Μετακίνηση πληθυσμού
Ενα από τα κυριότερα κέντρα υποδοχής προσφύγων υπήρξε η Κέρκυρα. Ο Σπυρίδων Μουρατίδης, στη μονογραφία του «Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, Πόντου και Ανατολικής Θράκης στην Κέρκυρα (1922-1932)», αναφέρει: «...Από το νησί πέρασε ένας πολύ μεγάλος, σε σχέση με τις δυνατότητές του, αριθμός προσφύγων, με αποτέλεσμα την εκ νέου μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού... Η δημιουργία αντιπαραθέσεων μεταξύ των κατοίκων της Κέρκυρας και των προσφύγων είχε κατά βάση οικονομικό χαρακτήρα, παρά την όποια προσπάθεια δημιουργίας κάποιου ιδεολογικού υπόβαθρου αιτιολόγησης των αντιθέσεων αυτών, στηριζόμενη κυρίως στη διαφορά πολιτικής ιδεολογίας...».
Η κερκυραϊκή κοινωνία αντέδρασε στη «δέσμευση» κτηρίων και χώρων για τη στέγαση των προσφύγων. Στην πραγματικότητα αρνήθηκε να συμβάλει στην προσπάθεια αποκατάστασης των προσφύγων θεωρώντας ότι αυτό αποτελούσε υποχρέωση του κράτους. Οι στεγαστικές λύσεις που επιλέχτηκαν έλαβαν υπόψη την αντίδραση της κερκυραϊκής κοινωνίας. Ετσι, οι πρόσφυγες θα βρουν καταφύγιο κυρίως σε χώρους όπως το Παλαιό Φρούριο, αποθήκες, ακόμη και στο δημοτικό θέατρο, που δεν έθιγαν οικονομικής φύσεως συμφέροντα των γηγενών.
Την εποχή της ιταλικής επίθεσης στην Κέρκυρα βρίσκονταν αρκετές χιλιάδες πρόσφυγες. Στο Παλαιό Φρούριο κατοικούσαν εκείνη τη στιγμή 6.000 - 8.000 πρόσφυγες. Αυτοί ακριβώς υπέστησαν τις τραγικές συνέπειες του βομβαρδισμού από το φασιστικό ιταλικό ναυτικό τον Αύγουστο του 1923.
Ο ρόλος των Ιταλών
Ο ιταλικός παράγοντας (είτε με φασισμό είτε χωρίς) υπήρξε μοιραίος για τους Ελληνες της Ανατολής, αλλά και για τα ελληνικά συμφέροντα στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Το ενδιαφέρον της Ιταλίας για την εξασφάλιση απόλυτης κυριαρχίας στο μεσογειακό χώρο είχε εκδηλωθεί από την ίδρυση του ιταλικού εθνικού κράτους. Η πρώτη πετυχημένη εμφάνιση του ιταλικού ιμπεριαλισμού στην ευρωπαϊκή ιστορία, υπό τον μονάρχη Βιτόριο Εμανουέλε, υπήρξε η στρατιωτική κατάληψη της Κυρηναϊκής, της Τριπολίτιδας και του Φεζάν, μετά τον ιταλοοθωμανικό πόλεμο του 1911. Στο πλαίσιο του ίδιου πολέμου θα καταληφθούν και τα Δωδεκάνησα, τα οποία θα μετατραπούν σε σημαντική στρατιωτική βάση και κέντρο των αποικιακών φιλοδοξιών της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Προσδοκώντας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τη δημιουργία ενός μεγάλου ιταλικού προτεκτοράτου, που θα περιλάμβανε εκτός από τα Δωδεκάνησα και την απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας ώς και το Σαντζάκιο Σμύρνης, ήλθε σε σύγκρουση με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των άλλων δύο συμμάχων της στην Αντάντ, της Βρετανίας και της Γαλλίας. Ετσι, ο έλεγχος της Σμύρνης από την Ελλάδα επελέγη ως ένας τρόπος περιορισμού των ιταλικών φιλοδοξιών. Για τον ελληνισμό συνέβη μια μοναδική ταύτιση των συμφερόντων των «συμμάχων» με τα κρατικά συμφέροντα της Ελλάδας, καθώς και με τα συμφέροντα των ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, που είχαν ήδη υποστεί την πολιτική της Γενοκτονίας των Νεότουρκων εθνικιστών.
Αντιδρώντας η Ιταλία σ' αυτήν την εξέλιξη, προσπάθησε να υπονομεύσει με κάθε τρόπο τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας. Συμμάχησε πρώτη με το ακραίο εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, στο οποίο πρόσφερε άφθονη βοήθεια σε επίπεδο στρατιωτικού υλικού, πληροφοριών και παρεμπόδισης της ελληνικής στρατιωτικής δραστηριότητας. Επισήμως, το ιταλοτουρκικό σύμφωνο θα υπογραφεί στις 15 Μαρτίου 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε βασική ιταλική επιδίωξη.
Φυσικά, η Καταστροφή οφείλεται κυρίως στις ενδοελληνικές αντιθέσεις, στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών, στην απουσία ενιαίας στρατηγικής αντίληψης και στην ηττοπαθή στάση των μοναρχικών, καθώς και στην παραγνώριση και την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Ανατολής από το Λαϊκό Κόμμα, που διαχειρίστηκε την πιο αποφασιστική καμπή της μικρασιατικής κρίσης.
Μουσολίνι και δολοφονίες
Από το '22, που ο Μουσολίνι και οι μελανοχίτωνές του κατέλαβαν την εξουσία, συνέχισαν και διεύρυναν τα αρχικά σχέδια της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής. Οργάνωσαν ένα σχέδιο ένταξης της Ελλάδας στην ιταλική σφαίρα επιρροής, είτε βίαια με τη χρησιμοποίηση του αλβανικού παράγοντα είτε με τη δημιουργία σχετικού Αξονα συμμαχιών. Στο πλαίσιο αυτών των επιδιώξεων, προσπάθησαν να διατηρήσουν κοινωνικά ερείσματα στο εσωτερικό της ελλαδικής κοινωνίας. Επιδίωξαν να παραμείνουν στην Ελλάδα ως πέμπτη φάλαγγα οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Ηπείρου (Τσάμηδες), οι οποίοι με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης θα έπρεπε να απελαθούν στην Τουρκία και στη θέση τους να εγκατασταθεί ένας αριθμός προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η ελληνική κυβέρνηση ενέδωσε στις φασιστικές προτάσεις και εξαίρεσε παρατύπως τους Τσάμηδες από την ανταλλαγή των πληθυσμών, στερώντας με τον τρόπο αυτό ζωτικό χώρο από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες του '22.
Μέρος αυτών των σχεδίων υπήρξε η επίθεση και η κατάληψη της Κέρκυρας από τα ιταλικά φασιστικά στρατεύματα με αφορμή τη δολοφονία Τελίνι, που όπως φαίνεται ήταν προβοκάτσια που οργανώθηκε από τους Ιταλούς φασίστες σε συνεργασία με Αλβανούς ομοϊδεάτες τους. Η επιδίωξη της ενσωμάτωσης των Επτανήσων στο ιταλικό κράτος ήταν απόρροια της συνολικής επεκτατικής ιταλικής διάθεσης και εθεωρείτο ως ένας τρόπος πλήρους ελέγχου της εισόδου της Αδριατικής.
Ο βομβαρδισμός
Κατά την επίθεση στην Κέρκυρα, ο ιταλικός στόλος βομβάρδισε το Παλαιό Φρούριο. Ο Σπ. Μουρατίδης γράφει: «Ο βομβαρδισμός στο Παλαιό Φρούριο στοίχισε τη ζωή σε 15 αμάχους εκ των οποίων οι 13 ήταν πρόσφυγες και τον τραυματισμό 35 προσφύγων. Στο Παλαιό Φρούριο ήταν εγκατεστημένοι 6 ώς 8 χιλιάδες πρόσφυγες και 350 ορφανά ελληνικής και αρμενικής καταγωγής, τα οποία τελούσαν υπό την προστασία του Δημάρχου του Λονδίνου....».Οι Ιταλοί έθαψαν δεκάπεντε από τους νεκρούς του βομβαρδισμού σ' ένα μεγάλο λάκκο, στις παρυφές του φρουρίου.
*Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός https://kars1918.wordpress.com/