Τη
διετία 1990 - 1991, η Δυτική Ευρώπη συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη της
υπόθεσης «Gladio». Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται το 1990, όταν ένας
Ιταλός δικαστής αποφάσισε να προχωρήσει σε βάθος τις έρευνες, σχετικά με
μια τρομοκρατική επίθεση στην ιταλική πόλη Γκορίτσια το 1972. Μέσα σε
λίγους μήνες αποκαλύφθηκε ένας εφιαλτικός μηχανισμός, που δημιουργήθηκε
το 1947, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δρούσε σε όλες σχεδόν τις χώρες - μέλη
της συμμαχίας με σκοπό την αποτροπή ενδεχόμενης ανόδου της Αριστεράς
στην κυβερνητική εξουσία. Η υπόθεση «Gladio», γνωστή και ως «Κόκκινη
Προβιά» στην Ελλάδα, ήταν η πιο ισχυρή απόδειξη για τις στενές σχέσεις
των μυστικών υπηρεσιών, κυρίως των αμερικανικών, με την τρομοκρατία.
Στην τρομοκρατική επίθεση στην Γκορίτσια το 1972 είχαν χάσει τη ζωή τους τρεις Ιταλοί αστυνομικοί. Αρχικά, οι έρευνες στράφηκαν προς την κατεύθυνση ακροαριστερών οργανώσεων, στη συνέχεια, μετά το αδιέξοδο των ερευνών, ο δικαστής Φελίτσε Κασόν έστρεψε την προσοχή προς την κατεύθυνση των νεοφασιστικών οργανώσεων. Σε σύντομο διάστημα εντοπίστηκαν οι τρομοκράτες, που ήταν μέλη νεοφασιστικής οργάνωσης. Ο Κασόν συνέχισε επίμονα τις έρευνές του σχετικά με την προέλευση του οπλισμού των τρομοκρατών. Το 1990, μετά από δεκαοκτώ χρόνια ερευνών, αποκαλύφθηκε ότι τα όπλα προέρχονταν από μια αποθήκη της οργάνωσης με την επωνυμία «Gladio».
Στις αρχές Νοέμβρη του 1990, υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι υποχρεώνεται να ομολογήσει στη Βουλή ότι «από το 1950 οργανώθηκε μια παράνομη υπηρεσία πληροφοριών με τη βοήθεια της CIA και των Βρετανών πρακτόρων, για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη ανατρεπτική δραστηριότητα ή επίθεση από μέρους των Σοβιετικών... Το δίκτυο παραμένει»!
Η ομολογία Αντρεότι συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη. Η μία μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών του ΝΑΤΟ ανακοίνωναν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα τέτοιων οργανώσεων - δικτύων στο έδαφός τους. Στην Ελλάδα ο υπουργός Αμυνας Γιάννης Βαρβιτσιώτης αναγκάστηκε, στις 9 Νοέμβρη του 1990, να παραδεχτεί δημόσια ότι «Ελληνες κομάντος (ΛΟΚ) και η CIA οργάνωσαν ένα βραχίονα του δικτύου, το 1955, για να προβληθεί αντάρτικη αντίσταση σε οποιονδήποτε κομμουνιστή εισβολέα. Το εν λόγω δίκτυο, ήταν γνωστό με την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά"».
Στις 14 Νοέμβρη του 1990, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη στο πρακτορείο «Ασοσιέιτεντ Πρες» στην εξής δήλωση: «Η παρακρατική οργάνωση Κόκκινη Προβιά δημιουργήθηκε το 1955, ως αποτέλεσμα ενός μυστικού τμήματος της συμφωνίας, με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα».
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή, με βάση το υλικό που συγκεντρώθηκε τα επόμενα χρόνια.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ για να διασφαλίσουν την αποτροπή ενδεχόμενης συμμετοχής της Αριστεράς στις κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης οργάνωσαν ένα παράνομο δίκτυο «αποσταθεροποιητικής δραστηριότητας» με την κωδική ονομασία «Stay Behind». Το εν λόγω δίκτυο απλώθηκε σε διάφορες χώρες με διαφορετικές ονομασίες. Στην Ιταλία «Gladio», στην Ελλάδα «Κόκκινη Προβιά», στη Βρετανία «Operation Stay Behind», στη Γερμανία «Schwert», στην Ελβετία «Ομάδα Πληροφοριών και Ασφάλειας»...
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χώρες που θα εισέρχονταν στο ΝΑΤΟ μετά την εκπόνηση του σχεδίου για την επιχείρηση «Stay Behind» ήταν υποχρεωμένες να υπογράφουν σχετικό μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο αναλάμβαναν την υποχρέωση να δημιουργήσουν το δικό τους παραστρατιωτικό μηχανισμό στο πλαίσιο της επιχείρησης.
Από τις έρευνες που ακολούθησαν προέκυψαν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.
Στο Βέλγιο, παραδείγματος χάριν, το παρακλάδι της «Stay Behind» με το όνομα Sdra- 8 δημιούργησε μια παράλληλη οργάνωση, την οργάνωση Catena, με σκοπό τη διάπραξη πολιτικών δολοφονιών. H Catena ευθύνεται για τη δολοφονία του Ζιλιέν Λαμπούτ, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βελγίου.
Στη Βρετανία, το αντίστοιχο δίκτυο χρηματοδοτήθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Τη δεκαετία του 1970 εκπαίδευσε πολλούς νεοφασίστες Ιταλούς στη Βρετανία και στρατολόγησε πολλούς Ιταλούς τρομοκράτες, ενώ ανέπτυξε στενούς δεσμούς με τη μασονική στοά Ρ2 της Ρώμης, που ήταν βασικός μοχλός της τρομοκρατικής νεοφασιστικής τρομοκρατίας στην Ιταλία, τη Δυτική Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Εντυπωσιακή εξέλιξη παρουσιάζει η οργάνωση «Gladio» στην Ιταλία, όπου οι υπηρεσίες των ΗΠΑ σε συνεργασία με την ιταλική SIFAR, έθεσαν το 1952 σε εφαρμογή τη «στρατηγική της έντασης». Μέρος αυτού του σχεδίου ήταν η δημιουργία τρομοκρατικών οργανώσεων με νεοφασιστικά, ή ακροαριστερά χαρακτηριστικά, με στόχο τη δημιουργία κλίματος αστάθειας που έφθασε μέχρι και σε απόπειρα πραξικοπήματος για την επιβολή στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος (17 Δεκέμβρη του 1970).
Η αποκάλυψη του δικτύου «Gladio» οδήγησε και στη διαλεύκανση πολλών υποθέσεων τρομοκρατικών βομβιστικών επιθέσεων στην Ιταλία, με θύματα εκατοντάδες ανυποψίαστους ανθρώπους, στο διάστημα 1950- 1974.
Στη δίκη των υπευθύνων που άρχισε το 1974 και τελείωσε το 1979 ήρθαν στο φως συγκλονιστικά στοιχεία που αποδείκνυαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η τρομοκρατία στην Ιταλία καθοδηγήθηκε από στελέχη των μυστικών υπηρεσιών. Στο κατηγορητήριο για τον στρατηγό Τζιαν Αντέλιο Μαλέτι, αρχηγό του κλάδου αντικατασκοπίας της SID και το λοχαγό Λαμπρούνα, αρχηγό του τομέα NOD και αρμόδιο για τη διείσδυση στις εξτρεμιστικές οργανώσεις, αναφέρεται:
«Οι δύο κατηγορούμενοι από το 1969, χάρη στην ιδιότητά τους πρόσφεραν προστασία σε τρομοκράτες, που βαρύνονταν με διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες, και παραποιούσαν συστηματικά τις πληροφορίες που παρείχαν σε πολιτικές και δικαστικές αρχές». Παρά τα συντριπτικά στοιχεία εναντίον τους, ο Μαλέτι καταδικάζεται σε φυλάκιση μόλις τεσσάρων ετών και ο Λαμπρούνα σε διετή φυλάκιση.
Ο στρατηγός Μαλέτι, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα», στις 4 Αυγούστου του 2000 αποκάλυψε ότι «στη συγκρότηση των ακροδεξιών οργανώσεων που ευθύνονται για τρομοκρατικά χτυπήματα κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν άμεσα αναμεμειγμένη η CIA, η οποία προσπάθησε να υποθάλψει την αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και να επιστρατεύσει την άκρα δεξιά, με σκοπό να ανακόψει τη στροφή της ιταλικής και γερμανικής κοινωνίας προς την Αριστερά». Στην ίδια συνέντευξη, ο Μαλέτι τονίζει ότι «η τρομοκρατική "στρατηγική της έντασης" είχε ατλαντική βούλα. Αυτουργός της δημιουργίας των εστιών έντασης ήταν η CIA, η οποία οργάνωνε τη δράση της και χάραζε γραμμή πλεύσης, βάσει στοιχείων του ΝΑΤΟ».
Οσον αφορά στη δράση της «Κόκκινης Προβιάς» στην Ελλάδα, ελάχιστα στοιχεία προέκυψαν. Οι έρευνες που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των εγχώριων υπηρεσιών του ήταν ένας μηχανισμός συγκάλυψης των δραστηριοτήτων αυτής υπόθεσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις για τη δράση της «Κόκκινης Προβιάς». Μεταξύ των υποθέσεων αυτών είναι η παρακρατική οργάνωση «Καρφίτσα» που δραστηριοποιήθηκε στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η υπόθεση της «Νάρκης του Γοργοπόταμου» το 1964, όπου έχασαν τη ζωή τους 13 άτομα.
Ευσταθιάδης Στάθης
Στην τρομοκρατική επίθεση στην Γκορίτσια το 1972 είχαν χάσει τη ζωή τους τρεις Ιταλοί αστυνομικοί. Αρχικά, οι έρευνες στράφηκαν προς την κατεύθυνση ακροαριστερών οργανώσεων, στη συνέχεια, μετά το αδιέξοδο των ερευνών, ο δικαστής Φελίτσε Κασόν έστρεψε την προσοχή προς την κατεύθυνση των νεοφασιστικών οργανώσεων. Σε σύντομο διάστημα εντοπίστηκαν οι τρομοκράτες, που ήταν μέλη νεοφασιστικής οργάνωσης. Ο Κασόν συνέχισε επίμονα τις έρευνές του σχετικά με την προέλευση του οπλισμού των τρομοκρατών. Το 1990, μετά από δεκαοκτώ χρόνια ερευνών, αποκαλύφθηκε ότι τα όπλα προέρχονταν από μια αποθήκη της οργάνωσης με την επωνυμία «Gladio».
Στις αρχές Νοέμβρη του 1990, υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι υποχρεώνεται να ομολογήσει στη Βουλή ότι «από το 1950 οργανώθηκε μια παράνομη υπηρεσία πληροφοριών με τη βοήθεια της CIA και των Βρετανών πρακτόρων, για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη ανατρεπτική δραστηριότητα ή επίθεση από μέρους των Σοβιετικών... Το δίκτυο παραμένει»!
Η ομολογία Αντρεότι συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη. Η μία μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών του ΝΑΤΟ ανακοίνωναν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα τέτοιων οργανώσεων - δικτύων στο έδαφός τους. Στην Ελλάδα ο υπουργός Αμυνας Γιάννης Βαρβιτσιώτης αναγκάστηκε, στις 9 Νοέμβρη του 1990, να παραδεχτεί δημόσια ότι «Ελληνες κομάντος (ΛΟΚ) και η CIA οργάνωσαν ένα βραχίονα του δικτύου, το 1955, για να προβληθεί αντάρτικη αντίσταση σε οποιονδήποτε κομμουνιστή εισβολέα. Το εν λόγω δίκτυο, ήταν γνωστό με την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά"».
Στις 14 Νοέμβρη του 1990, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη στο πρακτορείο «Ασοσιέιτεντ Πρες» στην εξής δήλωση: «Η παρακρατική οργάνωση Κόκκινη Προβιά δημιουργήθηκε το 1955, ως αποτέλεσμα ενός μυστικού τμήματος της συμφωνίας, με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα».
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή, με βάση το υλικό που συγκεντρώθηκε τα επόμενα χρόνια.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ για να διασφαλίσουν την αποτροπή ενδεχόμενης συμμετοχής της Αριστεράς στις κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης οργάνωσαν ένα παράνομο δίκτυο «αποσταθεροποιητικής δραστηριότητας» με την κωδική ονομασία «Stay Behind». Το εν λόγω δίκτυο απλώθηκε σε διάφορες χώρες με διαφορετικές ονομασίες. Στην Ιταλία «Gladio», στην Ελλάδα «Κόκκινη Προβιά», στη Βρετανία «Operation Stay Behind», στη Γερμανία «Schwert», στην Ελβετία «Ομάδα Πληροφοριών και Ασφάλειας»...
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χώρες που θα εισέρχονταν στο ΝΑΤΟ μετά την εκπόνηση του σχεδίου για την επιχείρηση «Stay Behind» ήταν υποχρεωμένες να υπογράφουν σχετικό μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο αναλάμβαναν την υποχρέωση να δημιουργήσουν το δικό τους παραστρατιωτικό μηχανισμό στο πλαίσιο της επιχείρησης.
Από τις έρευνες που ακολούθησαν προέκυψαν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.
Στο Βέλγιο, παραδείγματος χάριν, το παρακλάδι της «Stay Behind» με το όνομα Sdra- 8 δημιούργησε μια παράλληλη οργάνωση, την οργάνωση Catena, με σκοπό τη διάπραξη πολιτικών δολοφονιών. H Catena ευθύνεται για τη δολοφονία του Ζιλιέν Λαμπούτ, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βελγίου.
Στη Βρετανία, το αντίστοιχο δίκτυο χρηματοδοτήθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Τη δεκαετία του 1970 εκπαίδευσε πολλούς νεοφασίστες Ιταλούς στη Βρετανία και στρατολόγησε πολλούς Ιταλούς τρομοκράτες, ενώ ανέπτυξε στενούς δεσμούς με τη μασονική στοά Ρ2 της Ρώμης, που ήταν βασικός μοχλός της τρομοκρατικής νεοφασιστικής τρομοκρατίας στην Ιταλία, τη Δυτική Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Εντυπωσιακή εξέλιξη παρουσιάζει η οργάνωση «Gladio» στην Ιταλία, όπου οι υπηρεσίες των ΗΠΑ σε συνεργασία με την ιταλική SIFAR, έθεσαν το 1952 σε εφαρμογή τη «στρατηγική της έντασης». Μέρος αυτού του σχεδίου ήταν η δημιουργία τρομοκρατικών οργανώσεων με νεοφασιστικά, ή ακροαριστερά χαρακτηριστικά, με στόχο τη δημιουργία κλίματος αστάθειας που έφθασε μέχρι και σε απόπειρα πραξικοπήματος για την επιβολή στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος (17 Δεκέμβρη του 1970).
Η αποκάλυψη του δικτύου «Gladio» οδήγησε και στη διαλεύκανση πολλών υποθέσεων τρομοκρατικών βομβιστικών επιθέσεων στην Ιταλία, με θύματα εκατοντάδες ανυποψίαστους ανθρώπους, στο διάστημα 1950- 1974.
Στη δίκη των υπευθύνων που άρχισε το 1974 και τελείωσε το 1979 ήρθαν στο φως συγκλονιστικά στοιχεία που αποδείκνυαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η τρομοκρατία στην Ιταλία καθοδηγήθηκε από στελέχη των μυστικών υπηρεσιών. Στο κατηγορητήριο για τον στρατηγό Τζιαν Αντέλιο Μαλέτι, αρχηγό του κλάδου αντικατασκοπίας της SID και το λοχαγό Λαμπρούνα, αρχηγό του τομέα NOD και αρμόδιο για τη διείσδυση στις εξτρεμιστικές οργανώσεις, αναφέρεται:
«Οι δύο κατηγορούμενοι από το 1969, χάρη στην ιδιότητά τους πρόσφεραν προστασία σε τρομοκράτες, που βαρύνονταν με διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες, και παραποιούσαν συστηματικά τις πληροφορίες που παρείχαν σε πολιτικές και δικαστικές αρχές». Παρά τα συντριπτικά στοιχεία εναντίον τους, ο Μαλέτι καταδικάζεται σε φυλάκιση μόλις τεσσάρων ετών και ο Λαμπρούνα σε διετή φυλάκιση.
Ο στρατηγός Μαλέτι, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα», στις 4 Αυγούστου του 2000 αποκάλυψε ότι «στη συγκρότηση των ακροδεξιών οργανώσεων που ευθύνονται για τρομοκρατικά χτυπήματα κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν άμεσα αναμεμειγμένη η CIA, η οποία προσπάθησε να υποθάλψει την αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και να επιστρατεύσει την άκρα δεξιά, με σκοπό να ανακόψει τη στροφή της ιταλικής και γερμανικής κοινωνίας προς την Αριστερά». Στην ίδια συνέντευξη, ο Μαλέτι τονίζει ότι «η τρομοκρατική "στρατηγική της έντασης" είχε ατλαντική βούλα. Αυτουργός της δημιουργίας των εστιών έντασης ήταν η CIA, η οποία οργάνωνε τη δράση της και χάραζε γραμμή πλεύσης, βάσει στοιχείων του ΝΑΤΟ».
Οσον αφορά στη δράση της «Κόκκινης Προβιάς» στην Ελλάδα, ελάχιστα στοιχεία προέκυψαν. Οι έρευνες που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των εγχώριων υπηρεσιών του ήταν ένας μηχανισμός συγκάλυψης των δραστηριοτήτων αυτής υπόθεσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις για τη δράση της «Κόκκινης Προβιάς». Μεταξύ των υποθέσεων αυτών είναι η παρακρατική οργάνωση «Καρφίτσα» που δραστηριοποιήθηκε στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η υπόθεση της «Νάρκης του Γοργοπόταμου» το 1964, όπου έχασαν τη ζωή τους 13 άτομα.
Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Μυστικές υπηρεσίες και 17 Νοέμβρη-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ
Είναι
πραγματικά εντυπωσιακή η προσπάθεια από πολιτικό και δημοσιογραφικό
κατεστημένο να αποκλείσουν εκ προοιμίου και δια παντός οποιαδήποτε σχέση
της τρομοκρατίας στην Ελλάδα με επιχειρήσεις μυστικών υπηρεσιών. Τα
«λαγωνικά» της «μάχιμης δημοσιογραφίας» επιμένουν να αγνοούν ορισμένα
πολύ συγκεκριμένα δεδομένα.
Το Βήμα
(7/7/2002) αναφέρει ότι ο κ. Μίλλερ, όταν αυτός ήταν Νο2 στην πρεσβεία
των ΗΠΑ στην Αθήνα, εξομολογήθηκε σε συγγενή θύματος της 17Ν: «Δεν
έχουμε ιδέα τι συμβαίνει. Ψάχνουμε ακόμη και την πιθανότητα ένα κομμάτι
ανθρώπων που συμμετείχαν στην επιχείρηση «κόκκινη προβιά» να έχουν
αποκοπεί και να λειτουργούν συνωμοτικά»! Ποια όμως ήταν η επιχείρηση
«κόκκινη προβιά», που ακόμη και οι Αμερικανοί – κατά τον κ. Μίλλερ – δεν
έχουν εξαιρέσει από τις έρευνές τους για την τρομοκρατία στην Ελλάδα;
Σύμφωνα με δηλώσεις του Γιάννη Βαρβιτσιώτη το 1990 (Guardian, 10/11/90) η επιχείρηση «κόκκινη προβιά» ήταν ένα μυστικό επιχειρησιακό δίκτυο που έστησε η CIA το
1955 στην Ελλάδα με στόχο να οργανώσει αντάρτικες παρακρατικές ομάδες
ενάντια σε μια ενδεχόμενη επικράτηση των κομμουνιστών. Στα πλαίσια της
στρατολογήθηκαν πολλοί, ακόμη και τμήματα των ειδικών δυνάμεων του
ελληνικού στρατού, που εκπαιδεύονταν συστηματικά από τους Αμερικανούς σε
σαμποτάζ και ανταρτοπόλεμο έως τη δεκαετία του 1980. Ο Ανδρέας
Παπανδρέου την ίδια χρονιά δήλωνε ότι «η κυβέρνησή του έχει διαλύσει το
Ελληνικό δίκτυο, το οποίο και χαρακτήρισε ως «παραστρατιωτική» οργάνωση»
(Independent, 16/11/90). Ενώ σύμφωνα με το Associated Press
(14/11/90), «η ελληνική επιχείρηση ξεκίνησε το 1955 αλλά η Σοσιαλιστική
κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία το 1981 ξεκίνησε να το διαλύει το 1985.
Όλα τα φορτώματα οπλισμού ξεθάφτηκαν και αποθηκεύτηκαν σε μια
στρατιωτική βάση κοντά στην Αθήνα έως το 1988 όταν το δίκτυο εντέλει
διαλύθηκε, όπως αναφέρουν αξιωματούχοι και ρεπορτάζ εφημερίδων».
Η επιχείρηση «κόκκινη προβιά» υπήρξε η ελληνική εκδοχή της ευρύτερης επιχείρησης Stay Behind (μείνε στα μετόπισθεν), η οποία άρχισε να οργανώνεται από την OSS, την πρόγονο της CIA, στη λήξη του 2ου
παγκοσμίου πολέμου με στόχο να στηθεί ένα τεράστιο δίκτυο
παραστρατιωτικών αντικομουνιστικών ομάδων με δικό τους οπλισμό και
εφόδια, ως Πέμπτη Φάλαγγα, εναντίον της «κομμουνιστικής επικράτησης»
στην Ευρώπη. Έτσι σχεδόν σε κάθε χώρα της Δυτικής Ευρώπης συγκροτήθηκε
ένας ντόπιος βραχίονας με τη δική του κωδική ονομασία. Στην Ιταλία
ονομάστηκε Γκλάντιο, στην Αυστρία Σβέρτ, στο Βέλγιο SDR-8, στη Γαλλία Γκλέβ, στη Σουηδία Σβέμποργκ, στην Ελβετία P26, κοκ. Στην Ελλάδα και στην Τουρκία είχε την κωδική ονομασία «κόκκινη προβιά».
Ωστόσο,
η χρησιμότητα του δικτύου δεν περιορίστηκε απλά στην παρακρατική
αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής» στις χώρες της Δυτικής
Ευρώπης, αλλά λειτούργησε και ως μηχανισμός πολιτικής αποσταθεροποίησης,
όταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ το απαιτούσαν. Έτσι, έχει αποκαλυφθεί η
ευθεία ανάμιξη της Γκλάντιο στο τρομοκρατικό κύμα που σάρωσε την Ιταλία
στη δεκαετία του ’70 και ’80. Ξεκίνησε αρχικά με αιματηρότατες τυφλές
τρομοκρατικές ενέργειες ακροδεξιών βραχιόνων της Γκλάντιο, που στοίχισαν
μέσα σε μια δεκαετία πάνω από 300 νεκρούς και οι οποίες αρχικά
χρεώθηκαν σε «ακροαριστερές οργανώσεις». Την ίδια περίπου εποχή ξεκινούν
τη δράση τους και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες με κορύφωση την απαγωγή και
δολοφονία του Άλντο Μόρο. Ωστόσο, ο συνταγματάρχης της CIA Όσβαλντ
Λεγουίντερ, που υπηρέτησε ως σύνδεσμος με τη Γκλάντιο, έχει δηλώσει ότι
το επιχειρησιακό επιτελείο των Ερυθρών Ταξιαρχιών αποτελούνταν από
πράκτορες1.
Ανάλογες
επιχειρήσεις τρομοκρατικής αποσταθεροποίησης οργανώθηκαν και στη
Βρετανία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ελβετία κ. ά..
Ειδικά στην Ελλάδα το δίκτυο της «κόκκινης προβιάς» είχε άμεση συμμετοχή
στην προετοιμασία και επιβολή της χούντας. Μάλιστα ένα από τα πρώτα που
έτρεξαν να εξασφαλίσουν οι Αμερικανοί με την μεταπολίτευση ήταν η
συγκάλυψη του παρακρατικού δικτύου τους. Ο αμερικανός απεσταλμένος Φίλιπ
Ντήν φρόντισε να εξασφαλίσει από την κυβέρνηση Καραμανλή τη διαβεβαίωση
ότι «στο όνομα της διατήρησης των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ, τα
αποδεικτικά στοιχεία της εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα
αποκαλυφθούν πλήρως»2.
Αυτό
που ενδιέφερε τους κυβερνώντες και κυρίως τους Αμερικανούς δεν ήταν
φυσικά η αποκάλυψη της «σχέσης» τους με τους χουνταίους, αυτή ήταν ήδη
γνωστή, αλλά να μην αποκαλυφθεί το υπάρχον επιχειρησιακό δίκτυο της
«κόκκινης προβιάς». Με την κάλυψη των ελληνικών κυβερνήσεων η επιχείρηση
«κόκκινη προβιά» συνεχίστηκε ανεμπόδιστα σε αγαστή συνεργασία με
ειδικές μονάδες του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας (βλ.
ΚΥΠ). Συνεχίστηκε ακόμη κι όταν κάνουν την εμφάνισή τους και στην Ελλάδα
φαινόμενα τρομοκρατίας ανάλογα με εκείνα της Ιταλίας. Ακόμη κι όταν οι
εντάσεις στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ αφήνουν να
διαρρεύσουν πληροφορίες, που συνδέουν την επιχείρηση «κόκκινη προβιά» με
τη δράση της νεοεμφανισθείσας 17Ν.
Κάτω από το βάρος πολιτικών σκανδάλων όπως το Γουότεργκεητ, τις συνεχείς αποκαλύψεις για τον εγκληματικό ρόλο της CIA σε
διάφορα μέτωπα στο εσωτερικό και εξωτερικό, το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ
επιχειρεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70, την «αυτοκάθαρσή» του. Έτσι
στις 27 Ιανουαρίου 1975 η Γερουσία διορίζει την Επιτροπή Τσέρτς για να
ερευνήσει τον τρόπο αξιοποίησης των μυστικών υπηρεσιών από την κυβέρνηση
των ΗΠΑ. Ενώ λίγο πριν, στις 19 Ιανουαρίου 1975, η Βουλή είχε διορίσει
τη δική της Επιτροπή Νέντζι, η οποία σε πέντε μήνες αντικαθίσταται από
την Επιτροπή Πάικ, με σκοπό την έρευνα στα οικονομικά της CIA.
Από
τις δυό επιτροπές, η Επιτροπή του δημοκρατικού Ότις Πάικ προχώρησε πολύ
πέρα από τα «εσκαμμένα» στην έρευνά της για τον υπονομευτικό ρόλο της
CIA. Κι αυτό παρά τον ανελέητο πόλεμο που δέχτηκε από την ίδια τη CIA,
το μέγα και πολύ Χένρυ Κίσινγκερ και τον τότε πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ. Το
τεράστιο υλικό που συγκέντρωσε αυτή η επιτροπή αποτελεί μια πραγματική
εγκυκλοπαίδεια σκανδάλων της CIA, από δολοφονικές απόπειρες δεκάδων
πολιτικών προσωπικοτήτων, έως το ευρύτατο ξέπλυμα χρήματος από
ναρκωτικά, όπλα, μαφία, κοκ. Ανάμεσα σ’ αυτό το υλικό υπάρχουν μαρτυρίες
για έναν ακήρυχτο «εμφύλιο πόλεμο» στο εσωτερικό της CIA, με στόχο το
«ξεκαθάρισμα του πολιτικού τοπίου» κατά τη διετία 1974-763.
Στα πολυάριθμα ονόματα που αναφέρονται ως θύματα αυτού του «εμφυλίου
πολέμου», ξέρετε ποιο συμπεριλαμβάνεται; Του σταθμάρχη της CIA στην
Ελλάδα, Ρίτσαρντ Ουέλς, η δολοφονία του οποίου υπήρξε το «εναρκτήριο
λάκτισμα» της 17Ν!
Φυσικά
καμμιά ελληνική κυβέρνηση από τότε έως σήμερα δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει
περισσότερα γι αυτά τα στοιχεία της Επιτροπής Πάικ, ούτε φυσικά
διανοήθηκε να ζητήσει εξηγήσεις από τους υπερατλαντικούς «συμμάχους».
Μόνο όταν το 1990 η δικαστική έρευνα στην Ιταλία για μια πολύνεκρη
τρομοκρατική ενέργεια στις αρχές της δεκαετίας του ’70, φέρνει στο φως
την άμεση εμπλοκή της επιχείρησης Γκλάντιο, προκαλείται πραγματική
χιονοστιβάδα αποκαλύψεων για βραχίονες Γκλάντιο σε όλες σχεδόν τις χώρες
της Δυτικής Ευρώπης. Μόνο που οι κυβερνώντες, όπως ο Α. Παπανδρέου,
ισχυρίζονται πλέον ότι τα δίκτυα αυτά έχουν εξαρθρωθεί. Αν όμως σκεφτεί
κανείς ότι και τη συμφωνία παραμονής των Αμερικανονατοικών βάσεων του
’83, η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου εμφάνισε ως «συμφωνία απομάκρυνσης» με
χρονοδιάγραμμα έως το 1988(!), τότε έχουμε κάθε λόγο να μην παίρνουμε
και πολύ της μετρητοίς παρόμοιες ανέξοδες δηλώσεις για λαϊκή κατανάλωση.
Ήταν
τέτοιος ο καταιγισμός των αποκαλύψεων που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της
τότε ΕΟΚ αναγκάστηκε να πράξει το αυτονόητο, που όμως σήμερα οι πάντες
δείχνουν να ξεχνούν επιδεικτικά. Ψήφισε μια πρωτοφανή για τα δεδομένα
του απόφαση «σχετικά με την υπόθεση Γκλάντιο» το Νοέμβριο του 1990, που
αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρη. Μ’ αυτή συσχετίζει τη δημιουργία αυτού
του μυστικού δικτύου με πιθανές επεμβάσεις στις εσωτερικές πολιτικές
υποθέσεις των Κρατών Μελών, όπως και με τα φαινόμενα τρομοκρατίας. Ενώ
καταλήγει να ζητά αυτό που στην πράξη φάνηκε αδιανόητο: την πλήρη και σε
βάθος δημόσια διερεύνηση της όλης υπόθεσης από τις κυβερνήσεις και τα
κοινοβούλια των Κρατών Μελών.
Τι
απ’ όλα αυτά έγινε; Φυσικά τίποτε άλλο εκτός από φτηνά λόγια και
κούφιες υποσχέσεις. Ποια κυβέρνηση και ποιο πολιτικό κόμμα τόλμησε να το
αναδείξει ως στοιχειώδες δημοκρατικό καθήκον για τη χώρα του; Ποιος απ’
όλους τους λάβρους «μαχητές» εναντίον της τρομοκρατίας, αλλά και τους
ένθερμους καταγγέλοντες την ανάμιξη μυστικών υπηρεσιών, θα τολμήσει έστω
και τώρα να απαιτήσει τα στοιχειώδη που διατυπώνει η απόφαση; Και πόσο
καθαρή μπορεί να είναι μια «δημοκρατία», μια κυβέρνηση και η όποια
πολιτική ηγεσία, όσο αριστερά πρόσημα κι αν αποδίδει στον εαυτό της, που
αρνείται να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες σ’ αυτή την κατεύθυνση;
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Σχετικά με την υπόθεση Γκλάντιο
A. Έχοντας
υπόψη τις αποκαλύψεις από αρκετές Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της ύπαρξης
για 40 χρόνια μιας μυστικής παράλληλης υπηρεσίας και οργάνωσης ένοπλων
επιχειρήσεων σε αρκετά Κράτη Μέλη της Κοινότητας,
B. δοθέντος
ότι για 40 και πλέον χρόνια αυτή η οργάνωση έχει διαφύγει κάθε
δημοκρατικού ελέγχου και διευθύνεται από τις μυστικές υπηρεσίες των
εμπλεκομένων κρατών σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ,
C. φοβούμενοι
τον κίνδυνο ότι αυτό το μυστικό δίκτυο μπορεί να έχει παρέμβει παράνομα
στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις των Κρατών Μελών, είτε πιθανόν να
συνεχίζει να το κάνει,
D. δοθέντος
ότι σε ορισμένα Κράτη Μέλη οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες (ή
ανεξέλεγκτοι βραχίονες αυτών) ήταν αναμιγμένες σε σοβαρές υποθέσεις
τρομοκρατίας και εγκλημάτων όπως έχει αποδειχτεί από διάφορες δικαστικές
έρευνες,
E. δοθέντος
ότι αυτές οι οργανώσεις λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν
εντελώς εκτός νόμου από τη στιγμή που δεν είναι υποκείμενες σε κανενός
είδους κοινοβουλευτικό έλεγχο και συχνά αυτοί που κατέχουν τις
υψηλότερες κυβερνητικές και θεσμικές θέσεις κρατούνται στο σκοτάδι όσον
αφορά αυτά τα θέματα,
F. δοθέντος
ότι οι ποικίλες οργανώσεις ‘ΓΚΛΑΝΤΙΟ’ έχουν στη διάθεσή τους ανεξάρτητα
οπλοστάσια και στρατιωτικά εφόδια, που τους δίνουν τη δυνατότητα
πλήγματος άγνωστου δυναμικού, θέτοντας ως εκ τούτου σε κίνδυνο τις
δημοκρατικές δομές των κρατών στις οποίες λειτουργούν, ή έχουν
λειτουργήσει,
G. με
ιδιαίτερη ανησυχία για την ύπαρξη κέντρων λήψης αποφάσεων και
επιχειρήσεων τα οποία δεν υπόκεινται σε κανενός είδους δημοκρατικό
έλεγχο και έχουν έναν παντελώς μυστικό χαρακτήρα, την εποχή ακριβώς που
αποτελεί μόνιμο θέμα συζητήσεων η μεγαλύτερη συνεργασία της Κοινότητας
στο πεδίο της ασφάλειας,
1. Καταδικάζει
τη μυστική δημιουργία υπονομευτικών και επιχειρησιακών δικτύων και
Καλεί για την πλήρη διερεύνηση του χαρακτήρα, της δομής, των στόχων και
όλων των άλλων πλευρών αυτών των μυστικών οργανώσεων ή οποιασδήποτε
άλλης αποσχισθείσας ομάδας, της αξιοποίησή τους για παράνομη παρέμβαση
στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις των εμπλεκομένων χωρών, του
πρόβληματος της τρομοκρατίας στην Ευρώπη και την πιθανή συμπαιγνία των
μυστικών υπηρεσιών των Κρατών Μελών, ή τρίτων χωρών.
2. Διαμαρτύρεται έντονα για την ανάληψη από ορισμένο στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ στο SHAPE
[Ανώτατο Αρχηγείο Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης – σ.σ.] και στο ΝΑΤΟ του
δικαιώματος να ενθαρρύνουν τη δημιουργία στην Ευρώπη ενός μυστικού
δικτύου πληροφοριών και επιχειρήσεων.
3. Καλεί τις κυβερνήσεις των Κρατών Μελών να διαλύσουν όλα τα μυστικά στρατιωτικά και παραστρατιωτικά δίκτυα.
4. Καλεί
τις δικαστικές αρχές των χωρών στις οποίες η παρουσία τέτοιων
στρατιωτικών οργανώσεων έχει πιστοποιηθεί να φωτίσουν πλήρως τη σύνθεση
τους και το modus operandi
[τρόπο λειτουργίας – σ.σ.] και να ξεκαθαρίσουν οποιαδήποτε
δραστηριότητα πιθανόν να έχουν αναλάβει για να αποσταθεροποιήσουν τις
δημοκρατικές δομές των Κρατών Μελών.
5. Ζητά
από όλα τα Κράτη Μέλη να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα, εάν κριθεί
αναγκαίο με τη δημιουργία κοινοβουλευτικών επιτροπών έρευνας, ώστε να
καταρτιστεί ένας πλήρης κατάλογος οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σ’
αυτό το πεδίο και την ίδια ώρα να ελέγξουν τους δεσμούς τους με τις
αντίστοιχες κρατικές μυστικές υπηρεσίες και τις σχέσεις τους, εάν
υπάρχουν, με τη δράση τρομοκρατικών ομάδων, είτε με άλλες παράνομες
δραστηριότητες.
6. Καλεί
το Συμβούλιο Υπουργών να παράσχει πλήρη ενημέρωση σχετικά με τη
δραστηριότητα αυτών των μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών και επιχειρήσεων.
7. Καλεί
την ειδική επιτροπή να θεωρήσει αναγκαίο να οργανώσει ακροάσεις για την
αποσαφήνιση του ρόλου και των επιπτώσεων των οργανώσεων ‘ΓΚΛΑΝΤΙΟ’ και
κάθε άλλου παρεμφερούς σώματος.
8. Δίνει
εντολή στον Πρόεδρο του να προωθήσει αυτή την απόφαση στην Επιτροπή, το
Συμβούλιο, το Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, τις κυβερνήσεις των Κρατών
Μελών και την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών.
22/11/1990
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε William Blum, Killing Hope. US Military and CIA Interventions since W.W.II. Common Courage Press, 1995, σελ. 107.
2. Βλέπε Philip Deane, I Should Have Died. Atheneum, New York, 1977, σελ. 125.
3. Βλέπε αναλυτικότερα The Pike Report, Washington, DC: GPO,1977.16.3.1978 - 30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ-ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Ποιος δολοφόνησε τον Αλντο Μορο; Το ερώτημα είναι, φυσικά, πλασματικό γιατί όλοι ξέρουμε ότι ήταν οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» οι οποίες απήγαγαν στις 16 Μαρτίου 1978 τον ιταλό πολιτικό, σκοτώνοντας τους πέντε σωματοφύλακές του στο κέντρο της Ρώμης, και τον παράτησαν νεκρό στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου 55 ημέρες αργότερα. Τι συνέβη και δεν μπόρεσε η Καραμπινιερία να καλύψει το κρησφύγετο των τρομοκρατών, γιατί η κυβέρνηση δεν μπόρεσε - μήπως δεν θέλησε; - να κάνει την ανταλλαγή με πολιτικούς κρατούμενους όπως ζητούσε η Ταξιαρχία και γιατί το Παρλαμέντο έμεινε σχεδόν αδιάφορο στις εκκλήσεις του Μόρο «να ικανοποιηθούν» οι αξιώσεις των απαγωγέων του; Περίεργα πράγματα, ένα μυστήριο που ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά το μοναδικό αυτό γεγονός στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης, δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως.
Ας μεταφερθούμε στα χρόνια εκείνα. Το Βιετνάμ και η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία έχουν εκμηδενίσει το διεθνές ηθικό βάρος που διέθεταν η Αμερική και η Σοβιετική Ενωση, η Ευρώπη είναι πολιτικά ανύπαρκτη και στην Κίνα θριαμβεύει η αυτοκαταστροφική Πολιτιστική Επανάσταση στέλνοντας κηρύγματα βίαιης ανυπακοής σε όλο τον κόσμο. Ενοπλες ομάδες με εξωπραγματικά προγράμματα τρομοκρατούν, εκβιάζουν και δολοφονούν προσωπικότητες στη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία, δύο χώρες που ακόμη αγωνίζονται να αποτινάξουν το πολιτικό δηλητήριο του ναζισμού και του φασισμού. Η πρώτη τις αντιμετωπίζει δυναμικά - με κάποια αποτελέσματα. Η Ιταλία ακολουθεί πολιτικό δρόμο, διαπιστώνοντας ότι η αστυνομία της είναι ανίκανη - διαβρωμένη είτε απρόθυμη, αν θέλετε - να εξουδετερώσει τους τρομοκράτες. Αποτελέσματα δεν υπάρχουν αλλά κάτι νεόφερτο αναδύεται στην ιταλική πολιτική σκηνή. Τα δύο εξόχως αντίπαλα κόμματα, το Χριστιανοδημοκρατικό και το Κομμουνιστικό, δείχνουν να αναζητούν κοινό έδαφος για κυβερνητική συνεργασία, παρ' όλο που οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν άνετη πλειοψηφία και βρίσκονταν στην εξουσία συνεχώς από το τέλος του πολέμου, το 1945. Οσο για τους κομμουνιστές, είχαν απεμπλακεί από τον ιδεολογικό και πολιτικό εναγκαλισμό της Μόσχας και αναζητούσαν «νέες κατευθύνσεις».
Γενικός γραμματέας του ΚΚΙ είναι ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, από αστική οικογένεια της Σαρδηνίας, μαρξιστικά μορφωμένος, διανοούμενος. Ο βιογράφος του, Αμιντόρε Τζιομπατίνι, αναφέρει ένα περιστατικό που φαίνεται ότι σημάδεψε από πολύ νωρίς την κομματική στρατηγική του. Νέος ακόμη, γευμάτιζε κάποτε με έναν σοσιαλιστή φίλο του όταν τους πλησίασε ο γνωστός τους επίσκοπος Τσέκο και άρχισε να συζητεί μαζί τους πολιτικά, φυσικά, και για την άθλια οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. «Ο κόσμος των απόκληρων πρέπει να συσπειρωθεί κάτω από το λάβαρο της Χριστιανικής Δημοκρατίας» λέγει ο επίσκοπος. «Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει ο κόσμος των απόκληρων Καθολικών να ενωθεί με τους μαρξιστές για μια καινούργια λαϊκή συμμαχία» απαντά ο Μπερλιγκουέρ. «Ποτέ. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ» εκρήγνυται ο επίσκοπος. «Και όμως θα γίνει κάποτε αυτό» ανταπαντά ο κομμουνιστής.
Προβληματισμός στην «Ντεμοκράτσια Κριστιάνα» και αδιέξοδο στις κυβερνήσεις της είναι τα χαρακτηριστικά του κυβερνητικού κόμματος. Ο ένας πρωθυπουργός διαδέχεται τον άλλον, μέσα στο κόμμα σχηματίζονται αλληλοσυγκρουόμενες παρατάξεις, η οικονομική κατάσταση της Ιταλίας χωλαίνει και τα συνδικάτα, τα περισσότερα υπό κομμουνιστικό έλεγχο, γίνονται όλο και πιο επιθετικά. Ο Αμιντόρε Φανφάνι τάσσεται υπέρ των«δυναμικών λύσεων» στα προβλήματα των συνδικάτων, ο Τζούλιο Αντρεότι δείχνει το «αμερικανικό μοντέλο ηγεσίας», ο Μαριάνο Ρουμόρ βλέπει το Βατικανό ως σανίδα σωτηρίας , πρώην πρωθυπουργοί όλοι αυτοί. Κάπως διαφορετικά βλέπει την κατάσταση ο Αλντο Μόρο - πέντε φορές πρωθυπουργός, την τελευταία το 1976. Προσωπικότητα του ακαδημαϊκού κόσμου, βουλευτής της «Ντεμοκράτσια Κριστιάνα» από το 1946 συνεχώς, έξι φορές υπουργός, Γραμματέας του κόμματος από το 1960 και πρόεδρός του από το 1976, και διατηρώντας άριστες προσωπικές σχέσεις με τον Πάπα Παύλο Στ', ο Μόρο έχει εντυπωσιασθεί από τη συμφωνία περί εκλογικής συνεργασίας που έκλεισαν ο Ζορζ Μαρσέ του Γαλλικού ΚΚ με τον Φρανσουά Μιτεράν των Σοσιαλιστών.
Από τον Σεπτέμβριο του 1973 κάτι άρχισε να κινείται στην Ιταλία. Ο Μπερλιγκουέρ σε τρία άρθρα του στο θεωρητικό περιοδικό του κόμματος «Rinascita» ρίχνει την ιδέα της προσέγγισης στους Χριστιανοδημοκράτες. Στο τρίτο άρθρο του έχει την πρόσκληση για έναν «μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό» (compromesso storico) μεταξύ Κομμουνιστών, Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών. Μόνο έτσι, τονίζει, διασφαλίζεται η δημοκρατία. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική αλλαγή της πολιτικής τακτικής του ΚΚ Ιταλίας που εξοργίζει τους Σοσιαλιστές, ενοχλεί τους Κομμουνιστές του σοβιετικού συνασπισμού, αλλά βρίσκει κάποιο έδαφος στο εσωτερικό του κυβερνητικού κόμματος της Ιταλίας, αν και οι «σκληροί» της ηγεσίας αντιδρούν. Ιδιαίτερα εχθρικοί εκδηλώθηκαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι τραπεζίτες, όπως αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Ο Αλντο Μόρο όμως δεν πτοήθηκε, μάλιστα άρχισε μέσω τρίτων να συζητεί την πρόταση Μπερλιγκουέρ, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσε ότι το Βατικανό δεν έφερε αντιρρήσεις και όταν το ΚΚ αύξησε εντυπωσιακά τη δύναμή του στις περιφερειακές εκλογές του 1975. Η προσέγγιση συναντά όμως δυσκολίες. Η Ουάσιγκτον με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δηλώνει ότι «δεν θα ανεχθεί» ιταλική κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν Κομμουνιστές, η Μόσχα ειρωνεύεται την «ιταλική ιδεολογική σαλάτα» και στην Ιταλία αρκετές κομμουνιστικές οργανώσεις παίρνουν αποστάσεις από τη «νόθευση του μαρξισμού - λενινισμού» ενώ αρκετά συνδικάτα απειλούν με τη δημιουργία «καθαρού επαναστατικού» κόμματος κτλ.
Και ξαφνικά, στις 16 Μαρτίου 1978, οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» απαγάγουν τον Μόρο μέσα από το αυτοκίνητό του στην οδό Φίνι, στο κέντρο της Ρώμης. Κατά ειρωνεία της τύχης, κατευθυνόταν στη Βουλή όπου η κοινοβουλευτική ομάδα θα ψήφιζε την πρόταση του πρωθυπουργού Αντρεότι για σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής αλληλεγγύης» με τους Κομμουνιστές. Ποιος είχε συμφέρον να κάνει αυτό το έγκλημα; Πολλές αξιόπιστες πήγες μιλούν και γράφουν έκτοτε ότι κάποιοι «τρίτοι» παρακίνησαν τους Ερυθροταξιαρχίτες. Οι Αμερικανοί; Το αρνούνται πειστικότατα. Οι μεγαλοτραπεζίτες και η διαβόητη Μεγάλη Στοά των ιταλών μασόνων; Ο αρχηγός των καραμπινιέρων Κάρλο Αλμπέρτο Ντάλα Σιέζα τους θεωρούσε ύποπτους. Ισως γι' αυτό τον δολοφόνησε αργότερα η Μαφία. Κάπως ύποπτη ήταν και η στάση της ηγεσίας και της κυβέρνησης. Αρνήθηκαν να έρθουν σε οποιαδήποτε συμφωνία για ανταλλαγή του Μόρο με 13 κρατούμενους συνεργάτες των απαγωγέων. Υπάρχει και κάτι άλλο περίεργο: Δώδεκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Μόρο, σε ένα σπίτι βρέθηκαν πολλές επιστολές που τις είχε γράψει ο ίδιος απευθυνόμενος στην κυβέρνηση και στην οικογένειά του. Δεν έφθασαν ποτέ. Το μυστήριο παραμένει.
Ενα πράγμα όμως είναι καθαρό: Οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» δολοφόνησαν τον Αλντο Μόρο επειδή προώθησε τον «ιστορικό συμβιβασμό». Δεν άφησαν τυχαία το πτώμα του σε αυτοκίνητο εγκαταλελειμμένο στη Βία Καετάνι, ακριβώς στη μέση του δρόμου μεταξύ των γραφείων των δύο κομμάτων, του Κομμουνιστικού και του Χριστιανοδημοκρατικού.
Ποιος δολοφόνησε τον Αλντο Μορο; Το ερώτημα είναι, φυσικά, πλασματικό γιατί όλοι ξέρουμε ότι ήταν οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» οι οποίες απήγαγαν στις 16 Μαρτίου 1978 τον ιταλό πολιτικό, σκοτώνοντας τους πέντε σωματοφύλακές του στο κέντρο της Ρώμης, και τον παράτησαν νεκρό στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου 55 ημέρες αργότερα. Τι συνέβη και δεν μπόρεσε η Καραμπινιερία να καλύψει το κρησφύγετο των τρομοκρατών, γιατί η κυβέρνηση δεν μπόρεσε - μήπως δεν θέλησε; - να κάνει την ανταλλαγή με πολιτικούς κρατούμενους όπως ζητούσε η Ταξιαρχία και γιατί το Παρλαμέντο έμεινε σχεδόν αδιάφορο στις εκκλήσεις του Μόρο «να ικανοποιηθούν» οι αξιώσεις των απαγωγέων του; Περίεργα πράγματα, ένα μυστήριο που ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά το μοναδικό αυτό γεγονός στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης, δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως.
Ας μεταφερθούμε στα χρόνια εκείνα. Το Βιετνάμ και η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία έχουν εκμηδενίσει το διεθνές ηθικό βάρος που διέθεταν η Αμερική και η Σοβιετική Ενωση, η Ευρώπη είναι πολιτικά ανύπαρκτη και στην Κίνα θριαμβεύει η αυτοκαταστροφική Πολιτιστική Επανάσταση στέλνοντας κηρύγματα βίαιης ανυπακοής σε όλο τον κόσμο. Ενοπλες ομάδες με εξωπραγματικά προγράμματα τρομοκρατούν, εκβιάζουν και δολοφονούν προσωπικότητες στη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία, δύο χώρες που ακόμη αγωνίζονται να αποτινάξουν το πολιτικό δηλητήριο του ναζισμού και του φασισμού. Η πρώτη τις αντιμετωπίζει δυναμικά - με κάποια αποτελέσματα. Η Ιταλία ακολουθεί πολιτικό δρόμο, διαπιστώνοντας ότι η αστυνομία της είναι ανίκανη - διαβρωμένη είτε απρόθυμη, αν θέλετε - να εξουδετερώσει τους τρομοκράτες. Αποτελέσματα δεν υπάρχουν αλλά κάτι νεόφερτο αναδύεται στην ιταλική πολιτική σκηνή. Τα δύο εξόχως αντίπαλα κόμματα, το Χριστιανοδημοκρατικό και το Κομμουνιστικό, δείχνουν να αναζητούν κοινό έδαφος για κυβερνητική συνεργασία, παρ' όλο που οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν άνετη πλειοψηφία και βρίσκονταν στην εξουσία συνεχώς από το τέλος του πολέμου, το 1945. Οσο για τους κομμουνιστές, είχαν απεμπλακεί από τον ιδεολογικό και πολιτικό εναγκαλισμό της Μόσχας και αναζητούσαν «νέες κατευθύνσεις».
Γενικός γραμματέας του ΚΚΙ είναι ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, από αστική οικογένεια της Σαρδηνίας, μαρξιστικά μορφωμένος, διανοούμενος. Ο βιογράφος του, Αμιντόρε Τζιομπατίνι, αναφέρει ένα περιστατικό που φαίνεται ότι σημάδεψε από πολύ νωρίς την κομματική στρατηγική του. Νέος ακόμη, γευμάτιζε κάποτε με έναν σοσιαλιστή φίλο του όταν τους πλησίασε ο γνωστός τους επίσκοπος Τσέκο και άρχισε να συζητεί μαζί τους πολιτικά, φυσικά, και για την άθλια οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. «Ο κόσμος των απόκληρων πρέπει να συσπειρωθεί κάτω από το λάβαρο της Χριστιανικής Δημοκρατίας» λέγει ο επίσκοπος. «Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει ο κόσμος των απόκληρων Καθολικών να ενωθεί με τους μαρξιστές για μια καινούργια λαϊκή συμμαχία» απαντά ο Μπερλιγκουέρ. «Ποτέ. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ» εκρήγνυται ο επίσκοπος. «Και όμως θα γίνει κάποτε αυτό» ανταπαντά ο κομμουνιστής.
Προβληματισμός στην «Ντεμοκράτσια Κριστιάνα» και αδιέξοδο στις κυβερνήσεις της είναι τα χαρακτηριστικά του κυβερνητικού κόμματος. Ο ένας πρωθυπουργός διαδέχεται τον άλλον, μέσα στο κόμμα σχηματίζονται αλληλοσυγκρουόμενες παρατάξεις, η οικονομική κατάσταση της Ιταλίας χωλαίνει και τα συνδικάτα, τα περισσότερα υπό κομμουνιστικό έλεγχο, γίνονται όλο και πιο επιθετικά. Ο Αμιντόρε Φανφάνι τάσσεται υπέρ των«δυναμικών λύσεων» στα προβλήματα των συνδικάτων, ο Τζούλιο Αντρεότι δείχνει το «αμερικανικό μοντέλο ηγεσίας», ο Μαριάνο Ρουμόρ βλέπει το Βατικανό ως σανίδα σωτηρίας , πρώην πρωθυπουργοί όλοι αυτοί. Κάπως διαφορετικά βλέπει την κατάσταση ο Αλντο Μόρο - πέντε φορές πρωθυπουργός, την τελευταία το 1976. Προσωπικότητα του ακαδημαϊκού κόσμου, βουλευτής της «Ντεμοκράτσια Κριστιάνα» από το 1946 συνεχώς, έξι φορές υπουργός, Γραμματέας του κόμματος από το 1960 και πρόεδρός του από το 1976, και διατηρώντας άριστες προσωπικές σχέσεις με τον Πάπα Παύλο Στ', ο Μόρο έχει εντυπωσιασθεί από τη συμφωνία περί εκλογικής συνεργασίας που έκλεισαν ο Ζορζ Μαρσέ του Γαλλικού ΚΚ με τον Φρανσουά Μιτεράν των Σοσιαλιστών.
Από τον Σεπτέμβριο του 1973 κάτι άρχισε να κινείται στην Ιταλία. Ο Μπερλιγκουέρ σε τρία άρθρα του στο θεωρητικό περιοδικό του κόμματος «Rinascita» ρίχνει την ιδέα της προσέγγισης στους Χριστιανοδημοκράτες. Στο τρίτο άρθρο του έχει την πρόσκληση για έναν «μεγάλο ιστορικό συμβιβασμό» (compromesso storico) μεταξύ Κομμουνιστών, Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών. Μόνο έτσι, τονίζει, διασφαλίζεται η δημοκρατία. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική αλλαγή της πολιτικής τακτικής του ΚΚ Ιταλίας που εξοργίζει τους Σοσιαλιστές, ενοχλεί τους Κομμουνιστές του σοβιετικού συνασπισμού, αλλά βρίσκει κάποιο έδαφος στο εσωτερικό του κυβερνητικού κόμματος της Ιταλίας, αν και οι «σκληροί» της ηγεσίας αντιδρούν. Ιδιαίτερα εχθρικοί εκδηλώθηκαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι τραπεζίτες, όπως αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Ο Αλντο Μόρο όμως δεν πτοήθηκε, μάλιστα άρχισε μέσω τρίτων να συζητεί την πρόταση Μπερλιγκουέρ, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσε ότι το Βατικανό δεν έφερε αντιρρήσεις και όταν το ΚΚ αύξησε εντυπωσιακά τη δύναμή του στις περιφερειακές εκλογές του 1975. Η προσέγγιση συναντά όμως δυσκολίες. Η Ουάσιγκτον με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δηλώνει ότι «δεν θα ανεχθεί» ιταλική κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν Κομμουνιστές, η Μόσχα ειρωνεύεται την «ιταλική ιδεολογική σαλάτα» και στην Ιταλία αρκετές κομμουνιστικές οργανώσεις παίρνουν αποστάσεις από τη «νόθευση του μαρξισμού - λενινισμού» ενώ αρκετά συνδικάτα απειλούν με τη δημιουργία «καθαρού επαναστατικού» κόμματος κτλ.
Και ξαφνικά, στις 16 Μαρτίου 1978, οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» απαγάγουν τον Μόρο μέσα από το αυτοκίνητό του στην οδό Φίνι, στο κέντρο της Ρώμης. Κατά ειρωνεία της τύχης, κατευθυνόταν στη Βουλή όπου η κοινοβουλευτική ομάδα θα ψήφιζε την πρόταση του πρωθυπουργού Αντρεότι για σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής αλληλεγγύης» με τους Κομμουνιστές. Ποιος είχε συμφέρον να κάνει αυτό το έγκλημα; Πολλές αξιόπιστες πήγες μιλούν και γράφουν έκτοτε ότι κάποιοι «τρίτοι» παρακίνησαν τους Ερυθροταξιαρχίτες. Οι Αμερικανοί; Το αρνούνται πειστικότατα. Οι μεγαλοτραπεζίτες και η διαβόητη Μεγάλη Στοά των ιταλών μασόνων; Ο αρχηγός των καραμπινιέρων Κάρλο Αλμπέρτο Ντάλα Σιέζα τους θεωρούσε ύποπτους. Ισως γι' αυτό τον δολοφόνησε αργότερα η Μαφία. Κάπως ύποπτη ήταν και η στάση της ηγεσίας και της κυβέρνησης. Αρνήθηκαν να έρθουν σε οποιαδήποτε συμφωνία για ανταλλαγή του Μόρο με 13 κρατούμενους συνεργάτες των απαγωγέων. Υπάρχει και κάτι άλλο περίεργο: Δώδεκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Μόρο, σε ένα σπίτι βρέθηκαν πολλές επιστολές που τις είχε γράψει ο ίδιος απευθυνόμενος στην κυβέρνηση και στην οικογένειά του. Δεν έφθασαν ποτέ. Το μυστήριο παραμένει.
Ενα πράγμα όμως είναι καθαρό: Οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» δολοφόνησαν τον Αλντο Μόρο επειδή προώθησε τον «ιστορικό συμβιβασμό». Δεν άφησαν τυχαία το πτώμα του σε αυτοκίνητο εγκαταλελειμμένο στη Βία Καετάνι, ακριβώς στη μέση του δρόμου μεταξύ των γραφείων των δύο κομμάτων, του Κομμουνιστικού και του Χριστιανοδημοκρατικού.