Του Κώστα Ράπτη-Την Γερμανίδα καγκελάριο Angela Merkel θα μπορούσε βασίμως να
χαρακτηρίσει κανείς ως τον πιο προνομιούχο πολιτικό αρχηγό στην Ευρώπη,
δεδομένης της υψηλής δημοτικότητάς της και της σταθερότηταςτης
κυβέρνησής της. Και όμως: από τους κλυδωνισμούς στον χώρο των
Σοσιαλδημοκρατών εταίρων της, μέχρι τις διαιρέσεις στον συντηρητικό
χώρο, όπου η βαυαρική Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) για πρώτη φορά
εξετάζει το μέχρι πρότινος ανήκουστο ενδεχόμενο ρήξης με το αδελφό κόμμα
της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), πληθαίνουν τα σημάδια ότι η πολιτική του "μεγάλου συνασπισμού” περνά "υπαρξιακή” δοκιμασία.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι βέβαια ότι η συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων αποτέλεσε στη Γερμανία
την προσφιλέστερη μέθοδο αποφυγής πολιτικών κρίσεων, καθώς πριν το
σχηματισμό της τρέχουσας κυβέρνησης "μεγάλου συνασπισμού” είχαν
προηγηθεί αυτές του 1966-69 και του 2005-2009. Όμως η συνταγή δείχνει να
μην αποδίδει πια.
Στην περίπτωση των Σοσιαλδημοκρατών τα προβλήματα ξεκινούν από την κομματική βάση, που με αγωνία βλέπει την απήχηση του SPD να μειώνεται. Ο αντικαγκελάριος και πρόεδρος του κόμματος Sigmar Gabriel,
που πρόσφατα αναγκάστηκε να διαψεύσει τις φήμες περί επικείμενης
παραίτησής του, δέχεται εντεινόμενες πιέσεις για στροφή προς τα αριστερά
και εγκατάλειψη της συγκυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες. Όταν σε
κομματική εκδήλωση αυτή την εβδομάδα η συνδικαλίστρια Suzanne Neumann
κατηγόρησε τον Gabriel ότι αγνοεί τα προβλήματα των απλών Γερμανών που
δυσκολεύονται να βρουν μια σταθερή απασχόληση και έναν αξιοπρεπή μισθό,
το πάγιο αντεπιχείρημα ότι για αυτά φταίνε οι συντηρητικοί της CDU,
έλαβε την απλή απάντηση "και τότε γιατί μένετε μαζί τους;”.
Ο Matthias Miers, θεωρούμενος ως
επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, με δηλώσεις του στην
εφημερίδα Bild επικαλέστηκε την εμπειρία της Αυστρίας για να προτείνει
τερματισμό του "μεγάλου συνασπισμού” μετά τις επόμενες βουλευτικές
εκλογές. Πρόσφατη δημοσκόπηση για την γερμανική δημόσια τηλεόραση φέρνει
το SPD
στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 20%. Με άλλα λόγια, ένα κόμμα που η
ιστορία του ξεκινά το 1863 και την εποχή του Bismarck, υπερέχει κατά
μόλις 5 ποσοστιαίες μονάδες της λαϊκιστικής "Εναλλακτικής για τη Γερμανία”
(AfD), που ιδρύθηκε πριν από 3 χρόνια. Στις εκλογές του κρατιδίου της
Σαξονίας-Άνχαλτ το βρέθηκε στην τέταρτη θέση με το ταπεινωτικό ποσοστό
του 11%, πίσω και από την AfD και το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke).
Στη Βάδη-Βυρτεμβέργη το SPD υποχώρησε επίσης κατά 10 ποσοστιαίες
μονάδες φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό του 13%. Την ίδια στιγμή, η
δημοτικότητα του Gabriel παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, καθώς μόλις το 13%
τον υποστηρίζει για καγκελάριο - την ίδια ώρα που η καγκελάριος Merkel,
παρά τις επιθέσεις που δέχεται για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης,
έχει θετική αποδοχή από το 49% των Γερμανών. Δεν είναι τυχαίο ότι
παραμένει ανοιχτό το ερώτημα, εάν τελικά ο Gabriel θα είναι ο υποψήφιος
καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών στις γενικές εκλογές του 2017 - και
αυτό όχι μόνο εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που πρόσφατα τον
υποχρέωσαν να ακυρώσει επίσημο ταξίδι στην Τεχεράνη. Η γερμανική
σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει έτσι την ίδια κρίση ταυτότητας που
μαστίζει τα περισσότερα αδελφά κόμματα στην Ευρώπη.
Η μειωμένη κοινωνική και εκλογική
βαρύτητα της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης (ιστορικής βάσης της
σοσιαλδημοκρατίας), αλλά και η ταύτιση των κομμάτων του χώρου στα
περισσότερα ζητήματα με τις συντηρητικές και φιλελεύθερες δυνάμεις, με
κορύφωση τη διαμόρφωση "μεγάλων συνασπισμών”, αφήνει ένα κενό που
καλύπτεται από την ανάδυση λαϊκιστικών κομμάτων, ιδίως όταν αυτά
συνδυάζουν την πολεμική στο πολιτικό σύστημα με την ξενοφοβική
αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Η πρόσφατη συντριπτική αποτυχία των
υποψηφίων τόσο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος όσο και του κεντροδεξιού
Λαϊκού Κόμματος στον πρώτο γύρο των αυστριακών προεδρικών εκλογών και η
επιτυχία του ακροδεξιού Norbert Hofer, που οδήγησε και στην παραίτηση
του αυστριακού σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Werner Faymann, θεωρήθηκε ότι
έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και για τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία.
Σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα βρίσκεται
στην ίδια την πολιτική των "μεγάλων συνασπισμών”. Η σύγκλιση με τους
συντηρητικούς απομακρύνει τους σοσιαλδημοκράτες από την παραδοσιακή τους
ταυτότητα. Μόνο 32% των Γερμανών (έναντι 38% πριν από έναν χρόνο)
θεωρούν ότι η κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί βασική επιδίωξη του SPD ,
ενώ μόλις 26% των πολιτών θεωρούν ότι το κόμμα έχει τις πιο επαρκείς
θέσεις σε ζητήματα όπως το συνταξιοδοτικό. Οι αμφιλεγόμενες θέσεις του
Gabriel σε ζητήματα όπως η συμφωνία TTIP, για την οποία έχει τοποθετηθεί
άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, δεν βοηθούν. Όμως, είναι η
ανασφάλεια της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στο μεταναστευτικό, ο
κατεξοχήν καταλύτης. Εξού και η άνοδος της AfD,
κόμματος που κατεξοχήν εκφράζει το αίσθημα απογοήτευσης των Γερμανών
πολιτών, αρχικά για τη νομισματική ενοποίηση, που ήταν η πρώτη του
αιχμή, και τώρα για τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση που αποτελεί
τη "σημαία” της νέας κομματικής ηγεσίας, μετά τον παραγκωνισμό του
ιδρυτή του κόμματος, Bernd Lucke. Όμως, η AfD
δεν πιέζει μόνο τους Σοσιαλδημοκράτες. Επικαλούμενοι το συντηρητισμό,
τον πατριωτισμό, τη λελογισμένη ελευθερία ή τη σύγκρουση με τις
παραδόσεις της Αριστεράς και τον απόηχο του ριζοσπαστισμού του 1968, η
"Εναλλακτική” αγγίζει όλες τις ευαίσθητες χορδές της ιστορικής
κληρονομιάς της γερμανικής κεντροδεξιάς, διεκδικώντας τον πολιτικό τόνο
που θα είχε και η CDU/CSU
στην δεκαετία του 1980. Το αποτέλεσμα είναι η διακινδύνευση της
εσωτερικής συνοχής του μείζονος εταίρου του κυβερνητικού συνασπισμού.
Για τους παραδοσιακά συντηρητικότερους
Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές, η άνοδος της AfD συνιστά αποτέλεσμα της
προσπάθειας της Angela Merkel να μετατοπίσει την CDU προς το κέντρο, σε
σειρά ζητημάτων με κορυφαία την προσφυγική κρίση. Ο ηγέτης της CSU Horst
Seehofer υποστήριξε ευθέως ότι η απόφαση της καγκελαρίου να ανοίξει το
Σεπτέμβριο τα σύνορα με την Ουγγαρία για να δεχτεί τους εκεί
εγκλωβισμένους Σύριους οδήγησε στη μαζική προσέλκυση προσφύγων - κάτι
που η ίδια η Merkel αρνείται πεισματικά. Ο Βαυαρός υπουργός Οικονομικών
Marcus Söder πήγε ένα βήμα παρακάτω, δηλώνοντας ότι οι διαφορές ανάμεσα
στην CDU και την CSU είναι σήμερα βαθύτερες παρά ποτέ, ενώ και ο
Seehofer αφού ειρωνικά δήλωσε ότι κάθε Κυριακή βράδυ λαμβάνει τις
διαταγές του από την Merkel, πρόσθεσε "μπορούμε και μόνοι μας”. Τον
περασμένο Μάρτιο ο Seehofer παρουσίασε τη στρατηγική της CSU για να
προσελκυσθούν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι που προσφεύγουν στην AfD, η
οποία, εκτός των άλλων περιλαμβάνει τη διατήρηση με κάθε κόστος του
ύψους των συντάξεων για τους χαμηλόμισθους και τη σύγκρουση με τις
επιλογές του επικεφαλής της EKT Mario Draghi.
Σε περίπτωση που οι δικές του προτάσεις
για την αλλαγή πορείας της γερμανικής κεντροδεξιάς δεν γίνουν δεκτές,
πηγές φέρουν τον Seehofer να δηλώνει ότι η CSU θα εξετάσει το ενδεχόμενο
να παρουσιάσει δικό της υποψήφιο καγκελάριο στις επόμενες γενικές
εκλογές. Θα πρόκειται ασφαλώς για κίνηση χωρίς προηγούμενο, αφού κανόνας
της γερμανικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες ήταν οι κοινοί
υποψήφιοι καγκελάριοι CDU/CSU. Μια τέτοια έξοδος της CSU από τα όρια της
Βαυαρίας φαίνεται ότι έχει απήχηση σε μερίδα του γερμανικού εκλογικού
σώματος. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 45% των Γερμανών θα θεωρούσε
θετική (έναντι 40% που την κρίνει αρνητική) μια πανεθνικήπαρουσία της
CSU. Αλά και μέσα στην CDU πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν μεγαλύτερη
έμφαση σε αξίες όπως η οικογένεια, η κοινωνική συνοχή, η ασφάλεια, ο
πατριωτισμός, προκειμένου το κόμμα να μην αποκοπεί από τους πιο
συντηρητικούς ψηφοφόρους και να τηρηθεί η καθοδηγητική αρχή που είχε
θέσει ο πάλαι ποτέ ηγέτης της Βαυαρίας Franz Josef Strauss ότι δεν θα
πρέπει να επιτραπεί επ’ ουδενί η εμφάνιση μαζικού κόμματος στα δεξιά της
CDU/CSU. "Αυτός ο διαρκής εκσυγχρονισμός του CDU αφήνει διαρκώς χώρο
στα δεξιά για ένα νέο κόμμα” σημειώνει το πρόσφατο μανιφέστο 15
Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών, με το οποίο καλούν την καγκελάριο να
σταματήσει την "αριστερή κατρακύλα” του κόμματος και να στραφεί στον
σκληρό πυρήνα των οπαδών της συντηρητικής παράταξης.
Η ίδια η καγκελάριος Merkel, που θεωρεί
πως το μεγαλύτερο επίτευγμά της είναι ότι μπόρεσε να οικειοποιηθεί
θεματικές της σοσιαλδημοκρατίας και των οικολόγων και να προσελκύσει
ψηφοφόρους από τα αριστερά, εκτιμά ότι παρά τις απώλειες ψηφοφόρων προς
την AfD στις τελευταίες εκλογές κρατιδίων (190.000 ψήφους στη
Βάδη-Βυρτεμβέργη και 60.000 στη Ρηνανία-Παλατινάτο), εντέλει η AfD δεν
θα αποτελέσει απειλή, καθώς θα αποδιαρθρωθεί από τις εσωτερικές της
διαιρέσεις. Σε αυτό το φόντο, η πρόσφατη σκλήρυνση της γερμανικής αλλά
και ευρύτερα ευρωπαϊκής στάσης απέναντι στην Τουρκία σε σχέση με την
απελευθέρωση της βίζας, δεν αποτελεί μόνο απάντηση στην επίδειξη
αλαζονείας του Τούρκου προέδρου Tayip Erdoğan (που λίγες μέρες μετά την
αποπομπή του αρχιτέκτονα της συμφωνίας, πρωθυπουργού Ahmet Davutoğlu,
απέκλεισε την προοπτική εκπλήρωσης του προαπαιτούμενου για αλλαγή του
τουρκικού αντιτρομοκρατικού νόμου), αλλά και κίνηση με το βλέμμα
στραμμένο και προς τις εσωτερικές δυσκολίες του γερμανικού πολιτικού
συστήματος.