19 Φεβρουαρίου 2013

Ε. Berlinguer: Ιστορικός Συμβιβασμός

Ένα επίκαιρο άρθρο του ηγέτη του ΙΚΚ, πριν από 40 χρόνια-Enrico Berlinguer, ppol, 13/05/2012

Αν είναι αλήθεια ότι μια πολιτική δημοκρατικής ανανέωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον υποστηρίζεται από τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, υπάρχει τότε ανάγκη, όχι μόνο για πλατιές κοινωνικές συμμαχίες, άλλα και για ένα ορισμένο σύστημα πολιτικών σχέσεων που να ευνοεί τη σύγκλιση και τη συνεργασία ανάμεσα σ, όλες τις δημοκρατικές και λαϊκές δυνάμεις, μέχρι αυτές να φθάσουν σε μια πολιτική συμμαχία.

Απ, την άλλη μεριά, ή αντιπαράθεση και ή μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν βάση μέσα στο λαό και από τα όποια σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσυρε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.

Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πάντα πιστεύαμε -και σήμερα ή Χιλιανή εμπειρία μας ενισχύει αυτή την πεποίθηση- πως ή ενότητα των κομμάτων των εργαζόμενων και των δυνάμεων της αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με ένα άλλο συνασπισμό κομμάτων, που εκτείνεται από το κέντρο μέχρι την άκρα δεξιά.

Το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα στην Ιταλία υπήρξε, και είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ, ακριβώς πώς θα αποφευχθεί μια σταθερή και οργανική συγκόλληση ανάμεσα στο κέντρο και τη δεξιά, σ, ένα πλατύ μέτωπο κληρικοφασιστικού τύπου, και απεναντίας η επιτυχία της μετακίνησης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που τοποθετούνται στο κέντρο προς συνεπείς, δημοκρατικές θέσεις.

Προφανώς, ή ενότητα, ή πολιτική και εκλογική ισχύς των δυνάμεων της αριστεράς και ή ολοένα και πιο στερεή συνεννόηση ανάμεσα στις διάφορες και αυτόνομες εκφράσεις τους, είναι ή αναγκαία συνθήκη για να διατηρείται στη χώρα μια αύξουσα πίεση για την αλλαγή, καθώς και για τον προσδιορισμό της.

Αλλά θα ήτανε εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς στο, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στο συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία.

Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για μια «αριστερή εναλλακτική λύση», άλλα για μια «δημοκρατική εναλλακτική λύση», δηλαδή για την πολιτική προοπτική της συνεργασίας και της συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων, κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης, με τις λαϊκές δυνάμεις, καθολικής έμπνευσης, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και άλλοι, δημοκρατικοί πολιτικοί σχηματισμοί.

Η επιμονή μας στο να προτείνουμε μία παρόμοια προοπτική αποτελεί αντικείμενο πολεμικής και κριτικής, από διάφορες πλευρές.

Η αλήθεια όμως είναι πως κανείς απ, τους επικριτές και τους αντιρρησίες δεν μπόρεσε, και δεν μπορεί και τώρα, να υποδείξει μια άλλη αξιόπιστη προοπτική, που να είναι ικανή να βγάλει την Ιταλία απ, την κρίση, όπου την έριξε ακριβώς η πολιτική διαίρεσης των δημοκρατικών και λαϊκών δυνάμεων, να οδηγήσει προς τη λύση τα τεράστια, σπαραχτικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα που παραμένουν άλυτα, και να εγγυηθεί το δημοκρατικό μέλλον της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας.

Εξάλλου, αν κοιτάξουμε καλύτερα τα πράγματα, η πολεμική και η απόπειρα να ματαιωθεί η προοπτική που εμείς προτείνουμε, δεν την εμπόδισε να έχει ήδη επιβεβαιωθεί ή να επιβεβαιώνεται στη συνείδηση ολοένα και πλατύτερων λαϊκών μαζών και στα πραγματικά τους κινήματα, και, σε κάποιο βαθμό και με διάφορους τρόπους, στην ίδια την πολιτική ζωή και στα κόμματα.

Εδώ βρίσκεται η επί πλέον απόδειξη ότι το πρόβλημα που θέσαμε γίνεται κάθε μέρα πιο ώριμο και επείγον.

Αν κανείς δεν είναι σε θέση να προδιαγράψει μια διαφορετική δημοκρατική εναλλακτική λύση, που να είναι εξίσου αξιόλογη και φερέγγυα με αυτήν που προτείνουμε, αυτό συμβαίνει γιατί τέτοια διαφορετική εναλλακτική λύση, στην Ιταλία, δεν υπάρχει.

Τα τρία επίπεδα πάνω στα οποία αναπτύσσεται η αντιπαράθεση και ο διάλογος με τον καθολικό κόσμο

Η πολιτική μας, του διαλόγου και της αντιπαράθεσης με τον καθολικό κόσμο, αναπτύσσεται κατ, ανάγκη πάνω σε διάφορα επίπεδα και με διάφορους συνομιλητές.

Υπάρχει, πρώτα απ, όλα, το πρόβλημα (πάνω στο όποιο η θέση αρχής μας και η πολιτική μας γραμμή είναι γνωστές) που τίθεται απ, την έντονη παρουσία, στην Ιταλία, της Καθολικής Εκκλησίας, και από τις σχέσεις της με το κράτος και την πολιτιστική ζωή.

Υπάρχει έπειτα το πρόβλημα της αναζήτησης της ευρύτερης, αμοιβαίας κατανόησης και της ενεργούς συνεννόησης με εκείνα τα καθολικά κινήματα και τις τάσεις που, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, εντάσσονται στους κόλπους του κινήματος των εργαζόμενων και προσανατολίζονται προς σαφώς αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.

Αλλά δεν μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να ξεφύγει από το άλλο μεγάλο πρόβλημα, την ύπαρξη και τη δύναμη ενός πολιτικού κόμματος σαν τη Χριστιανική Δημοκρατία (ΧΔ), που, εκτός απ, την ιδιότητα του «Χριστιανικού», που αποδίδει στον εαυτό του, συγκεντρώνει στις γραμμές του και κάτω απ, την επιρροή του ένα ευρύ μέρος των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών καθολικού προσανατολισμού.

Η «Rinascita» δημοσίευσε εδώ και μερικούς μήνες μια σειρά άρθρων και δοκιμίων, στα οποία εξετάστηκαν και ξεκαθαρίστηκαν οι διάφορες όψεις της ΧΔ.

Παραπέμπουμε σ, αυτά τον αναγνώστη και περιοριζόμαστε εμείς, σε τούτο το χώρο, στο να ξαναδιατυπώσουμε τους βασικούς όρους του προβλήματος.

Το κύριο λάθος που πρέπει να αποφύγουμε είναι να θεωρούμε την ιταλική Χριστιανική Δημοκρατία ή, πολύ περισσότερο, όλα τα κόμματα που φέρουν αυτό το όνομα, σαν μια κατηγορία ανιστορική, σχεδόν μεταφυσική, προορισμένη από τη φύση της, σε τελευταία ανάλυση, να είναι πάντα και παντού ευθυγραμμισμένη με την αντίδραση.

Είναι αλήθεια γελοίο το να ανάγεται σ, αυτό το απλοϊκό σχήμα, ουσιαστικά, ολόκληρη η ανάλυση της ΧΔ, έτσι όπως μας έρχεται από ανθρώπους που, όλο αλαζονεία, κοιτάζουν πώς να ανέβουν στην έδρα, προκειμένου να αρχίσουν να παραδίδουν μαθήματα μαρξισμού σ΄όλους μας.

Φυσικά, η κρίση μας για τη ΧΔ απέχει εξίσου από αυτήν που εκφέρουν εκείνοι οι ηγέτες της που, ανατρέποντας το περιεχόμενο αλλά διατηρώντας την ίδια ανιστορική μέθοδο που μόλις πριν επικρίναμε, παρουσιάζουν τη ΧΔ σαv ένα κόμμα πού, «από τη φύση του», υποτίθεται ότι είναι ο εγγυητής των ελευθεριών και ο σημαιοφόρος της δημοκρατικής προόδου.

Στην πραγματικότητα και οι δύο κρίσεις που θυμίσαμε στερούνται σοβαρότητας και έχουν έναν καθαρά υπολογιστικό χαρακτήρα.

Το μόνο μαρξιστικό κριτήριο, ή απλά το μόνο σοβαρό κριτήριο, είναι να εξετάζεται η ΧΔ μέσα στο πολιτικό πλαίσιο όπου βρίσκεται και δρα, μέσα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα όπου εκφράζεται.

Μόνο έτσι είναι δυνατό να επέμβουμε και να επιδράσουμε πραγματικά στους προσανατολισμούς και την πρακτική συμπεριφορά ενός παρόμοιου κόμματος.

Εμείς λάβαμε πάντα σοβαρά υπόψη το δεσμό ανάμεσα στη Χριστιανική Δημοκρατία και τις ηγετικές ομάδες της αστικής τάξης, και το σημαντικό, σε ορισμένες μάλιστα στιγμές προσδιοριστικό, βάρος που εκείνες ασκούν στην πολιτική της ΧΔ.

Αλλά μέσα και γύρω στη ΧΔ συγκεντρώνονται και άλλες δυνάμεις και άλλα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα, από εκείνα διαφόρων κατηγοριών της μεσαίας τάξης μέχρι συμφέροντα, που είναι αρκετά σημαντικά, κυρίως σε μερικές περιοχές και ζώνες της χώρας, λαϊκών στρωμάτων, νέων, γυναικών, ακόμα και εργατών.

Το βάρος και οι απαιτήσεις που προέρχονται απ, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις αυτών των κοινωνικών δυνάμεων, έγιναν περισσότερο ή λιγότερο αισθητές κατά τη διάρκεια της ζωής και της πολιτικής παρουσίας της ΧΔ, και μπορούν να οδηγηθούν στο να γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικές.

Πέρα από την ποικίλη και αντιφατική κοινωνική σύνθεση της ΧΔ πρέπει να ληφθούν υπόψη ή καταγωγή της, ή ιστορία της, οι παραδόσεις της και οι διάφορες πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις που κινήθηκαν και κινούνται στο εσωτερικό της, από τις αντιδραστικές στις συντηρητικές και μετριοπαθείς, μέχρι τις δημοκρατικές και προοδευτικές ακόμα.

Όλα αυτά συντελούν στο να εξηγηθεί πως οι ιστορικές περιπέτειες αυτού του κόμματος υπήρξαν αρκετά δαιδαλώδεις και πολλές φορές σφραγισμένες από αντιθετικές μεταξύ τους στάσεις.

Γεννημένο σα λαϊκό, δημοκρατικό και μη θρησκευτικό κόμμα, αντιτάχτηκε αρχικά στο φασιστικό κίνημα, περνώντας ύστερα στην υποστήριξη και στη συμμετοχή προς την πρώτη κυβέρνηση Μουσολίνι, για να αποσπασθεί απ, αυτήν στη συνέχεια και για να φτάσει, μέσα από μια επίπονη και επώδυνη διεργασία, στη συμμετοχή στον παράνομο αγώνα και στην πλήρη και άμεση στράτευση στην Αντίσταση, στο πλευρό των προλεταριακών και λαϊκών δυνάμεων, και σε ενότητα μ, αυτές.

Μετά την Απελευθέρωση, μετά την εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και μετά την επεξεργασία του Συντάγματος, που υπήρξε καρπός μιας συμφωνίας ανάμεσα στα μεγάλα μαζικά κόμματα (κομμουνιστικό, σοσιαλιστικό και χριστιανοδημοκρατικό), το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα -μέσα στο κλίμα διαίρεσης, στην Ευρώπη και στον κόσμο, που είχε δημιουργηθεί απ, τον επερχόμενο ψυχρό πόλεμο- υπήρξε ο κύριος αυτουργός της διάσπασης της κυβερνητικής συμμαχίας με τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, της συνδικαλιστικής ενότητας και γενικότερα της συνεννόησης ανάμεσα στις αντιφασιστικές δυνάμεις.

Και υπήρξε ακριβώς ή ΧΔ το κόμμα που πολιτεύθηκε, από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα, από θέσεις αντίθεσης και μετωπικής σύγκρουσης με το εργατικό και λαϊκό κίνημα, κομμουνιστικής η σοσιαλιστικής έμπνευσης.

Η ήττα αυτής της πολιτικής, ήττα που οφείλεται στη μαχητική ικανότητα της εργατικής τάξης, των μεροκαματιάρηδων, των αγροτών, των εργαζόμενων και των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους οργανώσεων, και που οφείλεται επίσης στην επιμονή με την όποία το κόμμα μας δεν παρέκκλινε ποτέ απ, την ενωτική του γραμμή, ξανάνοιξε μια προοπτική προχωρητικής πορείας στο δημοκρατικό κίνημα και στη χώρα, και δημιούργησε μια νέα κατάσταση ακόμα και στη ΧΔ.

Αυτή , πράγματι, παρ, όλο που διατηρεί τη συντηρητική και μετριοπαθή έμπνευση της γραμμής της, βρέθηκε στην αδυναμία να ξαναφέρει τη χώρα στις συνθήκες της κάθετης ρήξης και της μετωπικής αντίθεσης.

Όταν ένας άνθρωπός της, ο Ταμπρόνι, ρίχτηκε στην περιπέτεια σε μια έσχατη προσπάθεια να αποκαταστήσει τέτοιες συνθήκες, ανατράπηκε σύντομα από μια μεγάλη λαϊκή και ενωτική κίνηση και εκκαθαρίστηκε απ, το ίδιο του το κόμμα.

Υπάρχει όμως και συνέχεια: όταν ή ΧΔ, ηττημένη πάνω σ, ετούτη τη γραμμή της, έκανε την αρχή ενός ελιγμού νέου τύπου, με το πείραμα της κεντροαριστεράς για να επιτύχει την απομόνωση του ΙΚΚ, απέτυχε και σε τούτο το πεδίο.

Από την κρίση προοπτικών που προσδιορίζεται απ, τη χρεοκοπία των διαφόρων αποπειρών για την επιβεβαίωση μιας γραμμής διαίρεσης στο λαό και στη χώρα, ή ΧΔ δεν βγήκε ακόμα.

Αντιλαμβάνεται ότι είναι αρκετά δύσκολο και ότι μπορεί να εγκυμονεί μοιραίες περιπέτειες, για όλους η για την ίδια, το να παίζει το χαρτί της αντίθεσης και της σύγκρουσης, άλλα δεν έφτασε ακόμα στο σημείο να πάρει με συνέπεια έναν αντίθετο δρόμο.

Και σ, αυτό ακριβώς έγκειται μια απ, τις προσδιοριστικές αιτίες της κρίσης που σφίγγει τη χώρα.

Προς ένα νέο μεγάλο «Ιστορικό συμβιβασμό» ανάμεσα στις δυνάμεις που εκπροσωπούν τn μεγάλη πλειοψηφία του λαού

Τι να κάνουμε;

Προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κοιτάξουμε εμείς να σπρώξουμε τα πράγματα;

Απ, τη συνοπτική ανακεφαλαίωση που κάναμε, της κοινώνικης σύνθεσης και της πολιτικής διαγωγής της ΧΔ, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι μεταβολές προσδιορίζονται είτε απο την εσωτερική της διαλεκτική, είτε και, ακόμα περισσότερο, απ, τον τρόπο με τον όποιο εξελίσσονται τα διεθνή και εσωτερικά γεγονότα, απ, τους αγώνες και τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις και ανάμεσα στα κόμματα, απ, την επίδραση που όλα αυτά ασκούν πάνω στην κατάσταση.

Ας σκεφτούμε την πιο πρόσφατη περίπτωση, την κυβέρνηση Αντρεότι: η ενεργή εχθρότητα των λαϊκών μαζών, ή μαχητικότητα και ή ενωτική πρωτοβουλία της κομμουνιστικής αντιπολίτευσης, η πάλη του σοσιαλιστικού κόμματος και ή πάλη ομάδων, ρευμάτων και προσωπικοτήτων της ίδιας της ΧΔ, οδήγησαν στη διάσπαση της κεντροδεξιάς ένωσης και δημιούργησαν μια κατάσταση στην οποία ή ίδια ή πλειοψηφία των δυνάμεων στο εσωτερικό της ΧΔ, που είχε φέρει τον Αντρεότι στην κυβέρνηση, η που οπωσδήποτε τον υποστήριζε, έλειψε.

Η ΧΔ χρειάστηκε να εγκαταλείψει τη γραμμή και την προοπτική της κεντροδεξιάς.

Μια που αυτή είναι η πραγματικότητα της ΧΔ και το σημείο στο οποίο αυτή βρίσκεται σήμερα, είναι σαφές ότι το καθήκον ενός κόμματος σαν το δικό μας δεν μπορεί να είναι παρά να απομονωθούν και να ηττηθούν δραστικά οι τάσεις που υπολογίζουν -ή που μπορούν να μπουν στον πειρασμό να υπολογίζουν- στην αντίθεση και στην κάθετη διαίρεση της χώρας, ή που οπωσδήποτε επιμένουν στον εκ των προτέρων αποκλεισμό του ΙΚΚ, με ιδεολογικά αντικομουνιστικά κριτήρια, που στην Ιταλία, σηματοδοτεί ταυτόχρονα τον κίνδυνο εθνικού διχασμού.

Το ζήτημα είναι απεναντίας, να ενεργεί το κόμμα μας ωστε να βαραίνουν όλο και πιο πολύ, μέχρι που να υπερισχύσουν, οι τάσεις που, με ιστορικό και πολιτικό ρεαλισμό, αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα και την ωριμότητα ενός εποικοδομητικού διαλόγου και μιας συνεννόησης ανάμεσα σ, όλες τις λαϊκές δυνάμεις, χωρίς αυτό να σημαίνει συγχύσεις η παραίτηση απ, τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που χαρακτηρίζουν την καθεμία απ, τις δυνάμεις αυτές.

Βέβαια, εμείς πρώτοι κατανοούμε ότι ή πορεία προς τούτη την προοπτική δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να είναι βιαστική.

Ξέρουμε επίσης καλά ποιες και πόσο σκληρές και επίμονες μάχες θα χρειασθεί να δώσουμε στα πιο διαφορετικά επίπεδα, και όχι μόνο στο κόμμα μας, με απόφαση και με υπομονή, για να επιβεβαιώσουμε τούτη την προοπτική.

Αλλά ούτε πρέπει επίσης να πιστεύουμε ότι έχουμε στη διάθεσή μας ατέλειωτο καιρό.

Η σοβαρότητα των προβλημάτων της χώρας, οι απειλές αντιδραστικών περιπετειών, που πάντα επίκεινται, και η αναγκαιότητα ν, ανοίξει τελικά για το έθνος ένας σίγουρος δρόμος οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικης ανανέωσης και δημοκρατικής προόδου, καθιστούν όλο και πιο επείγον και ώριμο το καθήκον να φτάσουμε σε εκείνο που μπορεί να οριστεί σαν ο νέος μεγάλος «ιστορικός συμβιβασμός» ανάμεσα στις δυνάμεις που συσπειρώνουν και εκπροσωπούν τη μεγάλη πλειοψηφία του ιταλικού λαού.
http://www.metarithmisi.gr/