Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης*
Η οικονομική κρίση του ευρωπαϊκού Νότου, η ανολοκλήρωτη «Αραβική Ανοιξη» που ακροβατεί μεταξύ ενός ιδιόμορφου φιλελευθερισμού και ενός βαθέος συντηρητισμού, η ασταθής κατάσταση στη Συρία και το ενδεχόμενο «εξαγωγής» της κρίσης στη γειτονιά της (ειδικότερα στον Λίβανο), όπως επίσης και η αγωνία για το τι θα γεννήσει η επόμενη μέρα, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και ο αντίκτυπος πιθανής επίθεσης από πλευράς Ισραήλ, η επιλογή της Τουρκίας να παγιώσει τη θέση της ως η ηγέτιδα δύναμη των απανταχού Μουσουλμάνων, καθώς και τα πρόσφατα ευρήματα υδρογονανθράκων συνθέτουν το νέο γεωπολιτικό σκηνικό της περιοχής
.

Η πρόσφατη πρωτοβουλία των ΗΠΑ να αναθερμάνουν τις σχέσεις Αγκυρας - Τελ Αβίβ εξυπηρετεί έναν διττό στόχο. Από τη μία να κλείσουν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις εστίες έντασης που αποτρέπουν τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου έναντι των σοβαρών απειλών (Συρία, Ιράν), από την άλλη να «απελευθερωθούν» οι ίδιες ώστε να στρέψουν την προσοχή τους στα επιτακτικά εσωτερικά θέματα και στον Ειρηνικό, με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής ισχύος. Θεωρεί, συνεπώς, η Ουάσιγκτον πως ένας εκ των βασικών πυλώνων σταθερότητας πρέπει να είναι αυτός του Ισραήλ και της Τουρκίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να καθορίσει τον βαθμό και την ταχύτητα εμβάθυνσης των σχέσεων.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, εκτιμώντας πως η συγνώμη Νετανιάχου επιβεβαιώνει την περιφερειακή της ισχύ και έχοντας ενθαρρυνθεί από την υποχώρηση της Κύπρου, σπεύδει να υιοθετήσει μια αμετροεπή ατζέντα, βάσει της οποίας το συμφέρον των κείμενων κρατών περνάει μέσα από την «αναγκαστική» συνεννόηση με αυτήν.
Αμφισβητεί de facto τα κυριαρχικά δικαιώματα της Αθήνας μέσω πολεμικών πλοίων, αεροσκαφών, εσχάτως και ωκεανογραφικών που διέρχονται του Αιγαίου, επιχειρεί να αναβαθμίσει το status των Κατεχομένων, επιθυμεί να καταστεί συγκυρίαρχος των κυπριακών κοιτασμάτων και κόμβος μεταφοράς ενέργειας προς την Ευρωπαϊκή Ηπειρο.
Παρά την εκπεφρασμένη πρόθεση Ερντογάν για εξεύρεση αμοιβαία επωφελών λύσεων στα Ελληνοτουρκικά (καζάν-καζάν), μόλις έναν μήνα μετά, δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε έστω ψήγματα αισιοδοξίας. Αντιθέτως, το χάσμα διευρύνεται από τη στιγμή που η Αγκυρα προτάσσει τον δρόμο της σχετικής ομαλοποίησης αποκλειστικά με τους δικούς της όρους, ειδάλλως αφήνει να επικρέμαται η απειλή κλιμάκωσης των ενεργειών της σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου.
Εκφοβίζοντας με κυρώσεις εταιρείες που σχετίζονται με την εκμετάλλευση των κυπριακών κοιτασμάτων (ήδη προχώρησε στον αποκλεισμό της ιταλικής ENI από συμβόλαια εντός Τουρκίας) και δημιουργώντας τεχνητά συνθήκες αποσταθεροποίησης, προσπαθεί πάση θυσία να αποτρέψει τη συμμετοχή επενδυτών, εφόσον η μη συναίνεση της Αγκυρας αυξάνει το ρίσκο της επένδυσης. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να αποκτήσει, έστω και έμμεσο, λόγο στη διαχείριση των κυπριακών αποθεμάτων, αλλά και να αποτρέψει την έκδοση ομολόγων έναντι μελλοντικών κερδών, αφού ως διαδικασία θα νομιμοποιήσει τη δυνατότητα της Λευκωσίας να αξιοποιήσει κατά μόνας τον ορυκτό της πλούτο.
Δημιουργείται, συνεπώς, ένα ασφυκτικό πλαίσιο, εντός του οποίου τα διπλωματικά κανάλια μάλλον θα περιοριστούν σε συμφωνίες γύρω από θέματα χαμηλής πολιτικής, ατέρμονες διαβουλεύσεις χαμηλόβαθμων αξιωματούχων, σε κάποιες περιπτώσεις και στην ανταλλαγή διαβημάτων (για εσωτερική κατανάλωση και αποσυμπίεση της κατάστασης), ενώ θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τη συστηματικοποίηση της διαδικασίας αναζήτησης ουσιαστικών τρόπων διευθέτησης χρόνιων προβλημάτων. Με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση Τουρκία, όμως, να βλέπει την κυπριακή κρίση ως ευκαιρία επίσπευσης εξελίξεων, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ενιαιοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τις θέσεις της με τις αντίστοιχες κυπριακές, ακόμη και αν αυτό δεν οδηγήσει στην επιθυμητή εξομάλυνση των σχέσεων με την παρ-ορμητική γείτονα χώρα.
Το χάσμα διευρύνεται από τη στιγμή που η Αγκυρα προτάσσει τον δρόμο της ομαλοποίησης αποκλειστικά με τους δικούς της όρους, ειδάλλως αφήνει να επικρέμαται η απειλή κλιμάκωσης των ενεργειών της σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Έθνος
Η οικονομική κρίση του ευρωπαϊκού Νότου, η ανολοκλήρωτη «Αραβική Ανοιξη» που ακροβατεί μεταξύ ενός ιδιόμορφου φιλελευθερισμού και ενός βαθέος συντηρητισμού, η ασταθής κατάσταση στη Συρία και το ενδεχόμενο «εξαγωγής» της κρίσης στη γειτονιά της (ειδικότερα στον Λίβανο), όπως επίσης και η αγωνία για το τι θα γεννήσει η επόμενη μέρα, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και ο αντίκτυπος πιθανής επίθεσης από πλευράς Ισραήλ, η επιλογή της Τουρκίας να παγιώσει τη θέση της ως η ηγέτιδα δύναμη των απανταχού Μουσουλμάνων, καθώς και τα πρόσφατα ευρήματα υδρογονανθράκων συνθέτουν το νέο γεωπολιτικό σκηνικό της περιοχής
.

Η πρόσφατη πρωτοβουλία των ΗΠΑ να αναθερμάνουν τις σχέσεις Αγκυρας - Τελ Αβίβ εξυπηρετεί έναν διττό στόχο. Από τη μία να κλείσουν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις εστίες έντασης που αποτρέπουν τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου έναντι των σοβαρών απειλών (Συρία, Ιράν), από την άλλη να «απελευθερωθούν» οι ίδιες ώστε να στρέψουν την προσοχή τους στα επιτακτικά εσωτερικά θέματα και στον Ειρηνικό, με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής ισχύος. Θεωρεί, συνεπώς, η Ουάσιγκτον πως ένας εκ των βασικών πυλώνων σταθερότητας πρέπει να είναι αυτός του Ισραήλ και της Τουρκίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να καθορίσει τον βαθμό και την ταχύτητα εμβάθυνσης των σχέσεων.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, εκτιμώντας πως η συγνώμη Νετανιάχου επιβεβαιώνει την περιφερειακή της ισχύ και έχοντας ενθαρρυνθεί από την υποχώρηση της Κύπρου, σπεύδει να υιοθετήσει μια αμετροεπή ατζέντα, βάσει της οποίας το συμφέρον των κείμενων κρατών περνάει μέσα από την «αναγκαστική» συνεννόηση με αυτήν.
Αμφισβητεί de facto τα κυριαρχικά δικαιώματα της Αθήνας μέσω πολεμικών πλοίων, αεροσκαφών, εσχάτως και ωκεανογραφικών που διέρχονται του Αιγαίου, επιχειρεί να αναβαθμίσει το status των Κατεχομένων, επιθυμεί να καταστεί συγκυρίαρχος των κυπριακών κοιτασμάτων και κόμβος μεταφοράς ενέργειας προς την Ευρωπαϊκή Ηπειρο.
Παρά την εκπεφρασμένη πρόθεση Ερντογάν για εξεύρεση αμοιβαία επωφελών λύσεων στα Ελληνοτουρκικά (καζάν-καζάν), μόλις έναν μήνα μετά, δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε έστω ψήγματα αισιοδοξίας. Αντιθέτως, το χάσμα διευρύνεται από τη στιγμή που η Αγκυρα προτάσσει τον δρόμο της σχετικής ομαλοποίησης αποκλειστικά με τους δικούς της όρους, ειδάλλως αφήνει να επικρέμαται η απειλή κλιμάκωσης των ενεργειών της σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου.
Εκφοβίζοντας με κυρώσεις εταιρείες που σχετίζονται με την εκμετάλλευση των κυπριακών κοιτασμάτων (ήδη προχώρησε στον αποκλεισμό της ιταλικής ENI από συμβόλαια εντός Τουρκίας) και δημιουργώντας τεχνητά συνθήκες αποσταθεροποίησης, προσπαθεί πάση θυσία να αποτρέψει τη συμμετοχή επενδυτών, εφόσον η μη συναίνεση της Αγκυρας αυξάνει το ρίσκο της επένδυσης. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να αποκτήσει, έστω και έμμεσο, λόγο στη διαχείριση των κυπριακών αποθεμάτων, αλλά και να αποτρέψει την έκδοση ομολόγων έναντι μελλοντικών κερδών, αφού ως διαδικασία θα νομιμοποιήσει τη δυνατότητα της Λευκωσίας να αξιοποιήσει κατά μόνας τον ορυκτό της πλούτο.
Δημιουργείται, συνεπώς, ένα ασφυκτικό πλαίσιο, εντός του οποίου τα διπλωματικά κανάλια μάλλον θα περιοριστούν σε συμφωνίες γύρω από θέματα χαμηλής πολιτικής, ατέρμονες διαβουλεύσεις χαμηλόβαθμων αξιωματούχων, σε κάποιες περιπτώσεις και στην ανταλλαγή διαβημάτων (για εσωτερική κατανάλωση και αποσυμπίεση της κατάστασης), ενώ θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τη συστηματικοποίηση της διαδικασίας αναζήτησης ουσιαστικών τρόπων διευθέτησης χρόνιων προβλημάτων. Με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση Τουρκία, όμως, να βλέπει την κυπριακή κρίση ως ευκαιρία επίσπευσης εξελίξεων, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ενιαιοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τις θέσεις της με τις αντίστοιχες κυπριακές, ακόμη και αν αυτό δεν οδηγήσει στην επιθυμητή εξομάλυνση των σχέσεων με την παρ-ορμητική γείτονα χώρα.
Το χάσμα διευρύνεται από τη στιγμή που η Αγκυρα προτάσσει τον δρόμο της ομαλοποίησης αποκλειστικά με τους δικούς της όρους, ειδάλλως αφήνει να επικρέμαται η απειλή κλιμάκωσης των ενεργειών της σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Έθνος