Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
Απολογισμός ανικανότητας, πολιτικής ανυπαρξίας και εγκληματικών λαθών της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας από το 1974
Η αναφορά στον Ιούλιο είναι προδήλως στο πραξικόπημα της Χούντας εις βάρος της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην επακολουθήσασα, ως θα έπρεπε να αναμένεται, τουρκική εισβολή…
ΟΤΑΝ ΠΕΡΠΑΤΑΣ χωρίς σχέδιο, οδηγείς τα πράγματα σε ατραπούς που έχουν σχεδιάσει οι άλλοι για σένα…
Οι γραμμές που ακολουθούν μοιάζουν με παραφωνία σε ένα ελληνικό σκηνικό Κύπρου και Ελλάδος που βιώνει συνθήκες πρωτοφανούς παρακμής, αποτελμάτωσης και αλλοτρίωσης εθνικών χαρακτηριστικών που σφράγισαν διαχρονικά τον Έλληνα ως πολιτισμό, ως παράδοση, ως ταυτότητα. Η αναφορά στον Ιούλιο είναι προδήλως στο πραξικόπημα της Χούντας εις βάρος της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην επακολουθήσασα, ως θα έπρεπε να αναμένεται, τουρκική εισβολή, που αναζητούσε το πρόσχημα για να εισβάλει ως Αττίλας, να καταλάβει, να καταστρέψει, να αιματοκυλήσει και κυρίως να ανατρέψει την ιστορική πορεία ενός τρισχιλιετούς ελληνικού πολιτισμού.
Ο λόγος της διατύπωσης των πιο κάτω σκέψεων δεν είναι επετειακός, ούτε καν συμβολικός. Οφείλεται στην εσωτερική ανάγκη του συντάκτη να κάνει έναν απολογισμό ανικανότητας και πολιτικής ανυπαρξίας, αδιαφορίας και εγκληματικών λαθών της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας από το 1974 και εντεύθεν, υπό την έννοια ακριβώς της επισήμανσης ότι δεν είμαστε σε θέση να διδαχθούμε από τα παθήματά μας, αλλά αφήνουμε το έθνος να οδηγηθεί σε μιαν ανείπωτη, ιστορικών διαστάσεων και μεγεθών καταστροφή μέσα σε συνθήκες διαφθοράς και εθνικής απαξίωσης. Το 1974, την 20ή Ιουλίου, ο Αττίλας αποφάσισε να εισβάλει στην Κύπρο εφαρμόζοντας και υλοποιώντας σχέδια που ανάγονται στη δεκαετία του '50 (βλ. Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ 1957), μέσα από ένα σκηνικό «διεθνούς νομιμοποίησης», που παρείχε στον Αττίλα το άφρον και εγκληματικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στην Κύπρο.
Η πρώτη λοιπόν επισήμανση συνίσταται στο ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ο κυπριακός Ελληνισμός, όντας η τεράστια πλειοψηφία του κυπριακού λαού, διεκδίκησε επί ματαίω το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης που εφαρμοζόταν σε όλες τις αποικιοκρατούμενες περιοχές ως αναγκαστικό δίκαιο βάσει σχετικής απόφασης του ΟΗΕ για τις αποαποικιοκρατούμενες περιοχές του κόσμου.
Η Κύπρος αποτέλεσε τη μεγάλη εξαίρεση και οδηγήθηκε στον ανορθόδοξο και μοναδικό, στα διεθνή συνταγματικά χρονικά, συμβιβασμό της Ζυρίχης, ο οποίος στη βάση του ήταν σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και τον δυτικό πολιτικό πολιτισμό της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Παρά ταύτα, η κυριαρχία του Ελληνισμού ήταν αδιαμφισβήτητη και σχεδόν ολοκληρωτική, ενώ η ύβρις, δηλαδή η υπεροψία και η αλαζονεία, μαζί με την ανικανότητα σχεδιασμού ενός στρατηγικού πλάνου για το μέλλον της Κύπρου, όπως και μια σειρά από μοιραία λάθη εκείνης της εποχής, κυρίως όμως το χουντικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, άφησαν την Κύπρο ανυπεράσπιστη, παραδίδοντάς την κυριολεκτικά στις ορδές του Αττίλα.
Αυτό που ενδιαφέρει τώρα να δούμε, δεν είναι τόσο πώς φτάσαμε στο '74, αλλά τι δεν κάναμε από το '74 και εντεύθεν για να αποκαταστήσουμε, όχι μόνο τη διεθνή νομιμότητα στο νησί, την αποκατάσταση της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού και της κοινωνικής, πολιτικής παρουσίας του Ελληνισμού στην Κύπρο, αλλά και την εξισορρόπηση του τουρκικού παράγοντα, ο οποίος εξαιτίας της εισβολής και της μη ανατροπής και μη ενεργού αμφισβήτησης των συνθηκών που επέβαλε, αποθρασύνθηκε, γιγαντώθηκε η επεκτατικότητα, ευνοήθηκε τα μάλα η διεθνής παρουσία της Τουρκίας ως αξιόπιστου παράγοντα ειρήνης και ασφάλειας, μιας χώρας που διεκδικεί και καταφέρνει να επιβάλει τη βούλησή της διεθνώς, χωρίς ή με ελάχιστο κόστος.
Αυτό έφερε την Τουρκία στο Αιγαίο, δυνάμωσε τον επεκτατισμό της και φυσικά διεκδίκησε και διεκδικεί μέσα από το περιβόητο διζωνικό - δικοινοτικό μοντέλο, τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως ηγεμονική, τουρκική δύναμη δεν επετεύχθη τυχαία, ούτε σε μερικά χρόνια, είναι προϊόν της σχεδόν σαραντακονταετούς κατοχής της Κύπρου και εμφάνισής της ως χώρας της ειρήνης, της σταθερότητας, της ασφάλειας, όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή. Είναι το παιχνίδι του ηγεμόνα, ο οποίος εμπεδώνει την παρουσία του ως σταθεροποιητικής δύναμης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Δεν αντιστάθηκε η Κύπρος, δεν αντιστέκεται η Ελλάδα
ΕΚΕΙΝΟ που ξενίζει όλους μας και πολλούς τρίτους, που ενδιαφέρονται για την Κύπρο και υπερασπίζονται τα δίκαια του κυπριακού Ελληνισμού, είναι ότι η Κύπρος δεν αντιστάθηκε σε διάρκεια όλα αυτά τα χρόνια, δεν αντιστέκεται, η Ελλάδα δεν υπερασπίστηκε με σχέδιο και στρατηγική τη νομιμότητα στην Κύπρο. Αυτά όλα καταγράφονται και βρίσκονται σε αναντιστοιχία με έναν πολιτισμό, όπως ο ελληνικός, ο οποίος ήταν ο πολιτισμός της ελευθερίας, των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, αποδίδοντας στις ηγεσίες ανικανότητα και ανεπάρκεια εκπροσώπησής του. Το θέμα δεν είναι να κάνεις πόλεμο στα τυφλά ή να διεκδικείς ενόπλως και χωρίς σχέδιο τα πράγματα που δικαιούσαι, δηλαδή την ελευθερία σου.
Αντιθέτως, το ζήτημα εστιάζεται κυρίως στο γεγονός πως ουδέποτε υπήρξε στρατηγικό σχέδιο για την Κύπρο, είτε από την Αθήνα είτε από την Λευκωσία, ούτε και σύλληψη κοινής αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού που ήταν και παραμένει υπαρκτός και απειλητικός για την υπόσταση και των δύο κρατών.
Αυτό, για να γίνει, θα έπρεπε Ελλάδα και Κύπρος να σχεδιάσουν από κοινού πολιτικές που περιλαμβάνουν στόχους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους, χωρίς φανφάρες, χωρίς μεγάλες ανακοινώσεις και επικοινωνιακές αναφορές. Πρέπει να αποφασίσουμε, ακόμα και σήμερα που ζούμε την αβεβαιότητα και ανασφάλεια της σχεδόν απόλυτης παρακμής, εάν πραγματικά διαθέτουμε την πολιτική βούληση να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας ως λαός και την ανεξαρτησία και την υπόσταση του κράτους και του έθνους.
Διαφορετικά γινόμαστε εθελόδουλοι και παραδινόμαστε στον ισχυρότερο γείτονα, ο οποίος θα μας αναλάβει υπό την υψηλή του κυριαρχία παρέχοντάς μας τα εφόδια στοιχειώδους υλικής επιβίωσης σε συνθήκες πνευματικής και πολιτιστικής, και άρα πολιτικής δουλείας. Σταδιακά θα γίνουμε κομμάτι, τμήμα της τουρκικής ηγεμονίας ή ένα ενδιάμεσο σχήμα ακαθόριστης ταυτότητας, ετεροπροσδιορισμένο, χωρίς πλέον ικανότητα παραγωγής πνευματικού πολιτισμού, που συνιστά και την πεμπτουσία ύπαρξης των λαών στον κόσμο.
Χανόμαστε…
ΤΟ να είσαι Έλληνας δεν είναι μόνο υπόθεση κρατικής δομής και διαβατηρίου, είναι προπάντων η επιλογή της υπεράσπισης των αξιών ενός μακραίωνος πολιτισμού, ο οποίος διαποτίζει την ύπαρξη του καθενός και όλων μαζί ως Κλασσική Ελλάδα, ως Ελληνικός Διαφωτισμός και ως αγώνες για την ανεξαρτησία και ελευθερία. Αυτό ουσιαστικά είναι που μπορεί να σφραγίσει και την ανθρώπινη ύπαρξη ως πνευματική οντότητα που μπορεί να υπερβεί την ισοπεδωτική λειτουργία της κουλτούρας της καθημερινότητος ως ύλης που διαχέεται ομογενοποιημένα σε όλο τον κόσμο και την οποία ο Χάμπερμας αποκαλεί κοινωνία των McDonalds και της Coca Cola.
Καταλήγοντας, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως επιστέγασμα των επισημάνσεών μας, ότι αδίκως και με ευθύνη των ηγεσιών Αθηνών και Λευκωσίας όλα αυτά τα χρόνια χάνεται η Κύπρος τούτη την ώρα, μαζί με την Κύπρο ακρωτηριάζεται και συρρικνώνεται γεωστρατηγικά η Ελλάδα, χάνει προδήλως σε αξιοπιστία η Αθήνα οτιδήποτε θέλει να διαπραγματευθεί, ενώ μόνο εάν τη υστάτη ώρα συνειδητοποιήσουμε ως ηγεσίες πνευματικές και πολιτικές και καταλάβουμε πως το Κυπριακό είναι υπόθεση πολιτισμού, ύπαρξης και παρουσίας της Ελλάδας στον κόσμο, τότε μπορούμε, παρά την κρίση, να σχεδιάσουμε σταδιακά την ανάκαμψη, την επιστροφή της Κύπρου ως κατεχόμενης χώρας στο διεθνές προσκήνιο, της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ελευθερίων, γιατί μόνο τότε θα σεβαστούν και οι τρίτοι τις κυβερνήσεις και τις κρατικές μας οντότητες, εάν εμείς δείξουμε σε όλους τους άλλους πως πρωτίστως σεβόμαστε τον εαυτό μας.
Σαράντα χρόνια τώρα, φτάσαμε να διεκδικούμε σήμερα την ύπαρξη του Κυπριακού «Νότου» ως Κυπριακής Δημοκρατίας και να προσπαθούμε να αποφύγουμε την τουρκική διεκδίκηση συγκυριαρχίας στο Αιγαίο. Όταν περπατάς χωρίς σχέδιο, οδηγείς τα πράγματα σε ατραπούς που έχουν σχεδιάσει οι άλλοι για σένα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
Η αναφορά στον Ιούλιο είναι προδήλως στο πραξικόπημα της Χούντας εις βάρος της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην επακολουθήσασα, ως θα έπρεπε να αναμένεται, τουρκική εισβολή…
ΟΤΑΝ ΠΕΡΠΑΤΑΣ χωρίς σχέδιο, οδηγείς τα πράγματα σε ατραπούς που έχουν σχεδιάσει οι άλλοι για σένα…
Οι γραμμές που ακολουθούν μοιάζουν με παραφωνία σε ένα ελληνικό σκηνικό Κύπρου και Ελλάδος που βιώνει συνθήκες πρωτοφανούς παρακμής, αποτελμάτωσης και αλλοτρίωσης εθνικών χαρακτηριστικών που σφράγισαν διαχρονικά τον Έλληνα ως πολιτισμό, ως παράδοση, ως ταυτότητα. Η αναφορά στον Ιούλιο είναι προδήλως στο πραξικόπημα της Χούντας εις βάρος της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην επακολουθήσασα, ως θα έπρεπε να αναμένεται, τουρκική εισβολή, που αναζητούσε το πρόσχημα για να εισβάλει ως Αττίλας, να καταλάβει, να καταστρέψει, να αιματοκυλήσει και κυρίως να ανατρέψει την ιστορική πορεία ενός τρισχιλιετούς ελληνικού πολιτισμού.
Ο λόγος της διατύπωσης των πιο κάτω σκέψεων δεν είναι επετειακός, ούτε καν συμβολικός. Οφείλεται στην εσωτερική ανάγκη του συντάκτη να κάνει έναν απολογισμό ανικανότητας και πολιτικής ανυπαρξίας, αδιαφορίας και εγκληματικών λαθών της ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας από το 1974 και εντεύθεν, υπό την έννοια ακριβώς της επισήμανσης ότι δεν είμαστε σε θέση να διδαχθούμε από τα παθήματά μας, αλλά αφήνουμε το έθνος να οδηγηθεί σε μιαν ανείπωτη, ιστορικών διαστάσεων και μεγεθών καταστροφή μέσα σε συνθήκες διαφθοράς και εθνικής απαξίωσης. Το 1974, την 20ή Ιουλίου, ο Αττίλας αποφάσισε να εισβάλει στην Κύπρο εφαρμόζοντας και υλοποιώντας σχέδια που ανάγονται στη δεκαετία του '50 (βλ. Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ 1957), μέσα από ένα σκηνικό «διεθνούς νομιμοποίησης», που παρείχε στον Αττίλα το άφρον και εγκληματικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στην Κύπρο.
Η πρώτη λοιπόν επισήμανση συνίσταται στο ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ο κυπριακός Ελληνισμός, όντας η τεράστια πλειοψηφία του κυπριακού λαού, διεκδίκησε επί ματαίω το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης που εφαρμοζόταν σε όλες τις αποικιοκρατούμενες περιοχές ως αναγκαστικό δίκαιο βάσει σχετικής απόφασης του ΟΗΕ για τις αποαποικιοκρατούμενες περιοχές του κόσμου.
Η Κύπρος αποτέλεσε τη μεγάλη εξαίρεση και οδηγήθηκε στον ανορθόδοξο και μοναδικό, στα διεθνή συνταγματικά χρονικά, συμβιβασμό της Ζυρίχης, ο οποίος στη βάση του ήταν σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και τον δυτικό πολιτικό πολιτισμό της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Παρά ταύτα, η κυριαρχία του Ελληνισμού ήταν αδιαμφισβήτητη και σχεδόν ολοκληρωτική, ενώ η ύβρις, δηλαδή η υπεροψία και η αλαζονεία, μαζί με την ανικανότητα σχεδιασμού ενός στρατηγικού πλάνου για το μέλλον της Κύπρου, όπως και μια σειρά από μοιραία λάθη εκείνης της εποχής, κυρίως όμως το χουντικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, άφησαν την Κύπρο ανυπεράσπιστη, παραδίδοντάς την κυριολεκτικά στις ορδές του Αττίλα.
Αυτό που ενδιαφέρει τώρα να δούμε, δεν είναι τόσο πώς φτάσαμε στο '74, αλλά τι δεν κάναμε από το '74 και εντεύθεν για να αποκαταστήσουμε, όχι μόνο τη διεθνή νομιμότητα στο νησί, την αποκατάσταση της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού και της κοινωνικής, πολιτικής παρουσίας του Ελληνισμού στην Κύπρο, αλλά και την εξισορρόπηση του τουρκικού παράγοντα, ο οποίος εξαιτίας της εισβολής και της μη ανατροπής και μη ενεργού αμφισβήτησης των συνθηκών που επέβαλε, αποθρασύνθηκε, γιγαντώθηκε η επεκτατικότητα, ευνοήθηκε τα μάλα η διεθνής παρουσία της Τουρκίας ως αξιόπιστου παράγοντα ειρήνης και ασφάλειας, μιας χώρας που διεκδικεί και καταφέρνει να επιβάλει τη βούλησή της διεθνώς, χωρίς ή με ελάχιστο κόστος.
Αυτό έφερε την Τουρκία στο Αιγαίο, δυνάμωσε τον επεκτατισμό της και φυσικά διεκδίκησε και διεκδικεί μέσα από το περιβόητο διζωνικό - δικοινοτικό μοντέλο, τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως ηγεμονική, τουρκική δύναμη δεν επετεύχθη τυχαία, ούτε σε μερικά χρόνια, είναι προϊόν της σχεδόν σαραντακονταετούς κατοχής της Κύπρου και εμφάνισής της ως χώρας της ειρήνης, της σταθερότητας, της ασφάλειας, όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή. Είναι το παιχνίδι του ηγεμόνα, ο οποίος εμπεδώνει την παρουσία του ως σταθεροποιητικής δύναμης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Δεν αντιστάθηκε η Κύπρος, δεν αντιστέκεται η Ελλάδα
ΕΚΕΙΝΟ που ξενίζει όλους μας και πολλούς τρίτους, που ενδιαφέρονται για την Κύπρο και υπερασπίζονται τα δίκαια του κυπριακού Ελληνισμού, είναι ότι η Κύπρος δεν αντιστάθηκε σε διάρκεια όλα αυτά τα χρόνια, δεν αντιστέκεται, η Ελλάδα δεν υπερασπίστηκε με σχέδιο και στρατηγική τη νομιμότητα στην Κύπρο. Αυτά όλα καταγράφονται και βρίσκονται σε αναντιστοιχία με έναν πολιτισμό, όπως ο ελληνικός, ο οποίος ήταν ο πολιτισμός της ελευθερίας, των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, αποδίδοντας στις ηγεσίες ανικανότητα και ανεπάρκεια εκπροσώπησής του. Το θέμα δεν είναι να κάνεις πόλεμο στα τυφλά ή να διεκδικείς ενόπλως και χωρίς σχέδιο τα πράγματα που δικαιούσαι, δηλαδή την ελευθερία σου.
Αντιθέτως, το ζήτημα εστιάζεται κυρίως στο γεγονός πως ουδέποτε υπήρξε στρατηγικό σχέδιο για την Κύπρο, είτε από την Αθήνα είτε από την Λευκωσία, ούτε και σύλληψη κοινής αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού που ήταν και παραμένει υπαρκτός και απειλητικός για την υπόσταση και των δύο κρατών.
Αυτό, για να γίνει, θα έπρεπε Ελλάδα και Κύπρος να σχεδιάσουν από κοινού πολιτικές που περιλαμβάνουν στόχους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους, χωρίς φανφάρες, χωρίς μεγάλες ανακοινώσεις και επικοινωνιακές αναφορές. Πρέπει να αποφασίσουμε, ακόμα και σήμερα που ζούμε την αβεβαιότητα και ανασφάλεια της σχεδόν απόλυτης παρακμής, εάν πραγματικά διαθέτουμε την πολιτική βούληση να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας ως λαός και την ανεξαρτησία και την υπόσταση του κράτους και του έθνους.
Διαφορετικά γινόμαστε εθελόδουλοι και παραδινόμαστε στον ισχυρότερο γείτονα, ο οποίος θα μας αναλάβει υπό την υψηλή του κυριαρχία παρέχοντάς μας τα εφόδια στοιχειώδους υλικής επιβίωσης σε συνθήκες πνευματικής και πολιτιστικής, και άρα πολιτικής δουλείας. Σταδιακά θα γίνουμε κομμάτι, τμήμα της τουρκικής ηγεμονίας ή ένα ενδιάμεσο σχήμα ακαθόριστης ταυτότητας, ετεροπροσδιορισμένο, χωρίς πλέον ικανότητα παραγωγής πνευματικού πολιτισμού, που συνιστά και την πεμπτουσία ύπαρξης των λαών στον κόσμο.
Χανόμαστε…
ΤΟ να είσαι Έλληνας δεν είναι μόνο υπόθεση κρατικής δομής και διαβατηρίου, είναι προπάντων η επιλογή της υπεράσπισης των αξιών ενός μακραίωνος πολιτισμού, ο οποίος διαποτίζει την ύπαρξη του καθενός και όλων μαζί ως Κλασσική Ελλάδα, ως Ελληνικός Διαφωτισμός και ως αγώνες για την ανεξαρτησία και ελευθερία. Αυτό ουσιαστικά είναι που μπορεί να σφραγίσει και την ανθρώπινη ύπαρξη ως πνευματική οντότητα που μπορεί να υπερβεί την ισοπεδωτική λειτουργία της κουλτούρας της καθημερινότητος ως ύλης που διαχέεται ομογενοποιημένα σε όλο τον κόσμο και την οποία ο Χάμπερμας αποκαλεί κοινωνία των McDonalds και της Coca Cola.
Καταλήγοντας, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως επιστέγασμα των επισημάνσεών μας, ότι αδίκως και με ευθύνη των ηγεσιών Αθηνών και Λευκωσίας όλα αυτά τα χρόνια χάνεται η Κύπρος τούτη την ώρα, μαζί με την Κύπρο ακρωτηριάζεται και συρρικνώνεται γεωστρατηγικά η Ελλάδα, χάνει προδήλως σε αξιοπιστία η Αθήνα οτιδήποτε θέλει να διαπραγματευθεί, ενώ μόνο εάν τη υστάτη ώρα συνειδητοποιήσουμε ως ηγεσίες πνευματικές και πολιτικές και καταλάβουμε πως το Κυπριακό είναι υπόθεση πολιτισμού, ύπαρξης και παρουσίας της Ελλάδας στον κόσμο, τότε μπορούμε, παρά την κρίση, να σχεδιάσουμε σταδιακά την ανάκαμψη, την επιστροφή της Κύπρου ως κατεχόμενης χώρας στο διεθνές προσκήνιο, της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ελευθερίων, γιατί μόνο τότε θα σεβαστούν και οι τρίτοι τις κυβερνήσεις και τις κρατικές μας οντότητες, εάν εμείς δείξουμε σε όλους τους άλλους πως πρωτίστως σεβόμαστε τον εαυτό μας.
Σαράντα χρόνια τώρα, φτάσαμε να διεκδικούμε σήμερα την ύπαρξη του Κυπριακού «Νότου» ως Κυπριακής Δημοκρατίας και να προσπαθούμε να αποφύγουμε την τουρκική διεκδίκηση συγκυριαρχίας στο Αιγαίο. Όταν περπατάς χωρίς σχέδιο, οδηγείς τα πράγματα σε ατραπούς που έχουν σχεδιάσει οι άλλοι για σένα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών