Η
συγκεκριμένη γεωστρατηγική «βόμβα» του Τούρκου Πρωθυπουργού προκάλεσε
αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τις τάξεις της δεξιάς φιλελεύθερης διανόησης
της Τουρκίας. Κάποιοι ερμήνευσαν αυτές τις δηλώσεις ως μπλόφα έναντι της
Ε.Ε, άλλοι ως μια πραγματική πολιτική στροφή του κυβερνώντος ΑΚΡ.
Όμως
εκείνο που θα πρέπει να προβληματίσει τη δική μας περίπτωση, ιδιαίτερα
όσους ακόμα οραματίζονται ότι η Ε.Ε από μόνη της μπορεί να «γονατίσει»
την Τουρκία ενώπιον των όποιων ελληνοκυπριακών διεκδικήσεων, δεν είναι
μόνο το κατά πόσο εννοεί αυτά που λέει ο Έρντογαν ή εάν πρόκειται για
«επικοινωνιακά τεχνάσματα». Περισσότερο θα πρέπει να προβληματίσει το
ότι η λεκτική «αναταραχή» που προκάλεσε ο επικεφαλής της τουρκικής
κυβέρνησης, αντικατοπτρίζει ένα τουλάχιστον μέρος της πολιτικής και
κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνει σήμερα η Τουρκία σε σχέση με την
ευρωπαϊκή της προοπτική. Οι κριτικές για τις δηλώσεις Έρντογαν, σε καμιά
περίπτωση δεν έμοιαζαν σε ένταση με παρόμοια περιστατικά που συνέβαιναν
πριν μια δεκαετία.
Τα τελευταία χρόνια και περισσότερο μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2011, είναι γεγονός ότι οι επικριτικές δηλώσεις του Έρντογαν για την Ε.Ε και άλλους δυτικούς θεσμούς αυξάνονται. Οι κριτικές αυτές απέχουν πολύ από μια προοδευτική κατεύθυνση. Περιορίζονται συνήθως στην ανάδειξη ενός νέου τύπου ανταγωνισμού σε μια διεθνή τάξη πραγμάτων με πολλά κέντρα εξουσίας. Σηματοδοτούν μια αντιπαράθεση συνδεδεμένη κυρίως με τη σχετική αύξηση του μερίσματος που οικειοποιείται ο κόσμος πέραν της Δύσης στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Σε αυτό το σημείο, η Τουρκία του ΑΚΡ επιδιώκει να καθιερωθεί ως μια δύναμη εκπροσώπησης μέρους του ισλαμικού κόσμου όχι σε σύγκρουση με το δυτικό κόσμο, αλλά σε πορεία πλήρους ενσωμάτωσης στις κεντρικές δομές.
Επομένως η ένταση στην υπογράμμιση των παραδοσιακών αξιών της Τουρκίας, η μετατροπή της ισλαμικής θρησκείας σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν τα «αναμενόμενα» αποτελέσματα σε μια προσπάθεια όπως την προαναφερόμενη. Όμως η ισχυρή παρουσία της πολιτισμικής ταυτότητας της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική και μάλιστα σε σημείο που η Ε.Ε να παρουσιάζεται ως «κίνδυνος» αμφισβήτησής της, δημιουργεί επιπλέον αρνητικές δυναμικές αναφορικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Προκαλεί σκλήρυνση στην πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης σε σημείο αντικατάστασης «των κριτηρίων της Κοπεγχάγης με τα κριτήρια της Άγκυρας». Μια φράση που σαφώς παραπέμπει σε μια επιθυμία νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού χωρίς τον άξονα της Ε.Ε.
Οι πιο πάνω εξελίξεις δεν υπάρχουν στο κενό. Η μετατόπιση ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή, δημιουργεί ούτως ή άλλως νέους συνειρμούς και αναζητήσεις. Η Κίνα και η Ρωσία δεν αποδέχονται την ύπαρξη ενός μονοπολικού κόσμου και επιδιώκουν να διευρύνουν την επιρροή τους από την Κεντρική Ασία μέχρι και την Αφρική. Η εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα στα ανατολικά του κόσμου ενισχύεται, προκαλώντας το ενδιαφέρον της Άγκυρας και όχι μόνο. Οι στόχοι για ενίσχυση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα του πιο πάνω σκηνικού. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε βουλιάζει καθημερινά υπό το βάρος της πολύπλευρης κρίσης. Η κατάσταση αυτή φέρνει στο προσκήνιο φυγόκεντρες δυναμικές, άλλες σε προοδευτική και άλλες σε συντηρητική κατεύθυνση.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ούτως ή άλλως «παγωμένη» ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας δεν κερδίζει την προσοχή των προηγούμενων χρόνων. Αντίθετα, η «μόδα» των ημερών στα τουρκικά πολιτικά στέκια δεν είναι η υπεράσπιση της ενταξιακής διαδικασίας στην Ε.Ε, αλλά η κριτική της. Στο επίκεντρο αυτής της νέας πραγματικότητας στην Άγκυρα βρίσκεται η πεποίθηση ότι μέρος του όποιου εκδημοκρατισμού (π.χ η επιστροφή του στρατού στα στρατόπεδα) μπορεί να είναι υλοποιήσιμος στόχος πέραν και έξω από τις βοήθειες που είχε προσφέρει στο παρελθόν η επίκληση της ενταξιακής διαδικασίας.
Επομένως τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σκληρά και αξίζουν απάντησης. Σε πιο βαθμό υπάρχει σήμερα η συγκυρία της περιόδου 1999-2003, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρωταγωνιστική θέση της Ε.Ε στον καθορισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής; Σε πιο βαθμό η ελληνοκυπριακή κοινότητα μπορεί να στηρίζει ολοκληρωτικά την τύχη της, αλλά και της Κύπρου, σε μια «ακαθόριστη» ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας με σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα; Η πολιτική πραγματικότητα που βρίσκεται τώρα στο προσκήνιο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού, πρέπει πρωτίστως να είναι καθημερινή διεκδίκηση τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Έστω και αν υπάρχουν «εξωτερικοί άξονες» και συγκυρίες στις διεθνείς σχέσεις που μπορούν και πρέπει να τυγχάνουν αξιοποίησης, εντούτοις ο εγκλωβισμός του Κυπριακού σε μία και μόνη υπόθεση και μάλιστα «ανοιχτού τέλους» όπως η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε, έχει καταστροφικά αποτελέσματα.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος