βάση τις προτάσεις που έχει κάνει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και, επειδή η κυπριακή κυβέρνηση μάς έχει ζητήσει να συναντηθούμε με τον Τ/κύπριο διαπραγματευτή, εμείς είμαστε έτοιμοι να συναντηθούμε, εφόσον φυσικά και η τουρκική κυβέρνηση δεχθεί να συνομιλήσει με τον Ε/κύπριο διαπραγματευτή. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, είναι ένα νέο διαδικαστικό στοιχείο, που συμβάλλει στο να δημιουργηθεί αυτό το μομέντουμ στο Κυπριακό».
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ζήτησε και η Ελλάδα συγκατένευσε στην αποδοχή της τουρκικής πρότασης «αμοιβαιότητας», για συναντήσεις των συνομιλητών με την Αθήνα και την Άγκυρα. Η διλημματική λογική, στην οποία η Λευκωσία θα τεθεί πολύ σύντομα από τον διεθνή παράγοντα, είναι απλή στην ωμότητα και στον κυνισμό της: «Αντί να συζητάτε διά συνομιλητών, γιατί δεν διαπραγματεύεστε απευθείας, με όλα τα θέματα στο τραπέζι;». Δηλαδή μία τετραμερής διάσκεψη. Ο Πρόεδρος την απορρίπτει διαρρήδην, λέγει και δεν αποδέχεται καμία τριμερή, τετραμερή ή πολυμερή. Θα φανεί πολύ σύντομα υπό ποία τουρκικά καυδιανά δίκρανα θα περάσει ή και θα μας περάσει, στην αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό.