07 Φεβρουαρίου 2013

Ο αγωγός TAP προ των πυλών – Η κυβέρνηση προ των ευθυνών της


Πληροφορήθηκα με ικανοποίηση πως την ερχόμενη εβδομάδα υπογράφεται η διακυβερνητική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας, Ιταλίας και Αλβανίας για τον αγωγό TAP, ο οποίος σε περίπτωση υλοποίησης θα μεταφέρει μεταξύ 2018-2020 αέριο από το Αζερμπαϊτζάν μέσω Τουρκίας, Ελλάδας και Αλβανίας στην Ιταλία.

Πρόκειται για ένα project που θα μας αποφέρει πολλαπλά οφέλη. Μεταξύ άλλων, θέσεις εργασίας, αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου, αναπτυξιακές προοπτικές στην υποβαθμισμένη Βόρεια Ελλάδα, επενδύσεις κοντά στο 1 δισ ευρώ και, το κυριότερο, έμμεση αναγνώριση των προσπαθειών μας από τουλάχιστον τέσσερις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας σε μία κρίσιμη συγκυρία, στην οποία η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης είναι καθοριστικό ζητούμενο.
Το πρώτο βήμα για την προώθηση του εν λόγω αγωγού έγινε από την κυβέρνηση Παπαδήμου όταν ο ITGI (ένα σχέδιο στο οποίο είχε επενδύσει η χώρα μας από το 2007 και έπειτα) τέθηκε εκτός μάχης. Έκτοτε υπογράφηκε η τριμερής διυπουργική (το περασμένο φθινόπωρο) αλλά η διακρατική συμφωνία αποτελούσε προαπαιτούμενο για να καταδειχθεί η πολιτική υποστήριξη στον TAP από τις τρεις εμπλεκόμενες χώρες. Και αυτό γιατί τόσο η Κοινοπραξία του Shah Deniz όσο και η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν, που θα λάβουν την τελική απόφαση, ανησυχούσαν από την επιδείνωση των σχέσεων Αθήνας-Τιράνων και το βαθμό που αυτή θα επηρέαζε την πορεία του έργου. 

Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας αφήσει όλο το πλέγμα πρωτοβουλιών στα χέρια του υπουργείου Εξωτερικών, κινήθηκε γρήγορα για να διασφαλίσει πως μία σημαντική για τη χώρα επένδυση δεν θα κατέληγε στον κάλαθο των αχρήστων, εξαιτίας της συμπεριφοράς της γειτονικής Αλβανίας. Η αγορά ενέργειας και οι επενδυτές επιθυμούν προβλεψιμότητα και αξιοπιστία που θα τους διασφαλίζει την αδιάλειπτη ροή και ασφαλώς σταθερότητα, τουλάχιστον στις σχέσεις των εμπλεκόμενων χωρών.

Από την άλλη, βέβαια, δεν γνωρίζω κατά πόσο οι δικές μας καλές προθέσεις αρκούν για να εφησυχάσουν αυτούς που θα λάβουν τις τελικές αποφάσεις, εφόσον διατηρούνται ανεπίλυτα σημαντικά θέματα με την Αλβανία (ΑΟΖ, μεταχείριση μειονότητας, αλβανικός αλυτρωτισμός).

Καθώς επίσης αναρωτιέμαι αν κινούμενοι με την απαιτούμενη ταχύτητα φροντίσαμε να μην υπονομεύσουμε τα σύνθετα συμφέροντά μας πέραν του ενεργειακού project. Ή μήπως στην ανάγκη επίσπευσης των συμφωνιών ώστε να μην αποκτήσει προβάδισμα λόγω κωλυσιεργείας το έτερο σχέδιο (ο Nabucco West) βιαστήκαμε, χωρίς πρώτα να έχουμε απτά μηνύματα από τα Τίρανα ότι ο TAP μπορεί και πρέπει να εξελιχθεί σε ένα μοντέλο/υπόδειγμα έργου συνεννόησης, συνεργασίας και περιφερειακής προόδου.

Ακόμη, δηλαδή, και αν δεν έχουμε προσώρας λύσει κομβικής για τα ελληνικά συμφέροντα θέματα με τη γειτονική χώρα, πρέπει να διασυνδέσουμε την πορεία του έργου με την αντίστοιχη των διμερών σχέσεων για να αποφύγουμε δυσάρεστες εκπλήξεις στη συνέχεια. Και αυτό οφείλουμε να το ξεκαθαρίσουμε πρωτίστως στις Κοινοπραξίες που εμπλέκονται ώστε να πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση, αν επιθυμούν να κατοχυρωθούν έναντι μελλοντικών κινδύνων. Διότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να επιλεγεί ο TAP (έναντι του Nabucco West) και, κατόπιν, πολιτικοί παράγοντες άσχετοι με τη βιωσιμότητα και την εμπορικότητά του να σταθούν εμπόδιο στην υλοποίησή του.

Για αυτό καλύτερα να είμαστε τώρα έντιμοι, ακόμη και σχετικά δυσάρεστοι –διεκδικώντας τον μετριασμό των διμερών διαφορών ως προϋπόθεση τελεσφόρησης της διαδικασίας- με τους εν δυνάμει εταίρους μας, παρά να αναγκαστούμε από τις συνθήκες να φανούμε ασυνεπείς αργότερα, όταν μπούμε στην τελική ευθεία.

Ασφαλώς, υπάρχουν (και υπόγειες) διεργασίες που δεν γνωστοποιούνται, μιας και η διπλωματία πολλές φορές συνεπάγεται μυστικές διαπραγματεύσεις πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας και μακρυά από ένα στρεβλό δημόσιο διάλογο με εθνικιστικές κορώνες και μπόλικη δόση ανεδαφικών απαιτήσεων.

Το μόνο που δεν συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ροπή της ηγεσίας του ΥΠΕΞ προς μία light, lifestyle αντίληψη των διεθνών σχέσεων που αρκετές φορές συγχέει τις εντυπώσεις με την ουσία. Τα φαινόμενα μπορεί (και εύχομαι) να απατούν…
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Follow on Twitter: @confilis