14 Ιουλίου 2013

Ανοικτές οι πόρτες του Λευκού Οίκου για το Σαμαρά και πρέπει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία



Των ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ και ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ
Σήμα επανεκκίνησης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων μετα από μια περίοδο εντυπωσιακής ψυχρότητας που επικράτησε τα τελευταία δυο χρόνια, θα δώσουν στις 8 Αυγούστου ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπαμα και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαρας στην συνάντηση που θα έχουν στον Λευκό Οίκο. Παράλληλα, ο Αμερικανός ηγέτης αναμένεται να προσφέρει «ισχυρή ηθική στήριξη» στον Πρωθυπουργό και τον ελληνικό λαό, που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία του.

Μια  συνάντηση,η οποία έρχεται μετα από συνεχείς και επίμονες προσπάθειες να κλειστεί ένα τέτοιο ραντεβού, αλλά και της άρνησης του Λευκού Οίκου να απευθύνει μια πρόσκληση, κάτι που οδήγησε και στην ματαίωση της επίσκεψης του κ. Σαμαρα στην Ουάσιγκτον, στις 2 Ιουνίου όπου επρόκειτο να απευθυνθεί ως κύριος ομιλητής στο ετήσιο συνέδριο του Παγκοσμίου Εβραϊκού Συμβουλίου.Η συνάντηση αναμένεται να πραγματοποιηθεί σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον καθώς η δεύτερη θητεία Ομπαμα δεν έχει καμία σχέση με την πρώτη δραστήρια και παρεμβατική πολιτική του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος έχει επιλέξει όπως όλα δείχνουν μια πιο ήπια και διακριτική πολιτική στα παγκόσμια πράγματα και κυρίως σε σχέση με την οικονομική κρίση στην Ευρώπη.

Ιδιαίτερα αποστασιοποιημένη εμφανίζεται όμως η δεύτερη κυβέρνηση Ομπαμα και για τα θέματα της περιοχής μας με το ενδιαφέρον να εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αναζήτηση λύσης στο Παλαιστινιακό (με αισθητή διαφοροποίηση από τις επιλογές του Μπέντζαμιν Νετανιαχου), αλλά και στην στήριξη της Τουρκίας, παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε η εκδήλωση αυταρχισμού της κυβέρνησης Ερντογαν.

Σε ότι αφορά την οικονομική κρίση η εποχή του Τίμοθι Γκαϊτνερ, του υπουργού Οικονομικών στην πρώτη θητεία του κ. Ομπαμα, με τις δυναμικές παρεμβάσεις του στην Ευρωζώνη και στο Βερολίνο (σε μια από αυτές είχε φθάσει να επισκεφτεί τον Βόλγκλαντ Σόιμπλε ακόμη και στο θερινό θέρετρο που παραθέριζε προκειμένου να ταρακουνήσει την Ευρώπη και να αντιδράσει στο θέμα της κρίσης χρέους), έχει περάσει ανεπίστρεπτί.

Η αμερικανική κυβέρνηση θεωρώντας ότι έχει ξεπεράσει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης από την Ευρώπη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού περιορίζεται να διατυπώνει τις αντιρρήσεις της σε ότι αφορά τις επιλογές του Βερολίνου που μέσω της βίαιης δημοσιονομική προσαρμογής τροφοδοτούν τελικά την ύφεση και την ανεργία. Αυτή την θέση μετέφερε στην καγκελάριο Μερκελ ο Μπαρακ Ομπαμα στην συνάντηση τους στο Βερολίνο στις 19 Ιουνίου.
«Πρέπει να  εστιάσουμε στην ανάπτυξη και να ασχοληθούμε με μακροπρόθεσμες πολιτικές, όπου η δημοσιονομική προσαρμογή ,οι μεταρρυθμίσεις της, σε μεγάλο βαθμό, άκαμπτης αγοράς εργασίας ή του ασφαλιστικού συστήματος δεν θα μας κάνουν να χάσουμε τον βασικό στόχο μας, που είναι να κάνουμε καλύτερη την ζωή των ανθρώπων..» είχε δηλώσει τότε ο κ. Ομπαμα απευθυνόμενος στην γερμανική ηγεσία.

Στο θέμα της οικονομίας ο κ. Σαμαρας θα ακούσει προσεγγίσεις με τις οποίες εύκολα θα συμφωνήσει καθώς οι Αμερικανοί έχουν πολύ εγκαίρως ταχθεί στο αντίθετο από αυτό των Γερμανών στρατόπεδο σε ότι αφορά τις επιλογές για έξοδο από την κρίση. Και η τροφοδότηση της αγοράς με φρέσκο χρήμα και οι αναπτυξιακές πολιτικές ώστε να αντιμετωπίσει η ύφεση και η ανεργία είναι θέματα τα οποία η Ελλάδα είναι από τους πρώτους που θα προσυπέγραφαν.
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Σαμαράς θα βρει στον Λευκό Οίκο έναν πολύ χρήσιμο υποστηρικτή. Με την διαφορά φυσικά ότι αυτή η υποστήριξη εξαντλείται στο πλαίσιο του ΔΝΤ όπου οι ΗΠΑ έχουν σημαντικό ρόλο και δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τις επιλογές του Βερολίνου κυρίως την συγκεκριμένη περίοδο, όταν η κ. Μερκελ θα είναι ήδη σε προεκλογική εκστρατεία…

Παρά τις δυσκολίες που υπήρξαν στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις η εξέλιξη με τον ΤΑΡ, η στροφή της κυβέρνησης Σαμαρά στην συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν και το άδειασμα της Gazprom στην αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ αποτέλεσαν το «διαβατήριο» για την μετάβαση του πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο, θετικό ρόλο έπαιξε και η εντυπωσιακή βελτίωση των σχέσεων της Αθήνας με το Ισραήλ αλλά και το Αμερικανο-Εβραικό Λόμπι, που συνεργάζεται άψογα και στενά με το «Ελληνικό Λόμπι», το οποίο αποτελούν βασικά Κύπρο-Αμερικανοί επιχειρηματίες (Νίκος Μούγιαρης, Πανίκος Παπανικολάου, Φίλιπ Κρίστοφερ, Τάσος Ζαμπάς και άλλοι).

Αποφασιστική όμως ήταν η παρέμβαση του σταθερού φίλου της Ελλάδας και της Κύπρου  και στενά συνδεδεμένου με Ελληνοκύπριους πρόσφυγες-θύματα της τουρκικής εισβολής στις ΗΠΑ, γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενεντεζ που πλέον κατέχει την πανίσχυρη θέση του πρόεδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας.

Ο κ. Μενέντεζ δραστηριοποιήθηκε μετά την απόρριψη του Ιουνίου και έφτασε μέχρι τον Πρόεδρο Ομπάμα για να διασφαλιστεί η πρόσκληση. Σημαντικός ήταν και ρόλος της ελληνικής πρεσβείας της Ουάσιγκτον.

Στις συνομιλίες που θα έχει ο κ. Σαμαρας αναμένεται να τεθεί και το Κυπριακό, αν και πλέον το ενδιαφέρον των Αμερικανών περιορίζεται κυρίως στο πως επηρεάζεται η Τουρκία και η σχέση της με την Ευρώπη και την Δύση από την μη επίλυση του προβλήματος. Σημαντικό κεφάλαιο είναι και  οι ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή, καθώς σε πολιτικό επίπεδο οι αμερικανοί δεν έχουν κρύψει την διακριτική στήριξη τους στην διοχέτευση του κυπριακού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω αγωγού που θα διέρχεται από την Τουρκία, κάτι που προϋποθέτει φυσικά την σύντομη επίλυση του Κυπριακού. Στο πλαίσιο αυτό η συζήτηση δεν θα είναι εύκολη καθώς η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι το φυσικό αέριο από ευλογία για την Κύπρο, θα μετατραπεί σε μέσο πίεσης για επιβολή λύσης τύπου Σχεδίου Ανάν.

Στα ελληνοτουρκικά οι ελληνικές θέσεις είναι γνωστές στους αμερικανούς οι οποίοι ταυτόχρονα κατανοούν ότι στην παρούσα φάση με τα όσα προβλήματα υπάρχουν στην Ελλάδα και την Τουρκία, είναι μάλλον εξωπραγματικό να περιμένουν θαύματα.

Όμως η ελληνική κυβέρνηση θα έχει να παρουσιάσει τα πρώτα συμπεράσματα από τις πρώτες έρευνες σε Ιόνιο και Κρήτη και να καλέσει και αμερικανικές εταιρίες να τοποθετηθούν εγκαίρως σε ένα πρόγραμμα ερευνών που σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις θα είναι ιδιαίτερα αποδοτικό.
Υπάρχει πάντως και κάτι το οποίο θα πρέπει να αποφύγει η ελληνική κυβέρνηση. Να υποκύψει στον πειρασμό της επικοινωνιακής διαχείρισης  της συνάντησης, μειώνοντας έτσι το περιεχομενο μιας επίσκεψης που μπορεί να αποδειχθεί πραγματικά σημαντική…