Το ερώτημα προς την Κ.Ε. είναι απλό: ποιον πείθουμε ότι θ' ακυρώσουμε και θ' ανατρέψουμε το Μνημόνιο, όταν σπεύδουμε να υιοθετήσουμε την εξωτερική πολιτική που εφαρμόζουν οι μνημονιακοί μας αντίπαλοι και υπαγορεύουν οι δανειστές μας; Πρώτιστος στόχος των 18 σελίδων που συναποτελούν τις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ευελπιστώ ότι είναι η διατύπωση μιας συνεκτικής πολιτικής για την ακύρωση και ανατροπή του Μνημονίου. Και θεωρώ εύλογη την παραδοχή ότι η ακύρωση και ανατροπή του Μνημονίου (δηλ. η αποτελεσματική απόκρουση της πολιτικής που σήμερα καταστρέφει την ελληνική κοινωνία) προϋποθέτει την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Άρα, τολμώ να πιστεύω ότι οι θέσεις της Κ.Ε. οφείλουν να υπηρετούν την απαραίτητη λαϊκή συστράτευση, προκειμένου ν' αντικατασταθεί η παρούσα κυβέρνηση από μια άλλη, είτε κυβέρνηση της Αριστεράς είτε κυβέρνηση σωτηρίας με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ κ.ο.κ., ανάλογα με ποια εκδοχή της λύτρωσης θεωρεί κάθε μέλος της Κ.Ε. εφικτή και πλέον αποτελεσματική.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον (διότι εξ όνυχος τον λέοντα!) είναι να διερευνήσουμε ποια εξωτερική πολιτική περιγράφουν και εισηγούνται οι θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής ώστε να επιτευχθούν οι ανωτέρω στόχοι. Γιατί είναι προφανές ότι η εξωτερική πολιτική που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να υπηρετεί λειτουργικά τον βασικό του πολιτικό στόχο. Πρόταγμα μιας λειτουργικής εξωτερικής πολιτικής που στοχεύει στην ανατροπή του Μνημονίου οφείλει να είναι η διακρίβωση της πραγματικότητας των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς περίγυρου της χώρας. Διότι αυτήν την πραγματικότητα (και όχι τους όποιους ευσεβείς του πόθους) θ' αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να συσπειρώσει τις απαραίτητες λαϊκές μάζες που θα του δώσουν τη δύναμη να ανατρέψει το Μνημόνιο.
Ας δούμε, λοιπόν, ποια πραγματικότητα «διαβάζουν» οι θέσεις σε ό,τι αφορά το μείζον ίσως πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, την Τουρκία. Η σύντομη παράγραφος των 70 περίπου λέξεων που αφιερώνουν οι θέσεις της Κ.Ε. τόσο στις εξελίξεις στην Τουρκία όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδίως στις τελευταίες, συνοψίζονται στη διαπίστωση: «Η εξωτερική πολιτική που ακολουθεί και η διπλωματία που ασκεί (η Τουρκία), ιδιαίτερα απέναντι στη χώρα μας, τείνει να πολλαπλασιάζει αιτήματα και διεκδικήσεις, συντηρώντας μορφές έντασης που εναλλάσσονται με διακηρύξεις φιλίας. Αλλά ο ελληνικός και o τουρκικός λαός δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν...».
Σύμφωνα με τις θέσεις της Κ.Ε., με την Τουρκία υπάρχει «ένταση», η οποία προκαλείται από «αιτήματα και διεκδικήσεις» της Άγκυρας. Η επιλογή των λέξεων από τους έμπειρους συντάκτες των θέσεων δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Τα «αιτήματα και οι διεκδικήσεις» επιδέχονται συνδιαλλαγή και επιλύονται με διαπραγμάτευση. Προκειμένου δε να εκτονώνεται η «ένταση», δεν μπορεί παρά να υπάρξει -κάποια στιγμή και κατά το μέτρο της δυναμικής της διαπραγμάτευσης- ικανοποίηση τουλάχιστον μερικών από τα «αιτήματα και τις διεκδικήσεις». Δεν διευκρινίζεται στις θέσεις της Κ.Ε. κατά πόσον τα «αιτήματα και οι διεκδικήσεις» συνιστούν απειλές κατά της ελληνικής κυριαρχίας, κατά πόσον προσβάλλουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ή κατά πόσον αποτελούν -όπως διατείνονται ορισμένοι- φυσιολογική απάντηση της Τουρκίας στην «ελληνική περικύκλωση» που δομήθηκε κατά τον 20ό αιώνα.
Περιγράφοντας, έστω και συνοπτικά, την τουρκική συμπεριφορά, οι θέσεις της Κ.Ε. επιλέγουν να μην εστιάσουν σε ενέργειες που ο υπόλοιπος, πλην της Κ.Ε., ελληνικός λαός εμπειρικά προσλαμβάνει ως τουρκική επιθετικότητα και απειλές. Αναφέρομαι στα σχέδια Βαριοπούλα, που προ τετραετίας αποκαλύφθηκαν, στις περιπλανήσεις μέχρι Καφηρέα τουρκικών πολεμικών σκαφών (τα υποβρύχια φθάνουν ακόμα κοντύτερα), στις στρατιωτικές ασκήσεις, που σταθερά τα τελευταία 35 χρόνια προσομοιώνουν τους ασκούμενους σε αποβάσεις στα ελληνικά νησιά, στον συστηματικό αεροναυτικό διαχωρισμό του Αιγαίου από τις τουρκικές Ε.Δ. κατά μήκος του 25ου μεσημβρινού κ.ο.κ. Επισημαίνω, ακόμη, ότι οι συντάκτες των θέσεων επέλεξαν να αγνοήσουν επανειλημμένες δηλώσεις των Ερντογάν και Νταβούτογλου (στο τουρκικό Κοινοβούλιο, σε διεθνή fora, αλλά και και σε επίσημες συναντήσεις με Έλληνες ομολόγους τους) ότι τα σύνορα στο Αιγαίο δεν είναι σαφή, καθώς υπάρχουν δεκάδες μικρονήσια και βραχονησίδες αδιευκρίνιστης κυριαρχίας (όπως Αγαθονήσι, Καλόλιμνος, Γαύδος, Καλόγεροι, Αρκιοί, Φούρνοι), που η Οθωμανική Αυτοκρατορία με καμιά συνθήκη δεν είχε εκχωρήσει, αλλά η Ελλάδα τα έχει καταλάβει και εποικίσει.
Είναι, άραγε, αθώα η παράλειψη αυτής της βοώσας πραγματικότητας; Πολύ πριν από τις θέσεις της Κ.Ε., την ίδια λοβοτομική προσπέλαση των Ε/Τ σχέσεων έχουν υιοθετήσει και ασπαστεί οι πρωταθλητές του Μνημονίου: Ο αλήστου μνήμης ΓΑΠ και οι κηπουροί του, ο κ. Παπαχελάς και το ΕΛΙΑΜΕΠ, τα κόμματα του Μνημονίου κατά την εναλλασσόμενη θητεία τους στο ΥΠΕΞ τα τελευταία 17 χρόνια. Επί των «διεκδικήσεων και αιτημάτων» άλλωστε συνομιλούν επιλεγμένοι Έλληνες διπλωμάτες (οι ίδιοι επί ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.,) σε 60 και πλέον γύρους μυστικών διαπραγματεύσεων με το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών από το 1996. Το νήμα αυτής της πολιτικής έρχεται να πάρει σήμερα η Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ με τις προσυνεδριακές της θέσεις.
Ασφαλώς έχει διαφύγει από τα μέλη της Κ.Ε. ότι η επιχειρηματολογία περί τουρκικών «αιτημάτων και διεκδικήσεων» εκπορεύεται επί καθημερινής βάσεως από τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, εταίρους μας στην Ε.Ε. και μνημονιακούς δανειστές μας. Σε κάθε διεθνές forum και σε κάθε διμερή συνάντηση με τους συμμάχους, εταίρους και δανειστές, οι Έλληνες πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί καλούνται να συζητήσουν τις «διεκδικήσεις και τα αιτήματα» της Άγκυρας εποικοδομητικά, μακριά από ψυχώσεις περί απειλών κ.ο.κ.
Το ερώτημα προς την Κ.Ε. είναι απλό: ποιον πείθουμε ότι θ' ακυρώσουμε και θ' ανατρέψουμε το Μνημόνιο, όταν σπεύδουμε να υιοθετήσουμε την εξωτερική πολιτική που εφαρμόζουν οι μνημονιακοί μας αντίπαλοι και υπαγορεύουν οι δανειστές μας;
Μια γαλλική παροιμία λέει ότι «δεν υπάρχει χειρότερος κουφός απ' αυτόν που δεν θέλει ν' ακούσει». Νομίζω ότι περιγράφει άριστα τη θεώρηση της Τουρκίας και των Ε/Τ σχέσεων από τις θέσεις της Κ.Ε. Εάν στο ιδρυτικό συνέδριο δεν καταστρατηγηθεί από οργανωμένες μειοψηφίες η αρχή «ένας σύνεδρος μία ψήφος», η παράγραφος περί Τουρκίας των θέσεων ασφαλώς θα καταψηφισθεί. Όμως αυτό ελάχιστη σημασία έχει για τον κόσμο που παρακολουθεί και κρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ. Πώς είναι δυνατόν να τον πείσουμε ότι η Κ.Ε. δεν τελεί υπό την ιδεολογική επιρροή των μνημονιακών της αντιπάλων, όταν δεν τολμάει ν' αρθρώσει το πανθομολογούμενο, αυτό που αποτελεί κοινή συνείδηση στη συντριπτική πλειοψηφία του 27% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και των Ελλήνων: Ότι υπάρχει η τουρκική επιθετικότητα, που συνιστά απειλή για την εδαφική μας ακεραιότητα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, ότι η άσκηση αυτών των κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι απαραίτητη για την αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της χώρας, εφόσον τολμήσει ν' ακυρώσει και ανατρέψει το Μνημόνιο;
Η περί Τουρκίας διατύπωση των θέσεων της Κ.Ε. είναι κρίσιμη, τόσο για την αξιοπιστία μας όσο και για την ποιότητα της στρατηγικής μας προς ανατροπήν του Μνημονίου. Ταυτόχρονα, συνιστά και παράδειγμα προς αποφυγήν, εξ αιτίας της λαϊκής αποσυσπείρωσης που προκαλεί. Και δεν είναι η μόνη παράγραφος των θέσεων που αποσυσπειρώνει εν δυνάμει ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ! Η αναφορά στην περί ΠΓΔΜ παράγραφο, ότι «οι υπάρχουσες μειονότητες είναι απολύτως σεβαστές», είναι εξίσου προβληματική. Εκτιμά η Κ.Ε. εν προκειμένω ότι υπάρχουν μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ μειονότητες; Υπάρχει σήμερα σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα; Αντλεί πρωτογενώς η Κ.Ε. τη σχετική πληροφόρηση ή εμπιστεύεται τις σχετικές διαπιστώσεις των εκθέσεων του State Department; Πόσοι εν Ελλάδι (όχι σε Καναδά και Αυστραλία!) έχουν σλαβομακεδονική εθνική συνείδηση, πέρα από τους τροφίμους του αμερικανικού προξενείου της Θεσσαλονίκης; Δεχόμαστε (όπως κάποια ξένα κέντρα πασχίζουν να καθιερώσουν) ότι κάθε δίγλωσσος της Δυτικής Μακεδονικής έχει, εκών άκων, μη-ελληνική εθνική συνείδηση; Πόσους, τέλος, Έλληνες πολίτες (και συντηρητικούς ψηφοφόρους), θύματα του Μνημονίου, συσπειρώνει στον ΣΥΡΙΖΑ η αναφορά της παραγράφου περί ΠΓΔΜ των θέσεων σε «υπάρχουσες μειονότητες»;
Οι κατά καιρούς «θέσεις» των Κ.Ε. των κομμάτων στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξαν μνημεία ορθολογικής ανάλυσης, ουδέποτε, άλλωστε, στόχευσαν στην προσπέλαση της πραγματικότητας. Ποιες «θέσεις Κ.Ε.» ποιου κόμματος έχουν μείνει στη συνείδηση του μέσου πολίτη; Από το σημείο όμως αυτό μέχρι να βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας, παραγνωρίζοντας τον βαθύτατο πατριωτικό χαρακτήρα του αριστερού λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα, υπάρχει τεράστια απόσταση. Το ιδρυτικό συνέδριο του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διορθώσει τα ημαρτημένα, να πιάσει τον παλμό του ελληνικού λαού, που καταστρέφεται από τη μνημονιακή πολιτική, όπως ακριβώς έπραξε το '41 το ΕΑΜ και όχι τα διάφορα, δήθεν αριστερά, γκρουπούσκουλα που αντί εθνικής αντίστασης πρότειναν την «ταξική συναδέλφωση με τον Γερμανό στρατιώτη»!