Μολονότι τα παρακλάδια της Αλ
Κάιντα στην υποσαχάρια Αφρική δεν αποτελούν ακόμα ενιαίο μέτωπο, όλο και
περισσότεροι αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη δυναμική
των ακραίων ισλαμιστικών κινημάτων
Αν η Ιστορία έχει δείξει ότι οι στρατιωτικές νίκες δεν
μεταφράζονται αυτόματα σε πολιτικές επιτυχίες, μπορεί εύκολα κανείς να
βγάλει συμπεράσματα για το τι συμβαίνει, πολύ χειρότερα, σε περίπτωση
που ξεκινάμε από την αποτυχία μιας επιχείρησης. Από την ανατολή ώς τη
δύση της Αφρικής, η άνοδος του ισλαμιστικού εξτρεμισμού καταγράφεται ως
τάση που έχει οδηγήσει σε σειρά φονικών επιθέσεων από οργανώσεις που
σχετίζονται με την Αλ Κάιντα και ενισχύουν τους φόβους για ένα νέο «τόξο
τρομοκρατίας» στην ταλανισμένη ήπειρο. Με δεδομένο μάλιστα ότι αν και
οι οργανώσεις αυτές ασχολούνται κυρίως με εσωτερικά θέματα, αναπτύσσουν
έντονα αντι-δυτική ρητορική και βάζουν στο στόχαστρό τους και ξένους,
τότε η πρόκληση είναι πολύ μεγαλύτερη.
Σύμφωνα με το γαλλικό πρακτορείο, οι αφρικανικές οργανώσεις που εμφανίζονται να ανήκουν στην ομπρέλα της Αλ Κάιντα είναι πιθανό να συνεργάζονται ορισμένες φορές και να επιδιώκουν τη μεταξύ τους προσέγγιση, αλλά πολλοί αναλυτές συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι στην Αφρική δεν υπάρχει, για την ώρα, ένα ενιαίο τόξο που να εκτείνεται από το Σαχέλ έως το Κέρας.
Κοινή ιδεολογία
Ενώ δηλαδή η Αλ Κάιντα στο ισλαμικό Μαγκρέμπ (AQMI) η οποία δραστηριοποιείται στη ζώνη του Σαχέλ (η λωρίδα νότια της Σαχάρας, από τη Σενεγάλη έως τα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας), η οργάνωση Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία και οι Σομαλοί μαχητές της Αλ Σεμπάμπ που ανέλαβαν την ευθύνη για την επίθεση κατά του εμπορικού κέντρου Westgate στο Ναϊρόμπι, μπορεί να εμπνέονται από μια κοινή ιδεολογία, δεν διαθέτουν ωστόσο κοινά μέσα και στόχους.
«Τίποτα δεν θα ήταν περισσότερο εσφαλμένο από τον συμψηφισμό της φρίκης του Ναϊρόμπι, με άλλες εκρήξεις τζιχαντιστικής βίας στην αφρικανική ήπειρο», επισημαίνει ο Ζαν-Πιερ Φιλιού, καθηγητής του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Ο ίδιος διευκρινίζει ότι «καθεμιά από τις οργανώσεις αυτές έχει τις δικές της προτεραιότητες, τις οποίες προβάλλουν μέσω της τρομοκρατικής τους δράσης που έχει κατά κανόνα ισχυρό επικοινωνιακό αντίκτυπο». Ωστόσο κάθε μία χωριστά έρχεται αντιμέτωπη με έναν τοπικού επιπέδου «εχθρό», χωρίς να υπάρχει επιχειρησιακή ενότητα ούτε κάποιος κεντρικός, διοικητικός συντονισμός. «Μόνο μια ιδεολογική πλατφόρμα τζιχαντιστικής προπαγάνδας».
Για παράδειγμα, η οργάνωση Αλ Σεμπάμπ της Σομαλίας (που σημαίνει «η Νεολαία» στα αραβικά) στρατολογεί τζιχαντιστές και αναζητεί πόρους και υποστήριξη μεταξύ των κοινοτήτων της σομαλικής διασποράς στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία, εκτός από την κοινή «επιχειρηματολογία» που μετουσιώνεται σε παρεμφερή ρητορική, τα οποία να τη συνδέουν άμεσα με την AQMI και την Μπόκο Χαράμ.
Ταυτόχρονα, αναλυτές εντοπίζουν ανταλλαγές όπλων και υλικού, που είναι δύσκολο να διαχωρισθούν από τα παραδοσιακά δίκτυα του λαθρεμπορίου, μεταξύ των οργανώσεων AQMI και Μπόκο Χαράμ λόγω και της γεωγραφικής εγγύτητας των περιοχών, στις οποίες δραστηριοποιούνται αλλά το επίπεδο της συνεργασίας τους δεν είναι ικανό για την ενοποίηση των ένοπλων κινημάτων.
Προσεγγίζοντας το θέμα από μια άλλη οπτική, άλλοι ειδικοί θεωρούν πως οι ιστορικοί ηγέτες της Αλ Κάιντα που είναι εγκατεστημένοι στη ζώνη μεταξύ Πακιστάν και Αφγανιστάν, θέλουν να βλέπουν στο αφρικανικό τόξο, όπου τα σύνορα μεταξύ των χωρών είναι διάτρητα και κανένας εθνικός στρατός δεν μπορεί να περιφρουρήσει, μια περιοχή όπου δύνανται να επεκταθούν οι δραστηριότητες της τζιχάντ.
«Καθώς η κεντρική ηγεσία της Αλ Κάιντα είναι αποδυναμωμένη και καταδιωγμένη, το τρομοκρατικό κίνημα αναζητεί στη Σαχάρα και την υποσαχάρια Αφρική συνεργασίες, που θα επιτρέψουν τη συσπείρωση και επανενεργοποίησή της», αναφέρει σε έκθεσή της η Βαλεντίνα Σόρια του Ινστιτούτου του Λονδίνου.
Εξάλλου, ο στρατηγός Κάρτερ Χαμ, της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης στην Αφρική (AFRICOM), προειδοποιούσε από τον Σεπτέμβρη του 2011 ότι οι διάφορες ισλαμιστικές οργανώσεις επεδίωκαν «μια πιο στενή συνεργασία και συγχρονισμό των προσπαθειών τους στην εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις».
Ο Ρόμπερτ Ρότμπεργκ, του Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, κάνει τη συνάφεια πιο συγκεκριμένη, τονίζοντας ότι ο σύνδεσμος μεταξύ των αφρικανικών δικτύων των τζιχαντιστών είναι η διακίνηση πόρων που εξασφαλίζει το αρχηγείο της Αλ Κάιντα. «Πρόκειται σαφώς για κινήματα εθνικού και τοπικού χαρακτήρα. Μοιράζονται όμως τους πόρους που αποστέλλονται από την κεντρική Αλ Κάιντα, κατά συνέπεια είναι υποχρεωμένα να γνωρίζουν το ένα τις δραστηριότητες του άλλου, και να συνεργάζονται μέχρι ένα βαθμό». Προσθέτει πάντως ότι δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για ενοποιημένο κίνημα.
Πανστρατιά
Οποια κι αν είναι η αφετηρία τους, το σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι εκτιμήσεις των αναλυτών συμπίπτει με τη διαπίστωση πως η αναταραχή στη ζώνη του Σαχέλ έχει μια έντονη δυναμική, που δεν θα καταστεί δυνατόν να αντιμετωπιστεί χωρίς τη βοήθεια αφρικανικών περιφερειακών οργανισμών, δυτικών χωρών, μη κυβερνητικών οργανώσεων και φυσικά των Ηνωμένων Εθνών για την παροχή στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής βοήθειας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ζιλ ντε Κερσόβ, συντονιστής της εκστρατείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά της τρομοκρατίας, υπογράμμιζε πρόσφατα την ανάγκη εκπόνησης ενιαίας στρατηγικής, προκειμένου να εξαλειφθεί η τρομοκρατική απειλή στη ζώνη του Σαχέλ. «Είναι το είδος της πρόκλησης που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, χρησιμοποιώντας διαφορετικά μέτρα κάθε φορά για την ασφάλεια, αλλά και την ανάπτυξη», τόνισε ο Βέλγος συντονιστής.
(Πηγές: AFP-Spiegel-english.alarabiya.net-ΑΠΕ)