05 Φεβρουαρίου 2013

Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε. Διλήμματα στα Τίρανα, 100 χρόνια μετά την ανεξαρτησία

By Σταύρος Γ. Ντάγιος
Το τιθέμενο ερώτημα αν η Αλβανία βαδίζει εντός ή εκτός Ευρώπης μόνον ρητορικό και άτοπο δεν είναι. Η Αλβανία, τα τελευταία είκοσι χρόνια του μεταπολιτευτικού της βίου, πορεύεται ιδιότυπα μεταξύ Ευρώπης και εκτός αυτής, ηθελημένα ή μη. Ο δύσκολος αυτός γείτονας, εν τέλει, αισθανόμενος βαθύτατα αδικημένος από το ιστορικό παρελθόν του, προσπαθεί «να κερδίσει το χαμένο έδαφος», να αποκαταστήσει τις «ιστορικές αδικίες» που διεπράχθησαν εις βάρος του και, εκδηλώνοντας άλλοτε συμπλέγματα ηττοπάθειας και άλλοτε άκρατης εθνικιστικής υπεροψίας, καθίσταται περισσότερο υπολογίσιμος παράγοντας στα Βαλκάνια από ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν.
Παρότι η αλβανική κοινωνία έχει πλήρη επίγνωση ότι τόσο το πλέγμα της ηττοπάθειας όσο και ο εθνικιστικός εθισμός είναι αδιέξοδα, αρέσκεται, ωστόσο, να ζει στον αστερισμό των εθνικιστικών μυθευμάτων περί ιστορικής κατάφορης αδικίας και βολεύεται με το άλλοθι και το πρόσχημα της αποκατάστασης, χωρίς να καταβάλει προσπάθειες να απογαλακτιστεί και να αυτονομηθεί από το νηπιώδες και εριστικό αυτό πλέγμα.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 –πριν από ακριβώς 100 χρόνια- ο Αλβανός εθνικιστής και βαθύτατα ελληνομαθής Ισμαήλ Μπέι Βλόρα (1844-1919) κατόρθωσε, έπειτα από πολλά χρόνια κοπιωδών προσπαθειών και αγώνων, να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος. Με την ενέργεια αυτή, η αλβανική αναγεννησιακή κίνηση είχε καταφέρει να διεγείρει, τρόπον τινά, την νυσταλέα εθνική συνείδηση των Αλβανών. Έτσι, η γεωγραφική έως τότε έκφραση, όπως προκλητικά αποκαλούσε την Αλβανία ο Γερμανός καγκελάριος Μπίσμαρκ, αποκτούσε κρατική υπόσταση και εθνική συνείδηση, σε πείσμα όσων υποτιμούσαν την ύπαρξή της στο κέντρο των Βαλκανίων.

Η σοβαρή, ωστόσο, ιστοριογραφία, διίσταται στις απόψεις της εάν η ανεξαρτησία της Αλβανίας συνιστά όντως έργο των Αλβανών εθνικιστών και των αγώνων των ιδίων των Αλβανών ή είναι απόρροια των συγκρουόμενων συμφερόντων της διεθνούς διπλωματίας και, πρωτίστως, της επιμονής της Αυστροουγγαρίας να αποτρέψει την έξοδο της Ιταλίας προς τα Δυτικά Βαλκάνια και το διαμελισμό της μικρής χώρας από την Ελλάδα και την Σερβία.

Στην πραγματικότητα, ο μαζικός εξισλαμισμός του αλβανικού στοιχείου από τον 17ο κιόλας αιώνα, συνοδευόμενος από μια σειρά προνομίων, καθυστέρησε, εκ των πραγμάτων, την εθνική αφύπνιση των Αλβανών στις προσπάθειές τους να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, όπως είχαν πράξει οι γείτονές τους Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι κλπ, αφού οι μουσουλμάνοι Αλβανοί πάντοτε ήταν άρρηκτα δεμένοι και συντεταγμένοι με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο εξισλαμισμός άνοιγε το δρόμο της εξέλιξης, του χρηματισμού, του πλούτου και της ισχύος. Έχοντας, λοιπόν, συνδέσει την τύχη και την ευημερία τους με την ύπαρξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί προνομιούχοι εξισλαμισθέντες διάκειντο δυσμενώς προς κάθε προσπάθεια αλλαγής του status quo που θα έθιγε τα συμφέροντά τους και τα αποκτηθέντα προνόμια [1]. Ωστόσο, αμέσως μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους, μερίδα των Αλβανών μπέηδων και γαιοκτημόνων, νοσταλγούντων της Υψηλής Πύλης, εξηγέρθησαν και ζήτησαν την επαναφορά του παλαιού καθεστώτος και του οθωμανικού δεσποτισμού, οδηγώντας την χώρα σε απροσμέτρητο όλεθρο, γιατί οι αποσταθεροποιητικές και αποσχιστικές τους ενέργειες έθεταν σε κίνδυνο το νεοσύστατο κράτος και, από την άλλη, άνοιγαν τις ορέξεις των γειτόνων για το διαμελισμό του.

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αδιαφορούσαν ή δεν επεδείκνυαν ζωηρό ενδιαφέρον για την τύχη της Αλβανίας. Μάλιστα, το 1913, στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων αποφασίστηκε ο οριστικός διαμελισμός της, αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη ότι η χώρα δεν έπρεπε να διαμελιστεί. Προτάθηκε, αντ' αυτού, να καταστεί πριγκιπάτο υπό τον Γερμανό πρίγκιπα William Wied. Προσθέτως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αντέδρασαν στις βλέψεις των γειτόνων. Εντούτοις, οι μουσουλμανικές καταβολές των Αλβανών εθνικιστών και οι δεσμοί τους με την οθωμανική Τουρκία παρέμεναν ισχυρές. Η οπισθοδρομική τους εμμονή και η νοσταλγία συνέτειναν ώστε το 1914, η Αλβανία να βρεθεί στο χείλος ενός εμφυλίου σπαραγμού, όταν ξανά οι σκοταδιστικές δυνάμεις επιχείρησαν να επαναφέρουν το παλαιό καθεστώς υπό την Τουρκία. Ο βαθύτατος αυτός διχασμός, μεταξύ των προοδευτικών και φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, αφενός, και των οπισθοδρομικών και φιλο-οθωμανικών υπολειμμάτων αφετέρου θα συνεχίσει για πολλές δεκαετίες, ανακινούμενος μάλιστα και έξωθεν. Υπό κάποια έννοια, το ενδόμυχο δίλημμα, αν δηλαδή (πρέπει να) ανήκει η Αλβανία στη Δύση ή στην Ανατολή, εξακολουθεί να υφίσταται, υποβόσκον, ακόμα και σήμερα, και να χαρακτηρίζει, ως ενός σημείου, την αλβανική κοινωνία των πολιτών ή οποία σε περιόδους ύφεσης και κρίσεων εμφανίζεται διχασμένη.

Στη συνέχεια, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία, ως μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, αδιαφορώντας για την τύχη της Αλβανίας, δήλωναν ότι δεν θα αντιδρούσαν σε περίπτωση οριστικού διαμελισμού της χώρας, αλλά η παρεμβατική πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Woodrow Wilson (άσκησε βέτο στην σχετική ψηφοφορία το 1922) απέτρεψε για μια ακόμα φορά το ενδεχόμενο διαμελισμού της Αλβανίας. Η σωτήρια ενέργεια του Αμερικανού προέδρου αποτελεί σημείο αναφοράς για τους Αλβανούς και τη σύγχρονη ιστορία τους. Η ίδια σχεδόν ευεργετική πρωτοβουλία προς όφελος του αλβανικού έθνους θα επαναληφθεί με την στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ υπό τον Πρόεδρο Κλίντον στην εκπνοή του περασμένου αιώνα (1999), όταν διέταξε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς στο Κόσσοβο με τα γνωστά αποτελέσματα για όλη την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Οι δυο αυτές πολιτικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, σε κομβικά σημεία της νεότερης αλβανικής ιστορίας, εξηγούν την καταφανή αλβανική προσκόλληση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και, αντίστοιχα, την επίσης καταφανή εύνοια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Αλβανία και, θα λέγαμε, την αποστροφή των Τιράνων προς τους Ευρωπαίους, η πολιτική των οποίων χαρακτηρίζεται από κωλυσιεργία, παλινωδίες και προσκόμματα.

Την περίοδο της επικράτησης του κομουνιστικού καθεστώτος (1944-1990) η Αλβανία εφήρμοσε την πιο σκληρή σταλινική πολιτική απομόνωσης και, στις καινούριες συνθήκες, η αλβανική κομουνιστική πολιτική, υπό τη νουθεσία της Μόσχας, μεμφόταν και κατέκρινε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό με γελοιωδέστατους λεονταρισμούς, αλλά το στρατηγικό ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον προς την Αλβανία οδηγούσε τους Αμερικανούς να μέμφονται μεν τους κομουνιστές των Τιράνων αλλά να διατηρούν στους διπλωματικούς σχεδιασμούς τους την σημασία της Αλβανίας. Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ακατάληπτη απραξία των Αμερικανών στις κρίσιμες ιστορικές καμπές του αλβανικού κράτους (1948, 1960, 1978). Το κράτος των Τιράνων, μετά τη ρήξη με τη Μόσχα (1960) εκμεταλλευόμενο στο έπακρον τις διαφωνίες των δυο μεγάλων υπερδυνάμεων της εποχής, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, πορεύτηκε στο «δικό του ανεξάρτητο δρόμο».

Όσον αφορά στις σχέσεις με την Ελλάδα, όταν χρειάστηκε, η Αλβανία κράδαινε την «ιστορική και θρησκευτική συγγένεια» με τον ανατολικό και μουσουλμανικό κόσμο. Η απολύτως αποστρατιωτικοποιημένη και ερμητικά απομονωμένη Αλβανία δεν συνιστούσε καμιά απειλή για την περιοχή, αφού στο έδαφός της δεν επέτρεπε την εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων, άρα, μπορούσε να «απολαμβάνει τους καρπούς της σοσιαλιστικής ευημερίας, απερίσπαστη». Ενδεικτικό είναι ότι παρ' όλη την αποχώρηση των σοβιετικών στρατιωτικών βάσεων από την Αλβανία τη δεκαετία του ‘60, η χώρα δεν απειλήθηκε από το δυτικό μπλοκ και το ΝΑΤΟ. Αν την εξετάσουμε, όμως, στη βάση της, η αλβανική εξωτερική πολιτική, από καταβολής του αλβανικού κράτους, παραμένει διλημματική και αντιφάσκουσα, εν πολλοίς, με βήματα προς το ευρωπαϊκό ιδεώδες και παλινδρομήσεις προς το μουσουλμανικό παραδοσιακό οπισθοδρομικό παρελθόν και, πρόσφατα, προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μετά την μεταπολίτευση (όταν το κομουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε με κρότο, 1991) η Αλβανία διήλθε από έναν δικό της εσωστρεφή κόσμο και βρέθηκε ξανά ενώπιον βασικών διλημμάτων, κυρίως αναφορικά με την στάση στο ζήτημα του Κόσοβου. Και τότε, προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι Αλβανοί διαπίστωναν με αμηχανία και για άλλη μια φορά τη γνωστή ακηδία και την ανεξήγητη αδράνεια (την παραδοσιακή) της γερασμένης και διιστάμενης εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης, ενώ, απεναντίας, η αντίστοιχη αμερικανική, εμφανιζόταν σφριγηλή. Ακριβώς εκεί, στην Αμερική, εναπόθεσαν και πάλι τις ελπίδες τους οι Αλβανοί για την οριστική επίλυση του αλβανικού ζητήματος (Αλβανίας, Αλβανών του Κόσοβου και της πΓΔΜ) και της «εθνικής τους ολοκλήρωσης». Πράγματι, η κυβέρνηση Κλίντον, με την ισχύ των όπλων, δεν τους διάψευσε, απεναντίας ευνόησε τις προσπάθειές τους για την οριστική απόσχιση του Κόσοβου από τον πρώην γιουγκοσλαβικό ιστό και τη δημιουργία ενός άλλου ανεξάρτητου και κυρίαρχου αλβανικού κράτους στα Βαλκάνια, του Κόσοβου. Η ιστορία δεν γράφηκε ποτέ με τον υποθετικό σύνδεσμο «εάν», πλην όμως χωρίς τη δυναμική στρατιωτική επέμβαση των νατοϊκών δυνάμεων, η απόσχιση του Κόσοβου δεν θα καθίστατο ποτέ εφικτή.

Το 1992, με μια απερίσκεπτη πολιτική κίνηση, η ερχόμενη στην εξουσία κυβέρνηση Μπερίσα, η οποία φέρει την προσωπική σφραγίδα του σημερινού πρωθυπουργού, στρέφεται ξανά προς το μουσουλμανικό κόσμο και προσχωρεί στην Οργάνωση της Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ) για να πυροδοτήσει τα πυρά της μαινόμενης αντιπολίτευσης η οποία την εγκάλεσε για νηπιώδη διπλωματικά και πολιτικά ατοπήματα. Πράγματι, η απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης δεν κυρώθηκε ποτέ από το αλβανικό κοινοβούλιο και συνιστά μια αταβιστική αναβίωση των ιστορικών κακέκτυπων πολιτικών καταβολών. Οι έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας ανάγκασαν τις αλβανικές κυβερνήσεις να υποβαθμίσουν τη συμμετοχή της Αλβανίας στην ΟΙΔ για να καταστεί τελικά απλό παρατηρητικό μέλος. Άλλωστε, τα πρακτικά οφέλη από τη συμμετοχή αυτή είναι μηδαμινά ή απειροελάχιστα, τόσο οικονομικά όσο και σε επίπεδο εφαρμοστικής αποτελεσματικότητας. Ενθυμούμαστε ότι από τα μέλη της ΟΙΔ μόνον τέσσερα αναγνώρισαν το Κόσοβο ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και αυτά με ετεροβαρείς πολιτικές ενέργειες. Συνεπώς, η διπλωματική αυτή πρωτοβουλία των Αλβανών, πέραν του ότι κατέστη αχρηστευμένο διπλωματικό εργαλείο, παραμένει και ένα υπολογίσιμο πρόσκομμα στην πορεία της Αλβανίας προς τις ευρωατλαντικές δομές.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΑΛΒΑΝΙΑ;
Πώς εξηγείται, ωστόσο, η παραδοξότητα αυτή, η αδιαφορία του κόσμου αφενός και το ενδιαφέρον των ισχυρών αφετέρου για την μικρή αυτή χώρα, και ποια είναι, τελικά, η Αλβανία; Είναι αυτή που με μονομέρεια και ουκ ολίγες φορές με καταφανή επιπολαιότητα και αποστεωμένους ορθολογισμούς, προβάλλουν τα ΜΜΕ, είναι οι κατεστημένες αντιλήψεις που είχαμε και έχουμε γι’ αυτή (από την εποχή του κομουνιστικού απομονωτισμού κυρίως) ή κάτι άλλο; Την αναγνωρίζουμε ως μια χώρα η οποία κατά καιρούς ταράζει τα νερά με εθνικιστικά πυροτεχνήματα, ή θα μας εκπλήσσει αρνητικά, όπως συνέβη όταν υπέγραφε με σοβαροφάνεια την συμφωνία για τη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών με την Ελλάδα, και μετά την αναιρούσε μονομερώς και απροσχημάτιστα διότι την έβρισκε αντισυνταγματική χωρίς καν να τεθεί στο Κοινοβούλιο προς κύρωση; Πώς εξηγείται αυτή επίδειξη πολιτικού λεονταρισμού προς με την Ελλάδα, τη στιγμή που ζουν και εργάζονται, περιστασιακά ή μόνιμα, πάνω από μισό εκατομμύριο Αλβανών στη χώρα μας, νόμιμοι ή λαθραίοι; Ποια είναι, εν τέλει, η Αλβανία του 2012;

Η Δημοκρατία της Αλβανίας είναι μια μικρή γεωγραφικά χώρα, με έκταση 28.748 km2, με μήκος συνόρων 1.094 km, εκ των οποίων ακτογραμμή 362 km, και μήκος συνόρων με την Ελλάδα 282 km. Η μεταπολιτευτική Αλβανία απέκτησε σύνταγμα μόλις στις 21 Νοεμβρίου 1998 το οποίο ισχύει ύστερα από δημοψήφισμα, είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία και το Κοινοβούλιό της αποτελείται από 140 βουλευτές, εκλεγόμενοι άμεσα ή βουλευτές επικράτειας (από λίστα). Η Αλβανία παρουσιάζει νεανική ηλικιακή δομή (από τις νεανικότερες στην Ευρώπη) παρά τη συνεχή μαζική μεταναστευτική ροή και τη μείωση του πληθυσμού (2011: 2.831.741 κάτοικοι, ενώ το 2001: 3.069.275 κάτοικοι, άρα σημειώνεται μια μείωση -7,7%), το 66,9% του πληθυσμού είναι 15-60 χρόνων, σε παραγωγική ηλικία. Επίσημα, ο αριθμός των ανέργων στην Αλβανία είναι μικρός, 13,5% το 2011, ήτοι 142.950 άνεργοι αλλά το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι σαφώς μεγαλύτερο. Ο πληθωρισμός το 2011 ανήρχετο σε +/- 3%. Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση του 2011, ο βασικός μισθός στον ιδιωτικό τομέα ανέρχεται σε 20.000 αλβανικά λεκ [2], ενώ ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα το 2011 σε 47.660 αλβανικά λεκ.

Η Αλβανία είναι πλούσια σε ορυκτά αποθέματα, πετρέλαιο, άνθρακα, φυσικό αέριο, βασάλτες, ασβεστόλιθους, αλάβαστρο και λοιπά πετρώματα.[3] Για παράδειγμα, τα εκτιμώμενα αποθέματα σε χρώμιο ανέρχονται σε 36,9 εκατομμύρια τόνους, κατατάσσοντας την Αλβανία πρώτη χώρα στην Ευρώπη, ενώ σε χαλκό 27 εκατομμύρια τόνους. Η Αλβανία είναι επίσης πλούσια σε υδάτινους πόρους (κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανά κάτοικο στην Ευρώπη). Πλούσιο είναι το υπέδαφός της και σε σίδηρο-νικέλιο, πυριτικό νικέλιο, το οποίο υπολογίζεται σε 311 εκατομμύρια τόνους. Μέχρι το 2009 είχαν δοθεί συνολικά 832 άδειες εκμετάλλευσης ορυκτού πλούτου, οι 262 εκ των οποίων αφορούσαν την εκμετάλλευση αποθεμάτων χρωμίου.

Η μεταπολιτευτική Αλβανία κληρονόμησε ένα ισχυρό και οργανωμένο εκπαιδευτικό δίκτυο, με μηδενικό ποσοστό λειτουργικού αναλφαβητισμού, μια παράδοση η οποία συνεχίζεται. Αναφέρουμε ότι κατά το σχολικό έτος 2009-2010 στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση φοιτούσαν 116.292 φοιτητές, αριθμός αρκετά μεγάλος για τα μεγέθη της χώρας, εκτός του ιδιαίτερα μεγάλου βαθμού αλβανοπαίδων που φοιτούν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Σύμφωνα με την εκτίμηση του αλβανικού Υπουργείου Οικονομικών το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές το 2011 ανήρχετο σε 1.314,7 δισεκατομμύρια αλβανικά λεκ, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2010 ανήρχετο σε 2.816 ευρώ. Στην τομεακή κατανομή του ΑΕΠ, δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει η παροχή υπηρεσιών, στο 73% (εμπορική δραστηριότητα, ξενοδοχειακός τομέας και εστίαση 29%, κατασκευές 19%, μεταφορές 8%, υπηρεσίες ταχυδρομείου, τηλεπικοινωνίες: 7%, λοιπές υπηρεσίες: 37%) ακολουθούμενη από τη γεωργική παραγωγή στο 18%, και τη βιομηχανική στο 9%. Το δημόσιο χρέος της Αλβανίας ανήρχετο το 2011 σε 60% του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας το 2011 σε -3,5% του ΑΕΠ. Η Αλβανία έχει από τα υψηλότερα εσωτερικά χρέη και αυτό θεωρείται από τα πλέον τρωτά σημεία της αλβανικής παραπαίουσας εθνικής οικονομίας.

Τα τελευταία έξι χρόνια παρατηρείται ραγδαία αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, με την Ελλάδα να υπερέχει κατά πολύ, σε σχέση με την συναγωνιζόμενη Ιταλία, η οποία όμως έρχεται πρώτη στο εξωτερικό εμπόριο. Συγκεκριμένα:
02.jpg
Η Αλβανία παραμένει, ωστόσο, η χώρα με τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά εμβάσματα κατά κεφαλήν του πληθυσμού τα οποία, όμως, σημειώνουν φθίνουσα πορεία, ανερχόμενα το 2011 σε 693 εκατομμύρια ευρώ, από τα 952 εκατομμύρια ευρώ το 2007.
Η Αλβανία έχει θετικούς αριθμούς ανάπτυξης, αλλά τα παρεχόμενα στοιχεία διίστανται:
03.jpg

Η μεταπολιτευτική Αλβανία είναι μέλος των ΗΕ (από το 1921) [4] και των κυριότερων διεθνών οργανισμών και φορέων. Από τις 28 Σεπτεμβρίου 2000 καθίσταται μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, από το 2007 της CEFTA (Central European Free Trade Agreement) και από την 1η Απριλίου 2009 εντάσσεται στις δομές του ΝΑΤΟ. Το τελευταίο γεγονός θεωρήθηκε διπλωματικό επίτευγμα της κυβέρνησης Μπερίσα, ωστόσο, πολύ σύντομα, η πορεία της προς την Ευρώπη έκανε βήματα προς τα πίσω, καθώς, σύμφωνα με την από 12/10/2011 Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν χρίστηκε υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα. Στο σκεπτικό της απόρριψης των Βρυξελών σημειώνεται, μεταξύ των άλλων, ότι, σύμφωνα με το Δείκτη Διαπιστούμενης Διαφθοράς για το 2009 της «Διεθνούς Διαφάνειας», η Αλβανία είναι μία από τις πλέον διεφθαρμένες χώρες στην Ευρώπη. Προσθέτει δε ότι η Αλβανία είναι μέλος της Οργάνωσης της Ισλαμικής Διάσκεψης, η οποία περιορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, με αποτέλεσμα να αντιμάχεται τις βασικές αρχές στις οποίες εδράζεται η ΕΕ [5].
04.jpg

Στο ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου η Ελλάδα υπολείπεται της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, το 2011, οι αλβανικές εξαγωγές προς την Ιταλία ανέρχονταν σε 53,1%, προς Τουρκία 7,6%, προς Κόσσοβο 7,5%, και προς Ελλάδα 5,1%, με κυριότερα εξαγόμενα προϊόντα το 2011: Είδη ένδυσης και υπόδησης (33%), ορυκτά μέταλλα, καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια (30%), η οποία προέρχεται κατά κύριο λόγο από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς. Οι κυριότερες χώρες εισαγωγής προϊόντων είναι για το 2011, Ιταλία 30,5%, Ελλάδα 10,6%, Κίνα 6,3%, Γερμανία 5,8% και Τουρκία 5,4%.
Συγκεκριμένα, τα δυο τελευταία χρόνια οι ελληνο-αλβανικές εμπορικές συναλλαγές παρουσιάζουν την ακόλουθη εικόνα:
05.jpg
Πρέπει να σημειώσουμε ότι έντονη είναι η ελληνική παρουσία στoν τηλεπικοινωνιακό τομέα (κινητή τηλεφωνία). [6] Αναλυτικά, τον Μάιο του 1996 στην Αλβανία μπήκε για πρώτη φορά η κινητή τηλεφωνία και η πρώτη εταιρεία έφερε ελληνική σφραγίδα. Έκτοτε στην τηλεπικοινωνιακή αγορά της χώρας λειτουργούν τρείς βασικές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, η AMC, Vodafone Albania και Eagle Mobile, οι δυο πρώτες ελληνικών συμφερόντων και η τρίτη τουρκικών. Το 2009 ανά 100 κατοίκους αντιστοιχούσαν 130 κινητές τηλεφωνικές συσκευές, ενώ το 2010 οι χρήστες κινητής τηλεφωνίας ανέρχονταν σε 4,2 εκατομμύρια. Το συνολικό εισόδημα των τριών εταιρειών ανήρχετο, το 2008 σε 500 εκατομμύρια ευρώ ήτοι 5,76% του συνολικού ΑΕΠ.

Αδρομερώς, η Ελλάδα και η Ιταλία συναγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία εξαγωγών και επενδύσεων στην Αλβανία, με την Ελλάδα να υπερισχύει στις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο και να υπερέχει εμφανώς στον επενδυτικό τομέα. Όμως, συγκριτικά με το γενικό όγκο εισαγωγών και εξαγωγών, η Ιταλία υπερτερεί εμφανώς σε σχέση με την Ελλάδα:
06.jpg
Ωστόσο, η Ελλάδα προηγείται καθαρά στις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Αλβανία:
07.jpg

Στο τέλος του 2010 στην αλβανική οικονομία δραστηριοποιούντο πάνω από 100.000 επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 16.290 ξεκίνησαν την εμπορική τους δραστηριότητα το 2010. Το μεγαλύτερο μέρος των αλβανικών επιχειρήσεων (38,1%) έχει έδρα την ευρύτερη περιφέρεια των Τιράνων, ενώ το 12,15% την περιφέρεια Δυρραχίου, το 9,27% την περιφέρεια Φιέρι και το 8,35% την περιφέρεια της Αυλώνας. Οι πιο συνηθισμένες νομικές μορφές εταιρειών είναι οι ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνιστούν το 80% του συνόλου, και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης οι οποίες καταλαμβάνουν ποσοστό 17,5%. Οι ανώνυμες εταιρείες αντιπροσωπεύουν μόλις του 0,72% του συνόλου. Το 44,4% των επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στον εμπορικό τομέα, το 15,57% στον κλάδο των ξενοδοχείων και της εστίασης, το 10,29% στον τομέα μεταφορών και επικοινωνιών, το 9,9% στη βιομηχανία, το 4,22% στον κατασκευαστικό κλάδο και το 1,69% στον αγροτικό τομέα. Η συντριπτική πλειοψηφία (90,94%) των επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους και απασχολούν 1-4 εργαζόμενους. Το 4,75% απασχολεί 5-9 εργαζόμενους, ενώ μόλις 0,84% των επιχειρήσεων αριθμούν περισσότερους από 50 εργαζομένους. [7]

Ο κύκλος εργασιών του τομέα λιανικού εμπορίου στην Αλβανία ανέρχεται σε 2 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 1,2 δισ. επιτυγχάνονται στην ευρύτερη την περιοχή των Τιράνων και του Δυρραχίου.

Σημασία έχει να τονίσουμε ότι οι ελληνικές επενδύσεις στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα υπολογίσιμες παρότι την τελευταία τετραετία γνωρίζουν αισθητή πτώση. Σημειώνουμε ότι η πρώτη ιδιωτική τράπεζα στην Αλβανία λειτούργησε το 1996 και έφερε και πάλι ελληνική σφραγίδα. Έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2011, τέσσερις ελληνικές τράπεζες κατείχαν το 22% του συνολικού τραπεζικού κεφαλαίου της χώρας, ενώ το 2010 αντιστοίχως κατείχαν το 23,1%. Το 2008 κατείχαν το 28% του συνολικού κεφαλαίου, αλλά και πάλι τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παραμένουν υψηλά στην προτίμηση των Αλβανών καταθετών, γεγονός που σχετίζεται και με την παρουσία των Αλβανών μεταναστών που εργάζονται στην Ελλάδα και διευκολύνονται κατά τη μεταφορά των χρημάτων και εμβάσεων (χαμηλότερες προμήθειες). Οι ελληνικές τράπεζες το 2011 κατείχαν το 29% της πιστωτικής αγοράς από το 34,5% που κατείχαν το 2010 και το 41% που κατείχαν το 2008. Κορυφαίοι Αλβανοί οικονομικοί παράγοντες εκτιμούν ότι η πτώση του ρόλου των ελληνικών τραπεζών στον πιστωτικό τομέα συνιστά αρνητική εξέλιξη για την αλβανική εθνική οικονομία, καθώς η τραπεζική δραστηριότητα των εν λόγω τραπεζών κατά την περίοδο 2002-2008 έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας.

Συγκριτικά, τα αυστριακά τραπεζικά κεφάλαια καλύπτουν το 27,6% του συνολικού τραπεζικού κεφαλαίου της χώρας, κατέχοντας έτσι την πρώτη θέση, ακολουθούμενα από τα ελληνικά με ποσοστό 22% και τα τουρκικά με 17,4%, τα οποία όμως σημειώνουν ραγδαία ανοδική τάση, σε αντίθεση με τα μειούμενα ελληνικά.

Τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επένδυσαν στην Αλβανία στις αρχές του 2000, λόγω του παρθένου τραπεζικού τομέα αλλά και της παρουσίας πολλών επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων.
Η οικονομική ύφεση στην Ελλάδα από το 2008 και μετά είχε αρνητικό αντίκτυπο και στις ελληνικές επενδύσεις στην Αλβανία, με κύριο χαρακτηριστικό τα κατακόρυφη μείωση των εισαγωγών της Αλβανίας από την Ελλάδα. Ο τομέας που γνώρισε μεγαλύτερη πτώση είναι αυτός των υγρών καυσίμων αλλά και οι ελληνικές υπεργολαβικές εταιρείες στον τομέα της ένδυσης και υπόδησης, με πολλές εταιρείες στο αλβανικό νότο να κλείνουν η μια πίσω από την άλλη. [8]

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Με την επάνοδό της στην εξουσία (είχε χάσει τις εκλογές το 1997 ύστερα από το σκάνδαλο των παρατραπεζών και των πυραμιδικών σχημάτων), η κυβέρνηση Μπερίσα (2005-2009 πρώτη θητεία, 2009-και εφεξής) κατέβαλε προσπάθειες για την εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και την πάταξη της εκτεταμένης διαφθοράς. Ωστόσο, ο κυβερνητικός συνασπισμός, που αποτελείται από κόμματα της δεξιάς, βρέθηκε ενώπιον απρόσμενων δυσκολιών και αντίδρασης από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καθώς κατηγορήθηκε για εκτεταμένη καλπονοθεία και αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, με αποκορύφωμα τις διαδηλώσεις στην αλβανική πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 2010, διαδηλώσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο τριών ατόμων από τις δυνάμεις καταστολής του κρατικού μηχανισμού.

Οι θάνατοι αυτοί τροφοδότησαν οξεία αντιπολιτευτική αντιπαράθεση με σκληρές αλληλοκατηγορίες: η αντιπολίτευση εγκαλούσε την κυβερνώσα παράταξη για διάπραξη ειδεχθών πολιτικών και ποινικών αδικημάτων, ενώ η κυβέρνηση με τη σειρά της κατηγορούσε την αντιπολίτευση ότι είχε επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία με πραξικοπηματικό τρόπο και να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Προς κατευνασμό της κλιμακούμενης κρίσης, ο Αμερικανός πρέσβης στα Τίρανα κάλεσε και τις δυο αντιπαρατιθέμενες πλευρές να επιδείξουν εγκράτεια και νηφαλιότητα για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας. Ένα χρόνο αργότερα, στη μνήμη των τριών δολοφονηθέντων (Ιανουάριος 2011) τα αντιπολιτευόμενα κόμματα επιχείρησαν να οργανώσουν κλιμακούμενες διαμαρτυρίες, πλην όμως οι ενέργειες αυτές δεν είχαν ούτε την αίγλη, ούτε το μέγεθος των προηγουμένων. Ύστερα από ένα χρόνο, η αλβανική δικαιοσύνη αδυνατούσε να διερευνήσει και να διαλευκάνει το «πολιτικό έγκλημα» και κάλεσε τις αμερικανικές υπηρεσίες να συνδράμουν στο ανακριτικό έργο. Πράγματι, ο Αμερικανός πρέσβης στα Τίρανα, Alexander A. Arvizu, βοήθησε στην εκτόνωση του φορτισμένου πολιτικού κλίματος, υποσχόμενος άμεση παροχή υψηλής τεχνογνωσίας. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στις διεργασίες αυτές οι Βρυξέλλες ήταν και πάλι απούσες.

Στο μεταξύ, το καλοκαίρι του 2010 (Αύγουστος) ο κυβερνητικός συνασπισμός κλυδωνίστηκε από καταγγελίες για δωροδοκίες υπουργών ενώ κατηγορήθηκε ευθέως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και αρχηγός του συνασπισμένου κόμματος LSI (Σοσιαλιστική Ένωση για την Ένταξη) Ιλίρ Μέτα από τον στενό του συνεργάτη και έως τότε υπουργό Ενέργειας, Ντριτάν Πρίφτη ο οποίος τόλμησε να μιλήσει για καραμπινάτη δωροδοκία, πράγμα που τον ανάγκασε να παραιτηθεί, όχι όμως να πυροδοτήσει κυβερνητική κρίση, όπως πίστευαν πολλοί. Οι αλλεπάλληλες εκατέρωθεν κατηγορίες των δυο αυτών υψηλόβαθμων ανδρών ανάγκασαν και τον ίδιο τον Πρίφτη να παραιτηθεί στη συνέχεια και να προαχθεί σε θέση υπουργού ο πρόσφατα προσχωρήσασας από το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Έντι Ράμα στο LSI, ελληνικής καταγωγής, Βαγγέλ Τάβο. Ενδεικτικό είναι ότι στη διαλεύκανση της υπόθεσης αυτής, κλήθηκαν και πάλι αμερικανικές υπηρεσίες για βοήθεια.

Έτσι, είναι κατανοητό ότι τον πρώτο λόγο στις εσωτερικές εξελίξεις έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ υποβαθμισμένη εμφανίζεται η ΕΕ. Ωστόσο, παρά τη φημολογούμενη αδελφική σχέση με τη Ρώμη και την Ιταλία, δεν διαφαίνεται κάποια ιδιαίτερη κινητικότητα και ούτε η Ιταλία επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως θα αναμενόταν. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την Τουρκία, η παρουσία της οποίας στη χώρα είναι περισσότερο αισθητή παντού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και αυτή διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στις πολιτικές επιλογές της αλβανικής πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας.

Τέλος, από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2012, στην αλβανική πρωτεύουσα κατήλθαν σε επ’ αόριστον απεργία πείνας πρώην πολιτικοί κρατούμενοι του κομουνιστικού καθεστώτος, οι οποίοι ζητούν την καταβολή αποζημιώσεων για την πολυετή κράτησή τους στις δικτατορικές φυλακές της κομουνιστικής Αλβανίας. Η αλβανική κυβέρνηση αρνείται την καταβολή οιασδήποτε μορφής αποζημίωσης με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση με τους πρώην πολιτικούς εκδιωχθέντες να οδηγείται στα άκρα και να πυροδοτεί καταιγιστικές εξελίξεις. Ενδεικτικά, αυτοπυρπολούνται διαδοχικά δυο εκ των απεργών για να προσλάβει έτσι και διεθνείς διαστάσεις το όλο ζήτημα, με εκδηλώσεις συμπαραστάσεως στην Νέα Υόρκη και αλλού. Στις 14 Οκτωβρίου ο Eduard Kukan από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απευθυνόμενος προς την αλβανική κυβέρνηση, ζήτησε να καταβληθεί στους απεργούς κάποιας μορφής αποζημίωση για τις απηνείς διώξεις και τα δεινά που υπέστησαν στις φυλακές του κομουνιστικού καθεστώτος. Μια μέρα αργότερα, όμως, αδιαφορώντας παντελώς για τις νουθεσίες του ευρωπαίου αξιωματούχου, ο Αλβανός πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα χαρακτήρισε τους απεργούς «συμμορία πότων, κουμαρτζήδων και εγκληματιών του ποινικού δικαίου» [9]. Η αντίδραση αυτή οδήγησε τους απεργούς σε απόγνωση και σε ακραίες αντιδράσεις: λίγες μόνον μέρες αργότερα, ένας εκ των αυτοπυρπολημένων αυτοχείρων κατέληξε υπό το βάρος των εγκαυμάτων. Η διεθνής κοινότητα, ωστόσο, απλώς παρακολουθούσε απονευρωμένη και απαθής.

Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΤΗΣ
Οι σχέσεις της Αλβανίας με τους γείτονές της, παρότι οι Αλβανοί αξιωματούχοι και οι γείτονες ομόλογοί τους τις εκφράζουν διαφορετικά, παρουσιάζουν σκαμπανεβάσματα, διακυμάνσεις και, ενίοτε, παλινδρομήσεις, λόγω του βεβαρημένου ιστορικού παρελθόντος από το οποίο δεν μπορούν να απογαλακτιστούν πλήρως αμφότεροι. Κάθε χώρα έχει ριζωμένες προκαταλήψεις που μετουσιώνονται σε αβεβαίωτες αλήθειες, ή αυταπόδεικτα αξιώματα, πολλώ δε μάλλον που στα Βαλκάνια τα μυθεύματα διαπλέκονται πάντα με την ιστορική αλήθεια και την εθνικιστική παθογένεια. Τα υπολείμματα του «αμαρτωλού παρελθόντος» αντικατοπτρίζονται παντού, από τα ΜΜΕ έως τα σχολικά εγχειρίδια, αναπαράγοντας έτσι την καχυποψία, την αντιπάθεια και πολλές φορές την εχθρική προκατάληψη προς τους γείτονες, με σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Για την Ιταλία η Αλβανία αποτελούσε ανέκαθεν το προγεφύρωμά της προς ανατολάς. Οι δυο χώρες διατηρούν καλές σχέσεις, αλλά στο πλαίσιο της εθιμοτυπίας και της τυπικής πολιτικής, της κόσμιας και ευπρεπούς συμπεριφοράς. Οι αναφορές στο ιστορικό παρελθόν (κυρίως οι αλλεπάλληλες εισβολές των Ιταλών στην Αλβανία) αποσιωπούνται ενώ η παρουσία πολυπληθούς μεταναστευτικού στοιχείου στην Ιταλία φαίνεται να διαδραματίζει θετικό ρυθμιστικό ρόλο στις διμερείς σχέσεις.

Η πρώτη μεταπολεμική συμφωνία με την Ιταλία συνάπτεται μόλις το 1962, ύστερα από πισωγυρίσματα και εμπόδια που είχαν σχέση με τις αποζημιώσεις που διεκδικούσε η αλβανική πλευρά από την περίοδο της ιταλικής κατοχής και την παράδοση των Αλβανών εγκληματιών πολέμου οι οποίοι είχαν καταφύγει στον ιταλικό νότο. Η πρώτη, ωστόσο, σοβαρή συμφωνία υπεγράφη το 1991 και τέθηκε σε ισχύ το 1996. Αφορά στην ενθάρρυνση των επενδυτικών πρωτοβουλιών των Ιταλών προς την Αλβανία. Ιδιαίτερη, όμως, σημασία έχει η επιτευχθείσα συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών στις 18 Δεκεμβρίου 1992 για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δυο χωρών. Οι συνολικά 83 διμερείς συμφωνίες, μνημόνια συνεργασίας, εκτελεστικά προγράμματα, πρωτόκολλα και συμβάσεις αφορούν στο χώρο της οικονομίας, του εμπορίου, του τουρισμού, της παιδείας, των τελωνείων, των ασφαλιστικών ιδρυμάτων, της ενέργειας, της ασφάλειας, της άμυνας, κ.λπ. Η τελευταία συμφωνία μεταξύ των δυο χωρών υπεγράφη μόλις στις 10 Ιανουαρίου 2011 και αφορά στη διμερή συνεργασία στο πεδίο της διπλωματικής εκπροσώπησης και της προξενικής προστασίας μεταξύ των δυο υπουργείων Εξωτερικών.

Σημειώνουμε ότι η ιταλική γλώσσα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Αλβανία με αποτέλεσμα να καθιστά εύκολη την επικοινωνία σε επίπεδο καθημερινών συναλλαγών. Φαίνεται ότι τα όποια ιστορικά ανασταλτικά προσκόμματα ξεπεράστηκαν ανώδυνα.

Αντιθέτως, με τη Σερβία οι διμερείς σχέσεις, λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης του Κόσοβου, παρουσιάζονται περισσότερο εύθραυστες και προβληματικές, με εντάσεις και αιφνιδιαστικές μεταβολές, παρά τους όποιους τυποποιημένους βερμπαλισμούς και χρήση εντυπωσιακών ρητορικών σχημάτων για σχέσεις καλής γειτονίας. Κάθε προσπάθεια των Τιράνων και του Βελιγραδίου για λιώσιμο των πάγων προσκρούει στην σθεναρή αντίδραση της Πρίστινας η οποία αντιμετωπίζει νευρικά μια τέτοια θεμιτή προσέγγιση.

Πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι οι σχέσεις των Τιράνων με το Βελιγράδι παραμένουν αδιευκρίνιστες και αδιερεύνητες. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρ' όλη την ιδεολογική και πολιτική εχθρότητα μεταξύ της κομουνιστικής ηγεσίας των Τιράνων και του Βελιγραδίου (1948-1990), ο μεγαλύτερος όγκος του εξωτερικού εμπορίου της Αλβανίας διεξαγόταν με την Γιουγκοσλαβία του Τίτο [10]. Σε κάθε περίπτωση, το κύριο αγκάθι στις σχέσεις των δυο χώρων παραμένει το Κόσοβο, όποιες συνταγές παράκαμψης και αν αναζητούν και εφευρίσκουν οι δυο πλευρές. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά την κρίση στις σχέσεις των δυο χωρών, από την εποχή των εθνικιστικών εκκαθαρίσεων που υιοθέτησε ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και ως την αποπομπή του, οι σχέσεις παρέμειναν επί μακρόν παγωμένες και μόνον πρόσφατα, στις 23 Οκτωβρίου 2012, προσκεκλημένος των Τιράνων επισκέφθηκε την Αλβανία ο Σέρβος υπουργός Εξωτερικών Ιβάν Μρκιτς σε μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφωνιών, σύσφιξης των σχέσεων των δυο χωρών και αποκήρυξης του παρελθόντος. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των δυο υπουργών στην κοινή συνέντευξη τύπου, σκοπός της επίσκεψης αυτής ήταν η επανεκκίνηση των σχέσεων μεταξύ της Αλβανίας και της Σερβίας και η ανταλλαγή επισκέψεων ανωτέρου πολιτικού επιπέδου. Η αλβανική πλευρά παρέκαμψε το θέμα του Κόσοβου και προέτρεψε τον Σέρβο υπουργό να εξομαλύνει η Σερβία τις σχέσεις με το κυρίαρχο, όπως το αποκάλεσε κράτος του Κόσοβου, πρότεινε δε μάλιστα να αποκηρύξει την γενοκτονία που προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν εφαρμόσει εις βάρος του λαού του Κόσοβου, ενώ ο Σέρβος υπουργός επέκρινε το κοινό αμαρτωλό παρελθόν και το ιστορικό γίγνεσθαι. Ερωτηθείς αν πράγματι οι Αλβανοί του Κόσσοβου υπέστησαν γενοκτονία από τους Σέρβους, δήλωσε ότι αυτό είναι ένα ζήτημα που και τον ίδιο συγκινεί ιδιαίτερα αλλά συνιστά αντικείμενο της ιστορικής αλήθειας και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στην ιστορική έρευνα. Δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να αποσιωπήσουν την εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση που οι δυο χώρες έχουν στο θέμα του Κόσοβου και την εθνική του κυριαρχία [11].

Με την πΓΔΜ οι σχέσεις της Αλβανίας παρουσιάζονται επίσης με πολλές εμπλοκές και εμφανείς διακυμάνσεις, λόγω του ισχυρού και πολυάριθμου αλβανικού στοιχείου στα Σκόπια και τις κατά καιρούς κατηγορίες που με κάθε ευκαιρία εξαπολύονται από τα επίσημα χείλη της αλβανικής καταγωγής πολιτικής ηγεσίας των Σκοπίων για καταπάτηση των δικαιωμάτων τους. Τα Τίρανα δεν διστάζουν να τονίσουν με κάθε τόνο ότι το αλβανικό στοιχείο της πΓΔΜ παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην βιωσιμότητα του κρατιδίου και η ειρηνική του συνύπαρξη με τις άλλες εθνότητες και δη με τη σλαβική είναι βασική προϋπόθεση στην πορεία αυτή. Προτρέπει, μάλιστα, την αλβανική συμπολιτευόμενη και αντιπολιτευόμενη πολιτική ηγεσία να εμφανίζονται με συναινετική γλώσσα για τη διαφύλαξη των κτηθέντων εθνικών τους δικαιωμάτων και συμφερόντων (που κυρίως απορρέουν από τη Συμφωνία της Οχρίδας) [12].

Σε επίπεδο διμερών σχέσεων, η Αλβανία δεν προσδοκεί ιδιαίτερες σχέσεις με τα Σκόπια (έχουν συνολικά υπογραφεί 53 συμφωνίες αλλά χωρίς ουσιαστική πρακτική εφαρμοσιμότητα). Η πρώτη συμφωνία επιτεύχθηκε τον Ιούνιο του 1992 και αφορά στην συνεργασία στον τομέα της διμερούς ασφάλειας. Σειρά τέτοιων συμφωνιών, πρωτοκόλλων και μνημονίων συνεργασίας αφορούν στην διευθέτηση των διασυνοριακών προβλημάτων, στην προστασία του περιβάλλοντος και των διεθνών δρυμών, στην πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος κλπ. Σημασία έχει να τονίσουμε ότι οι συγκεκριμένες διμερείς συμφωνίες αναφέρονται στις κοινές προσπάθειες που καταβάλλουν οι δυο χώρες για την ένταξή τους στις δομές της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, στις 16 Ιουλίου 2012 σε συνάντηση που είχε ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών Εντμόντ Παναρίτη με τον σκοπιανό πρέσβη στα Τίρανα ειπώθηκε ότι οι σχέσεις των δυο χωρών βαίνουν καλώς και ότι η Αλβανία θα παράσχει κάθε δυνατή αρωγή για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, και, εξ αντιδιαστολής προς το ελληνικό βέτο και γενικά την ελληνική πολιτική για το προκείμενο θέμα, διατείνονται ότι κάτι τέτοιο είναι προς όφελος όχι μόνον των Σκοπίων αλλά και της ίδιας της Αλβανίας [13].

Από το Μάιο 1971, όταν αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και Αλβανίας, έμελλε να περάσουν πέντε χρόνια για να υπογραφεί η πρώτη διακρατική συμφωνία μεταξύ τους, και συγκεκριμένα το Μάιο του 1976, η οποία αναφερόταν στη συνεργασία της Αλβανίας με την Ελλάδα στον τομέα της κτηνοτροφίας. Έως την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος είχαν υπογραφεί συνολικά 14 διακρατικές συμφωνίες και συμβάσεις συνεργασίας, ενώ συνολικά έχουν υπογραφεί 64 τέτοιες διμερείς συμφωνίες, έως το 2010. Οι σχέσεις των δυο χωρών, ωστόσο, δεν θεωρούνται ικανοποιητικές.

Ιδιαίτερα εύθραυστες και αστάθμητες παρουσιάζονται οι ισορροπίες των ελληνο-αλβανικών σχέσεων τα τελευταία δυο χρόνια. Ο εορτασμός του ιωβηλαίου των 100 χρόνων του ανεξάρτητου αλβανικού κράτους βρίσκει τις διμερείς σχέσεις στάσιμες και «χωρίς θετική ενέργεια» [14], όπως παρατηρεί κορυφαίος Έλληνας διπλωμάτης. Προβληματίζει ιδιαίτερα ότι το ψύχος αυτό διήρκησε οκτώ ολόκληρα χρόνια για να αναθερμανθεί, τρόπον τινά, πρόσφατα με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Αλβανίας, Εντμόντ Παναρίτη στην Αθήνα. Τέτοια στασιμότητα και έλλειψη δυναμικής παρατηρείται από την πέτρινη διετία του Ιουλίου 1993-Μαρτίου 1995, με τα γνωστά γεγονότα της Επισκοπής και όσα επακόλουθα διαδραματίστηκαν, με αποκορύφωση την υπόθεση των πέντε ηγετικών στελεχών της Ομόνοιας, τον Απρίλιο του 1994, όταν η αλβανική πλευρά προέβη στη σύλληψη και την καταδίκη τους, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, γεγονός που πυροδότησε την κινητοποίηση και συμπαράσταση του οικουμενικού ελληνισμού.

Μετά την δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Μπερίσα (2009), η Ελλάδα έσπευσε να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το πρωτεύον, σύμφωνα με την Αθήνα ζήτημα, αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών, κάτι που η Ιταλία, αντίστοιχα, είχε πετύχει, όπως προαναφέρθηκε, από το 1992.

Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας θα μπορούσε, κατ’ οικονομίαν του λόγου, να συνοψιστεί ως εξής: Η Αθήνα το θεωρεί ιδιαίτερα περίπλοκο, λόγω της αλβανικής παραδοσιακής καχυποψίας αλλά και μια σειρά άλλων τεχνικών δυσκολιών και εμποδίων που έμελλε να υπερνικηθούν, όπως η ανάγκη ακριβούς οριοθέτησης των χωρικών υδάτων στην περιοχή της Κέρκυρας, λόγω ύπαρξης συστάδων νησιών και βραχονησίδων που έγειραν θέμα αναγνώρισης δικαιωμάτων. Η Ελλάδα είχε υποβάλει πρόταση προς την Αλβανία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών ήδη από το 1992 επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αλλά, σε αντίθεση με την Ιταλία, η αλβανική πλευρά δεν ανταποκρίθηκε. Το 2004 η ελληνική πλευρά επανήλθε με νέες προτάσεις, χωρίς όμως, και αυτή τη φορά, κάποια ανταπόκριση. Το θέρος του 2006 η Ελληνίδα Υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, υπέβαλε νέα πρόταση [15]. Στη συνέχεια σημειώθηκαν τεχνικές και πολιτικές εμπλοκές.

Στην Αθήνα πιστεύουν ότι εξωγενείς παράγοντες, όπως πιθανώς η Τουρκία, οι οποίοι προσπαθούσαν να ποδηγετήσουν τις, κατά γενική ομολογία, καλές σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Καραμανλή και Μπερίσα, ενδέχεται να είναι πιθανή αιτία του ναυαγίου.

Μετ’ εμποδίων [16], οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής μετέβη ο ίδιος στα Τίρανα όπου οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών υπέγραψαν την σχετική συμφωνία, την 27η Απριλίου 2009. Η παρουσία των δύο πρωθυπουργών προσέδιδε τη δέουσα σημασία που απέδιδε η ελληνική πλευρά στο όλο εγχείρημα [17].

Κι ενώ η συμφωνία όδευε αισίως προς κύρωση από τα αντίστοιχα κοινοβούλια των δύο χωρών, αμέσως μετά τις ελληνικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009 η αλβανική αντιπολίτευση υπό τον Έντι Ράμα, όλως αιφνιδίως, έκανε μια κοπερνίκεια στροφή και, αντιδρώντας, προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο για την ματαίωσή της, προβάλλοντας ως τεχνικό επιχείρημα ότι η «διαβόητη συμφωνία» που επικαλούνται οι Έλληνες δεν είναι παρά προσχέδια πρόχειρων συνομιλιών, σχεδιαγράμματα που μπορεί να φέρουν υπογραφές Ελλήνων και Αλβανών υπουργών αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έχουν νομική ισχύ. [18] Ισχυρίζονται δε ότι οι ελληνικές βραχονησίδες της Κέρκυρας, όπως αναφέρονται στα συμφωνηθέντα, δεν εντάσσονται σε καθεστώς υφαλοκρηπίδας και, κατά συνέπεια, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα περισσότερη θαλάσσια περιοχή από εκείνη που δικαιούται. Άλλο νομικό επιχείρημα, προβαλλόμενο εμφατικά από την αλβανική αντιπολίτευση, ήταν ότι για να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις η αλβανική αντιπροσωπεία έπρεπε πρώτα να συναινέσει με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. [19] Έτσι, διατείνεται ότι, κάτω από τέτοιες προχειρότητες και απροπαρασκεύαστες ενέργειες αλλά και με καταφανείς παραχωρήσεις και υποχωρήσεις προς την Ελλάδα οι οποίες παραβιάζουν κατάφωρα τα αλβανικά συμφέροντα, η συμφωνία έπρεπε να ματαιωθεί [20].

Αρνητικό ρόλο στην όλη υπόθεση διαδραμάτισε ο απόστρατος αξιωματικός και πρώην διευθυντής του Τοπογραφικού Ινστιτούτου της Αλβανίας, Μυσλίμ Πάσα, τον οποίο ο Μπερίσα αποκάλεσε «τσαρλατάνο». Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και κυρίως του εθνικιστικού μετώπου, τελικά, ματαίωσε την συμφωνία σε συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2010, επικαλούμενο παραβάσεις διαδικαστικές και ουσιώδεις, οι οποίες αντιτίθενται στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Αλβανίας και στις διεθνείς συμβάσεις του ΟΗΕ για το Θαλάσσιο Δίκαιο του 1982. Σύμφωνα με δημοσιογραφικούς και πολιτικούς παράγοντες των Αθηνών η εξέλιξη αυτή «αναδίδει έντονα την οσμή ξένων παρεμβάσεων» [21]. Σε κάθε περίπτωση, συνιστά σαφή και άκομψη αθέτηση των συμφωνηθέντων μεταξύ των δύο συμβατικών μερών. Συνιστά, επίσης, όπως πιστεύουν στην Αθήνα «παρασπονδία της αλβανικής πλευράς απέναντι στον ευρωπαίο γείτονά της» έναντι του οποίου είχε και συνεχίζει να έχει αναλάβει συγκεκριμένες ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για συμπεριφορά καλής γειτονίας. [22]

Η συγκεκριμένη αρνητική εξέλιξη, κυρίως, αλλά και άλλες επιμέρους δυσμενείς αθετήσεις από την Αλβανία ανάγκασαν την Ελλάδα, ήδη από το 2010, να υποβαθμίσει τις διμερείς επαφές και διαβουλεύσεις με τα Τίρανα. Τα Τίρανα με τη σειρά τους επιδεικνύουν μια χαρακτηριστική δυσθυμία και το ανησυχητικό είναι ότι πρωτοβουλίες απεμπλοκής δεν διαφαίνονται από καμιά πλευρά. Τα όποια δηλωτικά σχήματα και οι πομπώδεις βερμπαλισμοί καλής θελήσεως, είναι προφανές ότι δεν αρκούν. Νηφάλιοι παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών εκατέρωθεν, πιστεύουν ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των δυο χωρών είναι μονόδρομος. Στο μονόδρομο αυτό κύριο πρόσκομμα για τους Αλβανούς είναι «η παραδοσιακή καχυποψία και οι ύπουλες διαθέσεις των Αθηνών» και με κάθε ευκαιρία το δείχνουν, προβάλλοντας διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες. Τελευταία, μάλιστα, τόσο η συμπολίτευση του Σαλί Μπερίσα όσο και η αντιπολίτευση του Εντι Ράμα, συνεπικουρούμενες αμφότερες από μια διάχυτη ανθελληνική προπαγάνδα και εθνικιστική παράνοια ως κατεστημένη κρατούσα ιδεολογία μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ [23] θεωρούν την Ελλάδα αδύναμη και αμήχανη η οποία, ταλανιζόμενη και χειμαζόμενη από την βαθύτατη οικονομική και κοινωνική ύφεση που διέρχεται δεν θα μπορέσει να ασκήσει πιέσεις ή να διαδραματίσει τον παραδοσιακό ηγετικό της ρόλο στο βαλκανικό γίγνεσθαι, ως η μόνη χώρα της ΕΕ, διαπραγματευτικό χαρτί το οποίο, στην πραγματικότητα, το απώλεσε.

Επιπροσθέτως, το επίσης παραδοσιακό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, αυτό των Ελλήνων της Αλβανίας, καθίσταται πλέον ανίσχυρο και υποβαθμισμένο για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε. Η Ελλάδα, παρά τις εθιμοτυπικές πλέον δηλώσεις για τα εθνικά δικαιώματα των Ελλήνων της Αλβανίας, τίποτε συγκεκριμένο δεν έχει να προσθέσει επ’ αυτού τελευταία ενώ, στην ουσία, είναι υπαρκτά και εκκρεμούν σειρά προβλημάτων που ενοχλούν τους Έλληνες της Αλβανίας. Όλως εσφαλμένως, η αλβανική πλευρά ανέσυρε από την ιστορία και εφεύρε το πολυσχιδές και περίπλοκο ζήτημα των Τσάμηδων, προβαλλόμενο, όπως και στο παρελθόν, ως αντίβαρο.

Είναι ευλογοφανές ότι η άρση της εκκρεμότητας και της άκαμπτης αδιαλλαξίας από την αλβανική πλευρά για την κύρωση της Συμφωνίας της Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών μαζί με τα λοιπά παρεμφερή και περιφερειακά ζητήματα που θα αναφερθούν ακολούθως αναδεικνύεται σε ακανθώδες ζήτημα στις διμερείς σχέσεις.

Στην πραγματικότητα η Συμφωνία για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών και η εθνικιστική υστερία οργανωμένων πλέον πολιτικών κύκλων και μερίδας του οιστρήλατου από τον εθνικιστικό οίστρο του Τύπου που σχετίζεται με τους Τσάμηδες αποτελούν τα βασικά στοιχεία που προκαλούν νευρικότητα και, γιατί όχι, αμηχανία στην Αθήνα. Αμελητέα δεν είναι σε καμιά περίπτωση και η τύχη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία, αλλά πλέον σε ένα παρωχημένο πλαίσιο και χωρίς την επιθυμητή δυναμική.

Τα Τίρανα πιστεύουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την Αλβανία και τους Αλβανούς με αντιφατικές ψυχώσεις, φοβίας αφενός και παραδοσιακής αλαζονείας αφετέρου. Το δημοσιογραφικό κυρίως κατεστημένο των Τιράνων προβάλλει εμφαντικά την ελληνική υπουλότητα, αντιμετωπιζόμενη άλλοτε με σύνδρομο φόβου και διάχυτης καχυποψίας αλλά τελευταία και με τόνους υπεροπτικούς και ζηλοφθονίας κάτι σαν: «οι Έλληνες, και τι έγινε; Είναι οι τελευταίοι της Ευρώπης, και γιατί να είναι καλύτεροι από μας;». Ως εκ τούτου, αναρωτιούνται, έως πότε θα είμαστε οι πειθήνιοι αμνοί των Αθηνών; Πολλοί πιστεύουν ότι η βάση αυτή, από αμφότερους, μπορεί να χαρακτηριστεί «πολιτική της παράνοιας και των αλλεπάλληλων παρεξηγήσεων» καθώς ούτε η μια ούτε ή άλλη πλευρά διαθέτει σαφή ατζέντα για την βελτίωση των σχέσεων, αν πραγματικά επιθυμούν κάτι τέτοιο.

Η ασάφεια αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης επικίνδυνη. Παραδείγματος χάριν, πρόσφατα στα ήδη συσσωρευμένα άλυτα προβλήματα προστέθηκε και ένα αμιγώς τεχνικό θέμα το οποίο μέλλει να προσλάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας και να προκαλέσει εκρήξεις από μέρος των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα: η ορθή αναγραφή των ελληνικών τοπωνυμίων στα αλβανικά επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα (π.χ. το σωστό Thessaloniki αντί του παραδοσιακά καθιερωμένου και αποδεκτού από τους γλωσσικούς κανόνες ορθογραφίας της αλβανικής Selanik). Η ελληνική πλευρά απαιτεί την εφαρμογή του διεθνούς προτύπου ISO 843:1999, το οποίο καθιερώνει συγκεκριμένο σύστημα για τη μεταγραφή και μεταγραμματισμό των ελληνικών σε λατινικούς χαρακτήρες ενώ οι Αλβανοί εμμένουν στις θέσεις τους και ισχυρίζονται, με υπεροπτική μάλιστα συμπεριφορά αλλά αυθαίρετα, ότι η αναγραφή αυτή αφορά τους γλωσσικούς ορθογραφικούς κανόνες της αλβανικής και «δεν μπορούν οι Έλληνες να μας νουθετήσουν για κάτι που είναι δικό μας θέμα». Χαρακτηριστικοί είναι οι υπεροπτικοί τόνοι του Εντι Ράμα για το σχετικό ζήτημα. Στην ουσία, η αλβανική καχύποπτη προπαγάνδα αναρωτιέται πού οφείλεται αυτή η ετεροχρονισμένη αντίδραση του ελληνικού κράτους (άρα κάποια υποψία υπάρχει εδώ!) τη στιγμή που το θέμα ανέκυψε εδώ και πολλά χρόνια.
Παρότι δεν δηλώνεται ευθέως, τα Τίρανα και η συν αυτώ Πρίστινα είναι βαθύτατα ενοχλημένα από την ατολμία της Ελλάδας να αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος, στο πλαίσιο μιας δυναμικής που δεν έχει πισωγύρισμα. Μάλιστα, στην Αθήνα πολλοί πιστεύουν ότι αυτό καθ’ αυτό το θέμα του Κοσόβου θα μπορούσε να χειριστεί και ως διαπραγματευτικό χαρτί, το σημαντικότερο ίσως.

Ακανθώδες και μέγα θέμα παραμένει επίσης η πολυσυζητημένη και χρονίζουσα «εμπόλεμη κατάσταση», την οποία τα Τίρανα ανακινούν περιστασιακά και κατά το δοκούν [24]. Εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μια νομοθετική ρύθμιση από την Ελλάδα της άρσης της «εμπόλεμης κατάστασης» με την Αλβανία. Πρόκειται για εκκρεμότητα που θα μπορούσε να συνδυαστεί με αντίστοιχες τροποποιήσεις άρθρων της συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, μεταξύ των δυο συμμαχικών πλέον χωρών. [25]

Στις διμερείς σχέσεις το Ελληνο-αλβανικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφαλείας που υπεγράφη στις 21 Μαρτίου 1996 στα Τίρανα και τέθηκε σε ισχύ στις 9 Μαρτίου 1998, δεν είχε υπολογίσιμο πρακτικό αντίκρισμα. Ωστόσο, ανησυχία εμπνέει το γεγονός ότι δεν διαφαίνονται πρωτοβουλίες ούτε για την μελλοντική του τύχη, καθώς το σύμφωνο έχει καταληκτική ημερομηνία, και οι δυο πλευρές θα πρέπει να προνοήσουν εγκαίρως για το τι μέλλει γενέσθαι.
Εντούτοις, παρ' όλη τη διάχυτη δυστοκία και οκνηρία στις διμερείς σχέσεις, με δυο πρόσφατες πρωτοβουλίες αναδύεται η ελπίδα για καλύτερη πορεία προς το μέλλον: η πρώτη κίνηση είναι η διακρατική συμφωνία Ελλάδας - Ιταλίας - Αλβανίας, η οποία υπεγράφη στις 27 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους στην Ουάσιγκτον για την υλοποίηση του σχεδίου με το Μνημόνιο κατανόησης για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TransAdriatic Pipeline (TAP) που θα συνδέει τη βορειοανατολική Ελλάδα με τη νότια Ιταλία μέσω Αλβανίας, εκφράζοντας την πρόθεσή τους να συνεργασθούν. Η ελληνική πλευρά πιστεύει ότι «ο αγωγός ΤΑΡ θα συμβάλει σημαντικά στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, στη διαφοροποίηση των διόδων μεταφοράς του αερίου και ταυτόχρονα, θα δημιουργήσει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας για τις οικονομίες μας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς». Η τριμερής πρωτοβουλία επικροτήθηκε επίσης και από παράγοντες της ΕΕ.

Η αλβανική, ωστόσο, πλευρά, αγκιστρωμένη στην παράνοια της καχυποψίας και φοβούμενη τις
φήμες ότι η Ελλάδα μπορεί να συνδέσει τη συμφωνία αυτή με το θέμα της Υφαλοκρηπίδας, δια του υπουργού των Εξωτερικών Εντμόντ Παναρίτη έσπευσε να καθησυχάσει το εσωτερικό της κοινό ότι «Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ του έργου του αγωγού TAP και της συμφωνίας για την οριοθέτηση των υδάτων», αρνούμενος τα σχόλια μέσων ενημέρωσης ότι «η Αθήνα θα δρομολογήσει τη στάση της για τον αγωγό φυσικού αερίου ΤΑΡ από τη συμφωνία για την οριοθέτηση των υδάτων μεταξύ των δύο χωρών» [26].
08.jpg
Εν όψει της επίσκεψής του στην Ελλάδα, ο επικεφαλής της αλβανικής διπλωματίας τόνισε ότι, σε αντίθεση με σειρά σχολίων διαφόρων ΜΜΕ, δεν υπάρχει καμιά πίεση από την Αθήνα σε σχέση με την υπογραφή της συμφωνίας. «Η συμφωνία για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας βρίσκεται σε στάδιο επαναδιαπραγμάτευσης με την ελληνική πλευρά, με γνώμονα την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου», επισήμανε ο κ. Παναρίτη.

Το δεύτερο ενθαρρυντικό γεγονός είναι η επίσκεψη του ιδίου του υπουργού Εξωτερικών της Αλβανίας Εντμόντ Παναρίτη στη Αθήνα, στις 3 Οκτωβρίου φέτος, δηλαδή μόνον λίγες μέρες μετά την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας. ύστερα από πρόσκληση του ομολόγου του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών είχε επαφές και με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας της ελληνο-αλβανικής προσέγγισης, στα μέσα της δεκαετίας ‘80. Στη συνάντηση θίχτηκε το ακανθώδες πια ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών. Ο Αλβανός υπουργός έθεσε ενώπιον του Έλληνα ομολόγου του και πρακτικά ζητήματα, όπως τεχνικές λεπτομέρειες του αγωγού ΤΑΡ, το θέμα της αναγνώρισης από την ελληνική πλευρά των αλβανικών διπλωμάτων οδήγησης, αλλά και το καυτό πλέον θέμα της ορθής αναγραφής των ελληνικών τοπωνυμιών στα αλβανικά επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα. Σύμπασα η αλβανική κοινή γνώμη επικρότησε την επίσκεψη αυτή, ενώ ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι για πρώτη φορά ύστερα από οκτώ χρόνια Αλβανός ανώτερος αξιωματούχος επισκέπτεται την Ελλάδα, πλην όμως οι διμερείς σχέσεις δεν είναι οι επιθυμητές, σύμφωνα με εκτιμήσεις των Τιράνων. [27]

Εν τω μεταξύ, άβολα αισθάνθηκε ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών ενώπιων των δημοσιογράφων της χώρας του και του ξένου Τύπου σε συνέντευξη που παραχώρησε για τα αποτελέσματα της επίσκεψης στην Ελλάδα, όταν η πρώτη ερώτηση που δέχθηκε αφορούσε το ακανθώδες ζήτημα της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δυο χωρών και, απολογούμενος, δεν έδωσε απολύτως καμιά απάντηση, χαρακτηρίζοντας το όλο ζήτημα απλώς παράλογο και απαρχαιωμένο, το οποίο κάποια στιγμή η ελληνική πλευρά θα ματαιώσει και θα αποβάλλει η ίδια. Αντικείμενο συζήτησης υπήρξε και η υπόθεση της καταχώρισης στον κατάλογο των ανεπιθύμητων τους γνωστού Αλβανού δημοσιογράφου Marin Mema ο οποίος διεξήγαγε δημοσιογραφική έρευνα για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Ηπείρου και δεν του επετράπη η είσοδος στην Ελλάδα [28].

Στα ευτράπελα της υπόθεσης θα πρέπει να σημειωθεί ο σάλος που προκλήθηκε στην Αλβανία ύστερα από τη δημοσίευση φωτογραφίας με μία από τις δυο σημαίες της Αλβανίας, αναρτημένης ανάποδα. Τα αλβανικά ΜΜΕ σε μια προσπάθεια ποδηγέτησης της κοινής γνώμης, έκαναν λόγο για σκάνδαλο και εθνική ταπείνωση από τους Έλληνες που προσβάλλουν, βεβηλώνουν και μιαίνουν τα εθνικά τους σύμβολα. Για το περιστατικό αντέδρασε σκληρά και άμεσα και η εθνικιστική παράταξη «Ερυθρόμαυρη Συμμαχία» η οποία, μέσω ανακοίνωσης προς τα αλβανικά ΜΜΕ, ανέφερε ότι η Ελλάδα συνεχίζει να περιφρονεί την Αλβανία ... και ότι η εθνική ταπείνωση της γονατισμένης διπλωματίας μας είναι ατέρμονη…». Σχετικά, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών Γρ. Δελαβέκουρας εξέφρασε τη λύπη του για την αβλεψία που οδήγησε στην εσφαλμένη ανάρτηση της σημαίας της Αλβανίας, και ζήτησε συγνώμη για οποιαδήποτε προσβολή προκλήθηκε από αυτό το λάθος, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν ήταν εσκεμμένο».[29]

Έτσι, τα 100 χρόνια αλβανικού κράτους, βρίσκουν την Αλβανία σε ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, στο οποίο ωστόσο, καθίσταται ολοένα και περισσότερο υπολογίσιμος ρυθμιστικός παράγοντας, κυρίως στις βαλκανικές διεργασίες. Όντας ακόμα ανολοκλήρωτος ο εθνικός της ιστός, όπως ισχυρίζονται στα Τίρανα και στη Πρίστινα, λόγω της πολυπληθούς αλβανικής κοινότητας στη πΓΔΜ, αλλά και χωρίς ακόμα να έχει ξεκαθαρίσει απόλυτα το θέμα του Κόσοβου, η Αλβανία αποτελεί σημείο αναφοράς για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Καίτοι τα οικονομικά της μεγέθη δεν είναι δελεαστικά, και η Αλβανία δεν συνιστά μετρήσιμη αγορά για τους ξένους επενδυτές, η θέση και ο ρόλος της κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητος είναι. Η αποστεωμένη πολιτική αντίληψη μιας μερίδας αναλυτών που θέλει την Αλβανία στις συντεταγμένες της δεκαετίας του ΄70, απομονωμένη και χωρίς εταίρους και διεθνές κύρος, είναι και απλουστευτική και επικίνδυνη, καθώς, ούσα σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά διαθέτοντας και άλλους εταίρους και συμμάχους πλέον, εντεταγμένη πλήρως στο διεθνές πολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον, πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά και όχι σαν μαθητής που νουθετείται, με αμφοτεροβαρείς συμφωνίες και συνεργασίες. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραλείπουμε ότι, όπως όλα τα μικρά έθνη που πάσχουν από συμπλέγματα κατωτερότητας, θέλοντας να αποδείξει το εθνικό της ανάστημα, πολλές φορές καταφεύγει σε εθνικιστικές διολισθήσεις και εθνικιστικά παραληρήματα με απροσμέτρητο κόστος για την ίδια και την περιοχή.

Στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται επί μια εικοσαετία πάνω από μισό εκατομμύριο Αλβανοί, με ωφέλιμη συνεισφορά στην οικονομία της, ενώ στην Αλβανία ζει μια ελληνική κοινότητα η οποία ουδέποτε στάθηκε τροχοπέδη στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Το αντίθετο. Ας μην ξεχνάμε ότι η μετανάστευση συνιστά βασικό στοιχείο της σύγχρονης ιστορίας, αναγκαίο και ιδιαίτερο επιθυμητό, ενώ η ωφέλεια από τις μειονοτικές εθνικές ομάδες είναι απροσμέτρητη όταν η αντιμετώπισή τους είναι η δέουσα. Τα δυο αυτά στοιχεία μπορούν και πρέπει να επισκιάσουν κάθε ιστορική αρνητική κληρονομιά ώστε οι δυο χώρες να πορευτούν φιλικά σε ένα κοινό αύριο.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Βασίλης Κόντης, Ευαίσθητες ισορροπίες, Ελλάδα και Αλβανία στον 20ο αιώνα, Παρατηρητής, σελ. 12.
[2] Ισοτιμία Ευρώ προς αλβανικό λεκ =137,9 (Ιανουάριος 2012).
[3] Αναλυτικά για τον ορυκτό πλούτο: http://www.akbn.gov.al/index.php?ak=details&nid=35.
[4] Στις 2 Οκτωβρίου 1921 η Αλβανία γίνεται δεκτή στην Κοινωνία των Εθνών και, την ίδια μέρα, ο αλβανός εκπρόσωπος της, Φαν Νόλη δήλωνε από τα έδρανά της ότι ο ελληνικός πληθυσμός που ζούσε στις νότιες περιοχές του αλβανικού κράτους αναγνωρίζεται επίσημα ως εθνική και γλωσσική μειονότητα και η Αλβανία αναλάμβανε ρητή δέσμευση να κατοχυρώσει και να κάνει σεβαστά τα εθνικά δικαιώματά της, θρησκευτικά, εκπαιδευτικά κλπ.
[5] Διαθέσιμο στο: www.europarl.europa.eu/.../getDoc.
[6] Πρεσβεία της Ελλάδος στα Τίρανα - Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, Επικαιροποίηση στοιχείων αλβανικής οικονομίας και αγοράς Απρίλιος 2012, διαθέσιμο στο: http://www.agora.mfa.gr/agora/images/docs/rad.pdf
[7] Ο.π.
[8] Οι ελληνικές τράπεζες χάνουν έδαφος στην Αλβανία, διαθέσιμο στο: http://www.shqiperia.com/lajme/lajm/nr/14601/Bankat-greke-humbasin-terre....
[9] Σαλί Μπερίσα: Η απεργία παρακινείται από πότες, κουμαρτζήδες και εγκληματίες, Εφ. Tema, 15/10/2012, διαθέσιμο στο: http://www.gazetatema.net/web/2012/10/15/berisha-greva-drejtohet-nga-pij...
[10] Βλ. λεπτομέρειες στο: Σταύρος Γ. Ντάγιος, Η διεθνής διάσταση της ρήξης E. Hoxha – J. B. Tito και η λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1945-1949), Παρατηρητής.
[11] Ο Υπουργός Παναρίτη υποδέχεται το σέρβο ομόλογό του Ίβαν Μρκιτς: Να προωθήσουμε τις σχέσεις με συγκεκριμένες ενέργειες και σύναψη συμφωνιών, διαθέσιμο στο: http://www.mfa.gov.al/index.php?option=com_content&view=article&id=8416%....
[12] Παναρίτη – Θάτση: Οι Αλβανοί παράγοντας κλειδί για την σταθερότητα της πΓΔΜ, διαθέσιμο στο: http://www.mfa.gov.al/index.php?option=com_content&view=article&id=8426%....
[13] Ο Παναρίτη υποδέχεται τον πρέσβη της πΓΔΜ, Τρπεβσκι, τονίζεται η σπουδαιότητα των διμερών σχέσεων, διαθέσιμο στο: http://www.mfa.gov.al/index.php?option=com_content&view=article&id=8235%....
[14] Αλέξανδρος Μαλλιάς, Η Ελλάδα και οι Αλβανοί γείτονές της. Το πλαίσιο μιας συνολικής στρατηγικής συνεργασίας, διαθέσιμο στο: http://www.metarithmisi.gr/el/readArchives.asp?catID=2&subCatID=17&textI....
[15] Γιάννης Βαληνάκης, Το σχέδιο «Ελλάς επί Τέσσερα», Πώς εξελίχθηκαν οι προσπάθειες για τις ΑΟΖ και… σταμάτησαν το 2009, διαθέσιμο στο: http://foreignaffairs.gr/articles/68831/giannis-balinakis/to-sxedio-%C2%....
[16] Ksenofon Krisafi, Η αλβανο-ελληνική υφαλοκρηπίδα δεν μετατέθηκε ούτε ένα χιλιοστό, διαθέσιμο στο: http://www.respublica.al/opinion/2012/11/14/kufiri-detar-shqiptaro-grek-...
[17] Σ. Τζίμα, Αλβανία- Επίσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή-Ελληνοαλβανική συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα, 27/04/2009, διαθέσιμο στο http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=6022.
[18] Ksenofon Krisafi, Ο.π.
[19] Γιάννης Βαληνάκης, Ο.π.
[20] Ksenofon Krisafi, Ο.π.
[21] Καταγγελίες του δημοσιογράφου Σταύρου Λυγερού για χρηματισμό της Αλβανίας από την Τουρκία στην εκπομπή Νέοι Φάκελοι, του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 01/12/11.
[22] Γιάννης Βαληνάκης, Ο.π.
[23] Τελευταία, μεγάλη μερίδα ΜΜΕ στην Αλβανία κυριαρχείται από πλέγμα εθνικιστικής υστερίας η οποία οιστρηλατεί τα πλήθη για το ένδοξο ιστορικό παρελθόν και διεγείρει την εθνική συνείδηση προς αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών με αποκορύφωμα την ένωση της Αλβανίας με το Κόσσοβο έως προοίμιο της αλβανικής εθνικής ολοκλήρωσης.
[24] Ksenofon Krisafi, Η εμπόλεμη κατάσταση με την Ελλάδα, ούτε νόμιμη, ούτε επισήμως ματαιωμένη, διαθέσιμο: http://www.thealbanian.co.uk/aktualitet/ksenofon-krisafi-ligji-i-luftes-....
[25] Αλέξανδρος Μαλλιάς, Ο.π.
[26] Παναρίτη, Η συμφωνία με την Ελλάδα για την υφαλοκρηπίδα δεν έχει καμιά σχέση με το ΤΑΡ, διαθέσιμο στο: http://shekulli.com.al/web/p.php?id=2806.
[27] Ο Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας επισκέπτεται την Ελλάδα: διαθέσιμο στο: http://www.albanians.gr/lajme/politika/5864-ministri-i-puneve-te-jashtme....
[28] Συνέντευξη τύπου του Υπουργού Εξωτερικών Εντμόντ Παναρίτη σχετικά με την πρόσφατη επίσκεψη στην Ελλάδα, διαθέσιμο στο: http://www.mfa.gov.al/index.php?option=com_content&view=article&id=8390%....
[29] Δήλωση του Εκπροσώπου του ΥΠΕΞ σχετικά με την εσφαλμένη ανάρτηση της σημαίας της Αλβανίας, κατά την επίσκεψη του ΥΠΕΞ της Αλβανίας Ε. Παναρίτι διαθέσιμο στο: http://www.mfa.gr//epikairotita/diloseis-omilies/delose-tou-ekprosopou-t....
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.