Από τότε που ξέσπασε η εξέγερση κατά του Ασαντ στη Συρία την Ανοιξη
του 2011, η αμερικανική πολιτική χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις,
παλινδρομήσεις, εκπέμπει σύγχυση και προκαλεί αμηχανία και σκεπτικισμό
σε συμμάχους και αντιπάλους.Δεν πρόκειται για συγκρούσεις
κορυφής στην Ουάσιγκτον, ούτε για σύγχυση που παράγεται από τις
συγκρούσεις λόμπι με διαφορετικές στοχεύσεις. Το δίλημμα κατά κύριο λόγο
της Ουάσιγκτον, αλλά και του Τελ Αβίβ είναι υπαρκτό, καθώς η σύγκρουση
Ιράν-Σαουδικής Αραβίας για την επιρροή και κυριαρχία στην ευρύτερη
περιοχή είναι μια πρόκληση που δεν απαντάται εύκολα.
Αν η
απόσπαση της Συρίας και του Λιβάνου από την επιρροή της Τεχεράνης και
της υποστηριζόμενης από το Ιράν Χεζμπολάχ προβάλλει ως ζωτικό συμφέρον
των ΗΠΑ και του Ισραήλ, η αντικατάστασή τους από τη Σαουδική Αραβία και
το Κατάρ ως προστατών ενός Σουνιτικού Συντηρητικού Καθεστώτος στη
Δαμασκό που θα ανέχεται ή ακόμη χειρότερο θα συνεργάζεται με οργανώσεις
τύπου Αλ Κάιντα απεδείχθη στην πορεία της σύγκρουσης ότι είναι μια
προοπτική εξίσου αν όχι χειρότερη από την επιβίωση του Μπααθικού
Καθεστώτος στην Δαμασκό.
Τι κρατά τη Σαουδική Αραβία και τα
Εμιράτα εξαρτημένα από την προστασία των ΗΠΑ; Τι άλλο παρά η
αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή του Ιράν που αν δεν υπήρχε το
αποτρεπτικό δέος μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης θα είχε
απειλήσει ευθέως το Ριάντ και την Ντόχα να απόσχουν από τη συριακή
σύγκρουση.
Ποιο καθεστώς μπορεί πιο έυκολα να αυτομεταρρυθμισθεί
ή ποια κοινωνία μπορεί με τη δυναμική των λαϊκών κινητοποιήσεων να
επιβάλει εκδημοκρατισμό; Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση ευνοεί σχεδόν
αποκλειστικά το Ιράν και κατά μείζονα λόγο μετά την εκλογική νίκη του
μετριοπαθούς Ροχανί.
Η αμερικανική πολιτική επιδιώκει μια Συρία
που θα έχει χαλαρώσει αν δεν έχει εκμηδενίσει την επιρροή της Τεχεράνης,
χωρίς ταυτόχρονα να την καταστήσει προτεκτοράτο της Σαουδικής Αραβίας
και προπύργιο των φονταμενταλιστών. Από μόνη της αυτή η εκ πρώτης όψεως
αντιφατική στόχευση παραπέμπει σε συμβιβασμό με τη Μόσχα, σε κάποιο
περιορισμένο ρόλο της Τουρκίας, σε κάθε περίπτωση σε ανακωχή, εκεχειρία,
πάγωμα της σύγκρουσης και σε καμιά περίπτωση στην πλήρη επικράτηση της
μιας ή της άλλης πλευράς.
Με τα σημερινά δεδομένα δεν αποκλείεται
μόνον η πλήρης επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς στη Συρία ως
ασύμβατης με τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά προβάλλει ως επείγουσα
προτεραιότητα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για την κυβέρνηση Ομπάμα μια
πιο εξισορροπημένη πολιτική απέναντι στο Ιράν και στη Σαουδική Αραβία,
με την Τεχεράνη και τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο να πρέπει να πάρουν μήνυμα
που να περιέχει ξεκάθαρα τα αντισταθμιστικά οφέλη μιας συμβιβαστικής
λύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας και το Ριάντ να προειδοποιηθεί
ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα του επιτραπεί να παίξει στη Συρία τον
ρόλο που παίζει το Πακιστάν στο Αφγανιστάν.
Τα παραπάνω καθιστούν
ακόμη πιο ανησυχητική για την Ουάσιγκτον την προοπτική μιας
ανέξέλεγκτης κλιμάκωσης της εσωτερικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία, όπου ο
κίνδυνος είναι υπαρκτός να μετατραπεί η χώρα σε πεδίο πολλαπλών
συγκρούσεων: Κοσμικοί εναντίον Ισλαμιστών, Σουνίτες εναντίον Αλεβήδων
και κατ' επέκταση Σιιτών, μια εφιαλτική προοπτικη που δεν αποκλείει και
ανάμειξη της Τεχεράνης και του Ριάντ στην ενδοτουρκική αντιπαράθεση.
Ετσι η μεταστροφή των ΗΠΑ στη Συρία είναι μέχρι στιγμής χαμηλής πρακτικής αξίας, περισσότερο πίεση παρά παρέμβαση.
Τι θέλουν οι ΗΠΑ
Η αμερικανική πολιτική επιδιώκει μια Συρία που θα έχει χαλαρώσει αν δεν
έχει εκμηδενίσει την επιρροή της Τεχεράνης χωρίς ταυτόχρονα να την
καταστήσει Προτεκτοράτο της Σαουδικής Αραβίας και προπύργιο των
φονταμενταλιστών. Από μόνη της αυτή η εκ πρώτης όψεως αντιφατική
στόχευση παραπέμπει σε συμβιβασμό με τη Μόσχα, σε κάποιο περιορισμένο
ρόλο της Τουρκίας.-
Γ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ